Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
07.01.2019

«Να ντύσουμε τους γυμνούς». Ναι, οπωσδήποτε!

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί στο Θέατρο Τέχνης το κλασικό έργο του Πιραντέλλο. Μία παράσταση που έχει πάθος, κόπο, συνεργασία, αναζήτηση. Γράφει η Όλγα Σελλά.

Είναι από τα έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο που δεν παίζονται συχνά, παρότι στην παραστασιολογία του στην Ελλάδα έχει μερικά σπουδαία ανεβάσματα: «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Το τόλμησε φέτος ο Γιάννος Περλέγκας, στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Λέω το τόλμησε γιατί δεν είναι διόλου εύκολο εγχείρημα, όπως δεν είναι διόλου εύκολος ο Πιραντέλλο, αυτός ο περίεργος και μοναχικός Σικελός, ο νομπελίστας, ο πληγωμένος προσωπικά, ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας. 

«Να ντύσουμε τους γυμνούς» λοιπόν, έργο του 1922. Οταν ήδη η προσωπική του ζωή (ο θάνατος της μητέρας του και η ψυχασθένεια της συζύγου του) επηρεάζουν το έργο του και την οπτική του). 

Δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί το έργο. Πρώτος βαθμός περιέργειας. Συνήθως πηγαίνω στις παραστάσεις «αδιάβαστη», απροετοίμαστη, ανοιχτή να εισπράξω ό,τι προβάλλεται στη σκηνή. Εχοντας ήδη έρθει σε επαφή, προσφάτως, με το πιραντελλικό σύμπαν, στην παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», ήμουν προετοιμασμένη, αρκούντως ανοιχτή. Ο Λουίτζι Πιραντέλλο στα θεατρικά του κείμενα πλάθει κατ' αρχήν εύκολα αναγνώσιμες ιστορίες, αλλά από εκεί και πέρα επαφίεται στον κάθε δημιουργό και στον κάθε θεατή να αναδείξει ή να διακρίνει τα πολλαπλά του επίπεδα. 

Στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της Φρυνίχου έχει στηθεί ένα σκηνικό (Γεωργία Μπούρα) που παραπέμπει σε παραμύθι, που έχει λίγο από Αναγέννηση, λίγο από μπαρόκ και οπωσδήποτε πολύ από Ιταλία. Μια μεγάλη σκάλα, μερικά βάζα με ψεύτικα λουλούδια, δύο πιάνα εκτός σκηνής, δεξιά και αριστερά, και ένας πίνακας του Ιερώνυμου Μπος να κυριαρχεί στο υπερώο. Και μετά αρχίζουν να βγαίνουν, ένα ένα, τα πρόσωπα του έργου. Που δεν κοιτούν προς το κοινό, αλλά προς τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Και αναζητούν τη θέση τους. Στη σκηνή; Στην ιστορία του Πιραντέλλο; Στη ζωή; 

Μια απλή ιστορία είναι αυτή του «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Μια γκουβερνάντα, μια όμορφη νέα γυναίκα, η Ερσίλια Ντρέι (Μαρία Πρωτόπαπα) είναι έρμαιο της ανάγκης της και της ομορφιάς της. Δουλεύει στο σπίτι του προξένου της Ιταλίας στη Σμύρνη, μεγαλώνει το παιδί του προξένου, υποκύπτει στις ερωτικές του διαθέσεις, σε μια κακή στιγμή πεθαίνει η μικρή κορούλα του προξένου γιατί -έτσι λέγεται- δεν την πρόσεξε η γκουβερνάντα (αλλά γιατί δεν την πρόσεξε;). Η Ερσίλια έχει ήδη ερωτευτεί και αρραβωνιαστεί με τον αξιωματικό του Ναυτικού Φράνκο Σασπίγκα (Θάνος Τοκάκης). Μετά το θάνατο της μικρής φεύγει άρον άρον από τη Σμύρνη, φτάνει στην Ιταλία, αναζητεί τον αρραβωνιαστικό της και τον βρίσκει ένα βήμα προ του γάμου του. Απελπισμένη επιχειρεί να αυτοκτονήσει, αλλά σώζεται και την περιμαζεύει ένας φέρελπις συγγραφέας, ο Λουντοβίκο Νότα (Θανάσης Δήμου), σαφώς περσόνα του Πιραντέλλο και φυσιογνωμικά, στην παράσταση. Ο οποίος Λουντοβίκο Νότα, ο οποίος συγγραφέας δηλαδή, εμπνέεται από την ιστορία της και θέλει να την κάνει δική του εκδοχή. Αλλά κάπου εκεί η Ερσίλια αντιδρά. Θέλει να είναι ο εαυτός της όχι κάποια άλλη. Κάπου εκεί εμφανίζεται η σπιτονοικοκυρά του κτιρίου που μένει ο Νότα, το ευρύ κοινό, το λαϊκό κριτήριο, λίγο Αννα Μανιάνι, λίγο Σοφία Λώρεν, ασφαλώς με μαύρο κομπινιεζόν και μαύρο καλσόν, η Σινιόρα Ονόρια (Εύη Σαουλίδου), που παίζει ακριβώς τον ρόλο του επαμφοτερίζοντος κοινού. Πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Το πλήθος, η κοινή γνώμη.

