Καθηγητής φιλοσοφίας στην École Polytechnique, σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού "Esprit" και συνεπιμελητής της σειράς "l'Ordre philosophique" των εκδόσεων Seuil, ο σαραντάχρονος Μικαέλ Φεσέλ δεν είναι ένας συνηθισμένος στοχαστής. Το μαρτυρούν τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται: το πάθος, η εμπειρία, η αίσθηση, το πρόβλημα του κακού, η απώλεια, η ανάγκη για ασφάλεια, η νύχτα. Ζητήματα που βρίσκονται στο σύνορο του ιδιωτικού με το δημόσιο, στις παρυφές του πολιτικού, εκεί που το άτομο συναντά την κοινωνία. Πρόκειται για επιλογή διπλά σκόπιμη. Αφ’ ενός, εστιάζοντας το βλέμμα του σε αυτά τα φαινόμενα, ο Γάλλος στοχαστής βοηθά τη σύγχρονη φιλοσοφία να ανακτήσει την επαφή και τη σχέση της με την πραγματικότητα. Αφ’ ετέρου, αναλύοντας αυτά τα ζητήματα, ο Φεσέλ ανακαλύπτει νέους τρόπους προσέγγισης ή καλύτερα πλαγιοκόπησης των θεμάτων που θα ονομάζαμε κλασσικά και θεμελιώδη: ελευθερία, ισότητα, πρόοδος, σύγχρονη δημοκρατία, κράτος, λαός, έθνος, παγκοσμιοποίηση. Αυτό το «λοξό», και την ίδια στιγμή ρηξικέλευθο και ζείδωρο, βλέμμα επιτρέπει στην σκέψη του να «αναπνεύσει» και να αναπτυχθεί, χαρίζοντας στη σύγχρονη φιλοσοφία και την παράδοση του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού το χαμένο σθένος και τη διαύγειά τους. Το σθένος και τη διαύγεια που έχουν – σήμερα περισσότερο από ποτέ – ανάγκη.
Με αυτό τον ιδιότυπο τρόπο, ο Φεσέλ, πραγματεύεται την ιδέα και την εμπειρία της παρηγοριάς, επιχειρώντας να αναμετρηθεί με μια σειρά από βασανιστικά ερωτήματα: Τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στην οδύνη που προκαλεί η απώλεια; Πως παρηγορούμε εκείνον ή εκείνη που αντιμετωπίζει τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου; Πώς αυτόν ή αυτήν που έχασε τον έρωτα; Τη ζωή που είχε ή ονειρευόταν; Πώς εκείνον ή εκείνη που απέτυχε, που απέτυχε οικτρά, ριζικά, χάνοντας τα πάντα; Και τι συμβαίνει όταν περνάμε από τον πόνο της προσωπικής απώλειας σε εκείνον της συλλογικής; Πώς αντιμετωπίζει κανείς την απώλεια ιδανικών, αρχών ή αξιών; Την απώλεια της ελευθερίας; Της Δημοκρατίας; Κι ο ρόλος της φιλοσοφίας; Μπορεί να μας παρηγορήσει; Ή μήπως έχει εγκαταλείψει αυτή την προσπάθεια αιώνες τώρα, παραχωρώντας το δικαίωμα του παρηγορητή στη θρησκεία και στην ψυχολογία;
Έπειτα από δέκα χρόνια πολυ-επίπεδης κρίσης στη χώρα μας, κι ενώ η Δημοκρατία μετρά τις πληγές της σε παγκόσμια κλίμακα, όσα είχαμε ή θεωρούσαμε δεδομένα μοιάζουν να έχουν οριστικά χαθεί. Ίσως τώρα καθίσταται περισσότερο αναγκαία από ποτέ μια γραμματική της παρηγοριάς. Ίσως σήμερα να αποτελεί χρέος για τη φιλοσοφία να πραγματευτεί την απώλεια και την οδύνη, τη βάσανο ή τη μελαγχολία και κυρίως την παραίτηση που πολλές φορές τις ακολουθεί. Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, το να παραιτούμαστε από το μέλλον, εξαιτίας όσων χάσαμε στο παρόν, ίσως είναι ό,τι πιο καταστροφικό...
