Όχι γιατί είναι το πιο σημαντικό ή το καλύτερο που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα (για κάθε έναν που υποκειμενικά θα υποστηρίξει ότι ναι, είναι, είτε το ένα είτε το άλλο είτε και τα δύο μαζί, μπορεί κάλλιστα να υπάρξει στοιχειοθετημένος αντίλογος), ούτε γιατί είναι το best-seller τους (που ναι, αντικειμενικά είναι, με πολύ μεγαλύτερες πωλήσεις από κάθε άλλο τίτλο τους), αλλά πρώτα και κύρια γιατί στάθηκαν αντάξιοι των απαιτητικών περιστάσεων ώστε να φτάσει το βιβλίο «Μια Φυσιολογική Ζωή - Δράσεις και Αποδράσεις Ενός Επικηρυγμένου» του Βασίλη Παλαιοκώστα στα βιβλιοπωλεία και να μην λείψει ούτε μια μέρα από αυτά παρά την εξαιρετική -και σε βαθμό μιας ανάσας πριν από την εξάντληση των αποθεμάτων- ζήτηση, η ιστορία των Εκδόσεων των Συναδέλφων χωρίζεται στην π.Π. και μ.Π. εποχή.
Είναι μια συνθήκη που δεν μπορεί να προσπεράσει, πόσο μάλλον να αμφισβητήσει, κανείς, και πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι εκδότες. Από τον Ιούνιο του 2019, οπότε και κυκλοφόρησε με έναν τρόπο περιπετειώδη και, όπως συνηθίζουμε να λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις, ελαφρώς «μυθιστορηματικό», το βιβλίο του πιο διάσημου επικηρυγμένου Έλληνα, κάθε κουβέντα γύρω από τον συγκεκριμένο ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο, αργά ή γρήγορα θα κάνει ένα πέρασμα από αυτό που αποτέλεσε ένα από τα πιο ηχηρά λογοτεχνικά γεγονότα της περασμένης χρονιάς και -γιατί όχι;- της δεκαετίας.
Το αφήγημα όμως για τις Εκδόσεις των Συναδέλφων οφείλει να ξεκινήσει από αλλού. Από την αρχή της αρχής.
«Έχουμε μια άλλη αντίληψη για τον συνδικαλισμό. Αγωνιζόμαστε για να κάνουμε ξανά το συνδικαλισμό μια όμορφη λέξη». Σε αυτές τις δύο φράσεις συμπυκνώνεται η φιλοσοφία του Συλλόγου Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής (έτος ίδρυσης 1937), όπως αποτυπώθηκε σε ένα κείμενο-μανιφέστο του 2008 -που το καλοκαίρι του 2008 μεταφράστηκε στα ισπανικά και μοιράστηκε στο Μεξικό κατά την διάρκεια του Διεθνούς Καραβανιού Αλληλεγγύης στις Αυτόνομες Ζαπατίστικες Κοινότητες- και είναι αντιπροσωπευτικές του ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο γεννήθηκε ένα χρόνο μετά η ιδέα των Εκδόσεων των Συναδέλφων.
«Η αρχή έγινε το 2009» λέει σήμερα ο Κώστας Λεγάκης. «Κάναμε μια κουβέντα κάποιοι συνάδελφοι από το Σωματείο Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου και αποφασίσαμε ανάμεσα σε όλες τις άλλες δραστηριότητες, να ξεκινήσουμε και μια εκδοτική. Το ίδιο το σωματείο δηλαδή να βγάζει κάποια βιβλία. Πήραμε τελικά την πρωτοβουλία και βγάλαμε το πρώτο μας βιβλίο τον Νοέμβριο του 2009. Ήταν η “Νέα Καλιφόρνια” του Αφόνσο Ενρίκες δε Λίμα Μπαρέτο», ενός παραγνωρισμένου Βραζιλιάνου λογοτέχνη (1881-1922) που, όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο μεταφραστής Κρίτων Ηλιόπουλος, «ήταν ένας τριπλά περιθωριακός συγγραφέας. Ήταν μαύρος σε μια κοινωνία ρατσιστική, αποκλεισμένος επειδή ήταν φτωχός και επιπλέον έμεινε μακριά από τη δημοσιότητα επειδή υπερασπιζόταν τους φτωχούς, τους περιθωριακούς και τους αδικημένους». Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε σε 700 αντίτυπα, ακολούθησαν δύο ακόμα εκδόσεις των 700 αντιτύπων, με την αναπαραγωγή του να επιτρέπεται για μη εμπορικούς σκοπούς, με την παράκληση αναφοράς των πηγών, και με τα έσοδα από τις πωλήσεις να διατίθεται στο Σύλλογο Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής, ενώ πλέον οι Εκδόσεις των Συναδέλφων το διαθέτουν δωρεάν online, γιατί «στις δύσκολες ημέρες του κατ᾽ οίκον περιορισμού ένα βιβλίο είναι η καλύτερη συντροφιά».
