«Ρε συ, μήπως μας περάσει για βλαμμένα;», με ρώτησε η Νατάσα καθώς ανεβαίναμε την Μασσαλίας. Ξεφύλλιζε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Ο τίτλος έγραφε «Τότε που ζούσαμε» και συγγραφέας ήταν ο
Ασημάκης Πανσέληνος. «Στο τηλέφωνο πάντως ακούστηκε φυσιολογικός», της απαντάω, πιο πολύ για να καθησυχάσω εμένα, παρά εκείνη. Ήταν απόγευμα Παρασκευής, ο Στέφανος παραπονιόταν γιατί είχε φορέσει τζιν και έσκαγε στη ζέστη και ο Δημήτρης έκανε πλάκα. Σε λίγα λεπτά θα συναντούσαμε τον συγγραφέα
Αλέξη Πανσέληνο για μια φιλική συζήτηση πάνω στην αυτοβιογραφία του πατέρα του. Όχι, δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.
Η παρέα και ο Αλέξης Πανσέληνος
Εκείνος, ανυποψίαστος για τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μας και τον έκαναν να μοιάζει τρομακτικός και απρόσιτος, έφτασε άνετος, χαιρέτησε και παρήγγειλε καφέ. «Δεν το έγραψα εγώ, παιδιά, μην με στήσετε στον τοίχο», αστειεύτηκε και ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ αμηχανία. Η επόμενη μιάμιση ώρα θα ήταν, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που μας έριχνε στα χρόνια. «Κάθε συγγραφέας θα ήθελε να δοκιμάσει τα νυχάκια του σε γενιές που είναι πολύ μετά την δική του. Τότε βλέπεις ότι έχεις κάνει κάτι που μένει. Ο κόσμος δεν πολυαλλάζει, ούτε και οι άνθρωποι». Ρωτάει αν οι εντυπώσεις από το βιβλίο ήταν θετικές. «Μαγκιά του Ασημάκη, λοιπόν, είναι ακόμα 23 ετών», κι ας έχει πεθάνει από το 1984.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος (δεξιά) με το φίλο του Αλέκο Α. στη Μυτιλήνη, σε ηλικία 26 ετών . "Ναβάγια της ζωής" έχει γράψει αυτοσαρκαστικά στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, σε προκλητική «μαλλιαρή»
Το
«Τότε που ζούσαμε» ξεκινά στη
Μυτιλήνη των αρχών του 20
ου αιώνα, λυρικά και νοσταλγικά. Ίσως και ηθογραφικά, θα προσθέσει ο Δημήτρης. «Αυτές βέβαια ήταν οι νοσταλγίες της ώριμης ηλικίας γιατί όταν έφυγε από την Μυτιλήνη δεν ήθελε ούτε να την δει», εξηγεί ο Αλέξης Πανσέληνος. «Ο πατέρας του, που πέθανε νωρίς, ήταν πολύ αστός, πολύ αυστηρός και αν είχε κάποια τρυφεράδα μόνο ο πατέρας μου θα την θυμόταν. Έχοντας την τάση να φύγει από αυτό το περιβάλλον, είχε διαγράψει το νησί για πάρα πολλές δεκαετίες. Ξαναγύρισε μετά την σύνταξή του, άρχισε να πηγαίνει τα καλοκαίρια με φίλους και σιγά-σιγά γλυκαινόταν. Απάλυναν οι αντιθέσεις».
Κακά τα ψέματα, οι αγώνες για την γλώσσα δεν ακούγονται ποτέ και όσοι έβγαλαν το σχολείο μετά την κατάργηση του πολυτονικού έμαθαν αργά και λειψά την πολιτική διάσταση της δημοτικής.
