«Δεν είχα την φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας. Ήθελα να είμαι μάχιμος δικηγόρος όπως και ήμουν μέχρι πρόσφατα. Ώσπου μία μέρα όταν δούλευα ήδη ως ποινικολόγος ανέλαβα την υπεράσπιση σε μία υπόθεση. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο τρεις νεαροί εισέβαλλαν σε ένα πάρτυ συνομιλήκων τους, τους χτύπησαν και τους λήστεψαν. Δεν ήταν κανένα φοβερό έγκλημα, ήταν όμως πρωτοφανές για την κοινωνία της Στοκχόλμης. Καθώς λοιπόν η δίκη τέλειωνε με την απολογία των κατηγορουμένων, η δικαστής τους ρώτησε που πίστευαν ότι θα βρίσκονται σε πέντε χρόνια. Τι θα κάνανε δηλαδή στο μέλλον. Ήταν μια δικαστής που πάντα ρωτούσε κάτι αντίστοιχο, ειδικά στα νέα παιδιά για να τους αποσπάσει κάποια μεταμέλεια ώστε να μοιράσει και τις αντίστοιχες μικρές ποινές. Μέχρι τότε άκουγε τα συνηθισμένα ψέματα που λένε οι κατηγορούμενοι από την έδρα, ότι θα βρούνε μία τίμια δουλειά ή ότι θα σπουδάσουν. Αυτή τη φορά όμως οι εικοσάχρονοι πετάχτηκαν όρθιοι ουρλιάζοντας «δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ούτε ξέρεις την ζωή που ζούμε, ούτε καταλαβαίνεις πως δεν έχουμε ελπίδα". Οπότε γύρισα σπίτι προβληματισμένος και άρχισα να γράφω για την ληστεία όχι όμως από την πλευρά της αστυνομίας, αλλά από την πλευρά του εικοσάχρονου θύτη. Επειδή συνειδητοποίησα ότι γι' αυτούς η παρανομία ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν η ίδια η ζωή τους».
Αυτές οι σημειώσεις που κράτησε εκείνη την νύχτα ο Γενς Λαπιντούς του έδωσαν το έναυσμα για την Τριλογία της Στοκχόλμης (Εύκολο Χρήμα, Μη Μασάς και Μεγάλη Ζωή - κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός) όπου περιέγραψε με ρεαλισμό την καθημερινότητα των συμμοριών στην Στοκχόλμη. Ύστερα άλλαξε κατευθυνση φιλοδοξώντας η νέα του τριλογία να είναι κάτι διαφορετικό όπως φαίνεται στο πρώτο μέρος, την «Αίθουσα VIP», και το δεύτερο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Στοκχόλμη» (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Η νέα τριλογία δεν περιγράφει μόνο τη ζωή των συμμοριών αλλά είναι πολύ πιο περίπλοκη... Φυσικά. Πέρασα εφτά χρόνια για να ολοκληρώσω την τριλογία της Στοκχόλμης. Ήθελα να αντιμετωπίσω μια νέα πρόκληση και όχι να καταλήξω ένας συγγραφέας που να παράγει νουάρ μυθιστορήματα με μία εργοστασιακή λογική. Οπότε ξεκίνησα να γράφω το πρώτο βιβλίο, την «Αίθουσα VIP», ως ένα υβρίδιο ανάμεσα στα προηγούμενα μυθιστορηματά μου και το παραδοσιακό νουάρ, με μία πιο μυστηριώδη πλοκή, μία απαγωγή, ένας φόνος και μία απάντηση στο κλασικό ερώτημα «ποιος είναι ο δολοφόνος». Ένα σκληρό νουάρ ανάγνωσμα με μία δόση παραδοσιακού αστυνομικού θρίλερ. Ήθελα να αναπλάσω αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν περιφέρεσαι στους σκοτεινούς δρόμους της Στοκχόλμης. Αλλά ήθελα και να ξεφύγω από το συνήθες αστυνομικό μυθιστόρημα όπου ένας ντετέκτιβ κυνηγάει έναν δολοφόνο, αυτό το είδος που κάνει θραύση τώρα στην Σουηδία και την Νορβηγία.