Κάπως έτσι όλοι βρίσκονται μαζί, στο ίδιο σπίτι. Ολοι προσπαθούν να πουν τι σκέφτονται -κυρίως τι σκέφτονται και τι βλέπουν στους άλλους. Ολοι κρίνονται και κατακρίνονται. Ολοι υποφέρουν. Με μια δόση γκροτέσκο. Οι ιστορίες μπερδεύονται, γιατί αυτό ακριβώς κάνει ο Πιραντέλλο: μπερδεύει τον τρόπο που βλέπει ο καθένας την ίδια ιστορία από την πλευρά του. Τι λέει, τι δεν λέει, τι παραδέχεται και τι όχι, πώς εισπράττονται οι ίδιες ιστορίες από διαφορετικά στόματα, πώς μας βλέπουν οι άλλοι, πώς βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, τι είναι πιστευτό και τι δεν είναι... Σ' όλη αυτή τη διαδρομή κάποια στιγμή, κάποιοι από τους ήρωες, οι πιο ριγμένοι, οι πιο μόνοι, διεκδικούν τα ρούχα της αξιοπρέπειας, αυτά που φορά ο καθένας στην τελευταία του διαδρομή, αυτά που τον περιγράφουν. Ενα από τα επίπεδα είναι αυτό (κι εδώ ασφαλώς θα θυμηθώ εκείνον τον υπέροχο αυτοσχεδιασμό της Ράνιας Οικονομίδου με τα επίπεδα στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», του Δημήτρη Μαυρίκιου, στο Εθνικό Θέατρο). Γιατί ένα άλλο επίπεδο, το πιο βαθύ,  το πιο διαρκές, είναι εκείνο της διαδικασίας της τέχνης, μέσω της περσόνας του Πιραντέλλο, του Λουντοβίκο Νότα, που μιλάει για «τη μυθοπλασία» και «το βασίλειο της τέχνης». Και αναρωτιέται, και πάσχει και πονάει. Μαζί μ' εκείνην που θεωρεί ηρωίδα του. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σημείο δεν φωτίστηκε επαρκώς στην παράσταση, κάπου χωνεύτηκε ανάμεσα στα πολλά και στα πυκνά του Πιραντέλλο. Και το τελευταίο επίπεδο (;) ήταν ο θάνατος και η επαφή με το τέλος.  Οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους -το υλικό της τέχνης-, η διαδικασία της τέχνης, το παίδεμα του δημιουργού, η αλήθεια και το ψέμα της τέχνης, η αγωνία για τη ματαιότητα. Της τέχνης και της ζωής.

Είναι ένα πολύ δύσκολο κείμενο το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» κι ας φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως. Σε πρώτη αγάγνωση μπορεί να παραπέμπει σε σημερινή... σαπουνόπερα. Οπωσδήποτε σε μια μελό ιστορία.  Είναι πολύ δύσκολος ο Πιραντέλλο. Γοητευτικά δύσκολος. Θέλει αφοσιώση, έχει πυκνό κείμενο, έχει πολλά επίπεδα, χρειάζεται μόχθος από τον εκάστοτε σκηνοθέτη για να τον προσφέρει στο κοινό. 

