Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Μαριλίτα Λαμπροπούλου: «Ο μεγαλύτερος μύθος για τους ηθοποιούς είναι ότι κάνουμε dolce vita»

Η γνωστή ηθοποιός που φέτος πρωταγωνιστεί στην σειρά «Σασμός», μίλησε στον Γιώργο Βαϊλάκη για τα υπέρ και τα κατά της αναγνωρισιμότητας, τι την φοβίζει περισσότερο καθώς και για την ανάγκη να πιστεύουμε σε κάποιο νόημα.

Φωτογραφίες: Στάθης Μαμαλάκης

Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου έχει παίξει και σκηνοθετήσει στο θέατρο (Αμόρε, Εθνικό, Φεστιβάλ Αθηνών), ενώ έχει πρωταγωνιστήσει σε σημαντικές κινηματογραφικές ταινίες (μάλιστα, με την εμφάνισή της στην ταινία «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού εκπροσώπησε την Ελλάδα στα Shooting Stars, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου). Αλλά στο ευρύ κοινό έγινε εξαιρετικά δημοφιλής μέσα από την τηλεόραση και τη συμμετοχή της σε ιδιαίτερα πετυχημένες σειρές - με πιο πρόσφατη, βέβαια, τον «Σασμό».

Εδώ, η καταξιωμένη ηθοποιός σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης: μεταξύ άλλων, μιλάει για την τέχνη που ασκεί, για κάποια από τα μυστικά και τις ιδιαιτερότητές της, για τα υπέρ και τα κατά της επιτυχίας και της αναγνωρισιμότητας, για το τι την φοβίζει περισσότερο σε αυτήν την τόσο δύσκολη συγκυρία, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία, για την επόμενη μέρα, καθώς και για την ανάγκη να πιστεύουμε σε κάποιο νόημα.

Πώς ξεκινήσατε την ενασχόλησή σας με την ηθοποιία; Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε προς εκείνη την επιλογή; Και τι σας αρέσει περισσότερο σε αυτήν;  Θέλω να μιλήσω για αταξινόμητες στιγμές, είτε μοναχικές, όπως όταν είχα την ανάγκη να ακούσω τη φωνή μου σε ένα ποίημα, είτε συλλογικές, όπως όταν σε μια βόλτα στην προβλήτα, μια παρέα φίλων στήναμε με κιμωλία θέσεις για το Footfalls (Βηματισμοί) του Μπέκετ. Όλα αυτά πριν γίνω ηθοποιός. Γιατί αυτό που με τράβηξε στην ηθοποιΐα αρχικά δεν ήταν η έκθεση, αλλά η δυνατότητα να ζήσεις, παρέα με άλλους, με ολόκληρο το σώμα, ζωές ονείρου. Να παλέψεις χωρίς να τραυματιστείς, να ανασυστήσεις διλήμματα και να αναζητήσεις απαντήσεις για την κατάσταση του ανθρώπου. Και όταν εμφανιστεί ο θεατής, όπου τότε αρχίζει στ’ αλήθεια η τέχνη της υποκριτικής, να βρεις τον τρόπο να πάρει ένα μέρος της ψυχής σου στο μυαλό του μαζί με την ιστορία που αφηγείσαι.   

Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό επάγγελμα στο οποίο εκτίθεσαι – είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης. Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της τέχνης;  Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να ισορροπήσεις ανάμεσα στη διαδικασία που συμβαίνει χωρίς θεατές και στην διαδικασία της έκθεσης. Τι έκταση θα δώσεις στο καθένα, πώς θα γίνει η μετάβαση, πόσο θα επηρεάσει το ένα το άλλο.  Άλλη δυσκολία: να αποφασίσεις για ποιόν θεατή κάνεις θέατρο καθώς και το πόσο σε αφορά αυτή η απάντηση. Κάτι που ίσως είναι δυσκολία ίσως και ευκολία, δεν είμαι σίγουρη: να τρέφεις διαρκώς μέσα σου το μικρό ανυπεράσπιστο πλάσμα αλλά και τον σιδηρόκαρδο ήρωα. Επίσης: να ψάξεις πώς μπαίνει η ζωή στην τέχνη και η τέχνη στη ζωή και να βρεις τα όρια ανάμεσά τους. Άλλη μία δυσκολία ή απαίτηση: όταν παρουσιάζεις κάτι, οφείλεις αυτό να έχει πυκνότητα, ουσία, σημασία, να είναι κάτι δυνατό, όχι μία ανιαρή και αραιή δημιουργία. Οπότε αυτοελέγχεσαι (καθώς και ελέγχεσαι από τους άλλους) συνέχεια. Δυσκολία, επίσης, ότι αυτή η δουλειά δεν έχει iso. Δεν έχει σαφείς παραμέτρους ελέγχου του προϊόντος. Οπότε το χτίσιμο μίας αποδοτικής τεχνικής, που να σου εξασφαλίζει κάποια σταθερότητα στην απόδοση είναι ζητούμενο. Χωρίς, όμως, αυτό να περιορίσει το αυθόρμητο συναίσθημα, τη ροή του ασυνειδήτου και την αυτοέκπληξη, απαραίτητες πηγές της δημιουργίας.   

Ο περισσότερος κόσμος σας ξέρει από την τηλεόραση. Αλλά έχετε κάνει συνεργασίες στον κινηματογράφο με σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Πανουσόπουλος και ο Νίκος Γραμματικός ή στο Εθνικό Θέατρο όταν διευθυντής ήταν ο Νίκος Κούρκουλος. Ποιο μέσον είναι πιο κοντά σε εσάς και γιατί;  Αγαπώ την κάμερα. Η εγγύτητα το κοντινού πλάνου όπου το πρόσωπο γίνεται τοπίο και η παραμικρή σκέψη μπορεί να καταγραφεί (αν και το μοντάζ μπορεί να κλέψει το νόημά της και να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο). Το εγώ γίνεται τοπίο και η επιφάνεια γίνεται η παρυφή της αβύσσου. Στην κάμερα αγαπώ την αποσπασματικότητά της, την ψυχρή παρουσία της, την προσπάθειά της να καταγράψει τη στιγμή και να νικήσει τη ματαιότητα και το φευγαλέο του θεάτρου.

Μ’ αρέσει ακόμα και κάτι που συνήθως θεωρείται αρνητικό, ότι ο ηθοποιός δεν έχει τον έλεγχο της ιστορίας, αφού τη δουλειά την κάνει το πλάνο και το μοντάζ. Όμως, από την άλλη, στο θέατρο το σώμα είναι ολόκληρο, ελεύθερο, η φωνή χωρίς μεσολάβηση. Ο ηθοποιός μπορεί να πάρει από το χέρι τον θεατή και να γίνει οδηγός του. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο όπου λείπουν οι πρόβες και το σκάψιμο του ρόλου γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα με την έκθεσή του. Στην τηλεόραση υπάρχει η αδρεναλίνη της στιγμής, για να βγει καλά και γρήγορα ένα αποτέλεσμα. Είναι το μέσο που μπαίνει μέσα στα σπίτια, στις πιο ιδιωτικές στιγμές, ανάμεσα σε πίτσες, πιτζάμες, σκόρπιες κουβέντες, texting, social media κλπ. Εγώ βλέπω μια αναλογία με την πλατεία της ελισσαβετιανής εποχής. Γι’ αυτό, πιστεύω ότι θα πρέπει να δίνεται πολύ μεγάλη προσοχή στα σενάρια, που στην Ελλάδα συχνά παραμελούνται. Αυτό θα αξιοποιούσε τη δυναμική του μέσου. Βέβαια, δεν ξέρω αν μπορεί ποτέ να ξεπηδήσει στους κόλπους της ένας Σαίξπηρ.

