Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Αδάμ Μπουσδούκος: «Δε μου αρέσει καθόλου η εικόνα για τους Έλληνες που σχηματίστηκε στη Γερμανία την τελευταία δεκαετία»

Ο αγαπημένος φίλος και ηθοποιός του Φατίχ Ακίν μίλησε στην Ελένη Τζαννάτου ως: Έλληνας του Αμβούργου, παντρεμένος με Ρουμάνα και πρωταγωνιστής του «Αναζητώντας τον Χέντριξ», μιας κυπριακής ταινίας για τη ζωή και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής.

Φωτογραφίες: Γεράσιμος Δομένικος / FOSPHOTOS

Βγάζει κάτι πηγαία ελληνικό στον τρόπο ομιλίας και τις κινήσεις του, ακόμη κι αν την Ελλάδα την έχει ζήσει μόνο ως επισκέπτης. Κατάγεται όμως από εδώ και στο Αμβούργο όπου μεγάλωσε και ζει ακόμη, παρακολούθησε τόσο γερμανικό όσο κι ελληνικό σχολείο. Στα τρία του παιδιά, όπως λέει, προσπαθεί να μιλάει στα ελληνικά, αν κι εκείνα επιμένουν να απαντάνε στα γερμανικά. 

Πάντως ο Αδάμ Μπουσδούκος λέει με ενθουσιώδη ειλικρίνεια πως «δεν υπάρχει καλύτερη χώρα» από την Ελλάδα, που επισκέπτεται κάθε χρόνο όχι μόνο για διακοπές αλλά και για να δει συγγενείς και φίλους. Αναπόφευκτα, στη ζωή και την καριέρα του, τον ακολουθεί ένα «κοκτέιλ» πολιτισμών. Έλληνας με γερμανική υπηκοότητα, έγινε ο αγαπημένος ηθοποιός του Τουρκογερμανού σκηνοθέτη, Φατίχ Ακίν που παραμένει ένας από τους καλύτερους φίλους του, ενώ η σύζυγός του κατάγεται από τη Ρουμανία.

Η τελευταία ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε δεν ξεφεύγει πολύ από αυτή τη νόρμα. Το Αναζητώντας τον Χέντριξ μπορεί με μια πρώτη ματιά στον τίτλο του να φέρνει στο μυαλό είτε τον μεγάλο Τζίμι είτε το Αναζητώντας τον Σούγκαρμαν, όμως εδώ η μουσική δεν έχει πρωταγωνιστικό, τουλάχιστον, ρόλο. Ο Κύπριος σκηνοθέτης Μάριος Πιπερίδης φτιάχνει μια κομεντί που ακριβώς πάνω στη λεπτή Πράσινη Γραμμή. Των κατεχόμενων.

Ο Γιάννης (Αδάμ Μπουσδούκος) είναι ένας αποτυχημένος μουσικός με διάφορα οικονομικά μικρομπλεξίματα που μια μέρα χάνει τον σκύλο του, Τζίμι (εξ' ου και το Χέντριξ του τίτλου). Το σκυλάκι περνάει τα κατεχόμενα κι από εκεί ξεκινάει ένα γαϊτανάκι κωμικοτραγικών καταστάσεων προκειμένου το σκυλάκι να μπορέσει να περάσει από την τουρκόφωνη στην ελληνόφωνη πλευρά (μιας και η μεταφορά ζώων δεν επιτρέπεται). Όλη αυτή η περιπέτεια σκιαγραφεί την καθημερινότητα των δύο «πλευρών» του νησιού, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με έναν γλυκόπικρο τρόπο που την κάνουν να φλερτάρει με τη dramedy.

Για τον Αδάμ Μπουσδούκο, αυτή η ταινία δεν μπορούσε να μη λειτουργεί και αυτοβιογραφικά. Κι όπως μπορείτε να καταλάβετε κι από την παρακάτω κουβέντα, τα ζητήματα ταυτότητας υπάρχουν παντού στην, εντός κι εκτός οθόνης, ζωή του...

