Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη για το κλασικό έργο The Catcher in the Rye του Salinger τάραξε τα μεταπολιτευτικά λογοτεχνικά νερά αλλά εκείνη δε δίστασε να επιστρέψει το 2014 στο ίδιο κείμενο και να το πιάσει από την αρχή. Η συνεργασία της με τη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή άφησε το δικό της στίγμα και στα θεατρικά δρώμενα της χώρας. Ο Γιάννης Καλιφατίδης είναι κάτοχος του Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνικής μετάφρασης 2007 για το βιβλίο του W.G. Sebald Οι ξεριζωμένοι, και του Βραβείου Γερμανόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2010 για το βιβλίο του Georg Heym Ο κλέφτης: Επτά αφηγήματα. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει στα ελληνικά Freud, Schopenhauer και Zweig. Ο Αλέξης Καλοφωλιάς τιμήθηκε με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης αγγλόφωνης λογοτεχνίας ΕΙΛΜ το 2012. Μουσικός ο ίδιος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα και με την μετάφραση έργων που έχουν δημιουργηθεί από ή αναφέρονται σε μεγάλα ποπ και ροκ είδωλα της διεθνούς σκηνής (Κίτρινο υποβρύχιο, O δικός μας Τζον Λένον, Graceland, Υπέροχοι απόκληροι).
Η Έφη Γιαννοπούλου μεταφράζει από γαλλικά, ισπανικά και αγγλικά. Για τη μετάφραση του βιβλίου Κονστάνσια και άλλες ιστορίες για παρθένους του Carlos Fuentes τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης ισπανόφωνης λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Lorca, Bolano και Beckett. Ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης έχει μεταφράσει δεκάδες έργα Ρώσων πεζογράφων, ποιητών και στοχαστών με πιο πρόσφατο τον Δαίμονα του Lermontov. Στο παρελθόν έχει μεταφράσει την Ερωτική αλληλογραφία του Mayakovsky, το Αντισέξους και άλλα διηγήματα του Platonov, Τα μοιραία αβγά του Bulgakov καθώς και έργα του Dostojevskij. Η Αρχοντή Κόρκα έχει μεταφράσει κατά κύριο λόγο δοκίμια. Η ίδια ξεχωρίζει το Απόλαυση, γραφή, ανάγνωση του Roland Barthes. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται στο Λονδίνο ως project manager στον χώρο της μετάφρασης.
Τζένη Μαστοράκη
Ποιο κείμενο, από όσα έχετε μεταφράσει, σας παίδεψε περισσότερο και γιατί; Η πρώτη σελίδα του Catcher, η πρώτη πρώτη φράση, «If you really want to hear about it, the first thing you’ll probably want to know…» μέχρι την τελεία.
Ύστερα από 36 χρόνια επιστρέψατε σε ένα εμβληματικό, για εσάς και όχι μόνο, κείμενο του Ντ. Τζ. Σάλιντζερ. Ποια ανάγκη σας ώθησε στην εκ νέου μετάφραση του; Eίχα ανοιχτούς λογαριασμούς. Όχι με τον Σάλιντζερ. Με τον Χόλντεν Κώλφηλντ. Γιατί οι μεταφράσεις γερνάνε πιο γρήγορα από τα πρωτότυπα. Γιατί η γλώσσα των νέων παλιώνει πιο γρήγορα από τη γλώσσα των μεγάλων (και γιατί, όσο γρήγορα κι αν παλιώνει, ανανεώνεται τρέχοντας, με μια απίστευτη δυναμική). Γιατί και οι μεγάλοι μιλάνε, αναγκαστικά, μια ολοένα