Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Δημήτρης Ινδαρές: Η σκιά του παρελθόντος αφήνει έντονο αποτύπωμα στη ψυχή μας, για γενιές και γενιές

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές καταγράφει στα δύο τελευταία του έργα, το βιβλίο «Λενάκι» και το ντοκιμαντέρ «Μνήμη με Ουρά», τον σημαντικό ρόλο που παίζει η μνήμη στο παρόν και το μέλλον του ανθρώπου, ακόμη και σε μια αδυσώπητη εποχή.

Φωτογραφίες Δ.Ινδαρέ: Νατάσα Πανταζοπούλου / FOSPHOTOS

Ινδαρές

Η μνήμη και η λήθη. Δύο έννοιες που απασχολούν ιδιαίτερα, τα τελευταία χρόνια, τον νου και την ψυχή του Δημήτρη Ινδαρέ. Ένα βιβλίο και ένα ντοκιμαντέρ –με ένα ακόμη στα σκαριά– βγαίνουν στο φως παράλληλα αυτόν τον καιρό, φέρνοντας το παρελθόν στο παρόν, καθώς ο χρόνος μπορεί να κυλάει στο μέλλον, αλλά το δένδρο της ιστορίας –της προσωπικής του καθενός και του κόσμου όλου–, μεγαλώνει χωρίς ποτέ να αποχωρίζεται τις ρίζες του. «Η σκιά του παρελθόντος αφήνει έντονο αποτύπωμα στην ψυχή και τις επιλογές μας, για γενιές και γενιές», λέει ο δημιουργός και τόσο το βιβλίο του, «Λενάκι», που ήδη κυκλοφορεί, όσο και το ντοκιμαντέρ «Μνήμη με Ουρά» που κάνει πρεμιέρα αυτές τις μέρες στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, καταγράφουν ακριβώς αυτό το αποτύπωμα που κουβαλάμε μαζί μας στην πορεία μας στον χωροχρόνο.

Άλλωστε και ο ίδιος ακόμη, δύο χρόνια μετά, έχει ανοιχτή πληγή μέσα του την απίστευτη οικογενειακή περιπέτεια που πέρασε με την ξαφνική αστυνομική εισβολή στο σπίτι του και την, από το πουθενά, κατηγορία του ως συνεργού της διπλανής κατάληψης. Περιμένοντας ακόμη την εκδίκαση της υπόθεσης, ο σκηνοθέτης δίνει το δημιουργικό του έργο, κρατώντας μέσα του ισχυρή την εμπιστοσύνη και την ελπίδα του στον άνθρωπο –γιατί απέναντι στην καταστροφή, την βαρβαρότητα, την προδοσία, την αδικία, υπάρχει πάντα η δημιουργία, η αγάπη, το φως και εν τέλει η ίδια η ζωή.

Κάτι που σημειώνεται τόσο απλά και, παράλληλα, τόσο ιδιαίτερα τρυφερά, σε μια στιγμή, από τον ηλικιωμένο ήρωα του ντοκιμαντέρ «Μνήμη με Ουρά» –όταν θυμάται πώς μια σερενάτα του Σούμπερτ που τραγουδούσε ένας Αυστριακός αξιωματικός στην Κατοχή στο διπλανό επιταγμένο σπίτι, ήταν η ίδια μελωδία με το νανούρισμα που του τραγουδούσε για να τον κοιμίσει, φυσικά στα ελληνικά, η μητέρα του. Και αν η ίδια έτρεφε μίσος για τον κατακτητή, εκείνος, παιδάκι ακόμη, χάρη σε αυτήν την μελωδία δεν μπορούσε να το νιώσει. Όπως αντίστοιχα σημειώνεται και στο «Λενάκι», βιβλίο που καταγράφει πώς ο καταδιωκόμενος έρωτας μιας Χριστιανής για έναν Οθωμανό επί Τουρκοκρατίας, έμεινε στους αιώνες ως ένα τραγούδι που υμνεί τη δύναμη της αγάπης. «Δεν νομίζω πως οι ιστορίες διδάσκουν. Μάλλον μας δίνουν αφορμές να στοχαστούμε», επισημαίνει ο Δημήτρης Ινδαρές. «Η λειτουργία του τραγουδιού του Λιμάζη, που εξυψώνει τον έρωτα πέρα από τις όποιες συμβάσεις, δε μοιάζει κάπως και σαν θεραπεία του τραύματος;».

