Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Το μεγάλο, δημιουργικό ταξίδι του Ψαρογιώργη

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, ο Γιώργος Ξυλούρης αφηγήθηκε στην Popaganda τη συναρπαστική πορεία της ζωής του, από την Κρήτη μέχρι τα πέρατα του κόσμου.

Με τον πατέρα του τον Ψαραντώνη, βρέθηκε να ταξιδεύει παντού, σχεδόν από παιδί, παίζοντας μουσική. Έζησε χρόνια στη Μελβούρνη, όπου δημιούργησε το δικό του μουσικό σύνολο. Γύρισε στην Κρήτη, και δημιούργησε τους Xylouris White μαζί με τον Jim White των Dirty Three. Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, ο Γιώργος Ξυλούρης, γνωστός σε όλους ως Ψαρογιώργης, αφηγήθηκε στην Popaganda μια συναρπαστική πορεία ζωής.

Πού σε βρίσκω τώρα; Στην Κρήτη. Στις Αρχάνες.

Εκεί είναι η βάση σου; Ναι.

Μιας και δεν το ξέρουν όλοι ας το ξαναπούμε: Πώς προέκυψε στην οικογένεια Ξυλούρη το Ψαρό-  που συνοδεύει τα ονόματα όλων σας; Προέρχεται από τον προπάππου μου, τον Ψαραντώνη. Στα Ανώγεια όλοι  έχουμε το παρατσούκλι μας. Στην Κρήτη γενικά αυτό συνηθίζεται πολύ.  Ο προπάππος μου λοιπόν ήταν ο Ψαραντώνης, ο παππούς μου ο Ψαρογιώργης, ο πατέρας μου ο Ψαραντώνης, εγώ ο Ψαρογιώργης και ούτω καθ’ εξής.

Αν είσαι γιος του Ψαραντώνη μάλλον είναι δύσκολο να γίνεις κάτι άλλο στη ζωή σου εκτός από μουσικός, έτσι; Συνήθως έτσι γίνεται, αρκεί να το θες κι εσύ. Να σε ελκύει, να σε τραβάει, να σε μαγεύει, να σε επηρεάζει, να σε εμπνέει. Εμένα από πάντα μου άρεσε. Και δεν είναι μόνο από την πλευρά του πατέρα μου, αν το θέτεις σε σχέση με το DNA και την καθημερινότητα, δηλαδή βλέποντας τον πατέρα σου να κάνει κάτι κάθε μέρα, καταλήγει να κάνεις κι εσύ το ίδιο –  όπως και με άλλα επαγγέλματα. Ήταν κι από τη μεριά της μητέρας μου. Τα δύο πρώτα μου ξαδέλφια, Μπάμπης και Γιώργος Δουλγεράκης, παίζουν κιθάρες, μαντολίνα, λύρες… Παίζαμε μαζί χρόνια και με τον πατέρα μου. Από το Ζαρό. Αλλά και πέρα από αυτό η οικογένεια της  μητέρας μου, οι οποίοι ήταν έντεκα αδέλφια, ήταν όλοι μερακλήδες, πολύ καλοί χορευτές, τραγουδιστές… Πάντα στις μαζώξεις που κάναμε στο Ζαρό θυμάμαι τραγουδάγαμε, έπαιζε μαντολινάκι ο θείος μου ο Γιώργης. Κατάλαβες, είναι και απ’ τις δυο μεριές στη φύση μας το μερακλίκι.

Και στο λαούτο πώς κατέληξες; Ξεκίνησα με μαντολίνο στο χωριό, σαν πιτσιρικάς. Στο Δημοτικό, από τη δευτέρα ή την τρίτη. Έπαιζα 2-3 σκοπούς, σκοπουλάκια, που λέμε εμείς…  Και κάναμε την παρεούλα μας παίζοντας τους μεγαλύτερους, παριστάνοντας γνωστούς τραγουδιστές. Μετά μου έφερε ο πατέρας μου ένα μαντολίνο στο σπίτι, ενώ του είχα παραγγείλει να μου φέρει ένα αεροβόλο. Αυτή είναι δικιά μου ιστορία – το λέω γιατί έχω ακούσει σε συνεντεύξεις να τη λένε πολλοί τώρα. Μπορεί να ισχύει για όλους, δεν ξέρω… Το αεροβόλο το ήθελα γιατί τότε στο χωριό κυνηγάγαμε πουλιά με σφεντόνες. Μετά θυμάμαι από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέχρι και τη δεκαετία του ’80 να έρχονται στο χωριό γκρουπς, τουρίστες. Τους πηγαίναμε σε μια ταβέρνα, και τους κάναμε και μια παράσταση με κρητικούς χορούς στην αυλή, χόρευαν τα παιδιά, και με έπαιρνε καμιά φορά ο πατέρας μου και του κράταγα πάσο, το ρυθμό δηλαδή. Του άρεσε, έλεγε ότι τον κρατάω σταθερά και με επιβράβευε. Αργότερα μού πήρε ένα λαουτάκι και το 'φερε σπίτι κι όταν έκανε πρόβες του κράταγα πάσο. Στο σχολείο δεν ήμουνα και τόσο καλός, οπότε μετά το δημοτικό με πήρε ο πατέρας μου στο μαγαζί που έπαιζε τότε στο Ηράκλειο, κι έπαιζα μαζί του. Έτσι έμαθα λαούτο επάνω στο πατάρι, τη σκηνή, βλέποντας τον άλλο λαουτιέρη τι έκανε. Με καθοδηγούσε κι ο πατέρας μου με εσωτερικό τρόπο, ήταν αυστηρός δάσκαλος.

