Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
02.08.2017

Η πλάνη του «Περιεχομένου», οι πελαγωμένοι Xennials και το καινούριο άλμπουμ των Arcade Fire

O Παναγιώτης Μένεγος σε «κάτι σαν κριτική» στο πέμπτο άλμπουμ της μπάντας από τον Καναδά που αποτελεί την κυκλοφορία του 2017 και ήδη διχάζει. Ήθελαν να γράψουν το «άλμπουμ της εποχής», αλλά δεν είχαν όλα τα τραγούδια...

Το Περιεχόμενο. Το ιερό δισκοπότηρο της εποχής των σόσιαλ μίντια. “Content is King”, μάντρα με το οποίο (νομίζουν ότι) όλοι συνεννοούνται και συμφωνούν. Μια σοφιστεία που έρχεται μισό αιώνα μετά «το Μέσο είναι το Μήνυμα» του Μακ Λούαν να δικαιολογήσει την αδυναμία μιας εποχής, κατακερματισμένης σε οθόνες που έχουν το μέγεθος της παλάμης μας, να γεννήσει μεγάλες, σε μέγεθος και φιλοδοξίες, αφηγήσεις.

Όλοι «παράγουν content». Ο 60ρης που έχει βρεθεί στα αχαρτογράφητα νερά του Facebook και γράφει αδέξια «Καλημέρα. Σε όλους. Καλό Μήνα». Ο τύπος που ποστάρει κάθε φορά το ίδιο selfie, μόνος ή με τα «φιλαράκια», από διαφορές –συνήθως τραυματικά αδιάφορες – στιγμές της ζωής του. Τα κορίτσια που αποστραγγίζουν την εκδημοκρατικοποίηση της έκθεσης και ξεχαρμανιάζουν αναπαράγοντας σε private account όλα εκείνα τα «εξώφυλλα» που τους βομβάρδισε, ενώ μεγάλωναν, η ποπ κουλτούρα. Ο διανοούμενος που θεωρεί καθήκον του παρότι εκδίδεται, διδάσκει ή δημοσιολογεί επαγγελματικά να πάρει θέση για το trending topic της ημέρας (σπανίως όμως το δημιουργεί). O (wannabe) influencer που κανείς μας δεν ξέρει τι δουλειά κάνει, πέραν του ότι έχει αγωνιστεί σκληρά για να μεγαλώσει το άθροισμα φίλων κι ακολούθων του. Όλοι μαζί, και πολύ περισσότεροι ακόμα, σε ένα σπιράλ ωμού ναρκισσισμού, εξαρτημένοι από την αποδοχή. Και τα pitty/PR/αγορασμένα likes το ίδιο μετράνε άλλωστε. Αν ήταν κατώτερης ποιότητας ίσως και να μην υπήρχε λόγος να γλύφουμε ο ένας τον κώλο του άλλου ανταλλάζοντας όλη μέρα αντίχειρες υψωμένους με ανταποδοτικό τέλος.

Κι όλοι επικαλούνται το content. Οι social media experts το ζητάνε για να εφαρμόσουν τους 1000+1 τρόπους που έχουν να μεγαλώσουν το engagement  (άραγε μεγαλώνουν όμως οι πωλήσεις; έρχονται περισσότεροι αναγνώστες; πουλάνε οι δίσκοι; γεμίζει το μαγαζί;). Οι CEOs κλείνουν τα μίτινγκ επαναλαμβάνοντας με στόμφο την ανάγκη να συνδεθεί το brand με «συναρπαστικό storytelling». Τα παραδοσιακά media το υπερπαράγουν και την ίδια στιγμή το ακυρώνουν (clickbait, fake news, πάση θυσία viral κτλ.). έτσι όπως το βουτάνε στον ωκεανό του Facebook. Σε τελική ανάλυση, το ίδιο το Facebook, μας ενθαρρύνει «να ποστάρουμε όλο και πιο προσωπικές στιγμές», ο αλγόριθμος υπόσχεται να τις πριμοδοτήσει…

(Οι Arcade Fire στη μέση του πέμπτου τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα έχουν τοποθετήσει ένα, μάλλον συνηθισμένο, rocker με τίτλο “Infinite Content”. Το αμέσως επόμενο track, με πιο γλυκό ρυθμό που σχεδόν παρωδεί το προηγούμενο, έχει τίτλο “Infinite_Content”.
Και τα δύο διαρκούν 1.40΄΄ - οι μόνοι τους στίχοι είναι “Infinite Content/Infinite Linked in/ All your money is already spent”)

