Είμαι η έρημη ασφαλτωμένη δημοσιά που αφήνεται
 σα μεθυσμένη ανηφορίζοντας με τις μοτοσικλέτες,
 αισθαντικό, ολονύχτιο φως που αγρυπνά
 σ’ ερημικό πρατήριο βενζίνης – γιατί βλέπω
 τα ολόκλειστα αυτοκίνητα σαν παίρνουν τη στροφή
 με τις σβηστές τους μηχανές, γιατί τα βλέπω
 μες στο εκτυφλωτικό τους φως να σου ανάβουν
 εξαίσια υπερκόσμια μουσική – κι ακόμα είμαι
 το ξαφνικό μελάνιασμα στο καθαρό λουσμένο φως
 η κλειδωμένη μου φωνή μέσα στα δάχτυλα
 μέσα στο σώμα
Κι εγώ μετεωρίζομαι σα φλέβα
 καλοκαιριού, σα να ’χω σβήσει όλα
 τα φώτα μου και περιμένω ακόμα
 
                     
             
             
             
         
         
         
        