Από τα χρόνια της Μυτιλήνης, αν κάτι κάνει εντύπωση είναι η σημασία που δίνει ο συγγραφέας στο γλωσσικό ζήτημα. Μπορεί να γνώρισε όλη τη διανόηση της εποχής, αλλά εκείνος τον Γιάννη Ψυχάρη αγάπησε περισσότερο. Εμείς, από την άλλη, δεν ξέραμε το έργο του, σχεδόν δεν ξέραμε τ’ όνομά του. Κακά τα ψέματα, οι αγώνες για την γλώσσα δεν ακούγονται ποτέ και όσοι έβγαλαν το σχολείο μετά την κατάργηση του πολυτονικού έμαθαν αργά και λειψά την πολιτική διάσταση της δημοτικής. Ωστόσο, ούτε γι’ αυτό μας κατηγόρησε ο Πανσέληνος, απλά ρώτησε αν η γραφή μας φάνηκε δύσκολη. «Χρησιμοποιεί επίτηδες μερικές “μαλλιαρές” λέξεις, ακραίες δημοτικές από διάθεση αντιστασιακή την εποχή που το γράφει, μέσα στην δικτατορία. Μόνο η αναδρομή είναι μια πράξη εσωτερικής αντίστασης, για να θυμηθεί τις εποχές που πάλευε για τα ιδανικά του. Τις λέξεις τις πετάει σαν ένα σκούντημα στον αναγνώστη, να, πάρτο στα μούτρα!». Η πρώτη μας νίκη ήταν αυτή, τον καταλαβαίναμε χωρίς πρόβλημα. Ή μήπως η νίκη ήταν δική του; «Η γλώσσα ρέει και έχεις την εντύπωση πως έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου που σου μιλάει. Αυτό για μένα είναι πολύ γοητευτικό, γιατί αυτές τις ιστορίες τις ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά. Επί χρόνια και χρόνια στο σπίτι το βράδυ έρχονταν οι φίλοι του και γίνονταν βεγγέρες και ακούγονταν αυτές οι ιστορίες. Τις είχα ακούσει πολλές φορές. Όταν όμως τις είδα γραμμένες σε βιβλίο, μου έκαναν τελείως διαφορετική εντύπωση. Το γραπτό και το τυπωμένο παίρνει, θες δεν θες, έναν χαρακτήρα συμβόλου».
Η Αριστερά αποτέλεσε ένα ιδεολογικό στήριγμα. Γι’ αυτούς ήταν κάτι που τους στήριζε την πλάτη για να προσπαθήσουν να αλλάξουν τα πράγματα εδώ.
Και αν στην αρχή δεν τον καταλαβαίνεις, αυτός ο «χαρακτήρας συμβόλου» γίνεται όλο και πιο φανερός όταν ο Ασημάκης μετακομίζει στην Αθήνα και τα γεγονότα παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας. Από το ‘36 και έπειτα, το βιβλίο είναι γεμάτο μικρά και μεγάλα επεισόδια. Μερικά θυμίζουν σημερινά φοιτητικά χρόνια με έρωτα, μισοτελειωμένους καφέδες, συζητήσεις μέχρι το πρωί, ανάγκη για ανανέωση, αγάπη για την Αθήνα. «Μικρός εγώ της είχα γυρίσει την πλάτη, τώρα δεν την χορταίνω», μας λέει κι ο Πανσέληνος, κι ας είναι άλλης γενιάς.
Το ίδιο δίδυμο, δεκαετία του 30, στο αριστερό κοινόβιο της Οδού Χερσώνος όπου συγκατοικούσαν με τη γυναίκα του Ασημάκη Εφη, το ζωγράφο Ηλία Κανέλλη, τη Χρυσούλα και τον Κρίτωνα Ελ.
Κάποια άλλα προβάλουν, όπως πιστεύει η Νατάσα, μια ιστορία με πιο ανθρώπινα μάτια. Ο αγώνας της Αριστεράς γίνεται πιο απτός και οι απογοητεύσεις της πιο ειλικρινείς. «Δεν του άρεσαν τα στερεότυπα, δεν έγινε ποτέ μέλος του ΚΚΕ. Η Αριστερά αποτέλεσε ένα ιδεολογικό στήριγμα. Γι’ αυτούς ήταν κάτι που τους στήριζε την πλάτη για να προσπαθήσουν να αλλάξουν τα πράγματα εδώ. Το θέμα δεν ήταν η Ελλάδα να γίνει σοβιετική δημοκρατία, αλλά να λειτουργήσουν στοιχειωδώς οι δημοκρατικοί θεσμοί, να υπάρχει μια ελευθερία».
Τότε που ζούσαμε σημαίνει τότε που ελπίζαμε, τότε που ήμαστε δυνατοί, τότε που νομίζαμε πως θα νικήσουμε, τότε που μπορούσαμε να ερωτευτούμε.
«Γιατί σταματάει εκεί; Το 1944 ο πατέρας μου είναι 41 ετών», αναρωτιέται ο Πανσέληνος, όταν ο Στέφανος αναφέρει το χρονικό σημείο που τελειώνει η ιστορία. «Νομίζω ότι το μετά είναι πολύ μαύρο. Τότε που ζούσαμε σημαίνει τότε που ελπίζαμε, τότε που ήμαστε δυνατοί, τότε που νομίζαμε πως θα νικήσουμε, τότε που μπορούσαμε να ερωτευτούμε. Ήταν ένα αίνιγμα για μένα, ο τίτλος δεν μου ‘χε αρέσει καθόλου. Και του ‘χα πει “Τι πράμα είναι αυτό, τρελός είσαι;”. Αλλά επέμεινε και μετά κατάλαβα ότι αυτό είναι το νόημα του τίτλου. Η εποχή που η ζωή μου άξιζε, που κάτι πρόσφερε».
Επιστολή του Ασημάκη Πανσέληνου, ετών 20.
Συζητήσαμε και γι’ άλλα πολλά. Για την κατακερματισμένη κεντροαριστερά, που έχει «λίγους οπαδούς που δεν έχουν ηγέτες», για τις διαψεύσεις της γενιάς του Πολυτεχνείου, για τους καλλιτέχνες που καμιά φορά βγαίνουν καθίκια. Φτάσαμε λοιπόν στο ζουμί. Γιατί να διαβαστεί ο Ασημάκης σήμερα; Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή. Οι νέοι έχουν συνηθίσει να μιλούν άλλοι γι’ αυτούς και όταν τους δίνεται βήμα να εκφράσουν την άποψή τους πελαγώνουν. Οι απαντήσεις, όμως, ήταν σίγουρες. Η Νατάσα είπε για το στήσιμο του θεάτρου Τέχνης που της θύμισε τον πολιτισμό που ανθεί μέσα στην κρίση. Ο Στέφανος μίλησε για τον αγώνα κάθε γενιάς για ένα καλύτερο μέλλον και ο Δημήτρης για τις βαθιές ρίζες του φασισμού. Ίσως, ο 23χρονος που θα διαβάσει το βιβλίο δεν θα ξυρίσει το κεφάλι και δεν θα φορέσει μαύρη μπλούζα, γιατί πια θα ξέρει.
Όταν τελειώσαμε, ο Αλέξης Πανσέληνος χαμογελούσε. «Θα χαιρόταν ο Ασημάκης να σας άκουγε. Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά έχετε πολιτική σκέψη. Δεν χρειάζεται τίποτα, σας το δίνει η ζωή. Αυτά που βλέπεις καθημερινά, τι άλλο είναι; Να το υλικό. Φτάνει να σκέφτεσαι και να μένεις λίγο άυπνος το βράδυ». Κάπνισε ένα τσιγάρο στην ζούλα, διηγήθηκε διάφορα πιπεράτα που θα μείνουν μεταξύ μας και έφυγε.
Χαμογελούσαμε κι εμείς. Τουλάχιστον δεν μας πήρε για βλαμμένα.
(*) Το βιβλίο «Τότε που ζούσαμε» του Ασημάκη Πανσέληνου κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
(*) Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι βραβευμένος συγγραφέας και συλλέκτης βινυλίων. Σιχαίνεται τα δακρύβρεχτα μυθιστορήματα και προτιμά τα βουνά της Πίνδου από τις πεδιάδες της Γαλλίας. Αν τύχει να τον συναντήσετε και είστε γκραφιτάς, μην του το πείτε.
Αιγινα, 1929. Από αριστερα , Ασημάκης Π. Αλέκος Α. Χρυσούλα και Κρίτων Ελ. Εφη Πανσελήνου.