«Από το 2009 μέχρι το 2012 βγάλαμε σποραδικά μερικούς τίτλους», συνεχίζει ο Κώστας, «ακόμη ως πρωτοβουλία στο πλαίσιο του σωματείου». Κάποιοι από την ομάδα είχαν ήδη αρχίσει να μην πληρώνονται από τις δουλειές που ακόμη είχαν. Κάποιοι τις είχαν ήδη χάσει. Κάποιοι ήξεραν ότι ήταν θέμα χρόνου μέχρι να έρθει η δική τους σειρά. Όλοι τους, μετά από από πολλά χρόνια σε διάφορα πόστα της εγχώριας εκδοτικής βιομηχανίας, ήταν πια έτοιμοι να κάνουν ένα άλμα πίστης.
«Είχε έρθει πια η κρίση και πολλοί συνάδελφοι βρέθηκαν άνεργοι, ενώ άλλοι που δούλευαν ως ελεύθεροι επαγγελματίες στον κλάδο ήταν απλήρωτοι. Όλα αυτά οδήγησαν στο να μετασχηματιστεί το εγχείρημα σε επιχείρηση. Ή μάλλον όχι επιχείρηση, αλλά κολεκτίβα εργασίας, όπως το λέμε εμείς. Το 2012 ήταν πρόσφορο το νομικό πλαίσιο, μιας και τον Σεπτέμβριο του 2011 είχε περάσει ο νόμος για την κοινωνική οικονομία. Ο νόμος Κατσέλη, που λένε, αλλά όχι αυτός που ακούγεται πολύ για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Όταν λοιπόν άνοιξε η πλατφόρμα για το μητρώο, αμέσως γραφτήκαμε. Είμαστε από τις πρώτες επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας που πήραν σφραγίδα, ΑΦΜ, κλπ.»
Μία ΚοινΣΕπ είναι οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, δηλαδή Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση. «Αυτός είναι φοροτεχνικός όρος», λέει ο Γιάννης Φούντας, άλλος ένας από τους ιδρυτές και συγγραφέας των βιβλίων «Αναρχικό Λεξικό» και «Εξαρχείων Αλφαβητάριο». «Από κει και πέρα αυτοχαρακτηριζόμαστε κολεκτίβα εργασίας, επειδή η κοινή συνιστώσα είναι η αυτοδιαχείριση, έτσι λειτουργεί το μοντέλο μας σε κάθε επίπεδο. Δεν είμαστε συνεταιρισμός, δηλαδή έξι εταίροι που μοιράζονται μερίσματα κλπ. Η ίδια η ΚοινΣΕπ μας έχει προσλάβει ως εργαζόμενους, είμαστε ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, δεν έχουμε όμως δικαίωμα στα πάγια της επιχείρησης. Δηλαδή αν φύγουμε για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να πάρουμε κάτι. Ούτε μερίσματα έχουμε. Έχουμε όλοι τον ίδιο μισθό. Βασικά είμαστε ωρομίσθιοι, έχουμε δηλαδή καθορίσει ένα συγκεκριμένο ποσό για την ώρα, και όλοι για ανάλογες ώρες πληρωνόμαστε τα ίδια χρήματα».
Οι αποφάσεις λαμβάνονται στις συνελεύσεις και σε αυτές επιδιώκεται όχι απλά η πλειοψηφία αλλά η απόλυτη συναίνεση. «Δεν μας έχει τύχει να χρειαστεί να καταφύγουμε στην πλειοψηφία. Προσπαθούμε να είναι όλα συναινετικά. Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε, κάποιος κάνει πίσω αν χρειαστεί και τα βρίσκουμε» λέει ο Γιάννης.
«Αυτό είναι το βασικό» συμπληρώνει ο Κώστας. «Δεν είμαστε μια συλλογικότητα που θέλει ο καθένας να περάσει την άποψη του. Αν υπάρχει κάποια διαφωνία, στην επόμενη συνέλευση θα βρεθεί η άκρη. Αυτή η συνελευσιακή πρακτική εφαρμόζεται σε κάθε επίπεδο. Το ποια βιβλία θα βγάλουμε κάθε χρονιά αποφασίζεται μέσω μιας συζήτησης που ξεκινάει τον Νοέμβριο της προηγούμενης χρονιάς και ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο. Έχουμε όμως πάντα κατά νου ότι μπορεί να προκύψει κάτι πολύ καλό που ίσως χρειαστεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου που θα βγει αναγκαστικά αργότερα. Αλλά θα πρέπει να είναι κάτι εξαιρετικό. Πέρα από αυτό, ο καθένας από εμάς ξέρει τη δουλειά του. Άρα ορισμένα πράγματα πηγαίνουν στον αυτόματο. Δεν θα μου πει δηλαδή εμένα κανείς ότι πρέπει να κάτσω να σελιδοποιήσω ένα βιβλίο. Ξέρω ότι εφόσον αυτή είναι η δουλειά μου, πρέπει να το κάνω. Όπως και ο Γιάννης, που τρέχει το μαγαζί, αποφασίζει μόνος του ποια βιβλία θα παραγγείλει από τον τάδε εκδότη, δεν χρειάζεται να αποφασίσει η συνέλευση».
Ο Γιάννης, καθισμένος πίσω από το γραφείο του στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων των Συναδέλφων (Καλλιδρομίου 30) παίρνει ξανά το λόγο: «Όλοι έχουμε εμπειρία στο χώρο του βιβλίου, οπότε ο καθένας ξέρει τι πρέπει να κάνει. Επίσης επειδή είμαστε λίγοι και βρισκόμαστε συνέχεια, επί της ουσίας έχουμε μια διαρκή συνέλευση και λύνουμε γρήγορα ό,τι προκύπτει».
Όλο αυτό προφανώς έχει να κάνει και με το ιδεολογικό πλαίσιο που αναφέρθηκε εξαρχής, το οποίο όμως -και αυτό μάλλον είναι η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά και το εγχείρημα λειτουργικό- είναι σαφές μεν, όχι μονολιθικό δε. Όπως λένε και οι ίδιοι: «Μια κλίση σαφώς υπήρχε από την πρώτη στιγμή. Είμαστε από όμορους αλλά όχι από ταυτόσημους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Το κοινό μας στοιχείο είναι ότι όλοι αντιληφθήκαμε από την αρχή ότι θα έπρεπε να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις και κατ’ επέκταση να μην έχουμε καμία εξάρτηση από αφεντικά κάθε τύπου. Πάνω σε αυτή τη φόρμουλα χτίστηκε το οικοδόμημα».
«Κάνουμε τη δουλειά μας σε ανθρώπινες συνθήκες, με τους δικούς μας όρους. Αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Ότι όντως ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να έχει τύχη μέσα στον γενικότερο συρφετό. Ότι είναι εφικτό»
Επιχειρηματικό πλάνο με την παραδοσιακή έννοια του όρου, τουλάχιστον στην αρχή δεν υπήρξε σχετικά με το πόσα βιβλία θα κυκλοφορούσαν με την ούγια των Εκδόσεων των Συναδέλφων. Αυτό που σε γενικές γραμμές δεν αποτέλεσε ούτε στην αρχή αλλά ούτε και στην πορεία αυτοσκοπό είναι η συγκεκριμένη κολεκτίβα εργασίας να μετατραπεί σε έναν εκδοτικό οίκο συνεχούς παραγωγής. «Όχι ότι έχουμε ή θα αποκτήσουμε ποτέ την οικονομική ευχέρεια να το κάνουμε» λέει ο Κώστας. «Αλλά ακόμη κι αν την είχαμε, η υπερπληθώρα δεν μας αρέσει. Θέλουμε να κυκλοφορούμε μια λογική ποσότητα βιβλίων, πράγματα που πιστεύουμε ότι αξίζουν, όχι απλά να βγάζουμε και να βγάζουμε για να έχουμε να λέμε στο τέλος του χρόνου ότι κυκλοφορήσαμε 100 τίτλους και να κομπάζουμε. Το 2013 φτάσαμε τους 18 τίτλους σε μια χρονιά. Μετά πέσαμε λίγο. Το 2019 βγάλαμε πάλι αρκετούς, 14-15. Εκεί παίζουμε, γύρω στα 12-15 βιβλία».