Από τότε που τον γνώρισα, κάτι δεκαετίες πίσω, ήθελα να τον ρωτήσω, από πού κρατάει το επώνυμό του, τόσο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μάλιστα, δεν θα ξεχάσω ότι όταν έκανε την ταινία «Ο Τσαλαπετεινός του Wyoming», πάντα χαμογέλαγα όταν άκουγα από δίπλα «του Δημήτρη Ινδαρέ», καθώς μου φαινόταν πολύ ταιριαστό ένα τέτοιο παράξενο επώνυμο με έναν τέτοιο παράξενο τίτλο. Να που τελικά όμως, η απορία για τις ρίζες του λύθηκε μέσα από το υπέροχο πραγματικά «Λενάκι» που κυκλοφόρησε, πριν λίγο καιρό, από τις εκδόσεις Εστία. Ένα εξαιρετικό δοκίμιο με υπότιτλο «Δυο φωτιές και δυο κατάρες / Με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά», θερμό πρόλογο του Παντελή Μπουκάλα να σε βάζει στην ατμόσφαιρα και θαυμάσια εικονογράφηση της Λυδίας Βενιέρη, με ασπρόμαυρα αλλά και ολοσέλιδα έγχρωμα σχέδια στο πνεύμα του βιβλίου. Σαν τρυφερό φάντασμα το Λενάκι που έγινε τραγούδι, ύπαρξη πραγματική σε έναν καταδικασμένο έρωτα, στριφογυρίζει στις σελίδες του βιβλίου, φυσάει το άρωμά της και στέλνει τη μυρωδιά του για να σκαλίσουμε κι εμείς αυτό το παρελθόν. Το τόσο μακρινό, το τόσο κοντινό συνάμα, μιας και όλα ξεκίνησαν από ένα γράμμα που βρήκε κατά λάθος στο πατάρι ο σκηνοθέτης και συγγραφέας.

Από την άλλη, το ντοκιμαντέρ ασχολείται με τις αναμνήσεις ενός 90χρονου που επιστρέφει στο μέρος που άφησε την παιδική του ηλικία, στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, όπως τα χέλια επιστρέφουν εκεί για να γεννήσουν και να πεθάνουν. Ο κύκλος της ζωής μας, από την αρχή ως το τέλος του, καθορίζεται από τις εικόνες που φυλάμε μέσα μας και είναι το –πολύ ή λιγότερο- φως τους εκείνο που καθοδηγεί τη διαδρομή μας.

Και τα δύο σου έργα, έχουν αντικείμενο την μνήμη. Και τα δύο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μιλάνε για την νεότερη ιστορία μας, τα χρόνια της Επανάστασης και τα χρόνια της Κατοχής. Η μνήμη φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα για σένα. Περνώντας στην ηλικιακή ζώνη της ωριμότητας, αντιλαμβάνεται κανείς την ευθύνη απέναντι σε αυτό που λέμε συνέχεια. Ως όρο υπαρξιακό αλλά και ως στοιχείο ταυτότητας, στην ατομική και τη συλλογική της διάσταση. Ο καθένας θυμάται ό,τι θέλει κι ό,τι δεν θέλει το κουκουλώνει ή έστω με κάποιον τρόπο, το μεταβολίζει. Έτσι χτίζουμε τις σχέσεις μας και φτιάχνουμε τη μυθολογία μας. Κι έτσι επιβιώνουμε από τα αναπόφευκτα ατυχήματα.