Κατάγεσαι από την Ελλάδα, μεγάλωσες στο Αμβούργο, έγινες γνωστός από ταινίες ενός Τούρκου σκηνοθέτη που είναι και φίλος σου, τώρα πρωταγωνιστείς σε μια κυπριακή ταινία. Υπάρχουν κάποια θέματα ταυτότητας... Σαν ηθοποιός πάντα χαίρεσαι να παίζεις διαφορετικούς ρόλους. Έτσι έχεις την ευκαιρία να μάθεις πράγματα που δεν ήξερες πριν. Δεν είμαι 100% Γερμανός, πιο πολύ Έλληνας είμαι, έχω βέβαια και τις δύο υπηκοότητες. Παλιά αναρωτιόμουν ποιος είμαι, έπρεπε να το ψάξω. Μέχρι που κατάλαβα ότι είμαι «Αμβουργέζος» γιατί έχω γεννηθεί εκεί, αλλά είμαι κι Έλληνας. Την γερμανική υπηκοότητα την απέκτησα τον τελευταίο χρόνο. Όλο αυτό βέβαια με βοηθάει στη δουλειά μου γιατί έχω ένα άλλο βλέμμα σε κάποια πράγματα, προσπαθώ να τα βλέπω σφαιρικά εξετάζοντας κάθε άποψη.

Όταν δουλεύεις έναν ρόλο, μπαίνεις στη διαδικασία να βρεις την ταυτότητα του ήρωα μέσω των προσωπικών σου βιωμάτων; Πάντα με βοηθάει, στο Αναζητώντας τον Χέντριξ μάλιστα με βοήθησε πολύ. Γιατί κι εγώ μεγάλωσα σε μια χώρα που αισθανόμουν πάντα ξένος, δεν αισθανόμουν σπίτι μου. Ένιωθα πως στη Γερμανία είμαι επισκέπτης κι ότι μια μέρα θα μαζέψουμε τα πράγματά μας και θα γυρίσουμε στην Ελλάδα. Αυτή ήταν η δυσκολία για μας σαν παιδιά όταν μεγαλώναμε, δεν ξέραμε που ακριβώς ανήκουμε. Και ταίριαξε πολύ η ταινία του Μάριου Πιπερίδη σε αυτό, γιατί τα αγγίζει αυτά τα θέματα.

Την «άσπονδη» γειτονία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων την έχεις ζήσει δηλαδή στη Γερμανία; Πέρα από τον Φατίχ Ακίν, οι καλύτεροί μου φίλοι ως παιδί ήταν Τούρκοι. Οι γείτονές μας ήταν Τούρκοι, ζούσαμε μαζί. Μοιραζόμασταν πράγματα, γιορτάζαμε μαζί...Πιστεύω πως αυτό συνέβαινε κάποτε και στην Κύπρο. Στην ουσία είναι η ίδια φυλή, είτε είναι Ελληνοκύπριοι είτε Τουρκοκύπριοι, είναι όλοι Κύπριοι.

Πολλές φορές στο Αναζητώντας τον Χέντριξ, οι χαρακτήρες κάθε πλευράς δείχνουν μια καχυποψία προς την άλλη. Από τα γυρίσματα στην Κύπρο, αντιλήφθηκες να υπάρχει και στην αληθινή ζωή; Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Κύπρο το 2009. Τότε ήταν πιο δύσκολο να πας στα κατεχόμενα, χρειαζόταν μια διαδικασία, να υπογράψεις χαρτιά...Η πρώτη αίσθηση που είχα από εκεί με πόνεσε. Ο σκηνοθέτης Πανικός Χρυσάνθου που με είχε καλέσει τότε, με πήγε στο παλιό χωριό του στα κατεχόμενα, που έχασε και το σπίτι του. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τι σημαίνει όλο αυτό. Τώρα στα γυρίσματα πάντως υπήρχαν και Τουρκοκύπριοι στο συνεργείο, είχαμε έτσι την ευκαιρία να γνωριστούμε. Υπάρχουν πολλοί που νιώθουν αυτό που νιώθω κι εγώ σε ανθρώπινο επίπεδο.

Ένιωθες δηλαδή πως αυτή η ιστορία σε αφορούσε και αυτοβιογραφικά κατά μία έννοια; Βέβαια. Όπως σου είπα, οι καλύτεροί μου φίλοι ήταν Τούρκοι και στο σχολείο μας μάθαιναν να μισούμε τους Τούρκους. Αυτά τα δύο πράγματα πάντα με αναστάτωναν. Αλλά τα κοινά είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν τελικά.

Το να κάνεις γυρίσματα με συμπρωταγωνιστή ένα σκυλάκι πόσο εύκολο ήταν; Αυτό που λένε ότι το πιο δύσκολο είναι να συνεργάζεσαι με παιδιά και σκυλιά δεν το ενστερνίζομαι. Έχω κάνει πολλές ταινίες με παιδιά, αυτή ήταν η πρώτη μου με σκυλί. Είχα την λογική ότι έπρεπε να στήσουμε μια σχέση μεταξύ μας. Χρειάστηκε λίγος καιρός, τον πήγαινα βόλτα, τον αγκάλιαζα, γνωριστήκαμε. Ήταν σχετικά συνεργάσιμος, αλλά σε κάποιες στιγμές έκανε ό,τι ήθελε, σκύλος είναι.