Τι σας ώθησε στο να γράψετε ένα βιβλίο για την παρηγοριά; Όπως σε πολλά άλλα ζητήματα, με τα οποία έχω καταπιαστεί, έτσι κι εδώ, αυτό που με ενδιαφέρει είναι η συνάρθρωση του πολιτικού με το αισθητό. Η παρηγοριά είναι πρωτίστως μία ηθική χειρονομία η οποία συνίσταται στην απόπειρα να μοιραστείς αυτό που δεν γίνεται να μοιραστεί (τον πόνο, κλπ.). Ο παρηγορητής δεν υπομένει και δεν υποφέρει τον ίδιο πόνο με αυτόν που έχει ανάγκη την παρηγοριά, αλλά προσπαθεί να υπερβεί αυτό τον διαχωρισμό με μία χειρονομία, με μια πράξη ή με τον λόγο. Δεν καταργεί τον πόνο, αλλά αυτό που ο Γκέοργκ Ζίμελ ονόμαζε «την οδύνη της οδύνης», δηλαδή όλα τα συναισθήματα της ντροπής, της ενοχής ή της μοναξιάς που προστίθενται στη δυστυχία και τη λύπη.
Η παρηγοριά είναι ως εκ τούτου ταυτόχρονα μία πράξη κοινωνική που θεμελιώνει μία κοινότητα ανάμεσα σε δύο άτομα, αλλά και μια χειρονομία και πράξη αισθητή που απαιτεί τακτ. Ορμώμενος από αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση θέτω το ερώτημα σχετικά με αυτό που κάνει την παρηγοριά σήμερα αναγκαία, αλλά και πιο δύσκολη από ποτέ.
Είναι στις μέρες μας πιο δύσκολο να βρούμε την παρηγοριά; Μπορεί η φιλοσοφία να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε πόνο που προκαλεί η απώλεια; Η παρηγοριά έχει καταστεί αναμφίβολα πολύ δύσκολη στη σύγχρονη εποχή. Στην αρχαιότητα, ήδη από τον Πλάτων, η φιλοσοφική γνώση λειτουργούσε ως βάλσαμο. Αρκεί να θυμηθούμε τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης είχε προσπαθήσει να παρηγορήσει τους μαθητές του αναφορικά με την καταδίκη του σε θάνατο, και αυτό το έκανε προωθώντας επιχειρήματα σχετικά με την αθανασία της ψυχής. Από εκείνο το σημείο, ιδρύεται ένα ξεκάθαρο είδος φιλοσοφίας της παρηγοριάς, την οποία βρίσκουμε στους Στωικούς και τον Βοήθιο. Κάθε φορά, η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι η πρόσβαση στην αλήθεια μας κάνει πιο δυνατούς απέναντι στην απώλεια και τα βάσανα.
Αυτή η φιλοσοφική παράδοση προοδευτικά χάθηκε. Κατά αρχάς επειδή η παρηγοριά έγινε αποκλειστικό προνόμιο της χριστιανικής θρησκείας, εν μέρει σε αντίθεση με τα αρχαία πρότυπα σκέψης. Αλλά προπαντός επειδή αυτό φάνηκε να επιδιώκει – αρκετά αργότερα – η νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα διέρρηξε τους δεσμούς της με την ιδέα ότι η φιλοσοφική γνώση είναι αναγκαία παρηγορητική. Αν η γνώση οφείλει εφεξής να συνδέεται με την επιστήμη, τότε οφείλει και να είναι αντικειμενική, να προσκαλεί σε ακόμη περισσότερη φωτεινότητα. Και αυτό δίχως να εγγυάται πως αυτό που θα ανακαλύπτει και θα αποδεικνύει θα είναι αναγκαστικά παρήγορο. Ειδικότερα, η νεωτερική φιλοσοφία εγκατέλειψε τη γνώση των ύστατων πραγμάτων και του επέκεινα: του Θεού ή της Αθανασίας της ψυχής. Οριακά, σε αυτό το πλαίσιο, ο νεωτερικός φιλόσοφος εμφανίζεται περισσότερο ως εκείνος που πρέπει να πολεμήσει τις απατηλές παρηγοριές (Νίτσε) ή «το όπιο του Λαού» (Μαρξ).
