Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Αλκίνοος Ιωαννίδης: «Είναι μαγεία όταν καταργείται η απόσταση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού»

Πριν εμφανιστεί στην Τεχνόπολη (Δευτέρα 3/7), ο αγαπημένος τραγουδοποιός μιλά για τη μουσική πορεία του έως σήμερα, τη μαγική ατμόσφαιρα των ζωντανών εμφανίσεων εν μέσω κρίσης και τη νέα γενιά που αρνείται να χάσει τη δημιουργικότητά της.

Φωτογραφίες: Γιάννης Μαργετουσάκης

Όλοι έχουμε συνδυάσει περιόδους ή στιγμές της ζωής μας με τραγούδια του Αλκίνοου. Προσωπικά, θυμάμαι ότι, έφηβη ακόμη, άκουγα τα πρώτα cd του με ακουστικά στα διαλείμματα του σχολείου. Ως φοιτήτρια, άρχισα να τον ακολουθώ στις καλοκαιρινές συναυλίες του. Στους έρωτές μου, κατέφευγα στους στίχους του, όταν από μόνη μου δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσω ό,τι σκεφτόμουν ή αισθανόμουν. Και τα τελευταία χρόνια, με την κατάσταση που προέκυψε στην Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο (τον τόπο όπου γεννήθηκε), θαύμασα το θάρρος του να εκφράζει ανοιχτά τη γνώμη του, χωρίς να φοβάται τις αντιδράσεις που ενδεχομένως θα προέκυπταν.

Όταν, λοιπόν, έκλεισα τη συνέντευξη που ακολουθεί, ένιωσα μεγάλη χαρά. Δεν του το είπα, παρά μόνο στο τέλος της συζήτησης. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκειά της, διαπίστωσα ότι ο Αλκίνοος, εκτός από ταλαντούχος τραγουδοποιός, είναι κι εξαιρετικός συνομιλητής. Με ευγένεια, άποψη, σεμνότητα και ευαισθησία. Έναν συνδυασμό, δηλαδή, που σπάνια συναντάει κανείς. Κι έτσι, έχοντας εκτιμήσει και την προσωπικότητά του πλέον, πέρα από τη μουσική του, ανυπομονώ ακόμη περισσότερο για το επόμενο live του...

Τη Δευτέρα 3 Ιουλίου, θα δώσετε μια μεγάλη συναυλία στην Τεχνόπολη. Τι θα μας παρουσιάσετε εκείνη τη βραδιά; Στην κεντρική αυτή συναυλία της ανά την Ελλάδα περιοδείας μας, θα παρουσιάσουμε τη μουσική μας πορεία, δηλαδή τη ζωή μας, όπως αυτή εξελίσσεται τα τελευταία τρία χρόνια. Η μουσική ομάδα αποτελείται από σπουδαίους, ολοκληρωμένους σολίστες, που ο κάθε ένας τους εκπροσωπεί έναν ολόκληρο κόσμο. Όλοι προσφέρουν απλόχερα τους εαυτούς τους στο σύνολο, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση μιας κοινής αισθητικής. Πρόκειται για μια πολύτιμη, για μένα, μουσική συνύπαρξη. Μέσα από τη χρήση αποκλειστικά έγχορδων οργάνων, αποδίδεται μοναδικά, με εξαιρετικά ευφάνταστους τρόπους, κάθε ένταση και κάθε ευαισθησία. Στην Τεχνόπολη, λοιπόν, θα παρουσιάσουμε ένα ξεχωριστό, ολοζώντανο, χειροποίητο μουσικό αποτέλεσμα, το οποίο απορρέει από τη δημιουργική πορεία μιας ενδιαφέρουσας παρέας.