και πιο καινούργια γλώσσα. Γιατί αυτό ειδικά το πρωτότυπο δε λέει να γεράσει με τίποτα, κι ας λέει για έναν έφηβο του 1951, ή και του 1941, αν μετρήσω και δυο διηγήματα του Σάλιντζερ, που έγιναν αργότερα κεφάλαια του βιβλίου. Και προπαντός γιατί ο Χόλντεν Κώλφηλντ δεν είναι όποιος κι όποιος: είναι κομμάτι μας, είναι, πώς να το πω, δικός μας άνθρωπος. Για την ιστορία –και υπάρχουν πολλές ιστορίες— την οριστική απόφαση να ξαναμεταφράσω τον Catcher την πήρα το 2008. Η ελληνική έκδοση γινόταν τριάντα χρονών, και μου το θύμισαν τρία πολύ νέα παιδιά (αλφαβητικά: ο Άθως Δημουλάς, ο Ηλίας Κολοκούρης και ο Αλέξανδρος Χαντζής), που μου ζήτησαν μια συνέντευξη για το φοιτητικό Καλειδοσκόπιο. Γνώρισα μόνο τον Αλέξανδρο από κοντά, και τη συνέντευξη την έδωσα. Στο μεταξύ όμως, είχα βάλει μπρος κάτι εξουθενωτικές προσθαφαιρέσεις: οι τρεις του Καλειδοσκοπίου ήταν ακόμη αγέννητοι όταν μετέφραζα τον Φύλακα, κι ο Χόλντεν κιόλας τριαντάρης στα ελληνικά. Πήγα να παρηγορηθώ από τα αμερικάνικα ληξιαρχικά του (ο Χόλντεν είχε γεννηθεί το 1935 σύμφωνα με το βιβλίο, ή το 1925 στα δυο διηγήματα που έλεγα, αν όχι και το 1919, μαζί με τον Σάλιντζερ, μια κι έχει πολλά δικά του στοιχεία, ακόμη και βιογραφικά). Και δεν παρηγορήθηκα. Γιατί στο μεταξύ ήξερα, ή μάλλον ζούσα, μέρα τη μέρα, κάτι άλλο: αν τη δεκαετία του ’70 άκουγα τους μεγαλύτερους και πολύ πιο σοφούς να λένε ότι απέχουμε τουλάχιστον πενήντα χρόνια, όχι μόνο από την αμερικάνικη σλανγκ, αλλά και από το αμερικάνικο γλωσσικό «κουλ» γενικά, η απόσταση αυτή κόντευε πια να μηδενιστεί. Έμεινα λοιπόν στα ελληνικά ληξιαρχικά, γιατί, είπαμε, οι μεταφράσεις γερνάνε γρήγορα, και πήρα την απόφαση: θ’ άρχιζα μια μετάφραση χωρίς προοπτική, χωρίς «τι θα την κάνω ύστερα». Κι όταν και αν την τέλειωνα, θα τη χάριζα κομπιουτερόγραφη σε λίγους φίλους. Ανοίγω μια παρένθεση εδώ: ό,τι κι αν άλλαξε στη νέα μετάφραση, ο Χόλντεν Κώλφηλντ δεν είναι ούτε μπορεί να είναι σημερινό παιδί. Οι όποιοι «εκσυγχρονισμοί» στη γλώσσα του, γεννήθηκαν σχεδόν αυτόματα –κι ας έκανα δυο τρία χρόνια, σβήσε-γράψε-ξανασβήσε, ώσπου να τους δεχτώ— μόλις άρχισε να χαλαρώνει το ελληνικό συντακτικό του, να μη φοβάται τις επαναλήψεις, τα σκοντάματα, ν’ ακούει καθαρότερα τα μικρά «ξεχαρβαλώματα» του πρωτοτύπου, και να τα παρακολουθεί με τρόπους που είχαμε τώρα πια στα ελληνικά. Αφήνω κατά μέρος τους ελάχιστους και παλιωμένους πια ιδιωματισμούς, που οι Αμερικάνοι λένε πως σε λίγο θα χρειάζονται υποσημείωση, και δίνω ένα παράδειγμα απλής «ορολογίας»: απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, το ’78 δεν είχαμε τρόπο να μεταφράσουμε το necking ή, κι αν είχαμε, δεν τον ήξερα, και τα «χαϊδολογήματα», τα «κουτουπώματα» και τα συναφή παραήταν γραφικά, ήταν ξένες λέξεις στο στόμα ενός πιτσιρικά από το Μανχάταν. Στο μεταξύ όμως, τα δικά μας πιτσιρίκια μάς έδιναν το «φάσωμα», που το πρωτάκουσα γύρω στο 1990 από παιδιά του γυμνασίου, και που αρχικά με ξένισε, ύστερα το χώνεψα, και στο τέλος μ’ άρεσε, χωρίς να ξέρω πως κάποτε θα το χρησιμοποιούσα κιόλας. Έχω κι άλλα τέτοια παραδείγματα, αλλά πρέπει να κλείσω την παρένθεση.