Με το βιβλίο μου προσπαθώ να αποκαταστήσω την ιδέα της παρηγοριάς, δίχως ωστόσο να υπερασπίζομαι μία επιστροφή στα αρχαία πρότυπα γνώσης. Με άλλα λόγια, ναι, η φιλοσοφία δεν δύναται να παρηγορεί πια, αλλά η παρηγοριά μπορεί και είναι μια ιδέα φιλοσοφική. Μια ιδέα που μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την ανθρώπινη περατότητα, όχι μόνον ως κάτι που μας καθιστά τρωτούς και εύθραυστους, αλλά πολύ περισσότερο μας ως δύναμη που μας βοηθά τελικά να νικήσουμε τον πόνο και την οδύνη της απώλειας.
Η φιλοσοφία δεν δύναται να παρηγορεί πια, αλλά η παρηγοριά μπορεί και είναι μια ιδέα φιλοσοφική.
Ζούμε σήμερα στον Καιρό της Παρηγοριάς; Αν ζούμε «τον καιρό της παρηγοριάς» είναι επειδή έχουμε χάσει την πλειονότητα των σύγχρονων πολιτικών ιδανικών της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού. Έχουμε απόλεσει ιδανικά όπως η πρόοδος, η χειραφέτηση, η ισότητα, η συλλογική αυτονομία. Αυτή η απώλεια προκαλεί ένα είδος μελαγχολίας, το οποίο συναντάμε προπαντός ανάμεσα στους προοδευτικούς (τη «μελαγχολία της Αριστεράς» για την οποία έκανε λόγο ο Βάλτερ Μπένγιαμιν). Η παρηγοριά, υπό αυτή την έννοια, κατέχει επίσης μία διάσταση πολιτική: συνίσταται στο να προτείνεις νέα ιδανικά που δεν προδίδουν τα παλαιά, αλλά τους δίνουν μία νέα κατεύθυνσή, ένα νέο προσανατολισμό. Όπως στην ιδιωτική και μύχια παρηγοριά, το πιο δύσκολο είναι να κάνεις την απώλεια ενέργεια και πράξη, δίχως να την περιορίσεις, δίχως να την ελαχιστοποιήσεις. Δηλαδή να δείξεις ότι ένας άλλος ορίζοντας είναι εφικτός, δυνατός.
Ο Διαφωτισμός, ως ορίζοντας και σχέδιο για την πρόοδο, την ισότητα, την ελευθερία, διαθέτει ακόμη αξία ή έχει απολέσει τη σημασία του στους καιρούς μας; Συχνά παραθέτω τη ρήση του Γιούργκεν Χάμπερμας: οφείλουμε να παραμείνουμε πιστοί στις «υποσχέσεις της νεωτερικότητας, τις οποίες δεν έχουμε τηρήσει». Η πρόκληση είναι διττή. Οφείλουμε να την υπερβούμε και στις δύο πλευρές της. Από τη μία, ο Διαφωτισμός πρόδωσε αρκετά συχνά τις υποσχέσεις της ισότητας και της χειραφέτησης. Από την άλλη πλευρά, μόνον επί τη βάσει αυτών των υποσχέσεων που γέννησε διαθέτουμε πλέον τη δυνατότητα να του ασκούμε κριτική, αλλά και να αξιολογούμε την πορεία του.
Σε αυτή τη βάση, ο Διαφωτισμός σηματοδοτεί μία ριζική τομή και ρήξη: την ιδέα ότι ο ανθρώπινος λόγος συναρτάται με τη χειραφέτηση. Πρόκειται για μία ιδέα έντονα παρούσα στον Καντ, τον συγγραφέα του Τί είναι ο Διαφωτισμός;, το 1784. Ποια είναι αυτή η νέα ιδέα πιο συγκεκριμένα; Το ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν έχει ως μοναδικό στόχο την γνώση, δεν περιορίζεται στην άσκηση της επιστήμης και της τεχνικής. Ο λόγος είναι επίσης η δυνατότητα που μας επιτρέπει να προσανατολιστούμε μέσα στη δράση και να διακρίνουμε το δίκαιο από το άδικο. Από την ώρα που υιοθετούμε την στάση και την πρακτική να περιορίζουμε τον λόγο στον υπολογισμό, και να ερμηνεύουμε τα πάντα με όρους τιμών και ωφελημάτων, τότε βγαίνουμε μόνον χαμένοι. Για εμένα, η εφεύρεση του Πρακτικού Λόγου από τον Διαφωτισμό έχει μεγαλύτερη αξία σήμερα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν.