Μέχρι σήμερα έχετε δώσει περισσότερες από 1.700 συναυλίες στην Ελλάδα και την Κύπρο και πάνω από 100 στο εξωτερικό (Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Αμερική, Αυστραλία). Τι σας κινητοποιεί να βρίσκεστε συνεχώς σε επαφή με το κοινό; Η μουσική είναι συνυφασμένη με το ταξίδι και τη συνάντηση των ανθρώπων. Όταν δεν μοιράζεται, πεθαίνει. Μαζί της, πεθαίνει και ο μουσικός. Σήμερα, επιτέλους, ζούμε σε μια εποχή ουσιαστικής μοιρασιάς. Παλαιότερα, οι καλλιτέχνες παραπονιόμασταν ότι έπρεπε να παραγάγουμε ενδιαφέρον έργο σε αδιάφορη εποχή. Τώρα, μας δόθηκε μια πολύ δύσκολη, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εποχή. Μέσα σε αυτήν, λοιπόν, καλούμαστε να δημιουργήσουμε κάτι ουσιαστικό και καθένας μας να αναζητήσει την πραγματική του ταυτότητα, ώστε να τη μοιραστεί με τους άλλους. Στην Ιστορία της ανθρωπότητας, η τέχνη άνθισε σε δύσκολες περιόδους, διότι δεν αποτελεί απλώς καταφύγιο απέναντι στα εμπόδια, αλλά κι ένα πεδίο που μας δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε εκ νέου τον εαυτό μας και την επαφή με τους γύρω μας. Αυτό επιδιώκουμε κι εμείς τα τελευταία χρόνια. Ως ομάδα, έχουμε μεγάλη ανάγκη να μοιραστούμε με το κοινό ό,τι δημιουργούμε, παρότι οι πρακτικές δυσκολίες της διοργάνωσης μιας συναυλίας, και, πολύ περισσότερο, μιας περιοδείας, είναι πλέον τεράστιες. Όταν, όμως, βλέπω άλλους ανθρώπους να ξεπερνούν τα εμπόδια και να παραμένουν δημιουργικοί, αισθάνομαι ακόμη μεγαλύτερη υποχρέωση να κάνω κι εγώ αυτό που αγαπώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η μουσική είναι συνυφασμένη με το ταξίδι και τη συνάντηση των ανθρώπων. Όταν δεν μοιράζεται, πεθαίνει. Μαζί της, πεθαίνει και ο μουσικός. Σήμερα, επιτέλους, ζούμε σε μια εποχή ουσιαστικής μοιρασιάς. 

Πώς βλέπετε το κοινό σήμερα; Για παράδειγμα, πριν από δύο χρόνια, αναφέρατε ότι είχε αλλάξει, εφόσον δεν ερχόταν πλέον μόνο για να διασκεδάσει, αλλά ωθούμενο κι εκείνο από την ανάγκη ουσιαστικής επικοινωνίας... Όταν ο κόσμος σκοτεινιάζει, συνειδητοποιεί κανείς πόσο πολύτιμοι τού είναι οι άλλοι άνθρωποι. Αυτό συμβαίνει και με τις συναυλίες τα τελευταία χρόνια. Ενώ, λοιπόν, θα ήταν ίσως αναμενόμενη μια ατμόσφαιρα κατήφειας, στην πραγματικότητα υπάρχει μεγάλη χαρά για τη συνεύρεση και το μοίρασμα κοινών εμπειριών και αξιών. Δεν είμαστε απλά κάποιοι παλαβοί που γιορτάζουν μέσα στην τραγωδία. Είμαστε άνθρωποι που μοιράζονται την ψυχή τους, που είναι και το μόνο που καλούμαστε να μοιραστούμε σε τέτοιους καιρούς. Επίσης, όσοι έρχονται, το επιλέγουν συνειδητά κι όχι απλώς για να περάσουν την ώρα τους. Το γεγονός αυτό μειώνει αριθμητικά το κοινό, αλλά το κάνει πιο συμπαγές και πιο αποφασισμένο. Έτσι, η συνάντηση μαζί του αποκτά μιαν άλλη δύναμη. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια κάνω τις πιο σημαντικές συναυλίες της ζωής μου.

Στο εξωτερικό, πώς σας υποδέχονται; Με συγκίνηση και θέρμη. Παλαιότερα, την πλειονότητα του κοινού αποτελούσαν ξένοι, ενώ τα τελευταία χρόνια, ειδικά με το νέο κύμα μετανάστευσης, συναντούμε όλο και περισσότερους Έλληνες. Ακούω τις ιστορίες τους, μοιράζομαι τις αγωνίες, τα όνειρα και τη νοσταλγία τους. Εκεί, νιώθω σαν στο σπίτι μου περισσότερο από όσο εδώ. Άλλος λείπει χρόνια, άλλος έφυγε πρόσφατα. Τελευταία, έχει τύχει να έρθουν σε συναυλίες μας και κάποιοι των οποίων ήταν η πρώτη μέρα στην ξενιτιά κι αυτό ήταν πολύ συγκινητικό, αφού, φτάνοντας εκεί, ήρθαν κατευθείαν να μας βρουν. Μέσα από τη γνωριμία μου αφενός με Έλληνες που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό και αφετέρου με ξένους που έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα, προέκυψε και ο τελευταίος μου δίσκος με τίτλο Μικρή Βαλίτσα.

