Ένας καμβάς είναι στημένος στη μέση του γραφείου του. Πινέλα σε διαφορετικά μεγέθη περιμένουν να βουτήξουν στην παλέτα με τα χρώματα που είναι ακουμπισμένη σ’ ένα μικρό καβαλέτο δίπλα. Κρεμασμένοι στους τοίχους, αφημένοι μπροστά από τη βιβλιοθήκη είναι πίνακες με τη δική του υπογραφή. Ένα θέαμα όχι και τόσο συνηθισμένο για το σπίτι ενός συγγραφέα. Κι όμως, η μία τέχνη βοηθάει την άλλη, θα πει αργότερα και θα μας αποκαλύψει ότι η αγάπη του για τις τέχνες ξεκίνησε από τη ζωγραφική. Ένα πάθος που ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης προστατεύει όλα αυτά τα χρόνια και τον βοηθάει να «βλέπει».
Είναι η «λοξή ματιά», κατά τον συγγραφέα, εκείνη που δίνει σε μια συνηθισμένη εικόνα, σε μια σκηνή από αυτές που παραβλέπουμε καθημερινά, το ξεχωριστό που αξίζει να ειπωθεί και να περάσει στο χαρτί. Με αυτό το βλέμμα είδε ο Σκαμπαρδώνης τριάντα τρεις τέτοιες ιστορίες, τις οποίες συγκέντρωσε στη συλλογή διηγημάτων
«Νοέμβριος». Έχοντας εισέλθει στην έκτη δεκαετία της ζωής του, στον δικό του Νοέμβριο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του σώματος, επιστρέφει στα θέματα του εμφυλίου και της κατοχής, στο Εβραϊκό ζήτημα, την αγάπη του για τη φύση και τα ζώα, στο παρελθόν της πόλης και στους πνευματικούς της ήρωες. Αν και έχει βγει στη σύνταξη εδώ και έναν χρόνο, στέλνει καθημερινά τη στήλη
Αστειατόριον στην εφημερίδα
Μακεδονία σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Παράλληλα δουλεύει τον
Υπουργό Νύχτας, ένα νέο κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα γεμάτο διαπλοκή, ειρωνεία και σαρκασμό για την κατάσταση από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, «μια ειρωνική διαδρομή για εμάς τους ίδιους που τα ‘χουμε ζήσει και έχουμε πιστέψει στις αυταπάτες μας, στις μεγαλοστομίες μας». Τα διηγήματα του Νοεμβρίου είναι σύντομα, σφιχτοδεμένα και ασκητικά, γεμάτα συμβολισμούς, υπονοούμενα, σήματα και νοήματα που άλλα εκπέμπονται απευθείας στον αναγνώστη και άλλα δημιουργούνται από τον ίδιο, ανάλογα με τη στιγμή και την εποχή που θα ανοίξει το εξώφυλλο με τον αγριεμένο λύκο του Αυτόλυκου. Τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του και μιλήσαμε για πολλά πράγματα.
Περιμένετε από τον αναγνώστη να αποκρυπτογραφήσει όλα τα σήματα που εκπέμπετε ή δεν είναι απαραίτητο για να απολαύσει τη συλλογή; Εκείνο που προέχει πάντοτε σ’ ένα βιβλίο είναι η αναγνωστική απόλαυση. Το κείμενο πρέπει να είναι γοητευτικό, αποπλανητικό, να ευχαριστεί τον αναγνώστη. Επειδή όμως έχει πολλές διαστρωματώσεις, όπως κάθε έργο τέχνης, περιέχει πολλά κρυφά σημεία που δεν είναι ορατά και εξαρτώνται από το βλέμμα του συγγραφέα. Ποτέ δεν περιμένεις, ως συγγραφέας, να συλλάβει ο αναγνώστης όλα τα σήματα που εκπέμπονται γιατί πολλά από αυτά δεν τα ξέρεις ούτε εσύ ο ίδιος. Ο συγγραφέας δεν γράφει μόνο με το συνειδητό και τη νόηση, αλλά και με τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού του, συμμετέχουν τα έγκατα της ύπαρξης του, το ασυνείδητο, το τάλαντο και όλα αυτά δημιουργούν ένα αμάγαλμα, που είναι το κείμενο, το οποίο δεν είναι διαφανές όπως μια ακτινογραφία. Εξαρτάται από το ποια στιγμή θα το διαβάσεις και το πως. Περιμένεις ότι ο αναγνώστης, ανάλογα με τη δική του ψυχοσύνθεση όταν το διαβάσει, όταν θα συνομιλήσει με το κείμενο, να νιώσει και να βιώσει τα πράγματα που θέλεις να πεις και ν’ ανακαλύψει πράγματα που δεν ξέρεις ότι υπάρχουν εκεί μέσα.