Τι εννοείς; Ήθελε να γίνεται έτσι όπως το ήθελε όταν παίζαμε. Μου έμαθε πράγματα που τώρα στην πορεία βλέπω πόσο χρήσιμα ήτανε, ενώ τότε όχι. Λεπτομέρειες. Γυρνάγαμε την Κρήτη όλη από χωριό σε χωριό και παίζαμε. Ο πατέρας μου ήταν τότε στη μετάλλαξή του, που άρχιζε και έβγαζε ένα άλλο εαυτό. Είχα την τύχη να τον συνοδεύω εκείνη την περίοδο που άλλαζε ο τρόπος του. Το γεύτηκα αυτό κουταλιά-κουταλιά μέσα στα χρόνια εκείνα, από το ’76 μέχρι το ‘87-’88. Κατόπιν πήγαμε στην Αυστραλία να παίξουμε κι εγώ έμεινα εκεί κάμποσα χρόνια.

Στο εξώφυλλο από τα Σαϊτέματα, εσύ είσαι μαζί με τον πατέρα σου; Ναι. Ήταν ο πρώτος δίσκος που μπήκα σε στούντιο κι έπαιξα μαζί του. Ήμουν λίγο πάνω από δέκα χρονώ!

Με την Αυστραλία πώς έγινε κι έμεινες εκεί; Πήγα ως ερωτικός μετανάστης! Μου άρεσε πολύ το μέρος όταν πήγαμε, είχαμε μείνει δυο μήνες. Είχα γνωρίσει και την καλή μου, κι επιστρέφοντας εδώ στην Κρήτη κάθισα λίγο καιρό και μετά ξαναπήγα. Από μέρα σε μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, περάσαν οκτώ χρόνια! Ερχόμουν εδώ το καλοκαίρι κι έμενα δυο μήνες κι έπαιζα ξανά με τον πατέρα μου, κι όχι μόνο.

Εκεί δημιουργήθηκε και το Xylouris Ensemble, που ήταν μέλη Έλληνες και Αυστραλοί. Ναι. Ήταν άνθρωποι που γνώρισα στη Μελβούρνη. Ξεκινήσαμε δύο άτομα, και μετά από δύο χρόνια ήμασταν εννιά! Γίναμε big band…

Κάθε φορά που παίζεις το κομμάτι, το πιάνεις από εκεί που το είχες αφήσει την προηγούμενη. Το παρουσιάζεις και το προχωρείς, ανανεώνεται, ξαναχάνεσαι μέσα του, και ξαναβρίσκεσαι. Δεν έχει τελειωμό. Αυτό είναι το μαγικό. Κρατιέσαι κι εσύ και το κομμάτι πάντα νέοι.