«Αυτό μπορούμε να διαχειριστούμε, για να κάνουμε όσο μπορούμε καλύτερα τη δουλειά. Η ιστορία πάντως έχει αποδείξει ότι μπορούμε να φέρουμε εις πέρας απαιτητικές καταστάσεις, αν σκεφτεί κανείς το παράδειγμα του βιβλίου του Παλαιοκώστα, που ήταν μια πολύ ειδική περίπτωση, με μεγάλα τιράζ. Τα βγάλαμε πέρα σχετικά εύκολα» λέει ο Γιάννης.
«Το βιβλίο αυτό έφτασε στα χέρια μας από δικηγόρο των Αθηνών, που και αυτή με τη σειρά της το παρέλαβε σε φάκελο που έφτασε (άγνωστο πώς) στο γραφείο της. Ο φάκελος περιείχε, εκτός από το κείμενο του βιβλίου, και μία ιδιόχειρη επιστολή του συγγραφέα με το παλαμικό του αποτύπωμα, η οποία εξουσιοδοτούσε τη δικηγόρο να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την έκδοση του βιβλίου του. Εμείς στις Εκδόσεις των Συναδέλφων ούτε γραφολόγοι είμαστε ούτε και έχουμε (προφανώς!) κάποιο αρχείο αποτυπωμάτων, αλλά το κείμενο του βιβλίου, με τις τόσες λεπτομέρειες που δεν μπορεί να τις γνωρίζει τρίτος, και το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής συνηγορούν στο γεγονός ότι είναι γνήσια».
Αυτό το μικρό σημείωμα των εκδοτών συνόδευε την προδημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών (12.6.2019) τριών χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το βιβλίο «Μια φυσιολογική ζωή - Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου». Με τον ίδιο τρόπο αφηγούνται και σήμερα on the record το πώς έφτασε το βιβλίο του καταζητούμενου ληστή -«Ελληνα Ρομπέν των φτωχών», σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα ξένων ΜΜΕ- στα χέρια ενός μικρού εκδοτικού οίκου των Εξαρχείων: «Ο Παλαιοκώστας δεν ήθελε ντε και καλά να βγει το βιβλίο του από εμάς. Εξουσιοδότησε τη δικηγόρο να διαχειριστεί το υλικό του. Και μάλιστα σε συγκεκριμένο χρόνο. Υπήρχε μια προθεσμία ούτε καν δύο μηνών».
Μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί 12 χιλιάδες αντίτυπα, ενώ πια κυκλοφορεί η 14η χιλιάδα. Η πρώτη έκδοση τον Ιούνιο του 2019 σε 2 χιλιάδες αντίτυπα, εξαντλήθηκε σε δύο μόλις μέρες, όμως ο συντονισμός των Εκδόσεων των Συναδέλφων ήταν άμεσος και η κινητοποίησή τους μεθοδική και παρά το ότι για κακή τους τύχη μεσολαβούσε το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, κατάφεραν να τυπώσουν ξανά και να μην ξεμείνει από βιβλία η αγορά ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα.
Τρία εύλογα ερωτήματα της Popaganda:
Αν δεν ήταν τόσο καλογραμμένο το βιβλίο του Παλαιοκώστα, θα το βγάζατε;
Γ.Φ.: «Θα ήταν μέσα στη λογική μας να δώσουμε φωνή σε έναν άνθρωπο που καταζητείται. Το ευτύχημα όμως ήταν ότι το βιβλίο ήταν καλογραμμένο, οπότε δεν υπήρξε καν ενδοιασμός».
Κ.Λ.: «Από την πρώτη στιγμή όλοι μας ήμασταν σίγουροι ότι θέλαμε να το βγάλουμε. Έπρεπε φυσικά να το διαβάσουμε κιόλας, να δούμε τι λέει. Μας πήρε δυό-τρεις μέρες, είναι, βλέπεις, μεγάλο βιβλίο. Όταν είδαμε λοιπόν ότι και το περιεχόμενο ήταν καλογραμμένο, εντυπωσιαστήκαμε και αναφανδόν πήραμε την απόφαση».
