Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Jeff Gonzales: Ένας Μοντέρνος Αθηναίος για να Κουνήσει τον Κώλο αυτής της Πόλης

Κατάγεται από τον Άγιο Δομίνικο, ζει στην Ελλάδα 25 χρόνια, έχει συμμετάσχει ως παραγωγός/DJ/MC σε διάφορα ρυθμικά πρότζεκτ, τώρα με τους Disco Vampire κάνει latin funk/ hip hop. Συνέντευξη στην Ελένη Τζαννάτου.

16.11.2017
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS

Γεννήθηκα στον Άγιο Δομίνικο το 1981, ήρθα εδώ 12 χρονών. Οι δύο μου γονείς είναι Δομινικανοί, ο πατριός μου Έλληνας, έτσι βρέθηκα εδώ. Αρχικά έμενα στην Αμφιάλη, μετά ήρθαμε στα Βριλήσσια. Έμαθα σιγά σιγά ελληνικά μέσω του σχολείου και των άλλων παιδιών. Δεν μπορώ να πω, ήταν φιλικό το κλίμα εδώ. Όταν πρωτοήρθα, δεν υπήρχαν πολλοί μαύροι τότε στην Αθήνα. Με αντιμετώπισαν με ενδιαφέρον. Πιο πολύ έχω ζήσει άγνοια, παρά ρατσισμό.

Ο Άγιος Δομίνικος όταν μεγάλωνα ήταν φτωχή χώρα, αλλά ανέβαινε. Τώρα πλέον είναι αρκετά ανεπτυγμένη η οικονομία σε σύγκριση με άλλα κράτη της Καραιβικής. Το ταμπεραμέντο μοιάζει πολύ με το ελληνικό. Δεν δυσκολεύτηκα να μπω στην ελληνική νοοτροπία.

Ως πιτσιρικάς άκουγα πολύ hip hop κι άλλα πράγματα. Οι πρώτες μου μουσικές επιρροές ήταν το ska punk, η reggae, άκουγα κι αρκετά industrial και grunge, μου άρεσαν πολύ οι Nine Inch Nails. Hip hop γύρω στα 15 άρχισα να ακούω πιο φανατικά. Από τις πρώτες κασέτες που αγόρασα ήταν MC Hammer, Vanilla Ice. Και μετά μπήκα πολύ στη πολύ φάση East Coast vs. West Coast, Wu Tang Clan, τα κλασικά της εποχής. Με τον καιρό άρχισε να με ενδιαφέρει πιο πολύ, αγόραζα βινύλια. Tαυτόχρονα άρχισα να παίζω τύμπανα και είδα τη μουσική ως κάτι που θα μ' άρεσε γενικά να ασχοληθώ.

Αν έπρεπε να διαλέξω δίσκους που με διαμόρφωσαν αυτοί μάλλον θα ήταν: The Downward Spiral και Further Down The Spiral των Nine Inch Nails με έκαναν να θέλω να κάνω μουσική. Το Blazing Arrow των Blackalicious με έκανε να θέλω να γίνω καλύτερος MC. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τα Black Sunday από Cypress Hill,  το The Chronic του Dr. Dre και το 40oz από Sublime. 

Hip hop μπορούσες να κάνεις με όλο και λιγότερα μέσα, χωρίς να είσαι απαραίτητα μουσικός. Στίχους άρχισα να γράφω το 2006, όταν γνώρισα τον Blend Mishkin. Τότε ήθελε να βγάλει το Misplaced κι έτσι γνώρισα επίσης τη Sugahspank και τον Palov (Σπήλιος Χριστόπουλος). Ουσιαστικά αυτοί με έβαλαν στο κόλπο, ως τότε έκανα μόνο beats. Το πρώτο μου track ήταν το “Smoke” στο album του Blend.

Κάθε κομμάτι έχει διαφορετική προσέγγιση. Μπορεί να μου δώσει κάποιος ένα beat και να δανειστώ από τον τίτλο μία ιδέα για τους στίχους ή να χρησιμοποιήσω κάτι που είχα γράψει όταν δω ότι κολλάει ωραία σε έναν ρυθμό. Θεματολογικά, διανείζομαι σχεδόν από τα πάντα. Ιστορίες φίλων, πράγματα που έχω ζήσει, παρατηρήσεις πάνω σε πράγματα που συμβαίνουν.