Επανήλθατε στην τηλεόραση έπειτα από χρόνια, αφού προηγουμένως είχατε γνωρίσει μεγάλη αποδοχή και αναγνωρισιμότητα μέσα από αυτήν. Ο «Σασμός» σας έφερε, πάλι, στην τηλεοπτική επικαιρότητα με έναν ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο. Ποιο είναι το καλύτερο που ακολουθεί μία τέτοια αναγνώριση; Και ποιο είναι το χειρότερο τίμημα αυτής της επιτυχίας;  Συμβαίνει μία έκρηξη ενδιαφέροντος, από τη μεριά του κοινού. Το πρόσωπό σου, η τέχνη σου, η παρουσία σου, η ύπαρξή σου η ίδια μπαίνει κάτω από έναν συλλογικό μεγεθυντικό φακό. Αυτό είναι ένα μέρος μόνο της δουλειάς και του εαυτού σου, αλλά για το κοινό μοιάζει να είναι το όλο. Στη συνείδηση του κόσμου είσαι σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένος με το τηλεοπτικό πρόσωπο που υποδύεσαι. Η ίδια η κοινωνική σου συναναστροφή γίνεται πιο εκρηκτική, αλλά και πιο μονοδιάστατη. Αυτό δεν πρέπει να γίνει οδοστρωτήρας. Να μη σταθεί ικανό να περιορίσει την ελεύθερη εσωτερική σου επιλογή.

Τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνετε για να προσεγγίσετε έναν ρόλο; Αλλά και ποιοι είναι ενδεχομένως οι κίνδυνοι για έναν ηθοποιό από την ενσάρκωση ενός ρόλου; Η υποκριτική ενέχει κινδύνους;  Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να αφουγκραστώ τον ρόλο και να τον αφήσω να πάρει κάποια υπόσταση στο μυαλό μου, ασαφή ακόμα. Να πειστώ ότι υπάρχει αυτό το πρόσωπο, ότι μου τραβάει την προσοχή - κάτι εκεί με γοητεύει. Μετά αφουγκράζομαι τον εαυτό μου. Τι θέλω εγώ που μπορεί να δώσει ζωική ορμή στο φανταστικό αυτό πρόσωπο. Ή, τι θα ήθελα εγώ σε κάποιες συνθήκες που να έχουν αναλογίες με τις συνθήκες που βιώνει το πρόσωπο. Πάλι στα όρια βρίσκεται και η γοητεία και ο κίνδυνος. Πού σταματάει η προσωπική εμπλοκή; Το κείμενο τη σταματάει, ο συμπαίκτης, ο θεατής που σε παρακολουθεί. Αυτά βάζουν τα όρια, αυτά είναι η σωτηρία του ηθοποιού. 

Ποια συμβουλή θα δίνατε σε νέους επίδοξους ηθοποιούς που μόλις ξεκινούν τη σχέση τους με την υποκριτική τέχνη;  Να δουν πόσο θέλουν τη σκηνή και πόσο η σκηνή τους θέλει. Να διαχωρίσουν την αγάπη τους για το θέατρο και το παίξιμο, από την επαγγελματική επιλογή. Υπάρχουν πολλές καλές ερασιτεχνικές ομάδες, που μπορούν να καλύψουν την ανάγκη αυτή, χωρίς να τη συνοδεύουν με εργασιακά άγχη διαβίωσης και αποδοχής. Αν πάλι κανείς βρεθεί στον επαγγελματικό δρόμο, θα πω: συνέχισε να μαθαίνεις, να ασκείσαι, να τελειοποιείς την τεχνική σου. Και να θυμάσαι πάντα πώς και  γιατί βρέθηκες εκεί. 

Αλλά και ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που πήρατε εσείς ποτέ ως ηθοποιός;  Να τρέφω όσο περισσότερο μπορώ τις πραγματικές αντιδράσεις: υποκριτική είναι πραγματικές αντιδράσεις σε φανταστικά ερεθίσματα. Να μη λυπάμαι να ανατρέψω τις κατασκευές, να παίρνω το ρίσκο, να αγαπώ τις ρωγμές του ατυχήματος, γιατί αυτά ελευθερώνουν και ανοίγουν το κανάλι της πραγματικής δημιουργίας. 