Πώς γεννήθηκε το «Λενάκι»; Πώς έτυχε και ανακάλυψες τις επιστολές; Οι κινηματογραφιστές είμαστε θηρευτές. Κυνηγάμε ιστορίες. Συνήθως τις επινοούμε, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που έρχονται εκείνες και μας συναντούν. Εδώ η αφορμή δόθηκε μέσω Αυστραλίας. Ένας ερευνητής με προσέγγισε αναζητώντας στοιχεία για τον προπάππο μου, Λάμπρο, με αφορμή κάποιες επιστολές του που εντοπίστηκαν στον Τύπο της πόλης το μακρινό 1867. Ο Λάμπρος προσπαθούσε να προκαλέσει εκεί, στην άλλη άκρη του πλανήτη, κίνημα φιλελληνικό προς υποστήριξη της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, εκφράζοντας ταυτόχρονα την οργή και τη θλίψη του για την αδράνεια των μεγάλων δυνάμεων, που επέτρεπε τη σφαγή των Κρητών... Ψάχνοντας λοιπόν τα κίνητρα και την ιστορία του, θυμήθηκα κάποια χαρτιά που περίμεναν μέσα σ’ ένα μπαούλο. Μαζί με τα αποκόμματα βρέθηκαν και κάποια χειρόγραφα, με πιο παλιό ένα οθωμανικό του 1745.

Αφού βρήκες αυτά τα χαρτιά, τι σου έδωσε την αφορμή να σκεφθείς να γράψεις ένα βιβλίο; Σκαλίζοντας το υλικό φαινόταν καθαρά πως τα κίνητρα του Λάμπρου είχαν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με τη δράση του παππού του Δημητράκη, αγωνιστή της Επανάστασης που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Αχαΐα, την Αρκαδία και την Ηλεία. Ο αγωνιστής συνδέεται με μια από τις πρώτες επαναστατικές εκρήξεις του Αγώνα, καθώς στις 15 ή 16 Μαρτίου του 1821 προσέβαλε τον οχυρό πύργο του Αγά της Μοστενίτσας, Ελμάζ, στέλνοντας μάλιστα δυο κανόνια που βρήκε εκεί στην πολιορκία των πύργων των Καλαβρύτων. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Λίγα χρόνια πριν από το συγκεκριμένο γεγονός, η ξαδέλφη του Δημητράκη, Ελένη, είχε κλεφτεί με τον Ελμάζ. Ζούσαν μαζί και είχαν κάνει δυο παιδιά. Κι ο έρωτάς τους έγινε τραγούδι. Η έρευνα με παρέσυρε σε μέρη πρωτόγνωρα. Οι σημειώσεις ήταν ο μόνος τρόπος να χαρτογραφηθεί το πεδίο αυτής της περιπέτειας, να μη χαθώ. Δεν ήταν αρχικά στις προθέσεις μου η έκδοση, μάλλον επρόκειτο για προσχέδιο ενός σεναρίου. Όταν προσέγγισα τον Παντελή Μπουκάλα, με όλο το σεβασμό και το δέος για τη σπουδαία εργασία που κάνει εδώ και χρόνια στο δημοτικό τραγούδι, του άφησα τις σημειώσεις για να κουβεντιάσουμε σχετικά με το υλικό. Κι όταν μού τις επέστρεψε, οι σελίδες ήταν στολισμένες με σχόλια και διορθώσεις.  Αυτή ήταν, νομίζω, η γενναιόδωρη κλωτσιά, που μ’ έφερε στον κόσμο του βιβλίου. Και, στη συνέχεια, μαζί με τις εξαιρετικές ζωγραφιές της Λυδίας Βενιέρη, στην εκδότρια Εύα Καραϊτίδη, του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, η οποία υποδέχθηκε ολόθερμα το μικρό αυτό σύμπαν των λέξεων και των εικόνων.

Γιατί επέλεξες ειδικά την Λυδία Βενιέρη να κοσμήσει με τις υπέροχες εικόνες της το βιβλίο; Κάθε φορά που συναντιόμαστε με τη Λυδία, συζητάμε για ιστορίες μ’ έναν τρόπο που πάντα γεννά εικόνες. Ο τρόπος της με συναρπάζει. Οι μορφές της έχουν κάτι εκρηκτικό και ταυτόχρονα ρευστό, σ’ ένα σύμπαν μιας ιδιαίτερης θηλυκότητας. Ο τρόπος που ενσωματώνει κάθε στοιχείο της ιστορίας, φωτίζοντας και την συμβολική του διάσταση, μοιάζει να διευρύνει την απήχηση της αφήγησης.

