Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
27.10.2020

«Αναγκάστηκα να βγάλω την μαντήλα μου για να μπορέσω να φτάσω επιτέλους στην Γερμανία»

Είναι τελικά ο ευρωπαϊκός βορράς η Γη της Επαγγελίας για τους χιλιάδες πρόσφυγες που μένουν ακόμα στην Ελλάδα; Δυο νεαροί πρόσφυγες εξομολογούνται στην Popaganda τις δυσκολίες αυτού του παράτολμου και πανάκριβου ταξιδιού.

Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή

Σχεδόν 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν περάσει τα τελευταία πέντε χρόνια σε ελληνικό έδαφος, τόσο από τα θαλάσσια σύνορα της χώρας μας όσο κι από τον Έβρο. Η συντριπτική τους πλειοψηφία, σχεδόν τα 3/4 εισήλθαν στην χώρα μας μόνο το 2015, χρονιά που ξέσπασε η προσφυγική κρίση. Από τότε μέχρι και σήμερα, με αποκορύφωμα την πυρκαγιά του ξέσπασε στις αρχές Σεπτέμβρη καταστρέφοντας ολοσχερώς τον καταυλισμό της Μόριας, μεγάλη είναι η κουβέντα που γίνεται για το κατά πόσο μπορούν τελικά να ενσωματωθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην ελληνική κοινωνία. Το θέμα είναι από εκείνα που προκαλούν έντονες συζητήσεις, με τις αντικρουόμενες μεριές να υποστηρίζουν ένθερμα την στάση τους. Σε όλη αυτή τη συζήτηση που απασχολεί ΜΜΕ και κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια, λίγες είναι οι φορές που ρωτήθηκαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες για το που θέλουν τελικά να βάλουν ρίζες. Είναι η Ελλάδα ο τόπος που θέλουν πια να αποκαλούν σπίτι τους ή αποτελεί απλά ένα πέρασμα για τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά; 

Αρκετοί από όσους βρέθηκαν στην χώρα μας ήλπιζαν σε μια μεταφορά σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία, οι οποίες ειδικά τα πρώτα χρόνια της προσφυγικής κρίσης υποδέχθηκαν απορρόφησαν μεγάλες προσφυγικές ροές. Κάποια στιγμή τα σύνορα έκλεισαν και πολλοί βρέθηκαν να αισθάνονται παγιδευμένοι στην Ελλάδα, με το μέλλον τους να μοιάζει πιο αβέβαιο από ποτέ. Όσοι δεν τα κατάφεραν, να φύγουν από την Ελλάδα δια μέσου της «νόμιμης οδού», προσπάθησαν να φτάσουν στην Γη της ευρωπαϊκής Επαγγελίας με άλλους τρόπους, πολλές φορές επικίνδυνους και πάντα ιδιαίτερα κοστοβόρους.

Ο δρόμος από την Ελλάδα για την βόρεια Ευρώπη ήταν άλλο ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι προς το όνειρο για μια καλύτερη ζωή....

Ο Ρασίντ ήταν ακόμα έφηβος όταν έφτασε Ελλάδα τον Μάρτιο του 2016. Διέσχισε μαζί με την οικογένειά του τη θάλασσα που χωρίζει την Ελλάδα και την Τουρκία με μια βάρκα, όπως άλλοο τόσοι πριν (αλλά και μετά) από αυτόν. Έμειναν πέντε ημέρες στη Μόρια και από εκεί οικογενειακώς μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Σχιστού στην Αττική. «Έμεινα στην Ελλάδα συνολικά 3 χρόνια και 7 μήνες. Από αυτά, τα δυο χρόνια έζησα στο στρατοπέδο του Σχιστού και τον υπόλοιπο καιρό σε διάφορα διαμερίσματα στην Αθήνα, μέσω προγραμμάτων του ΟΗΕ». Πλέον, μένει στην Γερμανία και βλέποντας πίσω, αναφέρει πως η  ζωή στην Ελλάδα ήταν για εκείνον μια καθημερινή πρόκληση. «Κάθε μέρα ήταν πολύ διαφορετική από την προηγούμενη κι έπρεπε να προσπαθώ πολύ για να στέκομαι όρθιος. Δούλευα, είχα συναδέλφους και φίλους, έβγαινα, αλλά η καθημερινότητα δεν έπαυε να είναι μια πρόκληση»

Προσπάθησα δυο φορές να φύγω για Γερμανία και τα κατάφερα τελικά την δεύτερη. Κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει σε αυτό το ταξίδι, ενώ είναι και πανάκριβο. Συνήθως, το κόστος ξεκινά από 2.500 ευρώ και μπορεί να φτάσει και τις 7.000. 