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια είναι αυτή και πώς την αποδώσατε; Μέχρι και πέρσι, θα είχα να πω διάφορα ανέκδοτα. Τώρα πια, το μέγιστο χρονικό διάστημα ανήκει δικαιωματικά στον «πιάστη». Αλλά εδώ υπάρχει μια ιστορία: Όταν έγιναν τα συμβόλαια για την ελληνική έκδοση, βρεθήκαμε, και ο εκδότης, ο Γιώργος Βαμβαλής, και εγώ, μπροστά στους όρους του Σάλιντζερ: όχι άλλο εξώφυλλο, πέρα από το εγκεκριμένο της ξένης έκδοσης (το ασημί ελληνικό, και το παλιό και το καινούργιο, είναι πανομοιότυπα με του Penguin της εποχής), όχι βιογραφικό του συγγραφέα, όχι φωτογραφία, όχι σημειώσεις, και βέβαια ο τίτλος να μεταφραστεί κυριολεκτικά. Έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις για την απόδοση του catcher (πού μπέιζμπολ στην Ελλάδα του ’78;), και καταλήξαμε σ’ έναν μισό «τερματο-φύλακα», σε μια σκέτη «σίκαλη» που δεν είχε μέσα της ούτε μία εικόνα –και σ’ ένα flyer με το βιογραφικό του Σάλιντζερ, χωμένο στο βιβλίο, γιατί κι αυτό είχε κριθεί απαραίτητο για τον (τότε) μέσο αναγνώστη. Ένα τερατάκι έγινε ο τίτλος στα ελληνικά, ποτέ μου δεν τον ξαναείπα, ούτε μέσα μου, μόνο Catcher. Κι όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε και αγαπήθηκε κι έπρεπε ν’ απαντήσω σε ερωτήσεις φίλων, τους έλεγα την ιστορία του συμβολαίου και των όρων του Σάλιντζερ, και συμπλήρωνα: «Πώς να τον λέγαμε δηλαδή; Πιάστη; Παιδοπιάστη; Πώς;» Χρειάστηκα λοιπόν 36 χρόνια για να καταλήξω σ’ αυτή τη λέξη, που την έλεγα τότε στ’ αστεία. Κι ο πιάστης, με τον τρόπο του, τερατάκι είναι, αλλά: τερατάκι βγαλμένο από το μοναδικό όνειρο του Χόλντεν Κώλφηλντ. Και για όσους αναρωτήθηκαν (και ξέρω τουλάχιστον έναν), «και πώς θα κλίνεται η λέξη στον πληθυντικό; οι πάστες-των πιαστών;» μια απάντηση θα ήταν: για την ώρα, υπάρχει μόνο ένας πιάστης. Αν ακολουθήσουν κι άλλοι, και μακάρι ν’ ακολουθήσουν, θα φτιάξουν μόνοι τους και τον πληθυντικό τους και τις πτώσεις του.
Προσεγγίζετε με διαφορετικό τρόπο τη μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου κι ενός φιλοσοφικού; Ποιες είναι οι απαιτήσεις του κάθε είδους; Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να μεταφράσω φιλοσοφία. Η μετάφραση όμως, κάθε μετάφραση, χρειάζεται αποσκευές. Που πάντα θα είναι λειψές, σε σχέση με το πρωτότυπο. Και γι’ αυτό, εκτός απ’ τις αποσκευές, θα χρειαστεί και ψάξιμο πολύ, για να βρεις όσα σου λείπουν, και θα χρειαστούν κι άλλα πολλά, για να ξέρεις πού να ψάξεις και τι να βρεις. Είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της δουλειάς, αυτό το ψάξιμο –κι ήταν ωραίο ακόμα και στις προ ίντερνετ εποχές, αν και απελπιστικό τότε.