 Ο Γιάννος Περλέγκας έσκυψε με σεβαστικό δέος σ' αυτό το έργο του Πιραντέλλο. Σε κάποιες στιγμές αυτό το δέος τον ξεπέρασε. Αλλά ήταν φανερή, σε κάθε στιγμή της παράστασης, η αγωνία του, η έγνοια του, το πάθος  και ο μόχθος να «διαβάσει» αυτό το πολυεπίπεδο κείμενο. Και σ' αυτή τη διαδικασία ξεκίνησε με τις σταθερές του. Μ' αυτό που κατ' αρχήν ξέρει να κάνει καλά: το κάστινγκ. Αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο του πρόξενου Γκρότι, και θυσιάζοντας την αλογοουρά του γι 'αυτό, εμπιστεύτηκε τους βασικούς ρόλους σε ικανότατους και δοκιμασμένους ηθοποιούς της νέας γενιάς: στη Μαρία Πρωτόπαπα για την Ερσίλια (σπαραχτική), στην Εύη Σαουλίδου για τη Σινιόρα Ονόρια (πληθωρική, αρκούντως λαϊκή και άμεση), στον Θάνο Τοκάκη για τον Φράνκο Λασπίγκα ( ένα ψοφοδεές πλάσμα, με ανύπαρκτη βούληση), στον Θανάση Δήμου για τον ρόλο του Λουντοβίκο Νότα. 

Στο δια ταύτα: στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδου Φρυνίχου είδαμε ακέραιο το έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο (κι ας είχε αφήσει πολλές ιταλικές φράσεις στους διαλόγους της παράστσης, που στ' αυτιά μου ηχούσαν αυτό σαν ηθελημένη παραπομπή σε «βραζιλιάνικο» σίριαλ). Είχε μερικές σπουδαίες ή αξιοπρόσεκτες ερμηνείες (η Μαρία Πρωτόπαπα ήταν κατ' εξοχην πιραντελική ηθοποιός), η Εύη Σαουλίδου έξυπνα έμπειρη στις εναλλαγές της, ο Θάνος  Τοκάκης θαυμάσιος στην αμφιθυμία και τη δειλία του να υπερασπιστεί τις επιλογές του. Ο Θανάσης Δήμου κυρίως ως φυζίκ παρέπεμπε στον Πιραντέλλο, αλλά ήταν άνισος -τουλάχιστον. Οι δεύτεροι ρόλοι (Στέργιος Κοντακιώτης και Μάγδα Καυκούλα) επαρκέστατοι, ιδίως η δεύτερη. 

Ο Κορνήλιος Σελαμσής στη μουσική έκανε σπουδαία δουλειά, το ίδιο και η Λουκία Χουλιάρα στα κοστούμια. Ομως το σκηνικό, βασικό στοιχείο της παράστασης, στο σημαντικότερο μέρος του, στα σκαλιά που καταλαμβάνουν όλη τη σκηνή, έδειξε δυσλειτουργικό και άβολο. Και κυρίως μη αναγνώσιμο. Ετσι κι αλλιώς το σκηνικό ήταν πολύ φορτωμένο, σαν να ήθελε να χωρέσει όλο το σύμπαν του Πιραντέλλο, ανεπιτυχώς πάντως. Και κάποιες σκηνικές κινήσεις των ηθοποιών (η μεταφορά των βάζων με τα λουλούδια, η «κατάδυση» στη χωνεμένη στο σκηνικλό μπανιέρα-τάφο) δυσανάγνωστα ήταν.

Παρά τις ενστάσεις, παρά τις όποιες αδεξιότητες ή δυσνόητες επιλογές, η παράσταση του Γιάννου Περλέγκα είχε πάθος, είχε κόπο, είχε συνεργασία, είχε αναζήτηση, ήταν περίπου μια παράσταση in progress, αλλά χάρηκα που την είδα. Για το κείμενο που μου χαρίστηκε, για κάποιες από τις ερμηνείες, για το σύμπαν του Πιραντέλλο, το γοητευτικά απρόσιτο και οικείο.

Info: 
Μετάφραση: Ελένη Γεωργίου – Γιάννος Περλέγκας. Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας. Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα. Κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου. Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής. Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος. Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Θανάσης Δήμου, Εύη Σαουλίδου, Θάνος Τοκάκης, Γιάννος Περλέγκας, Στέργιος Κοντακιώτης
Μάγδα Καυκούλα. 
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν /  Φρυνίχου 14, Πλάκα
Τηλέφωνα ταμείου: 2103222464 & 2103236732
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 21:15 & Κυριακή: 20:15
Διάρκεια: 120 λεπτά

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΘΕΑΤΡΟ
NEWS
Save