Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο

Απολεσθέντα πρόσωπα

Για τα όμορφα πρόσωπα που φεύγουν απ’ τη ζωή μας γιατί δεν άντεξαν την σκληρή πραγματικότητα και ανακαλύπτονται αργότερα αλλού.  

Black on Maroon 1958 Mark Rothko 1903-1970 Presented by the artist through the American Federation of Arts 1968 http://www.tate.org.uk/art/work/T01031

1. Θυμάμαι την Σπυριδούλα. Είχαμε φτάσει μαζί μέχρι την εφηβεία και ήταν πολύ χαριτωμένη στις παιδικές μας παρέες. Κάποια στιγμή χάθηκε απ’ τη γειτονιά. Μεγάλωσα και πάντα σποραδικά και εξ αντανακλάσεως κάποιου ερεθίσματος, έφερνα στο μυαλό μου την εικόνα της. Διερωτώμενος για την κοσμοχαλασιά που την κράτησε μέσα της και μακριά μας,  έφτιαχνα με την γλυκόπικρη Περιμπανού των Χατζιδάκι και Γκάτσου μια μοίρα για αυτήν την χαμένη φίλη μου.

Η ενθύμηση της ήταν πάντα μια ευκαιρία για νοσταλγία εκείνου του απροσδιόριστου και μαγικού που χάνεται μαζί με την παιδική μας ηλικία. Ό,τι δεν ζούμε εντελώς συνειδητά αλλά σαν λαγγεμένοι το βιώνουμε - όραμα αποκαρώματος – μ’ ένα απόλυτα συγχυσμένο τρίτο μάτι, τούτο είναι η αθωότητα.

Η ανεξέλεγκτη απ’ την ανθρώπινη πλευρά επαφή με το υπερβατικό. Κι αυτή η αρωγή της ανολοκλήρωτης , αμέστωτης συνείδησης με τα αισθητά του περιβάλλοντος μας λήγει μόλις ακμάσει η εφηβεία μας και επανέρχεται μόνο στους ενήλικες καλλιτέχνες και τους αλαφροΐσκιωτους. Στα τριάντα οχτώ μου ξανάδα την Σπυριδούλα να κάθεται στο τοίχο μιας παιδική χαράς, ταλαιπωρημένη και γερασμένη απ’ τα ναρκωτικά.

Την βλέπω αραιά και πού στους δρόμους του νησιού σαν υπνοβάτισσα απρόσιτη γι’ αυτόν που είναι σε εγρήγορση. Ακόμη τραγουδάω το τραγούδι της. Αντί για προσευχή.

Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού
κι ήτανε δεκαπέντε χρονών
Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού
μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό

Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιος τη θυμάται τώρα πια

Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανού
κι ας μη με είχε ακούσει κανείς
Έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινού
προτού καρδιά μου πέτρα γενείς

Μα της ζωής το κύμα το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιος τη θυμάται τώρα πια