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Νομίζω, καθόλου. Έχω μεταφράσει μόνο θέατρο και πεζογραφία, και δεν γράφω ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο των μεταφραστών; Εδώ και πολλά χρόνια διάλεξα τις επιμέλειες για να ζω και έχω μια αποκλειστική σχέση με τις εκδόσεις «Γράμματα», άρα είμαι εκτός αγοράς, και δεν έχει νόημα να ξαναπώ με δικά μου λόγια αυτά που ακούω και μαθαίνω από συναδέλφους. Αν θέλετε όμως αρχαίες ιστορίες από πρώτο χέρι, ευχαρίστως:
Πρόλαβα λοιπόν να υπογράψω, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, κάποια ιδιωτικά συμφωνητικά, που τα θυμάμαι σχεδόν απέξω ακόμα –και που ελπίζω να ’χω φυλαγμένο έστω κι ένα τους, μέσα στα λίγα που φυλάω γενικά. Βάσει αυτών των συμφωνητικών λοιπόν, παραχωρούσαμε στον εκδότη τη μετάφραση «διά τριάκοντα έτη και δι’ απεριόριστον αριθμόν εκδόσεων και αντιτύπων», δηλώναμε ότι θεωρούμε «δικαίαν και εύλογον» την εφάπαξ αμοιβή μας (για τους «καλούς», γύρω στο ’75, 1.600 δραχμές το τυπογραφικό) και παραιτούμαστε «πάσης άλλης διεκδικήσεως ή επεμβάσεως επί της τιμής και της όλης εμφανίσεως του βιβλίου». Για τα θεατρικά, δεν έχω να σας πω τίποτα πια. Αυτό το παιχνίδι τέλειωσε μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή.
Γιάννης Καλιφατίδης
Πώς ξεκινήσατε την ενασχόληση σας με τη λογοτεχνική μετάφραση; Μάλλον από τύχη. Είχα τελειώσει το μεταφραστικό τμήμα του ΕΚΕΜΕΛ όταν μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και μου ζητήθηκε να μεταφράσω διάφορα συνοδευτικά κείμενα και να γράψω το επίμετρο για τον Λεντς του Γκέοργκ Μπύχνερ (Georg Büchner). Τότε η λογοτεχνική μετάφραση ήταν για μένα πάρεργο ενώ εδώ και χρόνια έχει εξελιχθεί σε αποκλειστικό μέσο βιοπορισμού.
Ποιο είναι το κείμενο που σας έχει δυσκολέψει περισσότερο; Κάθε κείμενο έχει τις δυσκολίες του. Θα έλεγα ότι πολλές φορές χρειάζεται να κατασκευάσεις μια ολόκληρη γλώσσα για να αποδώσεις το ύφος, τα λογοπαίγνια ή τις λεπτομερείς περιγραφές ανθρώπων, πραγμάτων ή χώρων. Χρειάζεται να παθιαστείς με το έργο και τη ζωή του συγγραφέα. Κάθε φορά που τελειώνω τη μετάφραση ενός βιβλίου προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν ό,τι πιο δύσκολο μπορούσε να πέσει στα χέρια μου. Μα το επόμενο βιβλίο έρχεται να με διαψεύσει. Και πριν καλά καλά το καταλάβεις, βρίσκεσαι και πάλι βυθισμένος σε έναν νέο, μυστήριο και δαιδαλώδη κόσμο.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια ήταν αυτή και πώς την αποδώσατε; Δεν θυμάμαι ποιο ήταν ακριβώς το μέγιστο διάστημα αλλά κατά καιρούς βρίσκεσαι αντιμέτωπος με λέξεις που σου προκαλούν πανικό, μιας και δεν ξέρεις ούτε πώς να τις μεταφράσεις ούτε πώς να τις παρακάμψεις τεχνηέντως ή έστω να τις αποδώσεις περιφραστικά. Θυμάμαι μια λέξη που μου έχει κολλήσει από το βιβλίο Οι δακτύλιοι του Κρόνου του Ζέμπαλντ (W. G. Sebald). Ήταν μια λέξη την οποία απέδωσα εν τέλει ως εμφυτευτικάριος. Σύμφωνα με το λεξικό του Δημητράκου, «ο καλλιεργητής αγροτικού κτήματος επί μακροχρονίω μισθώσει». Δεν θυμάμαι ούτε πώς εντόπισα τη λέξη ούτε πώς μου ήρθε να ψάξω στη συγκεκριμένη σελίδα του λεξικού. Ίσως είχα πιει και κάτι παραπάνω ή ίσως είχα έμπνευση στον ύπνο μου.