Ποιοι από τους Φιλοσόφους του Διαφωτισμού σας εμπνέουν; Παραπέμπω συχνά στον Ρουσσώ και στον Καντ. Στον Ρουσσώ επειδή είναι εντός του Διαφωτισμού και την ίδια στιγμή του ασκεί κριτική. Και με αυτό τον τρόπο καταδεικνύει ότι η κριτική του Διαφωτισμού είναι πάντα ένα είδος αυτοκριτικής. Ο Ρουσσώ βλέπει πολύ καλά την απόσταση που χωρίζει τις δηλώσεις των Εγκυκλοπαιδιστών για την ελευθερία και τη σχετική αδιαφορία τους για τα ερωτήματα που αφορούν στην κοινωνία. Για τον Ρουσσώ, ελευθερία και ισότητα είναι αλληλένδετες. Καθότι η ελευθερία είναι πρωτίστως πολιτική, υπόσχεται τη ρεαλιστική και πραγματική πιθανότητα για τους πολίτες να συμμετάσχουν στις υποθέσεις και στη διακυβέρνηση μίας πολιτείας. Ωστόσο, μια πολύ μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους οδηγεί αναπόδραστα σε μία απογοήτευση από την ελευθερία.
Ο Καντ, όπως προανέφερα, κληροδότησε στη φιλοσοφία την ιδέα ότι ο λόγος έχει πρακτική φύση, παράγει δηλαδή επιταγές ηθικές και επιταγές δικαιοσύνης. Για αυτό το λόγο, ανέπτυξε μια ριζική κριτική της μεταφυσικής, ως πρόφασης/αξίωσης του λόγου να υπερβεί την πραγματικότητα και να αποκτήσει πρόσβαση στο επέκεινα, να γνωρίσει δηλαδή τον Θεό ή την ουσία της ψυχής. Ο Καντ είναι ένας στοχαστής της περατότητας που δεν αρνείται ωστόσο το απόλυτο. Αλλά το απόλυτο ορίζεται για εκείνον από την ελευθερία, όχι από ένα υπερβατικό προς την ανθρωπότητα ον. Είναι σε αυτή τη βάση που ο Κάντ υποστήριξε έως το τέλος τη Γαλλική επανάσταση, στην οποία έβλεπε ένα φιλοσοφικό γεγονός. Παρά τις ακρότητες του Τρόμου, η Επανάσταση σηματοδότησε την είσοδο της πολιτικής ελευθερίας στη σκηνή της ιστορίας. Ο Καντ γράφει ότι αυτό το γεγονός θα παραμείνει «αλησμόνητο».
Δύομιση αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση και οι δυνάμεις του αυταρχισμού επανακάμπτουν. Μήπως πλέον έχουμε χάσει την πίστη μας στη Δημοκρατία; H άνοδος των αυταρχικών ρευμάτων σε όλον τον πλανήτη, το γεγονός ότι βρίσκονται ήδη στην εξουσία, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τη Βραζιλία, καθιστά αυτή την ερώτηση εξαιρετικά επείγουσα. Το ότι παρατηρείται μια δυσαρέσκεια για την ελευθερία ή την ισότητα, αυτό μοιάζει πλέον προφανές. Θα δίσταζα, εν τούτοις, να θεωρήσω υπεύθυνη για αυτό την ίδια τη Δημοκρατία. Αρκετά συχνά, περιορίζουμε τη Δημοκρατία σε ένα καθεστώς θεσμών το οποίο περιστρέφεται γύρω από την εκλογική διαδικασία. Επί αυτής της βάσης, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών απομακρύνεται από τη Δημοκρατία, καθώς θεωρεί ότι η ψήφος δεν αρκεί και δεν έχει τελικά ισχύ (η Ελλάδα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ένα καλό παράδειγμα).
Κατά τη γνώμη μου, η Δημοκρατία είναι αρχικά μία μορφή κοινωνίας θεμελιωμένης στη διαμάχη, στην αντιπαράθεση και στη διένεξη. Σε αυτό που ο Κλοντ Λεφόρ ονομάζει «η νομιμότητα του να τίθεται προς συζήτηση το τι θεωρείται νόμιμο και τι έκνομο». Γι’ αυτό τον ακριβώς τον λόγο η δημοκρατική κοινωνία είναι εύθραυστη, διότι θεμελιώνεται στην απροσδιοριστία. Στις ημέρες μας, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Το πλήθος των συλλογικών εμπειριών δεν ήταν ποτέ τόσο ευρύ όσο σήμερα. Υπάρχουν μια σειρά από νέες συλλογικές εμπειρίες στον τομέα της οικολογίας, της εργασίας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, κλπ., οι οποίες δεν αντανακλώνται (και δεν βρίσκουν την έκφρασή τους) στο πολιτικό. Παραμένουν στο περιθώριο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και πληροφόρησης, αλλά και εκτός της ατζέντας των επίσημων πολιτικών κομμάτων. Αυτό απουσιάζει: η μετάφρασή των συγκεκριμένων νέων συλλογικών εμπειριών σε θεσμικό επίπεδο.
Το να ξαναβρούμε την όρεξη και την επιθυμία για τη δημοκρατία θέτει ως προϋπόθεση το να επαναπροσδιορίσουμε τη Δημοκρατία, έτσι ώστε να συμπεριλάβει και να εκφράσει τις εμπειρίες, τα νέα δεδομένα και εν τέλει την πραγματικότητα της ζωής μας.
Αν υπάρχει, λοιπόν, μέλλον για την Αριστερά, βρίσκεται – νομίζω – σε αυτό ακριβώς το σημείο: στην επανασύνδεση με αυτήν την κοινή λογική, στην ανασύσταση των δεσμών της με την πραγματικότητα.
Διαθέτει φωνή η Αριστερά σήμερα; Κι αν όχι, πώς θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τις ευαισθησίες και την πραγματικότητα που βιώνουν οι σύγχρονοι πολίτες; Νομίζω ότι πρέπει να το θεωρήσουμε ως δεδομένο: ο λόγος της Αριστεράς δεν κατορθώνει σήμερα να ακουστεί. Έχει γίνει πολύ συζήτηση κι έχουμε επιμείνει αρκετά στο τέλος των επαναστατικών ιδανικών που συνδέονται με τον μαρξισμό. Ωστόσο, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι σήμερα και ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός βρίσκεται εξίσου σε κρίση. Το αποδεικνύει η πρόδηλη κατάρρευσή του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Φαίνεται ότι το γενικότερο σχέδιο της Αριστεράς, επαναστατικής και ρεφορμιστικής, έχει ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, η πίστη στην πιθανότητα του μετασχηματισμού του κόσμου στον άξονα της ισότητας και της προόδου μοιάζει να έχει χαθεί. Θα μπορούσαμε, συνεπώς, να υποστηρίξουμε ότι η Αριστερά έχει χάσει τη μάχη του μέλλοντος. Ωστόσο, κι αυτό έχει τρομακτικό ενδιαφέρον καθώς μοιάζει παράδοξο, το μέλλον αποτελούσε πάντοτε τη διάσταση του χρόνου, στην οποία η Αριστερά κατείχε σχεδόν προνομιακή θέση.
Σε αυτό το πλαίσιο, πέρα από τις ιδεολογικές προσαρμογές και τα προγράμματα, μου φαίνεται ότι ο πρώτιστος στόχος της Αριστεράς οφείλει να είναι η εκ νεόυ κατάκτηση της ευαισθησίας. Χρειάζεται αυτό που η Άρεντ ονόμαζε «κοινή λογική». Χρειάζεται το συναίσθημα του ότι ανήκει σε αυτόν τον κόσμο και ότι φέρει ευθύνη για αυτόν. Απέναντι στις καταστροφές οι οποίες έχουν προκληθεί από την υπερεκμετάλλευση της φύσης, απέναντι στις οδύνες που σχετίζονται με την εργασία, απέναντι σε ορισμένες από τις εκτροπές της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, μια ορισμένη ευαισθησία της Αριστεράς έχει ήδη εκφραστεί. Ωστόσο χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια και επιμονή. Οι συνθήκες που επικρατούν συνιστούν – υπό όρους – ευκαιρία: ο τεχνοκρατικός και χρηματιστηριακός καπιταλισμός έχει χάσει και εκείνος την επαφή του με το κοινό αίσθημα. Ουσιαστικά, ούτε αυτός έχει μια αληθινή κι απτή σχέση με την κοινή αίσθηση και την πραγματικότητα (της παραγωγής ή της προσφοράς). Αν υπάρχει, λοιπόν, μέλλον για την Αριστερά, βρίσκεται – νομίζω – σε αυτό ακριβώς το σημείο: στην επανασύνδεση με αυτήν την κοινή λογική, στην ανασύσταση των δεσμών της με την πραγματικότητα.