Πώς έγινε δεκτό εκεί αυτό που παίζατε; Τους άρεσε. Όπου παίζαμε έρχονταν. Παίζαμε σε διάφορα: από το Concert Hall της Μελβούρνης μέχρι θέατρα μικρά η μεγαλύτερα, μπυραρίες, κλαμπ, συναυλίες, φεστιβάλ… Είχαμε παίξει δυο φορές στην Τασμανία, είχαμε πάει στο Folk Music Festival στην Καμπέρα, στο Σύδνεϋ, και σε πολλά άλλα πολύ γνωστά, με συμμετοχές από όλο τον κόσμο. Αυτό γινόταν τα οκτώ χρόνια που ήμουνα εκεί. Ηχογραφήσαμε τέσσερα δισκάκια. Ήταν μια περίοδος που ήταν όλο μουσική. Βρισκόμασταν δυο φορές την εβδομάδα για πρόβες, και γινόταν μια γιορτή. Ανάβαμε φωτιά στην αυλή και παίζαμε όλη μέρα, Τετάρτη και Κυριακή. Είχε πάει πολύ καλά αυτή η μπάντα. Έχω πολλά να θυμάμαι. Επίσης μου έκανε κατάπληξη η ελληνικότητα στης Μελβούρνης, αλλά και το πόσο μουσική πόλη είναι. Υπήρχαν μουσικές παντού και πάντα, κάθε είδους. Την ελληνική μουσική τη γνώρισα δυο φορές στη Μελβούρνη. Γνώρισα την Ελλάδα εκεί άλλη μια φορά. Έκανα παρέα με βετεράνους Έλληνες μουσικούς, όπως τους συγχωρεμένους Χρήστο Καρκανάκη από την Ήπειρο που έπαιζε βιολί και λαούτο, και το Χρήστο Μπαλτσίδη που έπαιζε ούτι. Παίζανε σε ένα κέντρο που λεγόταν Υπάρχω, και πήγαινα συχνά και τους άκουγα. Με το μπαρμπα-Χρήστο παίξαμε και ηχογραφήσαμε και μαζί με το συγκρότημα.

Πώς αποφάσισες να γυρίσεις; Ήρθε η ώρα. Δεν είχα πάει ποτέ για να μείνω για πάντα. Είχαμε πολλά να κάνουμε εκεί μουσικά, ωραία περνάγαμε. Είχα αφιερωθεί στη μουσική, είχα χρόνο δικό μου, ξεγνοιασιά. Έβλεπα όμως ότι σιγά-σιγά ήθελα να γυρίσω. Είχαν αρχίσει τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και είπαμε να γυρίσουμε να πάνε σχολείο, να μάθουν τη γλώσσα. Έτσι γυρίσαμε. Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια. Τώρα πια είμαστε πότε εδώ, πότε εκεί. Γενικότερα ταξιδεύουμε. Εγώ τουλάχιστον ταξιδεύω πάρα πολύ τα τελευταία 5-6 χρόνια. Και γενικότερα, από μικρός ταξιδεύω πάρα πολύ. Με τον πατέρα μου γυρνάγαμε όλη την Ευρώπη. Με τραίνα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα.

Xylouris White

Με τον Jim White πώς προέκυψε η συνεργασία; Συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια που ήρθε αυτός στην Κρήτη να μας επισκεφτεί. Τον είχα γνωρίσει στη Μελβούρνη όταν ζούσα εκεί, κι ερχόταν να ακούσει το Xylouris Ensemble. Γνωριστήκαμε μέσω κοινών φίλων την εποχή που ξεκίναγαν οι Dirty Three. Με είχαν καλέσει αρκετές φορές και είχα παίξει μαζί τους σαν guest. Έτσι είχαμε την πρώτη μουσική μας επικοινωνία, στο πατάρι, παίζοντας. Στην αρχή σε μικρά μπαράκια όπου έπαιζαν, κι αργότερα σε μεγαλύτερα, όπου έπαιξε κι όλο το Xylouris Ensemble μαζί τους. Και κάθε φορά που παίζαμε είχαμε ένα μέρος με το Jim που κάναμε τα δικά μας. Μας άφηναν ο Mick (Turner) κι ο Warren (Ellis) και κάναμε συζήτηση με τα όργανα. Κάναμε διάφορα ρυθμικά, ηχητικά, χωρίς πετάλια, με τα χέρια μας. Υπήρχε πολλή επικοινωνία μεταξύ μας, πολύ άμεση. Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο ήταν σαν να είχαμε κάνει πολλές πρόβες, σαν να παίζαμε χρόνια μαζί. δεν είχαμε πει όμως τότε να κάνουμε κάτι. Όμως από το ’90 που τον γνώρισα, όλα αυτά τα χρόνια ανταλλάζαμε μουσικές. Του έστελνα διάφορα, γιατί αυτός έφυγε με τους Dirty Three , ήρθαν Ευρώπη, μετά Αμερική…  Καμιά φορά στη χάση και στη φέξη στέλναμε κανένα μήνυμα. Και μια φορά το χρόνο που έρχονταν και παίζανε στην Αυστραλία, τους έβλεπα. Παίξαμε και μαζί τους ξανά, ανοίγαμε γι αυτούς ως Xylouris Ensemble, και ηχογράφησα και μαζί τους. Του έδινα δισκάκια του πατέρα μου, των θείων μου, με κρητική μουσική, και ήξερε ο ένας πού βρίσκεται ο άλλος.

