«Πώς είναι δυνατόν κάποιος που ποτέ δεν ήθελε να πυροβολεί, να πυροβολήσει έναν άνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που πιστεύει τόσο πολύ στο κράτος δικαίου, να καταφύγει στην αυτοδικία;»
Ο Ράντολφ, ένας σχετικά επιτυχημένος αρχιτέκτονας, μετακομίζει με την γυναίκα του Ρεμπέκα και τα παιδιά τους σε ένα ιδανικό σπίτι. Όλα είναι υπέροχα για μερικούς μήνες, ώσπου αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι ο κ. Τιμπέριους, ο γείτονάς τους που κατοικεί στο υπόγειο, είναι «ασυνήθιστος». Σταδιακά, η συμπεριφορά του θα γίνει ενοχλητική, καθώς αρχίζει να στέλνει ερωτικά γράμματα στη Ρεμπέκα. Η κατάσταση θα χειροτερέψει, όταν ο κ. Τιμπέριους θα αρχίσει να κατασκοπεύει το ζευγάρι ακόμα και στην κρεβατοκάμαρά τους και θα τους κατηγορήσει για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους.
Όπου και να απευθυνθεί, ο Ράντολφ δεν βρίσκει βοήθεια. Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει κάτι. Οι φίλοι του προτείνουν να βάλει κάποιον μπράβο να ταρακουνήσει τον κ. Τιμπέριους, ο αδερφός του να το κάνουν μόνοι τους, η δικηγόρος του να πάρει όπλο. Δεν υπάρχει η εύκολη λύση που περιμένει ο – κατά την πεποίθησή του – νομοταγής Ράντολφ.
Τη λύση θα δώσει ο ηλικιωμένος πατέρας του, ο οποίος θα σκοτώσει τον κ. Τιμπέριους και τώρα βρίσκεται στη φυλακή. Έτσι, η ζωή του Ράντολφ θα μπει πάλι σε κανονικότητα, ριζικά στιγματισμένη όμως, ειδικά εν'όψει της μεγάλης ανατροπής που μας αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου.
Για να εξηγήσει τα γεγονότα που άλλαξαν ριζικά τη ζωή του, ο Ραντολφ ανατρέχει στην παιδική του ηλικία στη μεταπολεμική Γερμανία του μόνιμου τρόμου αφανισμού λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Ο πατέρας του υπήρξε ένας απόμακρος πωλητής αυτοκινήτων με πάθος για τη μεγάλη συλλογή όπλων του, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούσε ποτέ εκτός του σκοπευτηρίου: το παιδί μεγάλωσε σε μια συνεχή ατμόσφαιρα φόβου για αυτά τα όπλα, αλλά και νιώθοντας απόρριψη από τον πατέρα του για την απέχθειά του για αυτά.
Απομακρυνόμενος όσο περισσότερο γίνεται από την εποχή και τις αξίες των γονιών του, ο Ράντολφ θεωρεί ότι είναι το πρότυπο του νομοταγούς πολιτή που ανήκει σε αυτή τη νέα μεσαία τάξη που τα έκανε όλα σωστά και δικαιούται να ζει εν ειρήνη και προστατευόμενη από κάθε είδους απειλή. Όταν ο κ.Τιμπέριους εισέρχεται στη ζωή του και το κράτος δικαίου δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του, ο Ράντολφ πρέπει να αναλογιστεί τι ακριβώς σημαίνει να είσαι άνδρας, σύζυγος, πατέρας και αρχηγός οικογένειας.
Ο Dirk Kurbjuweit, αρχισυντάκτης στο Der Spiegel και επιτυχημένος συγγραφέας, σε τούτο το πιο πρόσφατο βιβλίο του που έγινε best-seller και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, μας δίνει ένα ψυχολογικό θρίλερ που βασίστηκε στην προσωπική του περιπέτεια με έναν πραγματικό stalker. Όταν ο περίγυρός του αλλά και ο δικηγόρος του του πρότειναν την αυτοδικία, άρχισε πραγματικά να ανησυχεί για την πορεία που έχουν πάρει οι αξίες του Δυτικού κόσμου. Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα θέτει στον «Φόβο».