Λάβατε υπ’ όψιν σας ενδεχόμενες νομικές εμπλοκές; Τι θα κάνατε αν, για παράδειγμα, ερχόταν η αστυνομία και σας ρωτούσε πού και πώς το βρήκατε;
Κ.Λ.: «Το σκεφτήκαμε φυσικά ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό, αν και δεν έγινε. Ήταν μέσα στα σενάρια που είχαμε στο μυαλό μας. Παίρνουμε όμως τα ρίσκα μας όποτε χρειαστεί. Στην προκειμένη περίπτωση το όποιο ρίσκο άξιζε αφού θέλαμε να βγει το βιβλίο».
Γ.Φ.: «Δεν είχαμε παρατράγουδα. Τίποτα ιδιαίτερο και όχι από το κράτος, μόνο κάποιες οχλήσεις από την…περιφέρεια, ας πούμε, των πραγμάτων» λέει ο Γιάννης Φούντας.
Τι γίνεται με τα δικαιώματα του βιβλίου;
Οι δύο εκ των έξι συνολικά σήμερα εκδοτών είναι σαφείς: «Δεν έχει. Και δεν θα μπορούσε να έχει. Ο Παλαιοκώστας ήθελε απλά να ακουστεί η φωνή του. Και ακούστηκε».
Κάτι ανάλογο μπορεί να πει κανείς εν γένει για τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή τους, και με 100 τίτλους που φέρουν το λογότυπό τους να έχουν περάσει από τα ράφια των βιβλιοπωλείων ανά την Ελλάδα (ανάμεσά τους οι «Ανθρωποφύλακες», το συγκλονιστικό βιβλίο του Περικλή Κοροβέση, που παρέμενε επί αρκετά χρόνια εξαντλημένο ώσπου επανεκδόθηκε το 2013 και κατόπιν το 2019, σε μία ειδική έκδοση με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του το 1969), η εκδοτική φωνή αυτής της κολεκτίβας εργασίας ακούγεται δυνατά. Τώρα πια μπορούν οι ίδιοι οι «Συνάδελφοι» να πουν ότι ναι, το μεγάλο τους στοίχημα έχει κερδηθεί, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι ήταν εύκολο να κερδηθεί, μιας και «υπήρξαν δηλαδή περίοδοι που φαινόταν ότι δεν θα τραβούσε, για οικονομικούς και όχι μόνο λόγους. Το σημαντικό είναι ότι αυτή τη στιγμή η συλλογικότητα είναι τόσο καλά δεμένη, που όλα δείχνουν ότι θα πάμε ακόμη καλύτερα. Η επιχείρηση είναι βιώσιμη και σε μια πορεία που μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Και δεν υπάρχει ούτε μεγάλο ούτε μικρό αφεντικό πάνω από το κεφάλι μας. Κάνουμε πράγματα που γουστάρουμε να κάνουμε. Δεν βγάζουμε βιβλία που μας τα έχει φορέσει καπέλο κάποιος από πάνω, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή. Βγάζουμε βιβλία που μας αρέσουν. Δεν είναι γαλέρα. Εντάξει, προφανώς οι μισθοί μας είναι μικροί. Και; Κάποια στιγμή θα αυξηθούν και οι αποδοχές μας. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν θα πλουτίσει κανείς από εμάς. Ακόμη κι αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούμε να παίρνουμε ο καθένας τρία χιλιάρικα το μήνα, δεν θα το κάνουμε. Είναι απόφαση επί της αρχής. Αν έρχονταν ποτέ αυτά τα χρήματα θα φροντίζαμε να μπουν στην ομάδα κι άλλοι άνθρωποι ή θα βοηθούσαμε συλλογικότητες».
Όπως έχουν άλλωστε κάνει ήδη δηλαδή ουκ ολίγες φορές μέχρι σήμερα, ενημερώνοντας φυσικά τους αναγνώστες ότι ένα ποσοστό του αντιτίμου που πληρώνουν για να αποκτήσουν το εκάστοτε βιβλίο προορίζεται για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, όπως η ενίσχυση του Σωματείου τους, όπως η ενίσχυση του Στρατού των Ζαπατίστα για την Εθνική Απελευθέρωση (από τα έσοδα του βιβλίου «Υποδιοικητής Μάρκος - Οι άλλες ιστορίες»), όπως η ενίσχυση των Κούρδων πολιτικών προσφύγων που μένουν στο Κέντρο Φιλοξενίας του Λαυρίου (από τα έσοδα του βιβλίου «Πώς οι ιδέες του πατέρα μου βοήθησαν τους Κούρδους να δημιουργήσουν μια καινούργια δημοκρατία» της Ντέμπι Μπούκτσιν).