2. Τον έκραζαν πουστάρα επειδή όταν πηγαίναμε λύκειο του άρεσε να εμφανίζεται βαμμένος σαν γυναίκα. Ο Α. ήταν απ’ αυτές της περιπτώσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν την αποπνικτική δυσφορία για όλους τους ετεροπροσδιορισμούς που του επιφύλασσε η ετεροκανονική μας κοινωνία. Ήταν περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα. Η πρώτη φορά που η λεκτική υποβάθμιση κάποιου μαθητή ξεπερνούσε την πεπατημένη και πήγαινε προς το bullying και ακόμη πιο κοντά στην παραβατικότητα.  Ο Α. έδειχνε ότι δεν μάσαγε. Δεν ήταν όμως αυτό που φαινόταν. Τον έκοβα για χαλκέντερο μα το μέλλον με διέψευσε με τον πιο άσχημο τρόπο. Όταν περπατούσε στους δρόμους για τα φροντιστήρια και τα Αγγλικά, του άρεσε να λικνίζεται σαν μοντέλο σε πασαρέλα. Και δωσ’ του τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων και τα ξεφωνητά της ταπείνωσης και του πολυ-στιγματισμού. Έκανε κάποια πράγματα που ενώ δεν είχε τις αντοχές να τα κάνει , τους πήγαινε κόντρα και τα έκανε. Με τίμημα ανυπολόγιστο. Πιο αργά, το απόγευμα, τον βλέπαμε στο λιμάνι. Δεν ήταν μόνο βαμμένος με γυναικείες σκιές, κραγιόν και λοιπά καλλυντικά  αλλά και ντυμένος με ρούχα από συμμαθήτριες του. Τα πήγαινε καλά μαζί τους γιατί τους έλεγε τα χαρτιά και τον καφέ. Κι εκεί στο λιμάνι ξεσήκωνε τόσο πολύ την οχλαγωγία -με τον ίδιο για επίκεντρο- ήταν σαν να γινόταν κάθε απόβραδο κάποια περφόρμανς. Εκεί μέσα, στον κόσμο της προβλήτας του λιμανιού, συντελούνταν η σταδιακή ψυχική συντριβή του. Ίσα που διαφαινόταν πως αυτός ο εκτροχιασμός στην ασυδοσία δεν ήταν καλλιεργημένη ροπή αλλά σπασμωδικές κινήσεις προς την προϊούσα αυτοκαταστροφή του. Όταν αποφοιτήσαμε απ’ το σχολείο, τον έχασα για πολλά χρόνια. Μόνο άκουγα ιστορίες ότι έκανε πιάτσα σε απόμερα σημεία της Κω, ότι άρχισε να τα χάνει και ότι την έπεφτε αδιακρίτως σε πολλούς ετεροφυλόφιλους άντρες του νησιού. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα ότι η Κως έχει τόσο πολλούς ετεροφυλόφιλους άντρες. Τέλος πάντων. Ας αντιπαρέλθουμε αυτή την έτσι κι αλλιώς χιουμοριστική λεπτομέρεια.  Μια φορά τον συνάντησα έξω απ’ το γραφείο του ψυχιάτρου μου. Εκείνος έφευγε , εγώ έμπαινα. Δεν ήταν καλά. Στο βλέμμα του φαινόταν μια άγρια καταστολή από πολλά βαριά φάρμακα. Είχε κλονιστεί η υγεία του συθέμελα. Έμαθα απ’ τον γιατρό μου ότι είχε πάθει σχιζοφρένεια και δεν ήτανε πια για να έχει κοινωνική και προσωπική ζωή. -Σπαραξικάρδιες εκμυστηρεύσεις- και από τότε πάντα ρωτούσα γείτονες του να μαθαίνω γι’ αυτόν που από τροπικό πουλί των ψιμυθίων είχε γίνει ο μαύρος ουρανός της άσχημης πλευράς της επαρχίας μας.

3. Ο Σ. έμενε σ’ ένα σπίτι πολύ κοντά στην παιδική χαρά που μεγάλωσα. Ο πατέρας του τον κακοποιούσε συστηματικά και εμείς ακούγαμε τις κραυγές διάτορες να σχίζουν τις ψυχές μας και να ακούγονται σε πολλά οικοδομικά τετράγωνα εκεί γύρω. Ήμασταν βέβαια ανήλικοι και σε καμιά περίπτωση δεν ξέραμε τί ακριβώς ήταν αυτό που πέρναγε ο Σ.  Πάντως απ’ τους ενήλικες δικούς μας κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να σώσει τον μικρό Σ. απ’ τον κακούργο κηδεμόνα του. Τα βασανιστήρια του απ’ ότι μας είχε πει περιλάμβαναν σβησίματα τσιγάρων πάνω στο τρυφερό του δέρμα, μαστίγωμα στην πλάτη με τον ζωστήρα του πατέρα του και πολύ και άγριο ξυλοκόπημα. Θυμάμαι πόσο γλυκό παιδί ήταν και θυμάμαι καλά και το μεγάλωμα του. Πώς από αρτιμελής, δυνατός και γελαστός , καταρρακώθηκε και λαβώθηκε για πάντα στην ψυχή του. Τρελάθηκε, δεν άντεξε την πραγματικότητα που ζούσε και επέλεξε  για να την αντέξει μια φαινομενικά χαρωπή τρέλα. Κάποτε μετακόμισαν και τον έχασα. Θα μπορούσα να του προσφέρω την παρέα μου. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, πάντοτε όμως είχα μια έφεση να κάνω παρέα με τους αποσυνάγωγους, με τα βδελύγματα και τους σκοτεινούς ανθρώπους. Τον βλέπω αραιά και πού να πουλάει χόρτα και να εκφέρει λόγο αλλοπαρμένου ντελάλη. Όποτε τον πετυχαίνω του πιάνω την κουβέντα. Κάποια μέρα θα ήθελα να τον αγκαλιάσω μέχρι να γιάνει. Τα Χριστούγεννα, των Φώτων και του Λαζάρου γυρνάει όλα τα μαγαζιά της μικρής μας πόλης και λέει τα κάλαντα. Είναι εμπειρία ολόκληρη να τον ακούς να τραγουδά τα κάλαντα. Θυμίζει την παλιά Κω και το πρώτο ωρίμασμα του βλέμματος μας έχει κάτι απ’ τους παλιούς σοφούς δημογέροντες.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
NEWS
Save