Και μια ερώτηση, σχεδόν παιδική, η οποία όμως πάντα με απασχολούσε: Τι είναι αυτό που σας κάνει να συνεχίζετε την προσπάθεια για την καλύτερη δυνατή απόδοση ενός χαρακτήρα; Τελικά σε εσάς τι μένει από αυτό το παιχνίδι ρόλων;  Αν δε συνέχιζα τι θα κέρδιζα; Μια πιο ανιαρή ζωή. Μικρότερη επικοινωνία με τον κόσμο, με τους ανθρώπους. Και ένα θολό αποτύπωμα στο φανταστικό μας αφήγημα περί αιωνιότητας. Δεν ακούγονται πολύ δελεαστικά όλα αυτά. Σε έναν έτσι κι αλλιώς μάταιο κόσμο, αυτό που μένει είναι ό,τι μένει από δραστηριότητες που φέρνουν στη ζωή νέα όντα: Ικανοποίηση, πλούτισμα της σκέψης, σύνδεση του ατόμου με τον κόσμο, σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον και την περιπέτεια που είναι απαραίτητη για τη ζωή.  

Στη συνείδηση του κόσμου είσαι σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένος με το τηλεοπτικό πρόσωπο που υποδύεσαι.

Είστε, επίσης, σκηνοθέτιδα στο θέατρο. Πώς γίνεται η μετάβαση από το να είσαι και να λειτουργείς ως ηθοποιός στο να κατευθύνεις σκηνοθετικά όλους τους άλλους ηθοποιούς;  Όταν σκηνοθετείς πρέπει να μπορείς εμπνέεις μία ομάδα συνεργατών και πρώτα από όλα τον εαυτό σου. Είναι μία διαδικασία που απλώνεται έξω από την ατομικότητά σου, έξω από το σώμα σου. Απλώνεται σε ένα σύνολο συμπαικτών, στο φως, στον ήχο, στα αντικείμενα,  στον χώρο, στον χρόνο. Συνδυάζεται με μία άλλη λειτουργία του εγκεφάλου, πιο οργανωτική και για μένα τόσο μουσική όσο και εικαστική. Σκηνοθετώντας έχω πάντα ανάγκη τόσο να ακούω όσο και να βλέπω. Γι’ αυτό και δεν έχω αποτολμήσει να παίξω σε κάτι που σκηνοθετώ.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους ηθοποιούς;  Ότι κάνουμε dolce vita.

Μαριλίτα Λαμπροπούλου

Έχετε κάποιο όφελος ως καλλιτέχνης σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;  Όφελος… πραγματολογικά; Υπαρξιακά; Ωφελιμιστικά; Τι είδους όφελος… Με κάνει πιο ανοιχτή, πιο ευεπηρέαστη. Πιο ευέλικτη. Πιο διαλεκτική. Έχω την τάση να βλέπω τη μεγάλη εικόνα. Να βλέπω τις δύο όψεις του νομίσματος. Να κατανοώ την ανθρώπινη φύση και τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των ανθρώπων. Βλέπω τον άνθρωπο ως πύλη για να δω τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο αχανές σύμπαν.

Το θέατρο του παραλόγου εκφράζει το ότι η ζωή είναι εμφύτως χωρίς νόημα. Ο κόσμος σήμερα έχει έντονη αυτήν την αίσθηση απουσίας νοήματος. Πιστεύετε ότι αυτή η ανατροπή που ζούμε σε σχέση με αυτά που ξέραμε, συνάδει με τη λογική ή έχει κυριαρχήσει το παράλογο στην καθημερινότητά μας;  Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία δύο χρόνια πολλοί το αναρωτιόμαστε έντονα αυτό. Είναι φυσιολογικά όλα αυτά που ζούμε; Ασυνήθιστα σίγουρα, αλλά φυσιολογικά; Ή έχουμε διαβεί τις πόρτες του παραλόγου; Θα πω το εξής: Νόημα υπάρχει πάντα. Απλώς όταν η σκληρότητα γίνεται υπέρμετρη ή οι απλές ανάγκες του ανθρώπου παραγνωρίζονται ή οι καθημερινές συνήθειες καταργούνται, τότε παύουμε να το βλέπουμε. Θέλουμε να είμαστε αρχιτέκτονες του νοήματος. Και τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τόσες κακοτεχνίες που μας έρχεται να πετάξουμε το σχεδιαστήριό μας στα σκουπίδια. Όμως, η άνοιξη είναι εδώ και δε γίνεται να πεις ότι δεν υπάρχει νόημα όταν νιώθεις αυτόν τον αισιόδοξο αναβρασμό. Ο αγώνας (για οτιδήποτε, για τη μέρα σου) μπορεί να γίνει μόνο όταν συνεχίζεις να πιστεύεις σε κάποιο νόημα.

Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της σε αυτήν τη συγκυρία; Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο;  Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η οπισθοδρόμηση και η αποστράγγιση ιδεών και δημιουργικών ζυμώσεων, στα οποία κινδυνεύει να παραδοθεί. Το brain drain της προηγούμενης δεκαετίας έχει αρχίσει να κάνει φανερές τις συνέπειές του. Κίνδυνος είναι να παραδοθούμε στη νάρκη των τηλεοπτικών μύθων και να μην ασχολούμαστε με τη θέση μας στον κόσμο, την πολιτισμική μας ταυτότητα, τη βελτίωση του εθνικού μας προϊόντος. Κίνδυνος είναι να βολεύεται ο καθένας μας και η κάθε οικογένεια με την εξασφάλιση των προς το ζην μέσω του ρουσφετιού, της μικρο-απατεωνιάς και των κολλητών και έτσι να μένουμε σε μία παρακμή, στο περιθώριο των εξελίξεων.

Για να βοηθηθούμε να δούμε την απόσταση που έχει ο σύγχρονος Έλληνας (επιτρέπω εδώ τη γενίκευση της συνεκδοχής) από τον προχωρημένο άνθρωπο, μπορούμε, έτσι σαν παιχνίδι, να ρίξουμε μια ματιά π.χ. στο πρώτο στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, όπου ο Χορός εξυμνεί τον άνθρωπο και τις δυνάμεις του και τις ικανότητές του για νεωτερισμό, (τεχνολογικό, γλωσσικό, πολιτικό κλπ). Ε, αυτά που διαβάζουμε εκεί δύσκολα φωτογραφίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τον σημερινό Έλληνα. 

Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα; Υπάρχουν περιθώρια για εμπράγματη αισιοδοξία;  Ναι. Γιατί η νεοελληνική ιστορία δείχνει ότι παρά τα ηθικοκοινωνικά βυθίσματα που υπάρχουν απ’ αρχής νεοελληνικού κράτους, τακτικά αναδύονται περίοδοι πρωτότυπης δημιουργίας, κοινών οραμάτων και ποιητικών προσωπικοτήτων που φωτίζουν τον δρόμο μας. Και γιατί όταν κάτι πιέζεται προς τα κάτω, αν έχει μέσα του ζωή, αποκτά την τάση να πεταχτεί προς τα πάνω. Γιατί υπάρχει μία πλευρά στην κοινωνία μας, κάποιοι κάτοικοι αυτής της χώρας (αρκετοί), που επιζητούν το προχώρημα, που τολμούν να τιμούν τα λεγόμενα «επιτεύγματα» του ανθρώπου στη γνώση και τα εμπιστεύονται για την ευτυχία τους. Αυτή η πλευρά της κοινωνίας είναι που ανοίγει τα παράθυρα της Ελλάδας και μπαίνει φρέσκος αέρας, αρωματική θαλασσινή αύρα, διώχνοντας τη μούχλα. Και για να μην τελειώσω με αυτή τη λέξη, θα βάλω μία προτροπή που κάνω συχνά στον εαυτό μου και την προτείνω σε όλους: Να μην ξεχνάμε τι είναι για τον καθένα μας η ελευθερία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
NEWS
Save