Η περιοχή της Ομόνοιας αποτελούσε πάντα ένα πεδίο όξυνσης της περιέργειας και των συναισθηματικών μου καταστάσεων. Το χωροταξικό κέντρο, απ’ όπου ξεκινούν ορισμένες από τις γνωστότερες λεωφόρους της πρωτεύουσας, μου ασκούσε μια υπόγεια γοητεία που ακόμη και σήμερα δυσκολεύομαι να ανακαλύψω. Επί σχεδόν ενάμιση χρόνο, από τα μέσα του 2012 μέχρι τις αρχές του 2014, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη διέσχιζα την πλατεία και με μια παλιά ψηφιακή μηχανή και ένα φακό με χαλασμένη εστίαση προσπαθούσα να αποτυπώσω ανθρώπινες αφηγήσεις. Γιατί ακόμη και σήμερα πιστεύω πως οι δρόμοι αυτοί γεννούν το πρωτόλειο υλικό μέσα από το οποίο γράφεται η ανθρώπινη ιστορία. Παρακολουθώντας τη ροή του κόσμου αλλά και των οχημάτων άρχισα να συνειδητοποιώ πως η κυκλικότητα στην κίνησή τους «έσπαγε» στους γύρω δρόμους και στενά: Σοφοκλέους, Ξούθου, Σατωβριάνδου, Bερανζέρου, Γερανίου, Ιάσωνος, Μενάνδρου, Σωκράτους.
Εκεί, «άστατες» ιστορίες, άνθρωποι με «ελάχιστο» παρελθόν, προσπαθούν να χαράξουν το δικό τους στίγμα στον αστικό χάρτη. Τοξικοεξαρτημένοι, παράνομες ιερόδουλες με το στίγμα του ιού HIV, μετανάστες στοιβαγμένοι ανά δεκάδες σε λίγα τετραγωνικά των παλιών πολυκατοικιών. Υπόγεια ανεπίσημα τζαμιά, άστεγοι. Αυτοί που στους τίτλους των εφημερίδων βαφτίζονται ως οι «σύγχρονοι Άθλιοι» για εμένα απλώς είναι άνθρωποι που πάνω τους προβάλλονται όλα όσα αρνούμαστε να δούμε.
Παρουσίες με μία άλλη αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Που ζουν στο κέντρο της πόλης, αλλά ταυτόχρονα χιλιόμετρα μακριά. Σε ένα σύμπαν εξωστρακισμένο από το κοινό βλέμμα. Κάθε φορά που επέστρεφα όλα έμοιαζαν τόσο ίδια μα και τόσο διαφορετικά. Γνώρισα τον Φάνη πού ήταν και η κύρια πηγή μου για να διεισδύσω στις πιάτσες των τοξικομανών. Λίγους μήνες αργότερα έχασε το πόδι του από σηψαιμία. Έναν Πακιστανό –«αδελφό με φώναζε»- έμαθα πως τον «μάζεψαν» στην Αμυγδαλέζα. Κάποιοι άλλοι έμπλεξαν με το εμπόριο παράνομων τσιγάρων. Συνάντησα ορισμένες από τις οροθετικές ιερόδουλες. Ξανά και ξανά. Στα ξενοδοχεία όπου εκδίδονταν για δέκα και είκοσι ευρώ.
Ένιωσα την αμηχανία μπροστά στο γερασμένο και τρυπημένο από τις βελόνες σώμα τους. Χωρίς τους όρους του πρέπει και χωρίς να αποσκοπώ στο ρόλο του μάρτυρα της ιστορίας, προσπάθησα απλώς να δω και να καταγράψω. Υπήρχαν στιγμές που φοβήθηκα, αλλά αυτές δεν ήταν περισσότερες απ ΄ όσες περπατώντας σε κεντρικότερους δρόμου οποιασδήποτε πόλης . Το πιο δύσκολο κομμάτι όλο αυτό το διάστημα ήταν να με δεχθούν. Και να μην τους προδώσω. Να γίνω ένα μικρό κομμάτι από την καθημερινότητά τους. Να μπορέσω να φωτογραφίσω τις πληγές, τα ιερά τους κείμενα (κοράνι), να μοιραστώ ένα χαμόγελο ή μια πίκρα.