Αφού στο σχολείο είχα μελετήσει και λογοτεχνία, άρχισα να εμβαθύνω σε δομές ποίησης και ρυθμού, έτσι προσπάθησα να γράψω στίχους που να είναι κάτι παραπάνω από βασικά σχήματα. Ως προς τη δομή των λέξεων με επηρέασαν κλασικοί τρόποι γραφής όπως του Γουίλιαμ Σαίξπηρ και του Όσκαρ Γουάιλντ.

«Σίγουρα κάποιος εδώ που ακούει gangsta rap δεν έχει τα σχετικά βιώματα αλλά η ουσία είναι η ίδια: γειτονιά, σκληροί τύποι κι ό,τι αυτό μπορεί να εκφράσει. Δεν χρειάζεται να έχεις πουλήσει κρακ στη γωνία για να γουστάρεις.»

Αγοράζω κυρίως βινύλιο, αλλά και κομμάτια σε digital μορφή επειδή παίζω ως dj. Όταν σάμπλαρα πιο πολύ το έκανα από βινύλια, πλέον δεν σαμπλάρω και τόσο. Μπορεί να μην ήξερα έναν καλλιτέχνη και να έβλεπα ένα ενδιαφέρον εξώφυλλο, εκεί να έβρισκα ένα 7μπαρο και να το «έκλεβα». Η τεχνολογία έχει βοηθήσει πολύ στο να φτιάχνεις πιο άμεσα κι εύκολα πράγματα. Το ψηφιακό, όσον αφορά την αγορά, είναι δίκοπο μαχαίρι. Βοηθάει την εξάπλωση καλλιτεχνών που αλλιώς δεν θα είχαν τα μέσα να ακουστούν σε όλον τον κόσμο. Από την άλλη, είναι τόσα πολλά τα projects που ο κόσμος δεν προλαβαίνει να τα απορροφήσει.

Στην Ελλάδα η μουσική δεν καταναλώνεται ψηφιακά όπως σε άλλες χώρες. Εδώ ο κόσμος ακούει πολύ από you Tube. Το Spotify δεν λειτουργεί τόσο εδώ, αλλά παρουσιάζει πιο ολοκληρωμένα τη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Στο εξωτερικό, ελέγχεται πιο πολύ η παράνομη διακίνηση μουσικής κι έτσι ο κόσμος θα αγοράσει πιο εύκολα το προϊόν, κάτι που βοηθάει την κατανάλωση. 

Έχει χαθεί λίγο η έννοιά του δίσκου. Από όταν μπήκε δυνατά στο παιχνίδι το ψηφιακό και το streaming παράγονται πιο πολλά singles και EPs που είναι πιο εύπεπτα. Έχει μικρύνει η προσοχή του κόσμου, δεν θα κάτσει πάνω από 20 λεπτά να ακούσει κάτι σοβαρά. Κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει χάσει την πίστη ότι θα ακούσει κάποιος ολοκληρωμένα τη δουλειά του.

Όταν κάθεσαι ένα χρόνο να ετοιμάσεις έναν δίσκο κι ο άλλος το καταναλώνει στα 128 kbps, νιώθεις ότι δεν έχει και πολύ νόημα να κάνεις μια υπερπαραγωγή.

Η αναβίωση του βινυλίου είναι τόσο ουσιαστική, όσο και hype. Ό,τι και να είναι, είναι προς το καλό. Γιατί έχουν θάψει τόσες φορές το βινύλιο αλλά δεν έχει πεθάνει εν τέλει. Είναι σαν το βιβλίο, ο άλλος θέλει να το πιάσει στα χέρια του, έχει ένα artwork, θα μείνει. Αυτό που σίγουρα έχει πεθάνει είναι το cd. 

Ουσιαστικά, τα social media κρίνουν πια ποιος θα γίνει γνωστός και ποιός όχι, είναι σχεδόν full time δουλειά. Οι μουσικοί έχουν γίνει και λίγο business administrators του εαυτού τους, πρέπει να προβλέπουν. Αν δεν μπορείς να προβλέψεις, δεν μπορείς να επιβιώσεις. Το προηγούμενο μοντέλο της μουσικής βιομηχανίας είχε πιάσει ταβάνι. Ο κόσμος πάντως θα έχει πάντα ανάγκη για διασκέδαση και μουσική, το ταβάνι αφορά το οικονομικό μοντέλο.