Με τα διηγήματα νιώθετε πιο κοντά στην ποίηση; Υπάρχουν θεωρητικοί της λογοτεχνίας που λένε ότι το διήγημα ανήκει στη βασιλεία της ποίησης παρά στο χώρο της πεζογραφίας. Πιστεύω ότι πράγματι το διήγημα είναι πιο κοντά στην ποίηση χωρίς να είναι ποίηση και χωρίς να χρησιμοποιεί τους ποιητικούς τρόπους. Δηλαδή, αν ένα διήγημα «ποιητικίζει», τότε δεν είναι πεζογραφία. Γίνεται κάτι άλλο, κάτι πολύ σκοτεινό, γίνεται πολύ ερμητικό, πολύ θραυσματικό. Τότε γιατί να μην κάνεις ένα ποίημα; Εκείνο που το φέρνει κοντά στην ποίηση είναι η συντομία του, η πυκνότητα του, η έκπληξη, η ωραία ιδέα. Εξάλλου, όταν στο διήγημα και στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει η ποίηση από κάτω, μέσα στη σάρκα, στην κράση της αφήγησης, δεν είναι σημαντική λογοτεχνία. Όλη η μεγάλη
λογοτεχνία περιέχει κατά βάση την
ποίηση. Όχι την ποιητικότητα, μην τα μπερδεύουμε. Μπορεί να περιέχει μια εφιαλτική ποίηση, να βγαίνει κάτι τόσο ισχυρό που λέγεται και δεν λέγεται ταυτόχρονα. Ορισμένες φορές διαβάζεις ένα μυθιστόρημα και νιώθεις ότι στα έγκατα, κάτω από την αφήγηση, σαλεύει το ζώο της ποίησης. Δεν χρησιμοποιούνται όμως ποιητικοί τρόποι από τον συγγραφέα, η εκφορά είναι πεζογραφική.
Σας ελκύει όμως το να γράψετε ποίηση; Κατά καιρούς έχω γράψει κάποια πράγματα. Όπως όλοι στην αρχή ξεκινήσαμε από τα ερωτικά ποιήματα που γράφαμε για τα κορίτσια, τα οποία βέβαια δεν ήταν λογοτεχνικών αξιώσεων. Πρέπει όμως να μελετάς ποίηση γιατί είναι η μήτρα του λόγου. Σου διδάσκει την πύκνωση, την έκρηξη, την πυράκτωση, πράγματα καταπληκτικά. Τα ποιήματα όμως δεν γίνονται με το έτσι θέλω. Πρέπει να αναδύεται από μέσα σου, να υπάρχει ανάφλεξη. Κατά καιρούς έχω αυτές τις θρυαλλίδες που βάζουν φωτιά μέσα μου, αλλά το ότι τρέπομαι πιο πολύ προς το διήγημα μάλλον σημαίνει ότι πηγαίνω προς τα εκεί. Στο μέλλον δεν ξέρω, δεν μπορώ να το προβλέψω.
Στο διήγημα Σχεδόν Πουθενά κάνετε ένα ειρωνικό σχόλιο για τη νέα ποίηση, για την οποία λέτε ότι μοιάζει με συμμετρικά φωτοβολταϊκά πάνελ. Γιατί αυτό; Έχω προσέξει ότι υπάρχει μια νεύρωση του μοντέρνου, μια εμμονή, μια νεύρωση να χρησιμοποιήσεις στοιχεία μοντερνιστικά. Κατ’ επίφαση όμως, «κρύβοντας τα καλώδια». Είναι ένα σχόλιο απέναντι σε μια ορισμένη αντίληψη της ποίησης και γενικά της τέχνης. Υπονοεί ουσιαστικά ότι η ποίηση και η τέχνη πρέπει να συναξάρει και να περιέχει όλη τη διαδρομή, μιας χώρας, ενός έθνους, μιας οντότητας και δεν πρέπει να σταθμεύεις σε επιφανειακά στοιχεία της εποχής σου. Ωστόσο δεν σημαίνει απάρνηση του μοντέρνου. Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει ένας συνδυασμός, μια ισορροπία. Όλα μπορούν να γίνουν στην τέχνη και πολύ ωραία μάλιστα.