Πώς ξαναβρεθήκατε; Κάποια στιγμή πριν πέντε χρόνια είπε: Έχω κενό και θα έρθω να σας δω δεκαπέντε μέρες. Όταν ήρθε πήγαμε σε ένα στούντιο που έχει ένας φίλος εδώ κοντά στο σπίτι μου, κι αυτό ήτανε. Αυτή ήταν η αρχή του Goats, του πρώτου δίσκου που κάναμε. Μετά πήγα εγώ στην Αμερική, όπου με είχαν καλέσει οι Κρητικοί, και συνεχίσαμε τις ηχογραφήσεις. Και κανόνισε ο Jim να παίξουμε σε ένα μικρό μπαράκι. Χωρούσε 20-30 άτομα. Κι εκεί ήρθε ο Guy Picciotto, ο κιθαρίστας και τραγουδιστής των Fugazi. Του άρεσε πολύ, και ξαναήρθε με τον Jim στο σύλλογο των Κρητών όπου έπαιζα την επόμενη μέρα. Μας κάλεσε στο σπίτι του όπου είχε ένα στουντιάκι, να ηχογραφήσουμε κι εκεί. Πήγαμε 2-3 φορές, κι έχουμε από τότε πολύ καλή σχέση κι έγινε παραγωγός των δίσκων μας Goats, Black Peak και Mother. Αίγες, Μαύρη Κορφή και Μητέρα! Έχουμε γίνει πολύ καλοί φίλοι με τον Guy. Τρέχουνε πράγματα. Έχουμε πολύ υλικό, κι εκείνος το οργανώνει και το κατανέμει.

Από τη φιλία με το Jim White προέκυψε και η σχέση του Ψαραντώνη με τον Nick Cave και οι συμμετοχές στα φεστιβάλ; Ο  Jim έχει τους δίσκους του πατέρα μου του Ψαραντώνη, και τους έβαζε στις περιοδείες που πήγαιναν με τους Dirty Three, είναι μεγάλοι fan του. Αυτά τα δισκάκια άκουγαν στο λεωφορείο της περιοδείας ο Nick Cave με τους Bad Seeds. Ο Nick λάτρεψε τον Ψαραντώνη. όταν είχε αυτός την επιλογή των μουσικών που θα έπαιζαν στο φεστιβάλ ATP (All Tomorrow’s Parties) στην Αγγλία, κάλεσε τον Ψαραντώνη. Πήγαμε και παίξαμε εγώ, ο πατέρας μου, η αδελφή μου κι ο αδελφός μου. Μετά τον ξανακάλεσαν στην Αυστραλία, στο ATP που έγινε εκεί, στο Mount Buller έξω από τη Μελβούρνη και στο Cockatoo Island στο Σύδνεϋ. Ο Ψαραντώνης με το Nick Cave είναι πια πολύ φίλοι.

Τι θα ακούσουμε στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο; Θα παίξουμε πράγματα δικά μας, όπως και παραδοσιακά, γνωστά κλασικά, με τον τρόπο το δικό μας, με εντάσεις, ταχύτητες… Θα παίξουμε όλη μας τη ζωή! Για μένα αυτό είναι, είναι ο τρόπος περισσότερο από το ίδιο το κομμάτι. Συμβαίνει το ίδιο πράγμα να το ανακαλύπτεις ξανά κάθε φορά που το παίζεις, και να είναι κάθε φορά καινούριο, να μην το βαριέσαι ποτέ. Με αυτό τον τρόπο κι αυτή τη φιλοσοφία παίζουμε πάντα, ξεκινώντας από το σπίτι με ένα όραμα, με τον τρόπο που βρήκαμε χτες το βράδυ. Γιατί κάθε φορά που παίζεις το κομμάτι, το πιάνεις από εκεί που το είχες αφήσει την προηγούμενη. Το παρουσιάζεις και το προχωρείς, και ξανά ανανεώνεται, και ξαναχάνεσαι μέσα του, και ξαναβρίσκεσαι. Και δεν έχει τελειωμό. Αυτό είναι το μαγικό. Κρατιέσαι κι εσύ και το κομμάτι πάντα νέοι.

Ψαρογιώργης | Γυάλινο Μουσικό Θέατρο
Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, Λεωφ. Συγγρού 143
Ώρα έναρξης: 22:30, τηλ. 210 9315600
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ με μπύρα ή κρασί στο bar, 14 ευρώ με ποτό στο bar, 17 ευρώ με ποτό στο τραπέζι
Περισσότερες Πληροφορίες: www.gialino.gr

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save