Οι Xennials είναι το τελευταίο κοσκινάκι της ατέρμονης μυθολογίας περί γενεών. Αυτοί που επινόησαν τον όρο, τους τοποθετούν – γεννημένους μεταξύ 1977 και 1983 -   μεταξύ της «απαισιόδοξης Generation X» και των «αισιόδοξων millennials». Παρότι, η κουβέντα περί γενιάς Χ, Υ, Ζ έχει προ πολλού γίνει μπανάλ, νομίζω ότι έχει βάση να μιλήσουμε γι αυτούς. Για εμάς, δηλαδή. Το ενδιαφέρον με την περίπτωσή μας είναι ότι είμαστε αρκετά μεγάλοι για να θυμόμαστε την εποχή πριν το ίντερνετ (χωρίς smartphones, με dial up φασαριόζικες συνδέσεις, με εφημερίδες και περιοδικά, με Napster και Kazaa, χωρίς Netflix και Spotify), αλλά και αρκετά μικροί για να έχουμε προσαρμοστεί πλήρως στη σημερινή εποχή και να έχουμε κάνει κτήμα τους νέους κώδικές της (αν δεν ξέρουμε να τους γράφουμε κιόλας).


Είμαστε η γενιά που δόξασε τους Arcade Fire. Που τους έκανε «μπάντα σταδίων», «διαδόχους των U2», «εμβλήματα των hipsters». Είμαστε η γενιά που τους κατάλαβε, γιατί άκουσε το Funeral κάποια στιγμή το 2004 από την αρχή μέχρι το τέλος. Ευλογώντας την έννοια του άλμπουμ. Δηλαδή του πλαισίου. Δηλαδή του context. Δηλαδή του στοιχείου εκείνου που δίνει στο content ουσία. Γιατί χωρίς το πλαίσιο, το περιεχόμενο μπορεί να είναι βασιλιάς, αλλά δεν έχει στέμμα.  Θέλει αρχή, μέση και τέλος. Τα ψάχνουμε μάταια στο feed μας και γι’ αυτό μοιάζουμε πελαγωμένοι, προσπαθώντας να αποφασίσουμε αν το περιεχόμενο του κινητού μας τηλεφώνου θα διοχετευθεί ως «story, κανονικό post ή μήπως καλύτερα live;».

Οι Arcade Fire εμφανίστηκαν πριν μιάμιση δεκαετία και ήταν οι τελευταίοι που επιβεβαίωσαν τον όρο «σωτήρες του indie». Ήταν η μπάντα που ταυτίστηκε με το Pitchfork, με τη «βίβλο της εναλλακτικής μουσικής στον 21ο αιώνα». Είναι από μόνοι τους μια μεγάλη αφήγηση. Κάθε τους βήμα συνοδεύτηκε από μεγάλες δηλώσεις. Στα πρώτα δύο άλμπουμ (Funeral, 2004 και Neon Bible, 2007) έμοιαζαν να παίζουν κουβαλώντας όλο το βάρος του κόσμου, εμπνευσμένοι από την απώλεια και την κάθαρση, αντίστοιχα.  Στο τρίτο (Suburbs, 2010) αναστοχάστηκαν – τα Προάστια έμοιαζαν με μια προβολή της νιότης που έδινε τη θέση της στην ωριμότητα, ο Win Butler έκλεινε τα 30 (τυπικός Xennial κι αυτός). Το Reflektor του 2013 με κάποιες, αμήχανες μάλλον, αναφορές στην τεχνολογία ήταν από μόνο του δήλωση λόγω της αλλαγής του ύφους – τα κλειδιά δόθηκαν στον James Murphy με οδηγία κάτι σαν «ολοταχώς Talking Heads». Το άλμπουμ έμοιαζε με άσκηση απογαλακτισμού, εγκλωβισμένο ανάμεσα στις προσδοκίες των σκληρών fans και τις τεράστιες πια εμπορικές απαιτήσεις - το 9.2 του P4K λειτούργησε συμφιλιωτικά. Έτσι και φέτος με το Everything Now, οι Arcade Fire έχουν θεματική, θέλουν να μιλήσουν για κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτούς. Γιατί αυτό πιστεύουν ότι ο κόσμος περιμένει (ή αλαζονικά θεωρούν ότι του χρωστάνε).


Η καμπάνια προώθησης του δίσκου ήταν μια ατέλειωτη παρωδία της τρέχουσας ψηφιακής ρηχότητας. Οι Arcade Fire «συμφώνησαν» με την Everything Now Corp. για την «θρι σίξτι διαχείριση του νέου τους υλικού». Ως άλλοι Adbsuters λάνσαραν τα δικά τους δημητριακά (που ήταν τελικά χάπια Ritalin). Κυκλοφόρησαν fidget spinners με το σήμα τους. Μπλέχθηκαν μέσα στην ίδια τους την ειρωνεία σχετικά με το αν επέβαλλαν “hip & trendy” dress code σε μια πρόσφατη συναυλία τους. Μέχρι κι ένα site έστησαν, το stereoyum.com, όπου δημοσίευσαν μια σχετικά αρνητική κριτική του άλμπουμ «χωρίς να το έχουν ακούσει» διακωμωδώντας την τακτική της «πρώιμης αξιολόγησης» που, μέσα στην αγωνία τους να παράγουν επίκαιρο περιεχόμενο, έχουν καθιερώσει sites όπως το…. Stereogum. Πήγαν το trolling σε άλλο επίπεδο και, διάολε, καλύτερο σχόλιο για τη σύγχρονη snap κουλτούρα δε μπορούσε να υπάρχει από τον ίδιο τον τίτλο του άλμπουμ…

Everything Now.