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Όταν μεταφράζεις, δεν αισθάνεσαι αλλά γίνεσαι αναγκαστικά συγγραφέας. Μπορεί η πρωτότυπη ιδέα να μην είναι δική σου αλλά στην πραγματικότητα καλείσαι να γράψεις ένα βιβλίο στη γλώσσα σου. Ναι μεν υπηρετείς τον συγγραφέα, ναι μεν αφήνεσαι να σε οδηγήσει και προσπαθείς να του μείνεις πιστός αλλά συχνά οι μικρές απιστίες είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά, όταν δηλαδή απελευθερώνεσαι από το κείμενο και στην ουσία το ξαναγράφεις όπως θα το έγραφε ο δημιουργός του αν μιλούσε τη γλώσσα σου.
Περιεγράψτε μου τη συνάντησή σας με έναν συγγραφέα που έχετε μεταφράσει. Δυστυχώς οι περισσότεροι συγγραφείς που έχω μεταφράσει είναι νεκροί. Όταν μετέφραζα την Κωμωδία σε ελάσσονα κλίμακα τους Χάνς Κάιλζον (Hans Keilson) είχα την τύχη να επικοινωνώ με τη σύζυγό του, μιας και ο ίδιος ήταν υπερήλικας. Θυμάμαι πόσο συγκλονίστηκα όταν έμαθα ότι ο Κάιλζον πέθανε την ημέρα που παρέδωσα τη μετάφραση στην εκδότρια.
Ποια τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο των μεταφραστών; Τα προβλήματα είναι ατελείωτα. Αρχίζουν από το γεγονός ότι εργάζεσαι νυχθημερόν, καταφέρνοντας να μεταφράσεις μόνο 3 ή 4 σελίδες. Εργάζεσαι στο σπίτι, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχεις ωράριο. Εργάζεσαι με αντίπαλο τον χρόνο, καθότι δεσμεύεσαι από το συμφωνητικό με τον εκδότη και δεν μπορείς να παραδώσεις το βιβλίο όποτε θέλεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρο όταν κάνεις πνευματική εργασία, διότι τα κείμενα είναι σαν τη ζύμη της μαγιάς. Χρειάζονται τον χρόνο τους για να σταθούν και να ξεκουραστούν, προτού τα ξαναπιάσεις για να κάνεις την επιμέλεια και τις όποιες διορθώσεις. Η έλλειψη σύμβασης εργασίας σε συνδυασμό με τις ολοένα και χαμηλότερες αμοιβές στον χώρο της μετάφρασης, τα χαράτσια που έχει επιβάλει το κράτος και τα υπέρογκα ασφάλιστρα για τον ΟΑΕΕ που δεν ανταποκρίνονται ούτε στις παροχές αλλά ούτε και στα έσοδα ενός επαγγελματία μεταφραστή, με κάνουν ώρες ώρες να αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα δουλεύουμε «για την τέχνη».
