Την αξία της οικογένειας και την γλυκιά ηδονή της εκδίκησης ανέδειξε ως θεματική η σημερινή επιλογή του Επίσημου Διαγωνιστικού στο φεστιβάλ των Καννών, με το In the Fade του Fatih Akin να αποκαλύπτεται ως η λιγότερο Akin-ική ταινία του απ’ την εποχή του άστοχου The Cut, και τη Lynne Ramsey να καταθέτει με το You Were Never Really Here ένα καθαρόαιμο αστικό νουάρ, που χρησιμοποιεί τα στοιχεία των post-90s B-movies για να ξεδιπλώσει την ιστορία ενός εκτελεστή με κρίσεις συνειδήσεως, που βρίσκεται αντιμέτωπος με κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων.
Με μεγάλο του ατού την Diane Kruger σε μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες μιας όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένης καριέρας, ο Fatih Akin στο In the Fade αφήνει για άλλη μια φορά κατά μέρος τα κουλέρ-λόκαλ στοιχεία που συνηθίζει να χρησιμοποιεί για να δώσει έντονο χρώμα και άρωμα στις ταινίες του, και κατεβάζει τους τόνους για να αφηγηθεί μια ιστορία που μπορεί να μην είναι από τις πιο προσωπικές του, είναι όμως αρκετά εμφανές ότι πρόκειται μια απ’ τις πιο κοντινές στις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές του ανησυχίες: την ιστορία μιας γυναίκας που χάνει άντρα και παιδί σε στοχευμένη βομβιστική επίθεση στην καρδιά της φιλήσυχης Γερμανίας, κι ύστερα επιδίδεται σε έναν έντονο δικαστικό αγώνα, αλλά δεν δείχνει πρόθυμη να περιοριστεί μόνο σ’ αυτόν, προκειμένου να εξασφαλίσει την τιμωρία των δραστών.
Με όχημά του αυτό που αρχικά φαίνεται ως μια αρκετά συμβατική ιστορία με αρκετά αντισυμβατικούς χαρακτήρες, ο Akin περνά από το δράμα της απώλειας και της διαχείρισής της στο δικαστικό δράμα που ξετυλίγεται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, έχοντας πανταχού παρούσα μια λανθάνουσα υπόσχεση για ιστορία εκδίκησης να υφέρπει. Αυτήν την αίσθηση υποφώσκουσας απειλής, την συντηρεί κυρίως η Diane Kruger, γεμάτη αυτοπεποίθηση και σιγουριά στα ερμηνευτικά της πατήματα, και φορτισμένη μ’ αυτήν την ακαθόριστη ενέργεια ενός στοιχείου της φύσης που περιμένει να ξεσπάσει.
Η ταινία απογειώνεται όσο ο Akin κρατά την κάμερα και την αφήγησή του επικεντρωμένες πάνω την μαγνητική επίδοση της πρωταγωνίστριάς, βαλτώνει όμως αρκετά κυρίως στο κομμάτι του δικαστηρίου, όπου οι εναλλαγές υπερβολής και υποτονικότητας από τους υποστηρικτικούς ερμηνευτές, επιβαρύνουν τα προβλήματα τονικότητας της ταινίας, που δεν καταφέρνει να αναδείξει ευανάγνωστα τις έντονες πολιτικές διαπιστώσεις της για το πώς η ρατσιστική βία μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση ακόμη και του πιο μετριοπαθή ατόμου. Έχει ωστόσο τις έξτρα-μπόνους χαριτωμένες της στιγμές, στα αναπάντεχα cameo του Γιάννη Οικονομίδη στο ρόλο Έλληνα χρυσαυγίτη ψευδομάρτυρα και της Γιούλας Μπούνταλη ως βοηθό του.