Δεν ασχολήθηκα ποτέ πολύ με το ελληνικό hip hop. Λόγω του ότι γράφω στα αγγλικά, πάντα κοίταγα προς τα έξω. Σίγουρα η ελληνόφωνη σκηνή πηγαίνει προς το καλύτερο, όσον αφορά και την παραγωγή. Μου αρέσει ο Νέγρος του Μοριά. Είναι κάτι φρέσκο, μια παρέα τύπων που κάνουν τη φάση τους, έχουν βρει τον ήχο τους και βγάζει ένα δικό του vibe αυτό, δεν κοπιάρουν κάτι. 

Το αγγλόφωνο hip hop που κάνω κατά βάση δεν μπορεί να μιλήσει στον Έλληνα. Αλλά ο αγγλικός στίχος βοηθάει στο να ακουστεί εκτός Ελλάδας. Στα αγγλικά νιώθω πιο άνετα να γράφω και να εκφράζομαι, είναι περισσότερο στο πετσί μου. Άλλωστε, δεν είναι κάτι που γεννήθηκε εδώ.

Σίγουρα κάποιος που ακούει εδώ gangsta rap δεν έχει τα σχετικά βιώματα, αλλά η ουσία είναι η ίδια: γειτονιά, σκληροί τύποι κι ό,τι αυτό μπορεί να εκφράσει. Δεν χρειάζεται να έχεις πουλήσει κρακ στη γωνία για να γουστάρεις.

To hip hop  ξεκίνησε τελείως underground. Είχα σταματήσει να ασχολούμαι τόσο πολύ γιατί θεωρούσα ότι είχε πέσει σαν ποιότητα. Την τελευταία πενταετία καλλιτέχνες όπως ο Kendrick Lamar, J. Cole με αγγίζουν στιχουργικά, έχουν πολλή ωραία γραφή. Υπάρχει η τάση να νακαλυφθεί ένα πιο «ποιοτικό hip hop» και είναι δύσκολο media όπως το Pitchfork, που κάποτε δεν ασχολούνταν, να το αγνοήσουν. Είναι εύπεπτο, έχει πολλά sub-genres, και «ροκάς» να είσαι, θα υπάρχει ένα hip hop κομμάτι που θα σ’ αρέσει.

«Οι μουσικοί έχουν γίνει και λίγο business administrators του εαυτού τους, πρέπει να προβλέπουν. Αν δεν μπορείς να προβλέψεις, δεν μπορείς να επιβιώσεις.»

Ο hip hop δίσκος που άκουσα πολύ φέτος και κατέρριψε σύνορα για μένα ήταν το Big Fish Theory του Vince Staples. Μου άρεσε πολύ το αγγλικό grime. Στο αμερικανικό κοινό αρέσει πολύ «το δικό τους», δύσκολα θα πάρουν beats από αλλού. Ο Vince Staples τα κατάφερε. Φανταστική παραγωγή. Και μου άρεσε που ήταν μικρός δίσκος σε διάρκεια. Η παραγωγή στο Pimp A Butterfly του Kendrick Lamar, επίσης, ήταν κάτι αξιοζήλευτο.

Η Cast-A-Blast ξεκίνησε το 2006. Είπαμε να το κάνουμε μόνοι μας. Ήμασταν εγώ, ο Blend Mishkin, o Palov και η Sugahspank. Ήταν η φάση που άρχισε να γίνεται εύκολο να κάνεις indie εταιρεία. Πήγε καλά, το συνεχίσαμε. Βρίσκαμε καλλιτέχνες ή remixes που μας άρεσαν και λειτουργούσαμε ως curators. Ήμασταν περισσότερο παρέα μουσικών παρά εταιρεία με σαφές business plan. Όλο αυτό έκανε τον κύκλο του μέχρι το 2012 και την τελευταία κυκλοφορία. Ήταν και το οικονομικό, δεν βλέπαμε το λόγο π.χ. να τυπώνουμε cd. Σε βινύλιο είχαμε τυπώσει μόνο δύο  συλλεκτικά EPs, ήταν ακριβό.

Με τους Happy Dog Project είμαι περίπου δύο χρόνια τώρα. Ήξερα τον Γιάννη Δημητριάδη, μου πρότεινε να τζαμάρω μαζί τους και με ενδιέφερε γιατί με έβγαζε από τα νερά μου. Βαριέμαι να κάνω τα ίδια και τα ίδια. Έπαιζα και με τους Imam Baildi κάποια περίοδο.

