
Βρισκόμαστε στο Φάμπρικο, στην περιφέρεια της Εμίλια-Ρομάνια. Φαντάσου μια νοητή γραμμή που συνδέει την Πάρμα με τη Φερράρα. Ε, κάπου ενδιάμεσα. Εκεί που γεννήθηκε ο Ρομπέρτο Καμούρι. Εκεί που διαδραματίζεται και το πρώτο του βιβλίο, A misura d’ uomo, που εκδόθηκε το 2018 (ΝΝΕ) και κέρδισε τις εντυπώσεις (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα), που μεταφράστηκε σε 3 διαφορετικές γλώσσες και που τώρα κυκλοφορεί και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου με τίτλο Σε ανθρώπινα μέτρα.
Πατάω play στο Atlantic City του Bruce Springsteen και ξεκινάω την ανάγνωση. “Everything dies baby, that’s a fact. But maybe everything that dies someday comes back” τραγουδάει ο Boss ενώ διαβάζω τους στίχους του στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Σε ανθρώπινα μέτρα. Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν οι άνθρωποι; Πότε απογειώνονται και πότε πονούν; Πότε συμπάσχουν και πότε εξαντλούν τα ψυχικά τους αποθέματά;
Έντεκα κεφάλαια. Καθένα παίρνει το όνομα του από στοιχεία της φύσης. Σκόνη. Πάγος. Σκοτάδι. Ουρανός. Χιόνι. Έντεκα ιστορίες διαφορετικών προσώπων που όλοι συνδέονται μεταξύ τους. Ο κοινός παρανομαστής είναι το Φάμπρικο. Ένα χωριό με δύο βασικούς δρόμους όλους κι όλους και με λιγοστούς κατοίκους.
Η γραφή του είναι σχεδόν υπνωτιστική. Εξόχως περιγραφική. Ο Ρομπέρτο Καμούρι καταφέρνει κάτι παράδοξα ασυνήθιστο. Δε μιλάει καθόλου για τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του, αλλά μέσα από τις περιγραφές του -από τους ουρανούς και τα χωράφια, από τις καφετιέρες και τις ομελέτες των πρωινών, από τις μυρωδιές και τους καπνούς των τσιγάρων- εμείς οι αναγνώστες τα ανιχνεύουμε, τα διαισθανόμαστε, τα μαθαίνουμε. Και φυσικά το πρώτο πράγμα που τον ρωτάω αφορά στους πρωταγωνιστές του. Τι τύποι είναι; Γιατί αγαπούν τόσο τη σιωπή; «Είναι αλήθεια… οι πρωταγωνιστές μου δεν σπαταλούν τα λόγια τους. Προτιμούν την ενδοσκόπηση. Επέλεξα αυτή τη συνθήκη επειδή αυτό που μου αρέσει πολύ στις ιστορίες μου είναι να αφηγούμαι τις αντιφάσεις που φέρουν οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, την κοινωνική oρμή που τους διαμορφώνει από τη μια, κι απ’ την άλλη τις συνέπειες αυτής στην ατομικότητά τους. Τον φόβο τις κρίσης. Το στίγμα. Την αντίληψη που έχει ο καθένας για την εικόνα του μέσα από τα μάτια των άλλων. Οι άνθρωποι που περιγράφω προσκολλώνται σε κοινωνικούς δεσμούς για να νιώθουν ζωντανοί ενώ την ίδια στιγμή φοβούνται ότι θα τους χάσουν».

Η αφήγηση του Ρομπέρτο Καμούρι είναι γεμάτη από μυρωδιές, από σκέψεις και βλέμματα, από αναμνήσεις και αγγίγματα, που περιγράφονται λεπτομερώς ενώ έχεις πάντα την αίσθηση του ανείπωτου. Το ανομολόγητου. «Επέλεξα να τους αφηγηθώ μέσα από τις αισθήσεις τους, τις χειρονομίες τους, μέσα από την προσπάθεια τους να μεταβολίζουν αυτό που αισθάνονται. Κι αυτά που αισθάνονται συχνά δεν μπορούν να τα εκλογικεύσουν, ούτε καν να τα ονομάσουν κάποιες φορές. Αυτός είναι και ο λόγος που διάλεξα αυτό το ύφος γραφής».
Ανάμεσα στα πρόσωπα και τα αισθήματα τους, ανάμεσα στα τραύματα και τις απώλειες τους, ανάμεσα στα χαμόγελα και στους θυμούς τους απλώνεται ευρύχωρα η φύση. Οι εποχές, οι φυλλωσιές, τα απέραντα χωράφια, ο ορίζοντας, το χιόνι μέχρι τα γόνατα, η αρμύρα, τα χορτάρια. «Η φύση για μένα είναι θεμελιώδης«, εξηγεί ο Roberto Camurri, «και σ' αυτό το βιβλίο μετατρέπεται σε εργαλείο. Όπως σας έλεγα κai πριν, αφηγούμαι την ψυχολογία των ηρώων μου μέσα από αυτά που κάνουν, από τον τρόπο που κινούνται στο δικό τους περιβάλλον. Η φύση με βοηθάει να τους προσδιορίσω καλύτερα, με μεγαλύτερη ακρίβεια».
“Πήγαν στη θάλασσα την επόμενη της ημέρας που έκαναν έρωτα για πρώτη φορά”. Αυτή είναι η πρώτη φράση του βιβλίου κι ένα τοπίο τόσο ζωτικό και τόσο γνώριμο σε μας, ξεδιπλώνεται στο πρώτο κεφάλαιο που μυρίζει αρμύρα και καλοκαίρι. Η διαδρομή του Roberto Camurri κλείνει και πάλι στη θάλασσα, αφού έτσι ονομάζεται το τελευταίο κεφάλαιο. Επιμένοντας στον τρόπο που η φύση πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, αναρωτιέμαι για τον συμβολισμό. «Η θάλασσα είναι η διαφυγή από όλα όσα καθορίζουν τους πρωταγωνιστές μου που ζουν σε μια χώρα, σ’ έναν τόπο που σχεδόν τους καταδικάζει να μην μπορούν να εξελιχθούν σε τίποτε άλλο απ’ αυτό που είναι ήδη. Η θάλασσα είναι το μέρος που επιστρέφουν στον εαυτό τους. Που μπορούν να ονειρευτούν έστω και για λίγο την πιθανότητα ενός διαφορετικού μέλλοντος. Είναι ένας καθρέφτης γι’ αυτό που θα μπορούσαν να είναι».

Με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα ή στον απέραντο κάμπο του Φάμπρικο, η ζωή μοιάζει ένας ατελείωτος υπαρξιακός αγώνας. “…γιατί εμένα μου άρεσαν πιο πολύ αυτοί που προσπαθούν από αυτούς που πετυχαίνουν” ομολογεί ο Τζιουζέπε, ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. «Και μένα το ίδιο», σχολιάζει ο συγγραφέας. «Αγαπώ του ανθρώπους που δίνουν τον εαυτό τους σε μια προσπάθεια ακόμα κι όταν γνωρίζουν ότι το εγχείρημα τους θα αποτύχει». Κι έτσι η κουβέντα περνάει στις ιδέες, στη στάση ζωής που καλούμαστε να επιλέξουμε, στον τρόπο που “διαβάζουμε” την ιστορία. Σε μια από τις πιο αιχμηρές σκηνές του βιβλίου, όπου ένα σύνθημα στον τοίχο περιγράφει με τον πιο ωμό τρόπο την αναβίωση του φασιστικού και ρατσιστικού παρελθόντος, έρχεται και πάλι ο Τζιουζέπε με τη φράση “δε χρησίμεψε σε τίποτα, σε τίποτα…” και αναφέρεται ίσως στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την άνοδο της ακροδεξιάς παγκοσμίως. Τον ρωτάω που οφείλεται κατά τη γνώμη του: «Στον αχαλίνωτο ατομικισμό της εποχής, ίσως. Παρόλ’ αυτά έχω τη βεβαιότητα ότι τώρα όσο ποτέ υπάρχει η ανάγκη να δημιουργήσουμε γέφυρες, να καλλιεργήσουμε τον αλτρουισμό, την ενσυναίσθηση, να παραμερίσουμε τον φόβο, να επιλέξουμε να κατανοούμε τους ανθρώπους και όχι να τους θεωρούμε απειλή. Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος να επαναπροδιοριστούμε και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία που να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι σε όσους ζουν εγκλωβισμένοι στο φόβο είναι να ανακαλύψουμε εκ νέου τις ηθικές αξίες του αλτρουισμού, της αποδοχής, του μοιράσματος».
Διαβάζοντας το Σε ανθρώπινα μέτρα αισθανόμουν ότι μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο μια σχέση που απασχολεί σε μεγάλο βαθμό δύο από τους πρωταγωνιστές του. Αυτή μεταξύ πατέρα και γιου. «Ναι έτσι είναι! Και μου αρέσει πολύ να γράφω γι’ αυτήν, να την αναλύω, μιας και κατά τη γνώμη μου είναι η πιο αντιφατική μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων. Και γιατί τη χαρακτηρίζω αντιφατική… Επειδή υπάρχει μια αγάπη προγονική, μια αγάπη πολύ διαφορετική από αυτήν της μητέρας, υπάρχει αυτό το συναίσθημα που πρέπει να “χτιστεί” μέρα με τη μέρα, που οφείλει να αναπτυχθεί, και από την άλλη υπάρχει μια αταβιστική ασυνεννοησία που κάνει τη σχέση εξαιρετικά πολύπλοκη. Και προσπαθώ πάντα να επικεντρωθώ σ’ αυτό το χαρακτηριστικό και να εξερευνήσω τους λόγους της επικοινωνιακής δυσκολίας».
Ο Ρομπέρτο Καμούρι γεννήθηκε στον ατέλειωτο κάμπο του Φάμπρικο, ζει στην Πάρμα, αγαπά τον Χέμινγουεϊ κι έχει εκδόσει ήδη το τέταρτο βιβλίο του. Τι έχει αλλάξει στον τρόπο γραφής σε σχέση με το πρώτο του βιβλίο; «Νομίζω ότι το ύφος έχει παραμείνει το ίδιο, ωστόσο τώρα πια προσεγγίζω με πολλά περισσότερα εργαλεία την ανάπτυξη μιας ιστορίας, την αφήγηση της».