Αλέξης Καλοφωλιάς
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνική μετάφραση; Ήρθα σε επαφή με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία μέσα από την οικογενειακή βιβλιοθήκη, διαβάζοντας σε σχετικά μικρή ηλικία κλασικά βιβλία που με σημάδεψαν. Στη συνέχεια, στην εφηβεία και αργότερα, υπήρξε ένα ολόκληρο σύμπαν που ερχόταν απέξω - στίχοι από τα τραγούδια, κυρίως στα αγγλικά, ταινίες, βιβλία- και σε καλούσε να το αποκρυπτογραφήσεις ώστε να το καταλάβεις και να το απολαύσεις καλύτερα. Έτσι, μέσα από την προσπάθεια να εισχωρήσουμε σε μια πολιτιστική σφαίρα που μας διαμόρφωνε, αποκτήσαμε μια βιωματική σχέση με τη μετάφραση: Ένα παιχνίδι με τις λέξεις, το τυχαίο της έκφρασης και την πολυμορφία του λόγου. Ξεκίνησα μεταφράζοντας περιστασιακά pulp λογοτεχνία –αστυνομικά, θρίλερ και καουμπόικες νουβέλες για φτηνές εκδόσεις τσέπης όταν ήμουν ακόμα στο πανεπιστήμιο. Όταν προσπάθησα να ασχοληθώ σε επαγγελματική βάση, υπήρξαν άνθρωποι που με εμπιστεύθηκαν και βοήθησαν να γίνει η μετάφραση δουλειά μου∙ τα πρώτα βιβλία που μετέφρασα και με ενδιέφεραν πραγματικά ήταν το Uptight: The Story of the Velvet Undergound των Victor Bockris και Gerard Malanga για την Απόπειρα και το Politics of Ecstasy του Timothy Leary για τη Διεθνή Βιβλιοθήκη. Η σκέψη ότι συμμετείχα στη διαμόρφωση αυτού του τοπίου στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω με γέμιζε ενθουσιασμό. Επιπλέον, ανακάλυψα από νωρίς ότι η ενασχόληση με τη μετάφραση είναι μία διαρκής διαδικασία αυτοεκπαίδευσης που δεν χάνει ποτέ τη γοητεία της. Καθώς οι τομείς της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης αυξάνονται μέσα από την επικοινωνία και την παγκόσμια κινητικότητα, ακούς, μιλάς, παρακολουθείς και καταγράφεις όσο μπορείς τις νέες γλωσσικές μορφές που αναδύονται και τις οποίες η καθημερινότητα αντανακλά με δυναμικό τρόπο. Συγχρόνως κοιτάζεις συνεχώς προς το παρελθόν, προσπαθώντας να συντηρήσεις το βάρος της κάθε σημασίας. Αν αντέχεις πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή, δεν πρόκειται να βαρεθείς ποτέ.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια είναι αυτή και πώς την αποδώσατε; Συνήθως δεν επιμένω σε μία λέξη ή φράση που δυσκολεύομαι να αποδώσω, την αφήνω προσωρινά πίσω μου και προχωράω παρακάτω. Στη συνέχεια επανέρχομαι σε αυτήν αρκετές φορές, και αισθάνομαι ότι κάθε φορά βρίσκομαι όλο και πιο κοντά στο ζητούμενο. Μου φαίνεται ανώφελο να επιχειρήσω την οριστική της μετάφραση προτού διαμορφωθεί πλήρως το μικρό γλωσσικό σύμπαν του βιβλίου που θα με βοηθήσει να την αποδώσω όσο πιο «ιδιαίτερα» μπορώ. Είναι σαν ένα ταξίδι σε μια άγνωστη χώρα – καθώς προχωράς, μπορείς να εξηγήσεις καλύτερα αυτά που συναντάς μπροστά σου ή αυτά που έχεις ήδη συναντήσει.
Ο ρυθμός παίζει ρόλο στην απόδοση ενός λογοτεχνικού κειμένου; Σε ποιο βαθμό; Μπορείς να διακρίνεις διαφορετικά είδη ρυθμού σε ένα κείμενο: Το μέτρο που αντανακλά τη διάθεση του συγγραφέα, την εναλλαγή ισχυρών και λιγότερο έντονων στοιχείων που συνδέονται μεταξύ τους με δυναμική σχέση, όπως συμβαίνει και στη μουσική, αλλά και την αίσθηση απρόσκοπτης ροής που εξασφαλίζει στον αναγνώστη η άμεση κατανόηση. Και αυτά πρέπει να ταιριάζουν με έναν τρόπο που τον αισθάνεσαι αλλά δύσκολα μπορείς να τον διατυπώσεις.
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Εντάξει, μπορείς –εν μέρει- να αισθανθείς σαν συγγραφέας γιατί αναζητάς τα σημεία ιδανικής ισορροπίας της μορφής με το περιεχόμενο, αλλά ένας συγγραφέας δεν είναι μόνο αυτό. Είναι επίσης ο άνθρωπος που είχε και αποτύπωσε την αρχική σύλληψη, και εσύ πρέπει να επιστρέψεις σε εκείνη τη στιγμή και να την ανασυνθέσεις με τα δικά σου μέσα και τη δική σου οπτική.