Στο βιβλίο διακρίνουμε μια επιμονή σε θέματα που έχουν σχέση με τη φθορά του σώματος, σε υπονοούμενα για την κατάληξη του ανθρώπου, τον θάνατο. Σας απασχολούν αυτές οι σκέψεις; Πρέπει να πω ότι σπάνια ασχολιόμουν μ’ αυτό το θέμα. Τώρα που πάτησα τα 60 βιώνω τη φθορά του σώματος, αλλά και την αίσθηση της φθοράς. Έχω ξαφνικούς πόνους, δυσκαμψίες, μετριάζονται οι επιθυμίες. Δεν υπάρχει εκείνη η αμεριμνησία της νεότητας, που δεν σε απασχολεί η έννοια του χρόνου και του τέλους. Επίσης, το γεγονός ότι βγήκα στη σύνταξη εδώ και έναν χρόνο, μου δημιουργεί μια αίσθηση ότι τα πράγματα έχουν παρέλθει και ότι πάω στην τελική φάση. Αυτό σου δημιουργεί πολλά ερωτήματα, όπως το πώς το αντιμετωπίζεις. Παλιά ας πούμε πίναμε επτά βότκες και δεν είχαμε πρόβλημα, τώρα μετά από ένα ξενύχτι την άλλη μέρα δεν μπορείς να σηκωθείς. Αυτά είναι σημάδια της σάρκας. Το σώμα σ’ ενοχλεί και σου στέλνει μηνύματα.
Γράφοντας γι’ αυτά συμφιλιώνεστε με την ιδέα; Συμφιλιώνομαι και συλλογίζομαι πάνω σ’ αυτό. Όχι μόνο για το σώμα καθ’ αυτό. Αλλά και γι’ αυτά που δεν γίνανε και γι’ αυτά που έχω χάσει. Στο διήγημα στην Απολλωνία Ίλη, μέσα στα λουτρά, λέει ότι γερνάμε χωρίς να έχουμε κάνει κάτι μεγαλειώδες. Να παίρναμε μέρος σε μια εκστρατεία και ας πεθαίναμε, λ.χ. Εμείς ζούμε σ’ έναν μικρόκοσμο κοντινών διαδρομών. Και όσο σκέφτεσαι τι έχουν κάνει άλλοι, έστω από συγκυρία, σου δημιουργεί ερωτήματα και συγκρίσεις.
Πάντα σκέφτεσαι ότι η μεγάλη περιπέτεια δεν βιώθηκε από τη γενιά μας. Έστω η αρνητική περιπέτεια του πολέμου, του θανάτου, της επιβίωσης ή της ελευθερίας.
Μετανιώνετε για πράγματα που δεν έχετε κάνει; Μετανιώνω για κάποια πράγματα που θα μπορούσα να κάνω, αλλά δεν βοήθησε η συγκυρία. Η γενιά μας δεν έζησε πολέμους, επαναστάσεις, μεγάλες περιπέτειες που θα μπορούσες να είχες συμμετάσχει και ή να είχες χαθεί ή δοξαστεί. Όταν διαβάζεις περιπέτειες άλλων ανθρώπων σε άλλες εποχές και βλέπεις τη φθορά του δικού σου σώματος, σκέφτεσαι ότι εμείς ζήσαμε μια ζωή πιο μετρημένη. Ίσως ζήσαμε την εσωτερική περιπέτεια πιο έντονα και μπορούμε να γράφουμε κάποια πράγματα. Όμως πάντα σκέφτεσαι ότι η μεγάλη περιπέτεια δεν βιώθηκε από τη γενιά μας. Έστω η αρνητική περιπέτεια του πολέμου, του θανάτου, της επιβίωσης ή της ελευθερίας.