Παράλληλα το βιβλίο είναι γεμάτο επεξηγηματικές υποσημειώσεις, κάτι που δείχνει ότι πραγματικά έχεις σηκώσει κάθε πετραδάκι της ιστορίας. Ψάχνεις ακόμη και την ετυμολογία του ονόματος Ελένη –αγνώστου ρίζας κιόλας από την αρχαιότητα ως σήμερα. Το ταξίδι της γνώσης είναι μαγικό. Η έρευνα τού προσδίδει μια επιπλέον διάσταση, αυτή της περιπέτειας. Καθώς λοιπόν στο βιβλίο καταγράφεται άμεσα η αγωνία του ερευνητή, οι υποσημειώσεις είναι ένα είδος εργαλειοθήκης που ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρεί πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να φανούν χρήσιμες. Αφορούν μια παράλληλη άθροιση πληροφοριών και σχολιασμών, που όσο κι αν κάποιες φορές μπορεί να ξαφνιάζουν,  νομίζω πως συντελούν  μαζί με τις ζωγραφιές, στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης  ισορροπίας. Η περιέργεια του συγγραφέα και το ίδιο το υλικό οδήγησαν πάντως στον χαρακτήρα του συγκεκριμένου αφηγήματος - δοκιμίου.

Τι ήταν όμως αυτό που σε γοήτευσε τόσο στο Λενάκι και αποφάσισες να εστιάσεις στην ιστορία της; Η υπεράσπιση του έρωτά της με τον αλλόθρησκο Ελμάζ είναι εξαιρετικά τολμηρή.  Η δήλωσή της ενώπιον του Οθωμανού δικαστή, στον οποίο προσέφυγε ο πατέρας της κατηγορώντας τον Αγά για αρπαγή, συγκλονίζει: «Άνδρα χρώσταγα, άντρα πήρα». Ήθελα να ψάξω από πού μπορεί να βρήκε αυτό το σθένος. Αλλά και η ίδια η συμπεριληπτικότητα της παράδοσης εντυπωσιάζει, που αποθησαύρισε αυτή τη θαρραλέα κουβέντα μαζί με το ίδιο το γεγονός του αλλόθρησκου έρωτα, με τρόπο μάλιστα που όχι μόνο δεν τον κρίνει αλλά μοιάζει να τον καθαγιάζει. Και όλα αυτά 200 χρόνια πριν, στην ορεινή Πελοπόννησο...

Ετοιμάζεις και ταινία για το «Λενάκι»; Ένα πρώτο υλικό συγκεντρώθηκε με τη βοήθεια του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου και του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας το διάστημα μέχρι και την αρχή της πανδημίας. Τις προσεχείς μέρες θα συνεχίζουμε με τη βοήθεια της ΕΡΤ και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Το «απρόοπτο» της έκδοσης του βιβλίου ελπίζω πως θα οδηγήσει την αναζήτηση και σε νέα πεδία.

Ακόμη και σήμερα μαθαίνουμε, ανάλογα με την καταγωγή του καθενός, απευθείας μέσα από τα σπίτια και τις οικογένειές μας, διάφορες ιστορίες από την νεότερη Ιστορία - Τουρκοκρατία, Κατοχή κλπ. Οι μικρές και μεγάλες αφηγήσεις των δικών μας ανθρώπων πάντα μάς συνδέουν κάπως και με τη «μεγάλη» Ιστορία. Η γενιά μας πρόλαβε ζώντες τους μάρτυρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εντυπώσεις από την Κατοχή και τον Εμφύλιο ακούγονται ακόμη και σήμερα σε πρώτο πρόσωπο. Έτσι κι αλλιώς η σκιά του παρελθόντος αφήνει έντονο αποτύπωμα στη ψυχή και τις επιλογές μας, για γενιές και γενιές. Έχει ενδιαφέρον το πώς πολλοί επιλέγουν ακόμη και θέσεις πολιτικές σε σχέση με το οικογενειακό παρελθόν τους. Όπως καυχώνται οι οικογενειακές επιχειρήσεις για τη δική τους παράδοση. Υπάρχουν όμως τραύματα και ψυχολογικά μοτίβα που μας παγιδεύουν και μας ταλαιπωρούν.