Πως εμπνεύστηκες την συγκεκριμένη ιστορία; Δουλεύω ακόμα ως ποινικολόγος οπότε στις αίθουσες των δικαστηρίων ακούω πολλές τρομακτικές ιστορίες. Λίγα χρόνια πριν είχα δουλέψει σε μία υπόθεση απαγωγής που προκάλεσε αίσθηση στην Σουηδία γιατί εδώ δεν είμαστε συνηθισμένοι σε ανάλογα εγκλήματα. Ο απαγωγέας στόχευε πλούσιους που ζούσαν μόνοι, τους απήγαγε και τους αποσπούσε χρήματα. Αυτή η υπόθεση με γοήτευσε. Τελικά τον συνέλαβαν και καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση.
Είναι ασυνήθιστο να είσαι δικηγόρος και να γράφεις αστυνομικά μυθιστορήματα. Οι πελάτες σου δεν είναι κάπως επιφυλακτικοί απέναντί σου; Όπως είναι λογικό είμαι πολύ προσεκτικός όταν διηγούμαι αληθινά περιστατικά. Θέλω οι πελάτες μου να μου δείχνουν εμπιστοσύνη και υπάρχει άλλωστε το επαγγελματικό απόρρητο. Από την άλλη ως δικηγόρος ποινικών υποθέσεων είμαι αναγκασμένος να μπαίνω στην θέση του ανθρώπου που υπερασπίζομαι, να βλέπω τον κόσμο με τα δικά του μάτια και να εξηγώ στους δικαστές και στο ακροατήριο, την δική του άποψη για το συμβάν. Όπως ακριβώς όταν καθομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα κάνω κάτι αντίστοιχο, μπαίνω στην θέση των ηρώων μου.
Πότε βρίσκεις χρόνο να γράφεις; Ο χρόνος είναι πάντα πρόβλημα, εννοώ η έλλειψη του. Τώρα πια δουλεύω περιστασιακά ως δικηγορος. Τρία χρόνια πριν, μετά το τρίτο μου παιδί αποφάσισα να γράφω περισσότερο και να δικηγορώ λιγότερο. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα να ολοκληρώσω τα προηγούμενα βιβλία μου αλλά δούλευα διαρκώς κάτω από την πίεση του χρόνου. Όλα άλλαξαν με την εμπορική επιτυχία της τριλογίας της Στοκχόλμης. Είμαι διάσημος στην Σουηδία. Αλλά ζω στο ίδιο σπίτι, οδηγώ το ίδιο αυτοκίνητο, και έχω την ίδια γυναίκα.
Τί σε ώθησε να περιγράψεις την εικόνα μίας άλλης Στοκχόλμης; Υπάρχει μια φιλοσοφική διάσταση στο γράψιμο μου. Ίσως προσπαθώ να μεταφέρω το μήνυμα πως ο κόσμος είναι περίπλοκος, δεν υπάρχει απλώς το καλό και το κακό, αυτός ο μανιχαϊσμός. Υπάρχουν οι ήρωες μου, οι χαρακτήρες που διαπράττουν παρανομίες αλλά παραμένουν ανθρώπινοι με την δική τους προσωπική ηθική. Δεν είμαστε άγγελοι, ούτε δαίμονες, κινούμαστε όλοι διαρκώς ανάμεσα σε αυτά τα δύο».