Οι Roots Evolution προέκυψαν γιατί ο Blend Mishkin είχε βγάλει το album Survival of the Fittest, πήγε πολύ καλά. Φαινόταν η ζήτηση του να παίζεται αυτός ο ήχος με μπάντα. Είχε δίκιο, με το που το στήσαμε βρήκε απήχηση, πριν λίγο καιρό τελειώσαμε το ελληνικό και ευρωπαϊκό τουρ.

Προτιμώ να παίζω live παρά ως DJ/MC.

Η Κ73 είχε ακούσει δουλειές της Cast-A-Blast και πριν δύο χρόνια ήθελαν να κάνουν μία συλλογή με MCs από Ευρώπη κι Αμερική με ήχο καθαρόαιμο 90s boom bap. Γνωρίστηκα μαζί τους και μου θύμισε πολύ την προσπάθεια που είχαμε κάνει με την Cast-A-Blast. Συμμετείχα στη συλλογή με το “Ready For Action”. Είχα ετοιμάσει κατά 80% ένα δίσκο και ρώτησα αν ενδιαφέρονται. Είπαν ναι. Έτσι βγήκε το Bodega Funk ως BnC and the Disco Vampire. Το όνομα BnC (Bruises 'n' Cuts) μου είχε κολλήσει από ένα από τα πρώτα reggae κομμάτια του Blend Mishkin, μου άρεσε σαν ακρωνύμιο.

Η hip hop παραγωγή μαζί με live μπάντα δεν είναι εύκολη, θέλει στήσιμο, σωστούς συντελεστές, να έχουν ακούσει αρκετό hip hop για να νιώθουν αυτό που κάνεις, πειθαρχία. Αλλά είναι πιο διασκεδαστικό τελικά. Στο Bodega Funk έφτιαχνα τα beats και μετά ό,τι ήθελα να παιχτεί live το έδινα στη μπάντα και προσθέταμε επίπεδα. Θα το βάφτιζα latin funk hip hop. Είχα καιρό στο μυαλό μου να κάνω κάτι τέτοιο.

Capitan Futuro είμαστε εγώ με τον George Kelly (Γιώργος Κελαηδόπουλος). Έχει μία εταιρεία που λέγεται Chop Shop Records και ασχολείται κυρίως με disco funk ήχους. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και ξεκινήσαμε φτιάχνοντας disco hip hop edits, κυρίως για DJs. Αυτός ήταν ο disco head, εγώ άκουγα πολύ hip hop, ήθελε να κάνει την ένωση. Θέλουμε να το αναπτύξουμε παραπάνω.

«Το επάγγελμα του μουσικού είναι τελικά αυτό που μου αρέσει περισσότερο από όλα, είναι σαν ψυχοθεραπεία.»

Το DJιλίκι το αγαπάω, από αυτό ξεκίνησα. Μου αρέσει σαν δουλειά αλλά κουράζει το ξενύχτι. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο, παίζεις 7-8 ώρες dj set, έξω παίζουν 2-3 ώρες. Άλλοτε σου δίνουν σημασία, άλλοτε όχι. Τις περισσότερες φορές, επειδή είσαι πίσω από το μπαρ, για το κοινό μπορεί να μην κάνει διαφορά. Απλά ο άλλος θυμάται ότι π.χ. πήγε Σάββατο εκεί και έπαιζε ωραία μουσική - μπορεί να μην θυμάται ποιός ήταν, αλλά ίσως ξαναπάει. Αν μπορούσα να κάνω μόνο ένα πράγμα από αυτά που κάνω, θα προτιμούσα τα live, νομίζω τελικά εκεί περνάω πιο καλά. Είσαι με μία ομάδα ανθρώπων, δεν είσαι μόνος σου.

Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, μπορεί να έκανα κάποια διαφορετικά βήματα αλλά δεν θα άλλαζα κάτι γενικά. Μαθαίνεις από τα λάθη σου, πώς να το κάνεις καλύτερο ή τι να μην κάνεις στο μέλλον. Το επάγγελμα του μουσικού είναι τελικά αυτό που μου αρέσει περισσότερο από όλα, είναι σαν ψυχοθεραπεία.


Το Bodega Funk κυκλοφορεί από την Κ73.
Μπορείτε να το ακούσετε/αγοράσετε εδώ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
JUST PUBLISHED
Save