Έχετε μεγαλώσει πλαισιωμένος από διαφορετικές μορφές τέχνης: Ο πατέρας σας είναι ζωγράφος, η μητέρα σας έχει ασχοληθεί με το θέατρο, ο αδελφός σας είναι ποιητής. Μάλιστα, ξεκινήσατε την επαγγελματική πορεία σας ως ηθοποιός, σπουδάζοντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ερμηνεύοντας ρόλους στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Τι σας κέρδισε τελικά στη μουσική; H μουσική ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Όμως, στους μεγάλους έρωτες έχουμε συνήθως τον φόβο ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Έτσι, δεν πίστευα ότι θα είχα την τύχη να περάσω τη ζωή μου ασχολούμενος αποκλειστικά με αυτό που πιο πολύ αγαπώ. Και το θέατρο, βέβαια, το αγάπησα πολύ, όπως και τον κινηματογράφο. Οι θεατρικές σπουδές μου, μάλιστα, έγιναν ως προετοιμασία για να ακολουθήσουν κινηματογραφικές σπουδές στο εξωτερικό, οι οποίες, ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού, στο μεταξύ, κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος. Παρόλα αυτά, η σταθερή ενασχόλησή μου ως παιδί ήταν με τη μουσική. Αντί να βγω για ποδόσφαιρο, επέλεγα ευχαρίστως να μείνω στο σπίτι, να ακούσω δίσκους, να παίξω κιθάρα και να τραγουδήσω. Ήταν μια βασική ανάγκη για μένα, καθώς και ένας τρόπος να «τακτοποιώ» τις σκέψεις και τις ανησυχίες μου. Τη μουσική και, κυρίως, το τραγούδι, τα ένιωθα σαν … το δωμάτιό μου, δηλαδή τον χώρο όπου μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Αρχικά, βέβαια, αγάπησα την καθαρή μουσική, χωρίς στίχους, καθώς στο σπίτι είχαμε μια μεγάλη δισκοθήκη κλασικών έργων. Παράλληλα, διάβαζα και λογοτεχνία. Κάποια στιγμή, κατάλαβα ότι, αν αυτά τα δύο ερωτευτούν, γεννούν ένα υπέροχο παιδί, το τραγούδι, το οποίο και αποτέλεσε τον δρόμο της ζωής μου.

Από τη δεκαετία του ’90, όταν ήσασταν ακόμη πολύ νέος, τα τραγούδια σας αγαπήθηκαν από το κοινό και πολλά από αυτά παίζονταν συνεχώς στο ραδιόφωνο. Όπως έχετε αναφέρει, μάλιστα, το γεγονός ότι η επιτυχία ήρθε σχεδόν αμέσως, σας έφερε κάποιες δυσκολίες, αλλά και πολλά δώρα. Πώς θυμάστε τον εαυτό σας εκείνη την εποχή; Αισθανόμουν αρκετά μπερδεμένος μέσα σε μια εποχή πολιτιστικά ακαθόριστη και σε μια αναγνωρισιμότητα που, συχνά, μου ήταν δυσβάσταχτη. Αφενός, αντιλαμβανόμουν ότι η εμπορική επιτυχία αποτελούσε ευλογία, όταν άλλοι παλεύουν σε όλη τους τη ζωή για αυτήν χωρίς να έρχεται. Αφετέρου, σε εκείνη την ηλικία, δεν γνώριζα πώς να ζήσω και να πορευτώ μέσα της. Ούτε με άφηνε το ψώνιο μέσα μου να την πετάξω και να γίνω μελισσοκόμος, ούτε η αισθητική και η ηθική μου με άφηναν να την ευχαριστηθώ. Σιγά-σιγά, μέσα από την δημιουργική διαδικασία και με πολλή προσπάθεια, κατάφερα να γίνω λιγότερο επιτυχημένος και να βρω μια σχετική ισορροπία.

Όσον αφορά στα talent shows, δυο-τρεις φορές που έπεσα πάνω τους, ένιωσα στενoχώρια κι ενοχή.Αφήστε που, σε αρκετές από αυτές τις τηλεοπτικές εκπομπές, οι διαγωνιζόμενοι είναι πιο ταλαντούχοι από τους κριτές τους. Γενικά, ποτέ δεν ήμουν υπέρ των «μουσικών αγώνων», ακόμη και όταν τους διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις. 