Οι συμμορίες που όπως περιγράφεις δρούνε στην Στοκχόλμη αποτελούνται κυρίως από μετανάστες δεύτερης γενιάς. Έχεις δεχτεί κάποια κριτική, όπως για παράδειγμα ότι είναι ρατσιστική η περιγραφή σου; Όχι, ποτέ, γράφω για ανθρώπους, όχι για φυλές ή εθνότητες. Οι Σουηδοί ξέρουν ότι απεικονίζω μία πραγματικότητα γιατί ζω μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν γράφω παρά μόνο για τους παρανόμους που συναντάω στην καθημερινότητά μου. Παραλλάσσω γεγονότα, ανακατεύω ιστορίες, όμως όλοι ξέρουν ότι καταγράφω τις εμπειρίες μου. Σε μία διάλεξη που είχα δώσει ως δικηγόρος σε ένα αστυνομικό τμήμα στα υποβαθμισμένα προάστια της Στοκχόλμης, ένας αστυνομικός μου είπε: «Γενς, κάθε φορά που συλλαμβάνουμε κάποιον νεαρό συμμορίτη στην γειτονιά, κάθε φορά όμως, βρίσκουμε κατά την έρευνα στο σπίτι του, δύο πράγματα. Μία αφίσα του Αλ Πατσίνο από τον "Σημαδεμένο" και ένα δικό σου μυθιστόρημα". Ήθελε λοιπόν να μάθει αν τα βιβλία μου διηγούνται με ρομαντική διάθεση και ωραιοποιούν τη ζωή του γκάνγκστερ. Ότι δηλαδή τους μαθαίνω να ζούν σαν εγκληματίες. Του απάντησα πως η ζωή του παράνομου, στα μυθιστορήματα μου δεν είναι ποτέ εύκολη, και σίγουρα ούτε ευτυχισμένη. Όπως και στον "Σημαδεμένο" άλλωστε, όπου ο Τόνι Μοντάνα φτάνει στην κορυφή του εγκλήματος και καταρρέει εντυπωσιακά.
Προσπαθείς να καταρρίψεις τον μύθο ότι η Σουηδία είναι μία χώρα-πρότυπο; Όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι μου κάνουν αυτήν την ερώτηση. Η εικόνα της Σουηδίας ως μίας χώρας που προσφέρει στους πολίτες της ασφάλεια, κοινωνικές παροχές, παιδεία και περίθαλψη κυριαρχεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Σε ό,τι αφορά το έγκλημα, στατιστικά η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οπότε είναι ακόμα μία εξαιρετική χώρα για να ζεις. Δεν είναι ο παράδεισος, αλλά έχουμε ακόμα μία ποιότητα ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε οργανωμένο έγκλημα, ναρκωτικά και βία στους δρόμους, δηλαδή όλα όσα γράφω.
Θεωρείς τον εαυτό σου μέλος του κύκλου των συγγραφέων του σκανδιναβικού νουάρ; Διαβάζω Αμερικανούς συγγραφείς, τον Τζέιμς Έλροι, τον Ντένις Λέχειν και τον Ντον Γουίνσλοου. Αντίθετα δεν πολυδιαβάζω Σκανδιναβούς. Προσπαθώ να είμαι εντελώς διαφορετικός απο τους συγγραφείς του σκανδιναβικού νουάρ. Συνήθως οι περισσότεροι έχουν ήρωα έναν αστυνομικό που ψάχνει να βρει εναν δολοφόνο. Εγώ δεν εχω ήρωες αστυνομικούς, δεν γράφω για μυστηριώδεις φόνους, αλλά για την αληθινή Στοκχόλμη και το πραγματικό έγκληνα στους δρόμους της. Είναι ευλογία και κατάρα μαζί γιατί όταν με καλούν στο εξωτερικό όλοι μου λένε για το σκανδιναβικό νουάρ και τους λέω ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Στην Ιταλία έπαθα σοκ όταν είδα στο εξώφυλλο της τριλογίας μου μία άλκη μέσα στο χιόνι. Ζήτησα εξηγησεις και κου είπαν ότι ήθελαν να δειξουν ότι είμαι συγγραφέας απο τον Βορρά. Τους είπα ότι δεν έχει καμία σχέση αυτό, οι ήρωές μου δεν βγαίνουν ούτε καν έξω από τη Στοκχόλμη, αλλά μου εξήγησαν ότι ήταν σημαντικκο να δείξουν πως είμαι Σουηδός.