Πρέπει ένας άνδρας σήμερα να περάσει τα όρια που επιβάλει το κράτος δικαίου για να προστατεύσει την οικογένειά του; Και αν ναι, οφείλει να πληρώσει για τις πράξεις του;
«Συχνά αναρωτιέμαι αν ήταν σωστό να αφαιρέσουμε τη ζωή του κ. Τιμπέριους. Δεν θέλω να απαντήσω επιπόλαια, αυτές οι σκέψεις με βασανίζουν. Δεν μας επιτέθηκε ποτέ και κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαμε να ζήσουμε πολύ καιρό έτσι, μέχρι που κάποια μέρα θα βαριόταν τα ξεσπάσματα θυμού της γυναίκας μου. Θα βαριόταν όμως; Και τι ζωή θα ήταν αυτή; Οι φόβοι μας θα είχαν παραμείνει, γιατί δεν θα μαθαίναμε ποτέ τι παιχνίδι έπαιζε ο κ. Τιμπέριους με τη γυναίκα μου. Όταν καταπιάνομαι με αυτές τις σκέψεις, στο τέλος αδυνατώ να απαντήσω αν ήταν σωστό ή λάθος. Ο θάνατος αυτός βαραίνει τη συνείδησή μου, ωστόσο θα ήταν αδιανόητο για μένα να συνεχίσω να ζω με τον κ. Τιμπέριους κάτω από την ίδια στέγη. Περισσότερο με ενοχλεί ότι οι επιθέσεις του ήταν μόνο λεκτικές, ποτέ με πράξεις, ότι τραυμάτιζε τη ζωή μας, όχι το σώμα μας, ότι χρησιμοποιούσε μια εκλεπτυσμένη κουλτουριάρικη τεχνική, την ποίηση, έστω σε άθλια μορφή, για να επιτεθεί στην οικογένειά μου. Τελικά, οι βάρβαροι ήμαστε εμείς, όσο κι αν ο τουφεκισμός είναι από όλους τους τρόπους θανάτωσης ο πιο πολιτισμένος. Βέβαια, δεν θα έφτανα να αποκαλέσω την εκτέλεση με πιστόλι κουλτουριάρικη τεχνική, ακόμα και αν κάποιοι ειδικοί στην κουλτούρα θα ήθελαν να το βλέπουν έτσι».
Για να δει πιο καθαρά την εικόνα, ο Ράντολφ φεύγει σε ένα απομακρυσμένο βουνό, όπου μόνος του, εκτός των ορίων του πολιτισμού, περιμένει να βρει τις απαντήσεις: «Περπατούσα στο βουνό, ένας φίλος του κράτους δικαίου σε μια οροσειρά, ένας ψεύτικος φίλος τπου είχε ενεργήσει εναντίον του κράτους δικαίου, παρότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις. Το κράτος δικαίου είναι απολυταρχικό, αυτό είναι σαφές, εγώ όμως τώρα το συνειδητοποιούσα και έψαχνα μια πόρτα διαφυγής. Δεν υπήρχε όμως καμία, ένα κράτος δικαίου πρέπει να είναι αμείλικτο, η οποιαδήποτε εξαίρεση το καταστρέφει, η ύπαρξή του πρέπει να είναι απολυταρχική. Όμως, δεν εξοστρακίζει τον δράση για πάντα, και αν πληρώσει για την πράξη του και εκτίσει την ποινή του, απαλάσσεται. Αυτός ο δρόμος δεν υπάρχει για μένα, δεδομένου ότι δεν έχω τιμωρία να εκτίσω, δεν έχω αναλάβει την ευθύνη μου».
Το μικρής έκτασης βιβλίο του Kurbjuweit συνδυάζει την ένταση των γεγονότων, τα κρίσιμα ερωτήματα για την θεώρηση των σύγχρονων αξιών και την περιγραφή της οικογενειακής ζωής στο παρόν και το πρόσφατο παρελθόν της Γερμανικής κοινωνίας, σε ένα κείμενο που κυλάει γρήγορα και διατηρεί το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα.