Η Γερμανία ήταν κάποτε δύο χώρες. Μια φιλελεύθερη, δημοκρατική με καπιταλιστικό σύστημα στην οικονομία: η Δυτική Γερμανία. Και μία σοσιαλιστική, δικτατορική, με κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία: η Ανατολική ή η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως ήταν το επίσημο όνομά της.
Αυτή η δεύτερη Γερμανία ιδρύθηκε έπειτα από τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – συγκεκριμένα το 1949 – και σαράντα περίπου χρόνια μετά, κατέρρευσε. Για την ακρίβεια εξαφανίστηκε διαμιάς. «Εξατμίστηκε» (η μόνη τέτοια περίπτωση σε όλο το ανατολικό μπλοκ).
Ακόμη κι αν κάποιοι από εμάς παρακολουθήσαμε σχεδόν ζωντανά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έχουμε δει το Οι Ζωές των Άλλων και το Goodbye Lenin, έχουμε ακούσει για τα θρυλικά Traband (μάρκα αυτοκινήτων που κατασκευάζονταν εκεί), τη Vita Cola (η Ανατολικογερμανική Coca-Cola) και τη Zeha (μάρκα αθλητικών), η εικόνα που έχουμε για αυτή την «ανύπαρκτη» πια χώρα παραμένει στερεοτυπική και μονοσήμαντη.
Κατ’ ουσία, ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας γίνεται αντιληπτή είτε ως χώρα αδίστακτων κι ανηλεών πρακτόρων της Στάζι, είτε ως πατρίδα αμετανόητων ρομαντικών, θαρραλέων επαναστατών και ηρωϊκών αντιναζιστών.
Για τον Μαξίμ Λεό, συγγραφέα του Ψηλά τις Καρδιές. Μια Οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία (εκδόσεις Δώμα) η εικόνα αυτή είναι στρεβλή και εσφαλμένη. Ναι, ήταν όντως μία χώρα ανελεύθερη, και ναι, ήταν όντως μια χώρα φυλακή, αλλά δεν κατοικούνταν μόνον από αμείλικτους πράκτορες και κυνικούς δωσίλογους ή παθιασμένους ουτοπιστές κι έτοιμους να θυσιάσουν τη ζωή τους, για το καλό του συνόλου, επαναστάτες. Προφανώς και όχι.
Ποιοι ήταν όμως εκείνοι που ζούσαν εν τέλει πίσω από το τείχος;
Σε αυτούς αφιερώνει το έργο του ο Λεό. Για την ακρίβεια για τους πιο κοντινούς του από εκείνους: την Άννε, τον Βολφ, τον Γκέρχαρντ, τον Βέρνερ, τη Ζίγκριντ, τη Νόρα – δηλαδή τη μητέρα, τον πατέρα, τους παππούδες και τις γιαγιάδες του. Και τους εμφανίζει εμπρός μας ατόφιους και αφτιασίδωτους. Εξιστορεί τη ζωή τους δίχως περιστροφές και δίχως υπερβολές: έζησαν στο σταυροδρόμι της ουτοπίας με την πραγματικότητα, του ονείρου με την απογοήτευση, της δικής τους προσωπικής πορείας με την αδήριτη πορεία και την ακαταμάχητη κίνηση του κόσμου ολόκληρου. Ονειρεύτηκαν, πίστεψαν, διαψεύστηκαν, συμβιβάστηκαν, προδόθηκαν, αλλά κι ερωτεύτηκαν, αγάπησαν, πόθησαν και αγωνίστηκαν.
Εν κατακλείδι, μας αφηγείται την τραγική και ταυτόχρονα συναρπαστική ιστορία μιας οικογένειας και μιας χώρας – αμφότερες πλέον «χαμένες». Είναι, υπό αυτή την έννοια, ένα σπαρακτικά ανθρώπινο, λιτό, ουσιώδες και βαθιά ειλικρινές, μάθημα συνείδησης και ιστορίας.
Μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε με τον συγγραφέα. Τα όσα είπαμε ακολουθούν.
Στο κείμενο κάνουν την εμφάνισή τους, κάπως απροσδόκητα, ορισμένες φωτογραφίες από τη ζωή των «ηρώων» σας. Τί σας οδήγησε σε αυτό; Μου αρέσει γενικά να βλέπω φωτογραφίες σε ό,τι κάνω ή δουλεύω ή δημιουργώ ή απλά διαβάζω. Με βοηθάει να έρθω πιο κοντά σε αυτό που διηγούμαι, στην ίδια την ιστορία που γράφω. Αισθάνομαι ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πραγματικά ζωντανοί και ότι όλα όσα γράφω συνιστούν την προσωπική τους μαρτυρία.
Πόσο δύσκολο σας ήταν να γράψετε για κάτι τόσο προσωπικό; Πόσο δύσκολο ήταν να παρουσιάσετε την ιστορία των δικών σας ανθρώπων; Όχι τόσο πολύ. Είμαι συνηθισμένος στο να γράφω σε αυτό το προσωπικό στυλ. Αυτό άλλωστε είναι το ύφος που αξιοποιώ για είκοσι χρόνια τώρα στην Berliner Zeitung. Εκεί γράφω για τη ζωή μου και την οικογένεια μου με αυτόν ακριβώς τον τρόπο.
Θα μου ήταν πιο δύσκολο το να μην γράψω με αυτή την βιωματική και προσωπική οπτική. Γράφω υποκειμενικά, διότι δεν επικαλούμαι μια αντικειμενική αλήθεια. Δεν θέλω να υποκρίνομαι ότι έχω κατακτήσει ή ότι υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια κάπου.
Φυσικά υπάρχει κάποιο κόστος σε αυτό. Οι πιο προσωπικές συνεντεύξεις ήταν αναμφίβολα επώδυνες. Όταν ο γιός θέτει δύσκολα ερωτήματα στη μητέρα και η μητέρα πιέζεται και βάζει τα κλάματα, σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο. Γίνεται όμως αλλιώς; Μάλλον όχι. Ο γιός σε αυτή την απαιτητική συνθήκη είναι πέρα από γιός και ερευνητής και πρέπει να ρωτήσει, πρέπει να μάθει.
Η Ανατολική Γερμανία στην πραγματικότητα ενσωματώθηκε απόλυτα στο Δυτικό κράτος. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Υιοθετήσαμε το σύνταγμά του, τους νόμου του, τα πάντα. Ήταν λες και δεν υπήρξε τίποτε που να θεωρήθηκε άξιο να παραμείνει.
Μετράμε ήδη τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το 2019 ήταν χρονιά επετειακή. Πώς αισθάνεστε σε αντίστοιχες επετείους; Οι ιστορικές επέτειοι είναι πάντα περίεργες. Καθώς γιορτάζεις κάτι που προϊόντος του χρόνου γίνεται όλο και πιο αναληθές. Κάτι που γίνεται όλο και πιο ψεύτικο, μη αληθινό.
Η Ανατολική Γερμανία που γιορτάζουμε στις επετείους είναι πλέον μια εκδοχή «μουσείο» της χώρας που υπήρξε κάποτε. Μια καρικατούρα του τί πραγματικά ήταν. Υπάρχει πολύ άσπρο και πολύ μαύρο και πολύ λίγο γκρι. Η χώρα παρουσιάζεται ως χώρα των άκρων. Μια εικόνα που δεν είναι αληθινή. Το προϊόν ενός εργοστασίου κλισέ και στεροτύπων.
Ποια είναι η εικόνα που έχουμε σήμερα για τη χώρα που κατέρρευσε μαζί με το τείχος; Η εικόνα που έχουμε για αυτό το κράτος σήμερα είναι ότι εκεί ζούσαν μόνον δύο ειδών πολίτες. Από τη μία πλευρά, οι πολύ θαρραλέοι που ήθελαν να απελευθερώσουν τη χώρα από τους Ναζί και να αλλάξουν τον κόσμο, και από την άλλη πλευρά, οι πολίτες πράκτορες, οι πολίτες που είτε δούλευαν για τη Στάζι, είτε συνεργάζονταν με αυτή για να καταπιέζουν τον κόσμο.
Παραδόξως, σε αυτή την εικόνα άσπρου – μαύρου απουσιάζουν οι κανονικοί άνθρωποι. Λείπουν εκείνοι που ούτε κατέδιδαν, ούτε οραματίζονταν. Είναι σαν να μην υπήρχαν όσοι ζούσαν μία κανονική ζωή. Είναι κάτι που συμβαίνει πάντα με την ιστορία, υπάρχει ένας εξτρεμισμός – μία πόλωση της εικόνας. Αυτή είναι η στρεβλή εικόνα που έχουμε για το κράτος που το 1989 εξαφανίστηκε. Όμως προσωπικά θα μιλήσω: η εικόνα αυτή είναι λάθος.
Πώς αισθάνεστε όταν αντικρύζετε τα απομεινάρια του Τείχους; Πώς νοιώθετε για αυτό το σύμβολο σήμερα; Είναι αναμφίλεκτα ένα περίεργο σύμμικτο συναίσθημα. Αντιλαμβάνεσαι αρχικά την αξία του συμβόλου. Έπειτα αναμετριέσαι με την προσωπική διάσταση της ιστορίας. Στην ουσία αισθάνεσαι μέρος της ιστορίας. Είσαι και υπήρξες μέρος της. Οπότε, ναι, λες ήμουν τυχερός που το έζησα.
Περνάω ακόμη και σήμερα από την πύλη του Βρανδεμβούργου, το σύνορο μεταξύ ανατολικού και δυτικού Βερολίνου και το αισθάνομαι όλο αυτό που συνέβη τότε. Αισθάνομαι το βάρος της ιστορίας. Το βάρος των στιγμών που έζησα όταν το τείχος έπεφτε, αλλά και όλο το βάρος των στιγμών της προηγούμενης ζωής μου, της ζωής μου ως Ανατολικογερμανός, της ζωής μου σε αυτό το κράτος φυλακή.
Σε προσωπικό επίπεδο θα έλεγα ότι ένα τέτοιο καθεστώς ίσως το αντέχεις ως και την εφηβεία. Αργότερα γίνεται εξαιρετικά επώδυνο. Εκεί γύρω στα δεκάεξι θυμάμαι πως όλο αυτό το «παιχνίδι» είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά δύσκολο, επίπονο, τραυματικό.
Πώς είναι το να ζεις σε ένα κράτος φυλακή; Πώς είναι το να ζεις δίχως ελευθερία; Δίχως να μπορείς να πεις και να κάνεις αυτό που θέλεις; Η ανελευθερία είναι μια συμπεριφορά που υιοθετείς ανεπαίσθητα, σχεδόν ασυναίσθητα. Δε νιώθεις το πώς γίνεται. Μάλλον το αποδέχεσαι. Αφομοιώνεις. Μαθαίνεις τί είναι αυτό που μπορείς να συζητήσεις και τί είναι αυτό που δεν μπορείς να συζητήσεις.
Μαθαίνεις δηλαδή να μην είσαι ελεύθερος; Γίνεται κάτι τέτοιο; Ναι. Με τον καιρό, το να ζεις δίχως ελευθερία σου γίνεται δεύτερη φύση. Εξοικειώνεσαι με τους άρρητους κώδικες, τις υπόρρητες σημασίες, κι αφήνεις – πολλές φορές εγκαταλείπεις – πολλά και σημαντικά πράγματα στη σιωπή. Αποδέχεσαι ότι υπάρχουν θέματα που πρέπει να συζητήσεις και θέματα που δεν πρέπει να συζητήσεις. Ούτε καν να θίξεις.
Σε προσωπικό επίπεδο θα έλεγα ότι ένα τέτοιο καθεστώς ίσως το αντέχεις ως και την εφηβεία. Αργότερα γίνεται εξαιρετικά επώδυνο. Εκεί γύρω στα δεκάεξι θυμάμαι πως όλο αυτό το «παιχνίδι» είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά δύσκολο, επίπονο, τραυματικό. Είναι η εποχή που αρχίζεις να έχεις ουσιαστική άποψη για τον κόσμο γύρω σου. Βλέπεις πιο καθαρά, αντιλαμβάνεσαι. Και γι’ αυτό θέλεις και να μιλήσεις. Να πεις αυτό που σκέφτεσαι, όπως το σκέφτεσαι. Σε αυτή περίπου την ηλικία, η πίεση γίνεται οδυνηρή. Η απουσία δυνατότητας ελεύθερης έκφρασης, ολέθρια.
Βλέποντας πλέον τα γεγονότα από ιστορική απόσταση, θα λέγατε ότι το 1989 νίκησε η Δυτική Γερμανία ή έχασε η Ανατολική; Προφανώς και τα δύο. Η ιστορία που γράφτηκε έκτοτε το αποδεικνύει. Η Δυτική Γερμανία κατήγαγε μία τεράστια νίκη και η Ανατολική υπέστη μία οδυνηρή ήττα. Αυτό είναι ξεκάθαρο.
Η Ανατολική Γερμανία στην πραγματικότητα ενσωματώθηκε απόλυτα στο Δυτικό κράτος. Απορροφήθηκε από αυτό, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Υιοθετήσαμε το σύνταγμά του, τους νόμου του, τα πάντα. Ήταν λες και δεν υπήρξε τίποτε που να θεωρήθηκε άξιο να παραμείνει ή/και να χρησιμοποιηθεί από την Ανατολική Γερμανία. Δεν πήραν τίποτε από αυτό το κράτος. Στάση ιδιόρρυθμη. Άποψη που τη θεωρώ κάπως υπερβολική. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο η Ανατολική Γερμανία απλά διαμιάς εξαφανίστηκε.
Οι πιο προσωπικές συνεντεύξεις ήταν αναμφίβολα επώδυνες. Όταν ο γιός θέτει δύσκολα ερωτήματα στη μητέρα και η μητέρα πιέζεται και βάζει τα κλάματα, σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο.
Τι εννοείτε λέγοντας ότι η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας «εξαφανίστηκε»; Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο κράτος το οποίο να εξαφανίστηκε με αντίστοιχο τρόπο. Υπάρχουν εκείνα που διαλύθηκαν, εκείνα που κατακτήθηκαν, εκείνα που ανασυστήθηκαν. Εδώ τίποτε από όλα αυτά. Πλήρης απορρόφηση. Η εξουσία πήγε όλη στη Δυτική Γερμανία. Αυτή ήταν η κυρίαρχη. Έγινε σχεδόν αποικιοποίηση.
Υπάρχει κάποιο συλλογικό «εμείς» ή κάποια αίσθηση κοινότητας ανάμεσα στους Ανατολικογερμανούς σήμερα, τριάντα χρόνια μετά; Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ναι, υπό μία έννοια, υπάρχει ένα εμείς. Υφίσταται μια νοσταλγία για κάτι το κοινό που υπήρξε. Μια αίσθηση συλλογικότητας που δεν υπάρχει πια. Ωστόσο, αυτό το συναίσθημα δεν σχετίζεται με το καθεστώς. Το καθεστώς ήταν ένα καθεστώς καταπίεσης, φόβου, ψεύδους, ανελευθερίας. Κανείς δεν νοσταλγεί το καθεστώς. Αυτό στο οποίο αναφέρεται αυτή η ανάμνηση είναι ένα εμείς πιο προσωπικό, του τόπου, του χώρου όπου γεννήθηκαν και έζησαν, των εμπειριών και των στιγμών με την οικογένεια και τους φίλους. Είναι ένα εμείς προσωπικό. Όχι το καθεστώς φυλακή. Μια πατρίδα, απόλυτα προσωπική.