Μέχρι τη στιγμή που βρήκες τις επιστολές, σου είχαν μιλήσει οι δικοί σου για τις ρίζες της οικογένειάς σου; Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι ανοιχτοί, φιλελεύθεροι, που προσπάθησαν να μας αφήσουν ακηδεμόνευτους από κάθε είδους φορτίο του παρελθόντος. Αν υπήρχε κάποια προσωπογραφία κρεμασμένη πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μπορεί από αντίδραση να μην καθόμουνα ποτέ να ψάξω το σκονισμένο χαρτομάνι.

Τι σου έδωσε την αφορμή να κάνεις την «Μνήμη με Ουρά», τίτλο, θα έλεγα, που δίνει απόλυτα το περιεχόμενό της; Το συναισθηματικό ξέσπασμα του Σωτήρη Τσιόδρα σε μια από τις καθημερινές του ενημερώσεις, την περίοδο του πρώτου κύματος της πανδημίας. Θυμάμαι και την ημερομηνία, 21 Μαρτίου 2020, τότε που μίλησε για την αναγκαιότητα διάσωσης των ηλικιωμένων, που κατ’ εξοχήν κινδυνεύουν από τον ιό: «Χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε να έχουμε ταυτότητα». Καθώς έχει ήδη πάρει σειρά η γενιά που έζησε τον πόλεμο και οι περισσότεροι έχουν ήδη αποδημήσει, η ταινία αποτελεί απόδοση τιμής σ’ έναν εν ζωή εκπρόσωπό της, τον Λέανδρο Σπαρτιώτη, έναν 90χρονο ζωγράφο από την Πρέβεζα, που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού και ξαναγυρίζει εκεί εμμονικά με τις αφηγήσεις και τις ακουαρέλες του. Το εγχείρημα βρήκε μια εξαιρετική ευκαιρία υλοποίησης από το πρόγραμμα που εξήγγειλε το Υπουργείο Πολιτισμού για την ενίσχυση της κινηματογραφικής κοινότητας την περίοδο της πανδημίας.

Στο ντοκιμαντέρ, ο πραγματικά έξοχος «ήρωάς» σου φέρνει μνήμες, από τα παιδικά χρόνια και την Κατοχή, ολοζώντανες στο φως, ενώ συγχρόνως η ταινία ασχολείται επιστημονικά με το θέμα της μνήμης. Παράλληλα όμως, ασχολείται με τη ζωή των χελιών και το εντυπωσιακό ταξίδι τους στη Θάλασσα των Σαργασσών αλλά και το περιβάλλον ενός ιδιαίτερου υδρότοπου, του Αμβρακικού. Ποιος είναι ο στόχος του παραλληλισμού αυτών των τόσο διαφορετικών θεμάτων; Η περιπέτεια των χελιών είναι η ουσία της ιδέας. Όπως τα χέλια επιστρέφουν στη θάλασσα που γεννήθηκαν, για να γεννήσουν κι αυτά εκεί και να πεθάνουν, έτσι και ο ήρωάς μας επιστρέφει με τις αναμνήσεις του στη θάλασσα των παιδικών του χρόνων, λίγο πριν μας αφήσει.  Κι όπως τα ψάρια παγιδεύονται κατά τη μετανάστευσή τους στα καλαμένια διβάρια –παγίδες που τους στήνουν οι ψαράδες, έτσι κι η ανθρώπινη εμπειρία παγιδεύεται στον εγκέφαλο και από εκεί “αλιεύεται” βοηθώντας στην επιβίωση.