Επιπλέον, έχετε ασχοληθεί με τη χορωδιακή και την ορχηστρική μουσική, κάνοντας σπουδές στη Ρωσία, συνθέτοντας έργα και παρουσιάζοντάς τα σε μια σειρά από συναυλίες στο εξωτερικό. Πώς αποφασίσατε να στραφείτε σε αυτό το, ενδεχομένως, πιο δύσκολο μουσικό είδος και τι αποκομίσατε από την εμπειρία; Είναι ένα είδος δυσκολότερο τεχνικά, καθώς χρειάζεται κανείς να μελετήσει πολύ, ώστε να οργανώσει και να αποτυπώσει στο χαρτί αυτό που έχει στο μυαλό του. Είναι μια άλλη γλώσσα, με την οποία, όμως, μπορείς να μιλήσεις για τα ίδια πράγματα. Το να δημιουργήσεις κάτι, που να έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης, έχει πάντα μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Ούτε και στα τρία λεπτά ενός τραγουδιού είναι εύκολο να «χτιστεί» ένας ολόκληρος κόσμος που να συνδέει το μέσα με το έξω, το πάνω με το κάτω, το πριν με το μετά, τη μονάδα με το σύνολο, το όνειρο με την πραγματικότητα. Ωστόσο, αγαπούσα από μικρός την ορχηστρική, όπως και τη χορωδιακή μουσική, πάντα μελετούσα και, κατά καιρούς, έγραφα μικρά έργα. Μεγαλώνοντας, ένιωσα την ανάγκη να αφοσιωθώ για ένα χρονικό διάστημα σε αυτήν κι, έτσι, πήγα στη Ρωσία, όπου έκανα λίγα μαθήματα σύνθεσης στο Κονσερβατόριο της Αγίας Πετρούπολης με τον σπουδαίο δάσκαλο Μπορίς Τίσιενκο. Στη συνέχεια, συνέθεσα κάποια πιο ολοκληρωμένα έργα, τα οποία παίζονται κατά καιρούς στο εξωτερικό και ελάχιστα στην Ελλάδα, και που ποτέ δεν βρήκα τα χρήματα να δισκογραφήσω. Δεν γράφω συχνά, ούτε το «κυνηγάω» ιδιαίτερα, καθώς το τραγούδι αποτελεί για μένα έναν πλήρη κώδικα και έναν απέραντο κόσμο που με καλύπτει απόλυτα. Παραμένω, όμως, φανατικός ακροατής της τόσο παρεξηγημένης κλασικής μουσικής και την παρακολουθώ να εξελίσσεται.


Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση στη μουσική έχει αλλάξει. Καινούρια cd καλλιτεχνών διανέμονται μαζί με εφημερίδες, τo ραδιόφωνo παίζει συνεχώς playlist, τα τηλεοπτικά προγράμματα έχουν γεμίσει με talent shows για τραγουδιστές. Ποια η γνώμη σας για όλα αυτά; Cd σε εφημερίδες έχουν δώσει οι περισσότεροι, με πρώτους, καλύτερους και πιο ακριβοπληρωμένους τους σημαντικότερους δημιουργούς κι ερμηνευτές των προηγούμενων δεκαετιών. Όσον αφορά στα talent shows, δυο-τρεις φορές που έπεσα πάνω τους, ένιωσα στενoχώρια κι ενοχή. Κατανοώ την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να απευθυνθούν στο κοινό, ακόμα κι όποτε αυτό γίνεται με τρόπο πρόδηλα επιφανειακό, ευτελή και ανούσιο. Ίσως και να ελπίζουν σε μια καλύτερη ζωή. Γενικά, ποτέ δεν ήμουν υπέρ των «μουσικών αγώνων», ακόμη και όταν τους διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις. Διότι το τραγούδι δεν είναι σπορ, ώστε να μετράς ποιος θα βγει πρώτος και ποιος δεύτερος, ούτε πολιτική, ώστε να σε ψηφίζουν κάποιοι. Αφήστε που, σε αρκετές από αυτές τις τηλεοπτικές εκπομπές, οι διαγωνιζόμενοι είναι πιο ταλαντούχοι από τους κριτές τους. Δεν δικαιούμαι να κατακρίνω όσους συμμετέχουν, διότι δεν έχω χειροπιαστή εναλλακτική λύση να τους προτείνω, πέρα από την πίστη στην Τέχνη τους πάση θυσία. Αυτό, όμως, δεν μπορείς να το απαιτείς από κανέναν, ειδικά σε ένα περιβάλλον που είναι εχθρικό σε κάθε προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου. Και, φυσικά, για αυτή την κατάσταση ευθύνεται και η δική μου γενιά καλλιτεχνών. Διότι, αν είχαμε καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια - παρά τη μανία για πρόσκαιρες επιτυχίες, που πάντοτε υπήρχε - να χτίσουμε έναν, αξιακά και αισθητικά, πιο στιβαρό κόσμο, ίσως οι νέοι να είχαν κάπου να πατήσουν σήμερα. Αντί αυτού, οι παλαιότεροι κλαψουρίζουμε για όσα έχασε προσωπικά ο καθένας μας, ενώ οι νεότεροι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Με ποιο δικαίωμα να τους κρίνω λοιπόν;