Στην προμετωπίδα κάθε βιβλίου τους τυπώνεται πάντα το εξής:
Επειδή
Η γνώση είναι δύναμη στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία
Ως εργαζόμενοι έχουμε ανησυχίες, προβληματισμούς, ιδέες, οράματα
Ως εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου ζούμε τόσο κοντά στον κρυμμένο θησαυρό των τυπωμένων σελίδων
Έχουμε άποψη για το τι εκδίδεται, πώς εκδίδεται, πώς διακινείται και τι διαβάζεται
Το βιβλίο δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα, πρέπει να είναι κοινωνικό αγαθό
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι καταναλωτής, πρέπει να είναι εραστής του βιβλίου
Η κοινωνία χωρίς αφεντικά για την οποία παλεύουμε θα είναι ταυτόχρονα μια κοινωνία χωρίς διευθυντές, θα είναι μια κοινωνία όπου ο χώρος του βιβλίου, όπως και όλοι οι τομείς της παραγωγής, θα αυτοδιευθύνεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους…
Γι’ αυτό…«Οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ των ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ»
Μέσες άκρες είναι αυτό που μου λένε διά ζώσης ένα ήσυχο μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο τους: «Κάνουμε τη δουλειά μας σε ανθρώπινες συνθήκες, με τους δικούς μας όρους. Αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Ότι όντως ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να έχει τύχη μέσα στον γενικότερο συρφετό. Ότι είναι εφικτό».
Μια ακόμη εύλογη απορία για το τέλος.
Αν ερχόταν κάποιος και σας έδινε παχυλούς μισθούς για να επιστρέψετε στις παλιές δουλειές που είχατε στο χώρο του βιβλίου, θα το κάνατε;
«Έχω δουλέψει με πολύ καλά λεφτά στο παρελθόν. Στην ηλικία που είμαι, έχοντας πια μεγαλώσει δηλαδή, και με όλη αυτή τη δουλειά των 30 ετών πίσω μου στον κλάδο, όχι, δεν θα το έκανα, ούτε για όλα τα λεφτά του κόσμου. Γιατί δεν είναι πια οικονομικό το ζήτημα. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάπως καταφέρνουμε και βιοποριζόμαστε, δεν είμαστε και άνθρωποι που θέλουμε πολλά. Είναι κυρίως ότι δουλεύουμε κι έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Έχουμε παρόμοιες αντιλήψεις όλοι εδώ μέσα. Λέει κάτι κάποιος και αμέσως τον καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι, δεν χρειάζεται να δώσει μάχη για να πείσει», λέει ο ένας Συνάδελφος.
Και ο άλλος επιβεβαιώνει: «Επειδή είμαστε μεγάλα ως πολύ μεγάλα παιδιά, δεν πιανόμαστε από δόγματα και φαντασιώσεις. Όχι, αυτή τη στιγμή, κανείς από δω μέσα δεν θα σκεφτόταν αυτό που λες. Γιατί άπαξ και κατακτήσεις ένα επίπεδο συνεννόησης και συνύπαρξης, δεν υπάρχει λόγος να μη συνεχίσεις να δουλεύεις συλλογικά. Έχει πιο πολύ ενδιαφέρον. Αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιον δίπλα σου. Αφετέρου είναι ένα μεγάλο σχολείο για όλους μας. Μαθαίνουμε μέσα από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Μακάρι να γινόμαστε καλύτεροι. Δηλαδή, αυτό που θέλω να πω, είναι ότι δεν μετράνε μόνο τα λεφτά. Όλοι θέλουμε να βιοποριζόμαστε. Αλλά ο βιοπορισμός δεν πρέπει να έχει το οποιοδήποτε τίμημα. Γιατί να μην πεις κάποια στιγμή ότι θα το κάνεις με αυτούς που θέλεις και όπως το θέλεις; Να οριοθετείς, δηλαδή, το χώρο σου. Να τραβάς τις κόκκινες γραμμές σου».
ekdoseisynadelfwn.wordpress.com, facebook.com/syneditions