Μετά από περίπου δύο χρόνια από την αστυνομική εισβολή στο σπίτι σου πώς θυμάσαι το απίστευτο αυτό γεγονός; Πώς λειτουργεί η μνήμη εδώ; Είναι το ίδιο ισχυρή η οργή -ειδικά βλέποντας τους δυο γιους σου με χειροπέδες να τους πατούν στο πάτωμα-, η αγανάκτηση και το αίσθημα της αδικίας; Δεν ξέρω αν γιατρεύονται ποτέ τα τραύματα. Μπορεί ο χρόνος να περνά, να μεσολαβούν άλλα πραγματικά τραγικά γεγονότα, όπως η πανδημία με τα τόσα θύματα ή ο πόλεμος, η ομηρία μας όμως συνεχίζεται καθώς η εκδίκαση της υπόθεσης αργεί. Κι αυτό εντείνει το εξωφρενικό και το παράλογο της υπόθεσης. Όταν η εξουσία ξεπερνά έτσι ωμά τα συντεταγμένα όριά της, κακοποιώντας ψυχικά και σωματικά τους πολίτες, μετακινείσαι και βλέπεις πολύ πιο καθαρά την υποκρισία όσων πολιτεύονται φαιδρά. Κι αυτό είναι κάτι που σε κάνει να πονάς επιπλέον. Υπάρχει μεγάλο έλλειμμα θεσμικής σοβαρότητας στον τόπο. Και όσο οι ίδιοι οι δημόσιοι παράγοντες συμβιβάζονται, εμμένοντας ο ένας στα χάλια του άλλου, ο πήχης παραμένει χαμηλά. Η προδοσία της εμπιστοσύνης του πολίτη στους θεσμούς από τους ίδιους τους λειτουργούς, είναι ο ορισμός της ύβρεως στη Δημοκρατία. Αλίμονο στους εντελώς αδύναμους κι ανυπεράσπιστους.

Ινδαρές

Μετά το δικαστήριο και από τη σωστή απόφαση βεβαίως που θα εκδώσει, πιστεύεις ότι θα καταφέρεις να το θάψεις μέσα σου ή ποτέ δεν θα γίνει αυτό; Είναι παράδοξο να συνιστά δικαίωση η αθώωση των αθώων. Ιδίως όταν δεν πρόκειται για μια ιστορία διφορούμενη, όλοι το ξέρουν, και πρώτα-πρώτα οι ίδιοι οι συκοφάντες μας. Δικαίωση για μας θα ήταν αν η περιπέτεια αυτή αποτελούσε αφορμή να μη ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο σε κανέναν. Οι ιστορίες όμως αυτές δυστυχώς σπαταλιούνται και τα θύματα της αυθαιρεσίας θυσιάζονται στη διαπαραταξιακή αυταρέσκεια και αλαζονεία. Για άλλες υποθέσεις η πολιτεία αυτοσυγχαίρεται. Για εκείνες που την εκθέτουν δεν κάνει κάτι ουσιαστικό. Χάνονται έτσι πολύτιμες ευκαιρίες να δούμε και να θεραπεύσουμε τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας μας. Αντί γι’ αυτό παραδιδόμαστε όλοι πρόθυμα στην πονηρή συζήτηση περί του αν έχουμε δημοκρατία ή χούντα. Κι έτσι τελικά κυριαρχεί μια αίσθηση ματαιότητας που διαχέεται διαφθείροντας τα πάντα. Ο τζόγος του «μη σου τύχει». Ο ενεργός πολίτης δεν είναι δυνατόν να θάψει την ίδια του τη συνείδηση. Ειδικά όταν η λήθη είναι το πιο άθλιο και κυνικό εργαλείο συγκάλυψης. Τυχεροί πάντως όσοι έχουν το προνόμιο της δημιουργίας. Μεγάλη ευλογία να μεταβολίζεις κάπως το κακό και την οδύνη. Για σένα και για τους άλλους.