Η ευθύνη, όμως, δεν βαραίνει και το κοινό – ή, τουλάχιστον, ένα μερίδιό του - που, επί σειρά ετών επέλεγε να ακούει συνεχώς επιφανειακά τραγούδια, «επιβραβεύοντάς» τα με τον τρόπο του; Το κοινό δεν είναι κομπάρσος στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά πρωταγωνιστής. Η ίδια η κοινωνία είναι αυτή που απαιτεί από τους δημιουργούς σπουδαία έργα και, όταν τα παίρνει, τα αναγνωρίζει και τα αναδεικνύει σε ταυτότητα και σε απόδειξη του επιπέδου της. Οι σημαντικοί δημιουργοί γεννιούνται από μια σημαντική κοινωνία και από την ανάγκη της για το έργο τους. Συχνά, ακούμε το ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν «μεγάλοι δημιουργοί» σήμερα. Μια απάντηση είναι «διότι δεν υπάρχουν μεγάλοι ακροατές». Ο Πολιτισμός είναι μια συλλογική υπόθεση, όπου, δημιουργός και κοινό δυναμώνουν ο ένας τον άλλον και μαζί ανεβαίνουν επίπεδα. Σήμερα, είναι τόσο περιορισμένο το αληθινό ακροατήριο, που υπάρχει ο φόβος πως, όποιος δημιουργός φτιάξει κάτι πραγματικά σημαντικό, θα πάει χαμένο. Οπότε, βλέπουμε τους περισσότερους νέους καλλιτέχνες να εξαντλούνται σε μπιτάτες διασκευές παλαιότερων επιτυχιών, σε μέτριες, επαρχιώτικες κόπιες ξένων ρευμάτων ή σε χαρωπά τραγουδάκια για την παραλία. Καλό και χρήσιμο όλο αυτό, αλλά όχι αρκετό.

Έχετε σκεφτεί ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσατε εσείς, αν τώρα ήσασταν 20 ετών; Αν μου δινόταν η δυνατότητα να βιοποριστώ από τη μουσική, κάνοντάς την χωρίς εκπτώσεις, θα το έκανα. Όμως, ένας νέος σήμερα, υποχρεώνεται να αφιερώσει πολύ περισσότερο χρόνο ώστε να διαχειριστεί και να διαφημίσει την εικόνα του στο διαδίκτυο, παρά στην ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Νομίζω πως δεν θα άντεχα. Οπότε, θα συνέχιζα να ασχολούμαι όσο το δυνατόν περισσότερο με τη μουσική - όπως πριν γίνω «επαγγελματίας» μουσικός – και, παράλληλα, θα αναζητούσα άλλους τρόπους για να ζήσω. Πιθανότατα, θα έφευγα στο εξωτερικό. Η νέα γενιά καλείται σήμερα, κάτω από άθλιες συνθήκες, να αναζητήσει μέσα και γύρω της την ουσία της και να σχεδιάσει το τοπίο από την αρχή. Ελπίζω να τα καταφέρει. Μόνο τότε, ακόμα και πετώντας τη γενιά μου στα αζήτητα, θα μας πάει όλους μπροστά.

Συχνά, ακούμε το ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν «μεγάλοι δημιουργοί» σήμερα. Μια απάντηση είναι «διότι δεν υπάρχουν μεγάλοι ακροατές».