Έστησαν, λοιπόν, με μαεστρία το κάδρο, αλλά είχαν και κάτι να βάλουν μέσα; Το συγκρότημα, όντως, μάλλον δίνει το πιο αδύναμο σύνολο τραγουδιών της καριέρας τους μέχρι τώρα – όχι τόσο κακό κατά τη γνώμη μου για τη σφαγή που τους επιφύλαξαν π.χ. το Spin και το P4K (ίσως γιατί είδαν να αντανακλάται και πάνω τους η «επιφανειακή» κριτική των Arcade Fire). Η μπάντα ειδικά έτσι όπως ακούγεται το πρώτο μισό του άλμπουμ (αλήθεια, όμως, το 2017 πόσοι θα ακούσουν τα κομμάτια με τη σειρά;) μοιάζει απορροφήμενη με το σχόλιο, μοιάζει να υπoκύπτει σε αυτό (τα 2 “Infinite Content” που λέγαμε έρχονται να κάνουν παρέα σε 3 tracks με τίτλο “Everything Now” -  τα πληκτρολόγια ήδη τους κατηγορούν για ποζεράδες). Αυτή τη φορά οι dub/reggae/exotic αναφορές δεν πιάνουν και τα “Peter Pan” και “Chemistry” έρχονται να εξοργίσουν το κοινό (λευκό με κατά βάση λευκά ακούσματα) που τους αγάπησε κάποτε. Ένα κοινό που πασχίζει να πιαστεί από το “Creature Comfort” (με τη συμμετοχή του Geoff Barrow των Portishead/ BEAK>), το πιο «AF τραγούδι των φετινών AF». Με μια προσεκτική ακρόαση, δεν ξέρω αν τους φαίνεται περισσότερο ειρωνικό ότι ο Butler τραγουδά για κάποιον που επιχειρεί να αυτοκτονήσει ακούγοντας το Funeral ή ότι στο προαναφερθέν review στον εαυτό τους γράφουν ότι «θα συνδεθεί κάπως υποτιμητικά με τους LCD Soundsystem» (και όντως στις περισσότερες κριτικές χαρακτηρίζεται «χαμένο κομμάτι της μπάντας του James Murphy»);


Όμως, από το “Electric Blue” και μετά οι Arcade Fire στήνουν μια θαυμάσια τετράδα με τα “Good Good Damn”, “Put Your Money On Me” (ήδη fan favorite) και “We Don’t Deserve Love”. Συνεχίζουν στο δικό τους post disco–new wave μονοπάτι που άνοιξαν στο Reflektor με σύμμαχο τις φορές που ο Win Butler αποφασίζει να δώσει ψήγματα της ερμηνευτικής του κλάσης και τον απόλυτο έλεγχο του υλικού από το σταρ δίδυμο που συνυπογράφει την παραγωγή, το απαρτίζουν ο Thomas Bangalter των Daft Punk και ο Steve Mackey των Pulp. Είναι αυτή η τετράδα που ακούγονται κουλ, στιλίστες, χορευτικοί μποέμ «υποχρεωμένοι» να αναφερθούν περισσότερο σε συγκροτήματα όπως οι Tom Tom Club, οι The The και ίσως οι Pulp (αλλά και στους Blondie, και στους MGMT του πρώτου δίσκου, δέκα χρόνια πριν).

Φυσικά, ο δίσκος έχει hit. Το ομώνυμο track, έτοιμο για ευρεία κατανάλωση από ανθρώπους που, καλά κάνουν και, δεν τους ενδιαφέρει το statement του δίσκου. Προσωπικά, δεν το αντέχω. Ούτε τις ξεδιάντροπες ABBA αναφορές του, πόσο μάλλον το χορωδιακό κομμάτι στο τέλος που (προσπαθώ μέρες να το διώξω αλλά) μου φέρνει στο μυαλό τον Ρέμο...

Όμως, κοτζάμ Xennials γίναμε, ας το πάρουμε απόφαση. Επειδή κάποιες μπάντες μας συγκλόνισαν κάποτε ξεχειλίζοντας συναίσθημα, δε θα μας ρωτήσουν… για να χαρούνε. Το καλοκαίρι του 2017 οι Arcade Fire προσπάθησαν να μιλήσουν για την αυτοαναφορική ματαιότητα μιας εποχής που τα καταναλώνει όλα αυτοστιγμεί. Την επόμενη φορά, ελπίζουμε να έχουν μαζί τους και όλα τα τραγούδια...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΟΥΣΙΚΗ
NEWS
Save