Είσαι άνθρωπος και καλλιτέχνης που αυτή τη στιγμή γίνεσαι, όπως όλοι μας, μάρτυρας σε έναν πόλεμο. Ποια τα συναισθήματα που βιώνεις; Η θλίψη για τα θύματα, η οργή για κάθε φταίχτη και, ιδίως, για τον απεχθέστατο αυτουργό αυτού του πολέμου, μεγεθύνεται δραματικά από τις έριδες που προκαλεί κάθε μονοδιάστατη ερμηνεία των πραγμάτων. Οι πολίτες της Ουκρανίας υποφέρουν. Οι εικόνες είναι εξοργιστικές. Πρόκειται για μια κτηνωδία. Παιδιά, γυναίκες, γιαγιάδες, παππούδες. Νέοι άνθρωποι που παγιδεύονται στο φαύλο κύκλο του μίσους και του θανάτου. Όταν οι ασκοί του Αιόλου ανοίγουν, φέρνουν στο προσκήνιο τα χειρότερα ένστικτα. Σε τέτοιες συνθήκες είναι δύσκολο να πρυτανεύσει η σύνεση. Σε ποιον πόλεμο το έχουμε δει να συμβαίνει; Όταν μάλιστα το κακό ξεσπά τόσο κοντά στο σπίτι σου, όταν σε απειλεί, σε πιάνει πανικός. Ίσως έτσι εξηγείται ο νέος μικρός διχασμός που πάλι μάς κατέλαβε. Εύχομαι να πάψει γρήγορα αυτό το κακό. Η οδύνη, ο πόνος και τα δάκρια να οξειδώσουν τις ναρκισσιστικές μας βεβαιότητες και τις απλουστευτικές ερμηνείες. Και οι άνθρωποι που καθορίζουν τις τύχες μας με τις αποφάσεις τους, να φανούν αντάξιοι των περιστάσεων.

Πραγματεύεσαι τη μνήμη στα τελευταία σου έργα. Ως πατέρας και ως καλλιτέχνης πώς βλέπεις όμως το μέλλον σε αυτόν τον δύσκολο κόσμο της πανδημίας, της κρίσης, των πολέμων, της κοινωνικής αδικίας, του ρατσισμού, της αστυνομοκρατίας, της τρομοκρατίας και της καταστροφής του περιβάλλοντος; Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ; Πρόκειται για μια φάση έντονων ανακατατάξεων. Ο πλανήτης έχει μικρύνει. Η φύση έχει δείξει εδώ και καιρό τα όριά της. Εμείς δεν θέλουμε ν’ αντιληφθούμε τα δικά μας. Στο μεταξύ θυμός και βία εκδηλώνονται όλο και πιο έντονα. Βλέπουμε επίσης διάχυτη τη διαστροφή πολλών εννοιών, στην προσπάθεια να κρυφτεί η γύμνια απέναντι στις κλιμακούμενες δυσκολίες της πραγματικότητας. Επιμένουμε σε σχηματοποιήσεις που επιτείνουν το παράλογο, διεγείροντας και την ένταση. Η έγνοια για τα παιδιά μας και τα παιδιά όλου του κόσμου θα έπρεπε να είναι το μέτρο των πραγμάτων. Αλλά δεν είναι. Έτσι κι αλλιώς, μόνη ελπίδα θα είναι πάντα ο ίδιος ο άνθρωπος. Και η αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων, ο μόνος δρόμος που μπορεί να μας συγκρατήσει κάπως προσγειωμένους στη σφαίρα της ανθρωπιάς και μιας αποτελεσματικής διαχείρισης. 

24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες
Διεθνής πρεμιέρα: Δευτέρα 14 Μαρτίου
«Μνήμη Με Ουρά» του Δημήτρη Ινδαρέ
Πρόγραμμα προβολών –φυσικών και on line
Συντελεστές
Σκηνοθεσία - Σενάριο: Δημήτρης Ινδαρές / Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης / Μοντάζ: Δέσποινα Κονταργύρη / Ήχος: Γιώργος Χελιδονίδης / Μουσική: Νεφέλη Μπερή / Παραγωγός: Δημήτρης Ινδαρές / Συμπαραγωγή: Χρηματοδοτήθηκε με την υποστήριξη του ΥΠΠΟΑ και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
DCP / Έγχρωμο / Ελλάδα / 2021 / 46΄

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save