Πιστεύετε ότι αυτό θα μας έδινε κάτι παραπάνω; Θα αισθανόμασταν διαφορετικά; Πιθανώς. Ήδη τώρα με την κρίση έχουμε ένα άλλο αίσθημα. Είναι μια κρίση ελαφριά βέβαια σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, όπως στη
Συρία, το
Ιράκ ή την
Ουκρανία. Εκεί μιλάμε για κοσμογονία, πολέμους, σκοτωμούς. Εμείς αυτά δεν τα ζήσαμε. Από τη μια είναι καλό, από την άλλη σκέφτεσαι ότι δεν δοκιμαστήκαμε μέσα σε μια περιπέτεια.
Υπάρχει όμως και ένα διήγημα που είναι πιο τρυφερό από τα υπόλοιπα του βιβλίου. Το Ώσπερ Πελεκάν. Αυτό πως χώρεσε ανάμεσα στα άλλα; Είναι η μαγεία της τρυφερότητας, της στοργής του πατέρα απέναντι στο παιδί. Είναι ο μύθος με τον πελεκάνο που αναφέρεται στο
Ευαγγέλιο και παραπέμπει στο αίμα του Χριστού. Υπάρχει μια διακύμανση στη ζωή που δεν μπορείς να μην τη σκεφτείς. Δεν είναι όλα σκληρά. Δεν υπάρχει μόνο ο θάνατος, αλλά και η γέννηση, τα πιτσιρίκια που πάνε πρώτη μέρα στο σχολείο. Είναι η πρόταση μιας άλλης, ελπιδοφόρας, διαδρομής. Γι’ αυτό και το τελευταίο διήγημα του βιβλίου προτείνει την επιστροφή στην ιερότητα, βουτώντας ο πρωταγωνιστής θεϊκά νερά του Όρους. Ψάχνει να βρει ξανά την ιερότητα των πραγμάτων, τη σημασία του ελάχιστου. Όχι με τη θρησκευτική έννοια, αλλά με την έννοια της μοναδικότητας που δεν μπορεί να συλλάβει το ανθρώπινο πνεύμα. Για παράδειγμα, το στάχυ και την τσουκνίδα, που εμείς θεωρούμε ασήμαντα είναι μοναδικά και ιερά γιατί θα ζήσουν αιώνες μετά από εμάς. Έχουμε διέλθει μέσα από μια φθορά, με τα λεφτά, την αναζήτηση της ευτυχίας, τα δανεικά από την Ευρώπη. Όλος ο λαός πέρασε μια φάση επιπόλαιης ευτυχίας και είχε χάσει την αίσθηση του πρωτογενούς και της αξίας του απλού. Αυτό πρέπει να βρούμε ξανά. Γι’ αυτό και ενώ η συλλογή ξεκινάει με τον Αυτόλυκο, μ’ έναν άνθρωπο που έχει γίνει λύκος και θέλει να κυριαρχήσει απέναντι στους άλλους, να κανιβαλίσει, τελειώνει με την πρόταση της επιστροφής στο πρωτογενές.
Αναφέρεστε πολύ συχνά στον Εμφύλιο πόλεμο και στις ανθρώπινες σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν μετά το τέλος του. Είμαστε ακόμη βαθιά διχασμένοι; Ο διχασμός είναι το εθνικό μας σπορ. Είναι κάτι που δεν αλλάζει. Είμαστε διχασμένοι από τον
Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο εμφύλιος από την άλλη, με όρους ένοπλου αγώνα, είναι κάτι το φρικαλέο και αδιανόητο, τόσο δολοφονικό που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τώρα. Δεν υπάρχει εμφύλιος μ’ αυτούς τους όρους, αλλά η ροπή να μαλώνουμε διαρκώς. Είναι ο χαρακτήρας του
Έλληνα. Έχουμε μια τάση αναρχικής αντίληψης του κόσμου. Οι
Γερμανοί ας πούμε υπακούουν σ’ ένα συνολικό όραμα, ενώ εμείς σε ένα ατομικό. Έχουμε μια φυσική ροπή προς την αναρχία, τον υποκειμενισμό. Αυτό μας δόξασε ως λαό, από την άλλη όμως μας κατέστρεψε γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε την ισορροπία, τα βαρύκεντρα ανάμεσα στην ατομικότητα και το συλλογικό.
Στην επόμενη σελίδα: οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, η δημοσιογραφία, η πολιτική και η Χρυσή Αυγή