Μια πιο αναπολογητική, αλλά τελείως ενήλικη περιπέτεια εκδίκησης παραδίδει απ’ την άλλη η Lynne Ramsey με το You Were Never Really Here, που εμποτίζει τη φόρμα του B-movie με αρκετό ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, για να ξεδιπλώσει την ιστορία ενός εκτελεστή με κρίσης συνειδήσεως, αλλά και με μια απ’ τις πιο τρυφερές και στοργικές σχέσης γιου – μητέρας που έχουμε δει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια. Την ιστορία του Joe, που αναλαμβάνει να γλιτώσει την κόρη ενός γερουσιαστή από τα δίχτυα ενός κυκλώματος σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων, τα πλοκάμια του οποίου όμως φτάνουν πολύ πιο μακριά απ’ ότι είχε υπολογίσει ο απρόθυμος ήρωάς μας: αρκετά μακριά ώστε να του σκοτώσουν τη μάνα.
Όπως υπάρχουν τα αστικά νουάρ των early 90s, αλλά υπάρχει κι ο Michael Mann που έρχεται και τα καθορίζει, έτσι στο φετινό πρόγραμμα των Καννών υπάρχουν και οι αδερφοί Safdie που προσπαθούν με το Good Time να αναβιώσουν τη βιντεοκασετίστικη φόρμα των ταινιών της εποχής, αλλά υπάρχει κι η Lynne Ramsey που έρχεται και ανεβάζει τον πήχη σύλληψης κι εκτέλεσης του συγκεκριμένου homage μια-δυο σκάλες παραπάνω: κάνοντας hat trick σε αισθητική, τσαμπουκά και περιεχόμενο, η Σκοτσέζα σκηνοθέτης του (επιδραστικού και διχαστικού εξίσου) We Need to Talk About Kevin μεταβολίζει πλήρως την υφολογία των ταινιών του είδους, και την μετασυνθέτει σε ένα απολύτως ελεγχόμενο δυναμικό άξονα αφήγησης, που πηγαινοέρχεται από το δράμα στη δράση κι από το γκροτέσκο στο ελεγειακό.
Η βία που εννοείται και άρα παραλείπεται, είναι αρκετά περισσότερη απ’ αυτήν που απεικονίζεται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία είναι χωρίς τη δράση και το σασπένς της, ούτε ότι της λείπε το αιματοκύλισμα, παρ’ ότι η κύρια σεκάνς έντασης της ταινίας, που μοιάζει σαν να πάρθηκε απ’ τις κάμερες που *δεν* έβλεπαν την εμβληματική σκηνή του Oldboy, να αποτελεί μάθημα στο πώς να προκαλέσεις μέγιστο συναισθηματικό αντίκτυπο με ελάχιστη εικονογράφηση. Μια αναπάντεχη, ολότελα ποιητική στιγμή ανδρικού bonding μεταξύ θύτη και θύματος θέτει υποψηφιότητα για σκηνή ανθολογίας, υπογραμμίζοντας την τρυφερότητα και την αφοσίωση στη λεπτομέρεια με την οποία είναι επενδεδυμένη μια ταινία που επωφελείται τα μέγιστα από την αστεράτη, δυναμική ερμηνεία του Joaquim Phoenix στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το βαρύ ηλεκτρονικό-προς-τέκνο soundtrack του Johnny Greenwood, απογειώνει την πηχτή, παχιά ατμόσφαιρα σασπένς και μυστηρίου που χτίζει επιμελώς η Ramsey, με τη βοήθεια του Joe Bini (σταθερού συνεργάτη του Werner Herzog) στο μοντάζ.
Παραδόξως, οι πρώτες αντιδράσεις μετά τη δημοσιογραφική προβολή του You Were Never Really Here ήταν αρκετά διχασμένες και ακραίες, αλλά αυτό είναι τόσο συνηθισμένο για δουλειές της Ramsey, όσο είναι και βέβαιο το ότι ετούτη η ταινία θα φιγουράρει σε αρκετές απ’ τις top 10 λίστες της χρονιάς, όταν έρθει η ώρα των απολογισμών.