Παράλληλα με τη μουσική σας πορεία, είστε από τους καλλιτέχνες που, στα χρόνια της κρίσης, έχουν το θάρρος να εκφράζουν ανοιχτά τη γνώμη τους για τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Πώς αξιολογείτε την κατάσταση σήμερα σε κοινωνικό επίπεδο; Δυστυχώς, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ως πολίτες, νιώθουμε απελπισμένοι, αποδυναμωμένοι και οργισμένοι και, όποτε κάποιος μοιράζεται δημοσίως τη γνώμη του, δέχεται τόσο επιφανειακή, ισοπεδωτική και βίαιη κριτική, που αναγκάζεται πλέον να σιωπήσει. Βέβαια, θέλω να πιστεύω πως, κοινωνικά και όχι πολιτικά, συντελούνται ήδη θετικές αλλαγές. Και παρότι δεν φαίνονται ακόμη με γυμνό μάτι, ίσως φανούν εν καιρώ. Αλλαγές, τόσο στον καθένα μας χωριστά, όσο και στην κοινωνία ως σύνολο. Και όταν κάποια καλύτερα χαρακτηριστικά μας θα βγουν μπροστά, τότε θα ξέρουμε πως αυτά προήλθαν από τις δυσκολίες που περνάμε τώρα. Εξάλλου, ας μην θεωρούμε ότι οι προηγούμενες εποχές ήταν ιδιαίτερα «καλές», όπως τις αποκαλούμε συχνά. Ήταν εποχές μεγάλης σύγχυσης και παρακμής και τα αποτελέσματά τους τα ζούμε σήμερα. Με τον ίδιο τρόπο, ίσως αύριο να ζήσουμε τα αποτελέσματα μιας αλλαγής που συντελείται σχεδόν κρυφά μέσα μας αυτή τη δύσκολη εποχή, ακόμη κι αν αυτή δεν αντικατοπτρίζεται για την ώρα στους πολιτικούς και στα κόμματα.

Τι σας δίνει, λοιπόν, αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί, έστω και σταδιακά; Η ταπεινή γλυκύτητα του ηττημένου στα πρόσωπά μας και το δημιουργικό πείσμα όσων αντέχουν ακόμα. Η λίγη, αλλά πραγματική και όχι τυπική, ευγένεια που παρατηρώ συχνότερα γύρω μου και δεν υπήρχε όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα το ’89. Οι συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται. Οι πολίτες που αισθάνονται την ανάγκη να βοηθήσουν τον διπλανό τους και η ικανοποίηση που αντλούν οι ίδιοι μέσα από τις πράξεις τους. Όσοι ξεκολλούν από «βαρίδια» του παρελθόντος και ανοίγουν τα φτερά τους προς νέες κατευθύνσεις. Όσοι, σε πείσμα των καιρών, δεν χάνουν το χιούμορ τους. Πολλά με κάνουν να διατηρώ την αισιοδοξία μου. Μακάρι, όμως, η κατάσταση να βελτιωθεί και σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι η κατάπτωση δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.

Εκτός από τη ζωντανή εμφάνισή σας στην Τεχνόπολη, τι άλλο σχεδιάζετε; Η καλοκαιρινή περιοδεία μας θα ολοκληρωθεί στην Κύπρο, στα τέλη Σεπτεμβρίου, με μια συναυλία όπου θα συμμετέχει η Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου και η Σκωτσέζα τραγουδοποιός Karine Polwart. Ως τότε, θα επισκεφθούμε περισσότερες από είκοσι πόλεις ανά την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο, θα παίξουμε στο Παρίσι και πιθανότατα στο Λονδίνο, τον χειμώνα στην Ελλάδα και, την ερχόμενη άνοιξη, θα είμαστε σε περιοδεία στο εξωτερικό. Επίσης, αν όλα πάνε καλά, μέσα στον επόμενο χρόνο ίσως ξεκινήσουμε ηχογραφήσεις για καινούριο cd.


Πάντως, η αλήθεια είναι ότι, παρότι απολαμβάνουμε να σας βλέπουμε τον χειμώνα σε κλειστούς και προσεγμένους χώρους, η ατμόσφαιρα μιας καλοκαιρινής συναυλίας είναι μοναδική... Για μένα, αποτελεί μαγεία όταν ο τεράστιος, αχανής χώρος μιας συναυλίας μετατρέπεται σε ένα μικρό δωμάτιο. Όταν, δηλαδή, καταργείται η απόσταση από τη σκηνή μέχρι τον πιο απομακρυσμένο θεατή. Τότε, συνειδητοποιούμε ακόμη περισσότερο τη μεγάλη δύναμη της μουσικής. Αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, ότι μας υπερβαίνει και ότι, κοινό και καλλιτέχνες, μετέχουμε μιας τέχνης ιερής.

H συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη στην Τεχνόπολη θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 3 Ιουλίου, ώρα 21.00. Εισιτήρια: ​10€ (τα 500)/ 13€ (Προπώληση)/ 15€ (Ταμείο).

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save