Ο Γιάννης που υποδύεσαι στην ταινία είναι μουσικός. Έχεις κι εσύ σχέση με τη μουσική βέβαια...Έχω μια μπάντα από το 2011, έχουμε κάνει πολλές συναυλίες στην Γερμανία. Παντρεύουμε τη ροκ μουσική με το ρεμπέτικο. Αλλά είναι δύσκολο πλέον λόγω οικογένειας να το συνεχίζουμε. Είναι άλλη ζωή το ροκ εν ρολ. Παρ’ όλο που το αγαπάω, τώρα θέλω να κάνω κάτι καινούργιο, πιο soft.

Το γεγονός ότι το όνομά σου έχει συνδεθεί πολύ με τον Φατίχ Ακίν, έχεις νιώσει να σε περιορίζει όσον αφορά άλλες δουλειές σου; Με τον Φατίχ κάναμε μαζί την πρώτη ταινία του το 1998 και έτσι κάναμε το πρώτο βήμα μαζί. Για μένα ήταν σαν δώρο αυτό. Καταφέραμε να είμαστε φίλοι και να συνεργαστούμε, αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να σου τύχει. Άρα δεν μπορώ να μιλήσω για κανέναν περιορισμό.

Λόγω της στενής φιλίας σας, πιστεύεις ότι στους ρόλους που σου δίνει, υπάρχουν στοιχεία του δικού σου χαρακτήρα; Ή ισχύει το ότι οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς σαν alter ego τους; Και τα δύο θα έλεγα. Όταν γνωρίζεις τον άλλο από παιδί, δημιουργείται ένα δούναι και λαβείν. Υπάρχουν στιγμές που όταν κάποιος μας ακούει να μιλάμε λέει «μιλάτε ίδια!». Επηρεάζει σίγουρα ο ένας τον άλλο. Όταν ο Φατίχ ξεκινάει κάποια νέα ταινία πάντα την συζητάμε, ανταλλάζουμε ιδέες. Όταν με επιλέγει για κάποιον ρόλο, ναι, πάντα κοιτάει την προσωπικότητά μου και έτσι γίνεται πιο πιστευτός ο ρόλος.

Την κατάσταση της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία, πώς την βίωνες ως Έλληνας του Αμβούργου; Ήταν πολύ δύσκολος αυτός ο καιρός –και είναι ακόμα. Υπήρχε πολλή συζήτηση γύρω από την Ελλάδα στην τηλεόραση και τις εφημερίδες. Αυτή η εικόνα που βγήκε τελικά για τους Έλληνες δεν μου άρεσε καθόλου. Βγήκαν προς τα έξω κάποια στερεότυπα που δεν ήταν σωστά.

Το βίωνες όλο αυτό και σε επίπεδο καθημερινότητας; Στην συνοικία που μένω ούτως ή άλλως υπάρχουν πολλοί ξένοι, οπότε δεν υπήρχε ποτέ πρόβλημα. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της Γερμανίας. Στην υπόλοιπη χώρα τα πράγματα ήταν αλλιώς.

Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των Ευρωεκλογών δείχνουν πως σε όλη την Ευρώπη τα ακροδεξιά μορφώματα έχουν σημαντική δύναμη. Αυτό σε φοβίζει; Δεν με φοβίζει τόσο πολύ γιατί αυτό είναι κάτι που πάντα υπήρχε αλλά ήταν κρυμμένο. Τώρα έχει πρόσωπο. Πλέον ξέρεις ποιος είναι αυτός που έχεις μπροστά σου.

Το γεγονός όμως ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δύναμη δεν τους κάνει πιο επικίνδυνους; Μπορεί να γίνει και πιο επικίνδυνο. Γι’ αυτό εμείς που είμαστε «από την άλλη πλευρά» πρέπει να έχουμε μια αντίσταση.

Το πιο ελληνικό πράγμα στην καθημερινότητά σου ποιό θα έλεγες ότι είναι; Η μουσική. Και το φαγητό.

Αν πρωταγωνιστούσες σε μια ταινία γυρισμένη στην Αθήνα και μπορούσες να επιλέξεις ένα συγκεκριμένο μέρος της πόλης στο οποίο θα ήθελες οπωσδήποτε να υπάρχει μια σκηνή, ποιό θα ήταν αυτό; Τα Εξάρχεια. Μου αρέσει η γειτονιά, μου ταιριάζει κάπως.

Το Αναζητώντας τον Χέντριξ του Μάριου Πιπερίδη κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Μαΐου από την Seven Films.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save