Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος που ζούμε μόνο αγγελικά πλασμένος δεν είναι. Οι δυσκολίες κι οι περιορισμοί, ακόμα κι οι απαγορεύσεις, είναι συνθήκες πραγματικές και παρούσες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Γιατί απλώς έτσι είναι η ζωή. Η πραγματική ζωή δεν είναι ένας δρόμος χαραγμένος ανάμεσα σε ροζ-μωβ συννεφάκια, σπαρμένος με ροδοπέταλα. Υπάρχουν κι αυτά τα κομμάτια του δρόμου, αλλά υπάρχουν κι άλλα, στενά και κακοτράχαλα, πολλές φορές φοβιστικά και δύσβατα. Κι αυτή ακριβώς η πορεία, μέσα από τις πραγματικές συνθήκες της ζωής,  είναι που χτίζει την πολύτιμη «εμπειρία» και σοφία που μας διαμορφώνουν ως ώριμους κι αποτελεσματικούς ενήλικες.

Τι γίνεται όμως όταν για κάποιους ανθρώπους ( ή και για τον εαυτό μας), μοιάζουν τα πάντα ως ένα εχθρικό τοπίο, όπου τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει και να επιτευχθεί;

Όταν νιώθουμε πως η ζωή μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σειρά από συνεχείς ματαιώσεις, ανεκπλήρωτα όνειρα κι άφταστους στόχους, τότε είναι η στιγμή να σκεφτούμε μήπως έχουμε πέσει στην παγίδα της αυτοϋπονόμευσης.

Ακούγεται παράδοξο ή και παράλογο ακόμα, το να βάζει κάποιος εμπόδια στον εαυτό του, όταν επιδιώκει πράγματα που λαχταράει τόσο. Κι όμως ούτε ασυνήθιστο είναι, ούτε κι ανεξήγητο.

Η συμπεριφορά αυτή της αυτοϋπονόμευσης, είναι κάτι που χτίζεται από την παιδική ηλικία, μέσα από μια δυσλειτουργική αλληλεπίδραση του παιδιού με τους γονείς. Όταν οι γονείς δεν επιβραβεύουν τα παιδιά τους, δεν τα ενθαρρύνουν για να ανακαλύπτουν και να τολμούν, δεν τα υποστηρίζουν για να κάνουν αυτά που επιθυμούν, διδάσκουν στα παιδιά τους πως δεν είναι ικανά να επιτυγχάνουν τους στόχους τους, και πως είναι μάταιο κανείς ν’ αγωνίζεται για κάτι. Το ίδιο αποτέλεσμα φέρνει και μια παιδαγωγική, όπου ποτέ κανένα επίτευγμα του παιδιού δεν είναι αρκετό. Τι σημασία έχει το να επιτυγχάνει κάποιος σ’ αυτά που αναλαμβάνει, αφού ποτέ δεν ακούει μια καλή κουβέντα ή έναν έπαινο;

 Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο υπονόμευσης είναι επίσης το να υπάρχει στην οικογένεια μια κουλτούρα φόβου ή θυματοποίησης. Πολλές φορές, σε οικογένειες που έχουν στην ιστορία τους δύσκολες συνθήκες ζωής, (μεγάλη φτώχεια, ενδοοικογενειακή βία, μετανάστευση, τραυματικές καταστάσεις), εγκαθίσταται μια ταυτότητα, η οποία εξελίσσεται σε κουλτούρα, όπου οι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως τα μόνιμα θύματα, τους πάντα αποκλεισμένους από τις επιτυχίες, τους παρακατιανούς ή τους «καταραμένους». Όλες αυτές οι πεποιθήσεις διδάσκονται (μέσα από την ανατροφή τους) και στα παιδιά, τα οποία χτίζουν μια ταυτότητα βασισμένη σε στάσεις, αντιλήψεις και πεποιθήσεις που καμία σχέση δεν έχουν με τις πραγματικές συνθήκες και τις δικές τους δυνατότητες.   

Ένα άλλο καταστροφικό μοντέλο, είναι το να ενοχοποιείται η επιτυχία ή η αυτονομία (μέσα από αυτήν), των μελών της οικογένειας, τα οποία αν επιτύχουν κι αν ανοίξουν τα φτερά τους, θα εγκαταλείψουν τους «αδικημένους», «αναξιοπαθούντες», γονείς, αδέρφια κλπ, που ζουν εγκλωβισμένοι στη δύσκολη ή κακιά μοίρα τους. 

Στην ενήλικη ζωή, φέρουμε πολλές από αυτές τις πεποιθήσεις ως αδιαπραγμάτευτες πραγματικότητες ή ως απαράβατους νόμους. Νομίζουμε πως αυτό είναι η μοναδική διάσταση των πραγμάτων και πως καμία δύναμη δεν είναι ικανή να τ’ αλλάξει.

Πολλές φορές, μέσα τη θεραπεία, οι άνθρωποι εκφράζουν τέτοιου είδους πεποιθήσεις, σαν να είναι συμπαντικοί νόμοι «είμαι ανίκανος/η», «είμαι ανεπαρκής», «αυτά δεν είναι για μένα». Στην ερώτηση «ποιος το λέει αυτό;», η απάντηση ( μετά από παύση, αρκετή σκέψη κι ανάλυση), είναι πως πρόκειται για φωνές άλλων (συνήθως των γονέων), που υπαγορεύουν  στα παιδιά τους το «τι είναι» και «τι δεν είναι» αυτά. Όταν κανείς αμφισβητήσει αυτές τις φωνές και τις διαχωρίσει από τους πραγματικούς φόβους (ο φόβος είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα) και τις πραγματικές δυσκολίες, τότε αυτομάτως το τοπίο καθαρίζει και το αίσθημα της ανικανότητας μειώνεται.

Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στο Jenny.gr, κάνοντας κλικ εδώ.