Ο ρατσισμός, οι συνεχείς επιθέσεις, η επιθυμία του να βρεθεί με την υπόλοιπη οικογένειά του, που πια είχε εγκατασταθεί στη Γερμανία, κι ο χρόνος που κυλούσε χωρίς γίνεται ορατή η οικογενειακή επανένωση, τον ανάγκασαν να πάρει την απόφαση να κάνει το ταξίδι αυτό μόνος του. «Το πιο δύσκολο ταξίδι του κόσμου», όπως λέει και ίδιος. «Προσπάθησα δυο φορές να φύγω για Γερμανία και τα κατάφερα τελικά την δεύτερη. Κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει σε αυτό το ταξίδι, ενώ είναι και πανάκριβο, ειδικά για έναν πρόσφυγα που μπορεί να μην δουλεύει για μεγάλο διάστημα και δεν έχει χαρτιά. Συνήθως, το κόστος ξεκινά από 2.500 ευρώ και μπορεί να φτάσει και τις 7.000. Δεν είναι εύκολο να μαζευτούν αυτά τα λεφτά». Φτάνοντας επιτέλους, στην Γερμανία, ο Ρασίντ όχι μόνο βρέθηκε και πάλι κοντά στην υπόλοιπη οικογένεια του, αλλά μπόρεσε να συνεχίσει το σχολείο, ενώ εδώ και κάποιες εβδομάδες έχει ξεκινήσει να κάνει και πρακτική. «Δεν έχω κλείσει ακόμα έναν χρόνο στην Γερμανία, αλλά έχω αρχίσει πια να κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια για τη ζωή μου και το μέλλον μου» είναι η σχεδόν happy end - κατακλείδα που βάζει στη σύντομη κουβέντα μας.

Ανάλογη είναι και η ιστορία της Μαντίνα. Γεννημένη στο Ιράν από Αφγανούς γονείς, βρέθηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 2016. «Από τα σχεδόν 2,5 χρόνια που έζησα στην Ελλάδα, τον περισσότερο καιρό τον πέρασα στο Σχιστό. Ήταν πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχαν ευκαιρίες όχι μόνο να σπουδάσουμε, αλλά ούτε και να μάθουμε την γλώσσα, ενώ δεχόμασταν συνέχεια ρατσιστικές επιθέσεις, ακόμα και στα λεωφορεία, επειδή φορούσαμε μαντήλα». Όπως λέει, η νεαρή κοπέλα όμως, υπήρχαν και πολλοί καλοί άνθρωποι που έσπευδαν να τις βοηθήσουν και να τις υπερασπιστούν, απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις. Στόχος της οικογένειάς της, ήταν εξαρχής να μπορέσουν να φτάσουν στην Γερμανία, το κλείσιμο των συνόρων όμως, τους βρήκε να μοιράζονται στα δυο.

Τα λεφτά του ταξιδιού ήταν οι οικονομίες 40 χρόνων, μιας ολόκληρης ζωής για τους γονείς μου.

«Είχαμε χωριστεί και πια βρισκόμασταν οι μισοί στην Ελλάδα και οι άλλοι μισοί στην Γερμανία. Η οικογένεια μου είναι πολύ δεμένη και για εμάς αυτό ήταν πολύ δύσκολο σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου.  Κάτι που με οδήγησεέ να πάρω την απόφαση να μην περιμένω άλλο την εξαιρετικά χρονοβόρα οικογενειακή επανένωση και να κάνω το ταξίδι μόνη μου». Η διαδικασία αυτή αποδείχτηκε πιο δύσκολη απ' ότι περίμενε και χρειάστηκε να προσπαθήσει πολλές φορές, μέχρι τελικά να τα καταφέρει. «Αναγκάστηκα να βγάλω την μαντήλα μου για να μπορώ να δένω καλύτερα με το περιβάλλον και να μην δίνω στόχο. Με τρόμαζε πολύ το γεγονός ότι δεν ήξερα κάθε φορά αν θα τα καταφέρω, αλλά ούτε και τι να περιμένω όταν τελικά φτάσω στον προορισμό μου». Το ταξίδι της κόστισε 5.000 ευρώ, ενώ όπως μας ενημερώνει, αν κάποιος θέλει να κάνει τώρα αυτό το ταξίδι, θα πρέπει να πληρώσει πάνω από 7.000 ευρώ. «Τα λεφτά αυτά ήταν οι οικονομίες που είχαν κάνει οι γονείς μου τα τελευταία 40 χρόνια». 

Σαν του Ρασίντ και της Μαντίνα υπάρχουν ακόμα αμέτρητες ιστορίες. Όχι πάντα με ευχάριστο φινάλε. Ας το έχουμε στο μυαλό μας την επόμενη φορά που κάποιοι «αγανακτισμένοι πολίτες» θα πουν ότι ήρθαν «να μας πάρουν τις δουλειές», τις γειτονιές ή οτιδήποτε άλλο. Οι πρόσφυγες δεν θέλουν τίποτα δικό μας. Το δικαίωμα στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής κυνηγούν. Εδώ ή, όπως συνήθως προτιμούν, αλλού.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
NEWS
Save