Η βραδιά ήταν περιπετειώδης. Τα παιδιά έφαγαν, ήπιαν πρώτο ποτό, μπήκαν διστακτικά στη μέθη της κυκλαδίτικης νύχτας. Και μόλις ξεθάρρεψαν, έγιναν διασκεδαστικοί ανοίγοντας κουβέντα σε όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν στο πεδίο όρασής τους, πίνοντας αδιάλειπτα το διάφανο μπολσεβίκικο νερό της φωτιάς κι εκφράζοντας -φήμες είπαν- με όχι και πολύ κόσμιο τρόπο (πέταγμα τασακίου και φετών λεμονιού) την προτροπή τους στον DJ να δυναμώσει το γαμημένο το μπάσο.
Στον ορίζοντα όμως δε φαινόταν ούτε η ελάχιστη αλλαγή του ποσοστού. Και τότε, τότε που «χαράζει στο Αιγαίο» που λέει και το νησιώτικο άσμα, η αστικού τύπου επιθετικότητα που κρυβόταν κάτω από το αδέξιο μαύρισμά τους, βγήκε αφρισμένη στην επιφάνεια. Κι άρχισαν να επιδίδονται σε αναίτιους βανδαλισμούς ωσάν τους πάνκηδες σε δημιουργικό οίστρο. Κάποιος τσακώθηκε με μια πόρτα και τις έφαγε αν κρίνουμε από τα αίματα στα χέρια του, ένας άλλος ξερίζωσε ένα STOP που στην εξέλιξη του πρωινού ξεχάστηκε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, κι ένας τρίτος θέλοντας να δώσει μια ποιητική, σχεδόν αποκαλυπτική, διάσταση στα εν εξελίξει συμβάντα, σκαρφάλωσε στην κορυφή της εκκλησιάς κι αρχισε να χτυπάει το καμπαναριό. Πυροδοτώντας τα φλας έκπληκτων τουριστών και δοκιμάζοντας τα νεύρα αγουροξυπνημένων ντόπιων (ευτυχώς όχι και την παρέμβαση των τοπικών αρχόντων του νόμου). Το ρολόι έδειχνε κάτι σαν 6:57 ή 7:02. Κι ο μικρός τυμπανιστής έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα να τερματίσει κάθε κοντέρ γραφικότητας και ημίγυμνος να τείνει το χέρι του στο Θεό, να κάνει τη Χώρα Αμοργού το δικό του Ρίο, να δοκιμαστεί σε μπρα ντε φερ με τον ουρανό.Σε λίγες μέρες η πατρίδα τον καλούσε κοντά της. Κι αυτό ίσως και να τα τα εξηγεί όλα.