Ποιο πρόσωπο του οποίου τη βιογραφία έχετε μεταφράσει θα θέλατε να έχετε γνωρίσει από κοντά και γιατί; Τον Δημήτρη Μητρόπουλο, για τον ενορατικό τρόπο που προσέγγισε τη ζωή και την τέχνη του.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο της μετάφρασης; Ο χώρος σίγουρα δεν επαρκεί για να αναφερθούμε με λεπτομέρειες, ας πούμε ότι ας πούμε μόνο ότι οι πολύ δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν πάντα στο επάγγελμα του μεταφραστή στην Ελλάδα έχουν εξελιχθεί σε συνθήκες ασφυξίας. Είμαστε μπλοκάκηδες, εκ προοιμίου φοροφυγάδες όταν έχουμε δουλειά και ανύπαρκτοι όταν μένουμε άνεργοι. Υπάρχουν πάρα πολλοί εξαιρετικοί μεταφραστές και επιμελητές που έχουν αναγκαστεί να κλείσουν τα βιβλία τους και να βγουν στην ανεργία σ’ αυτή την εποχή απαξίωσης της εργασίας, όπως και ένα πλήθος παιδιά που λατρεύουν τη μετάφραση αλλά το να ασχοληθούν με αυτή με όρους αξιοπρέπειας φαντάζει σαν ένα άπιαστο όνειρο. Από την μία όλο αυτό το αδρανές δυναμικό, και από την άλλη αυτοί που για να επιβιώσουν –οριακά, με όλα τα βάρη από την αυτασφάλιση και τα χαράτσια- καταφεύγουν στην υπερεργασία, με τις διαλυτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό στην καθημερινότητα, ακόμα και στην υγεία τους. Ένας κίνδυνος που συνδέεται αυτή τη φορά με την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στη μεταφραστική διαδικασία είναι μήπως γίνει ένα ακόμη κλειστό εξειδικευμένο σύστημα, ένα ζήτημα λεξικών και καταγεγραμμένων αποδόσεων που δεν επηρεάζεται από τις αλλαγές της ζωντανής γλώσσας, αλλά περιορίζεται σε μια μηχανιστική, άψυχη αντιστοίχηση δεδομένων.
Έφη Γιαννοπούλου
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνική μετάφραση; Μετέφραζα από παιδί για προσωπική ευχαρίστηση, ήταν για μένα μια φυσική χειρονομία προσέγγισης κειμένων που διάβαζα και αγαπούσα. Στο γυμνάσιο ήδη, θυμάμαι πως μετέφραζα Μπωντλαίρ, μέρος της τότε ύλης για το δίπλωμα Sorbonne 1. Τελειώνοντας τις σπουδές μου και μη θέλοντας να ασχοληθώ με την εκπαίδευση, η ενασχόληση με τη μετάφραση μού φάνηκε ιδανική εναλλακτική: να ζεις μέσα στα βιβλία και να τα ξαναγράφεις με τις δικές σου λέξεις. Κάπως έτσι βρέθηκα στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου. Το ίδιο διάστημα έκανα δοκιμαστικά σε εκδοτικούς οίκους και ξεκίνησα να μεταφράζω επαγγελματικά, και παράλληλα να κάνω επιμέλειες και διορθώσεις στον ίδιο χώρο. Με κάποιαν έννοια, η μετάφραση είναι κι ένα βίτσιο, ή έστω μια κλίση· νομίζω πως θα συνέχιζα να μεταφράζω ακόμα κι αν δεν είχα ανάγκη να το κάνω επαγγελματικά. Αυτό που στην αρχή ήταν μια διάθεση, σιγά σιγά μετατράπηκε σε εμμονή και επαγγελματική διαστροφή· σχεδόν πάντα όταν διαβάζω ένα κείμενο σε κάποια από τις γλώσσες που ξέρω, το μεταφράζω νοητά, αν όχι όλο, σίγουρα τα σημεία στα οποία στέκομαι. Όσο πιο δύσκολη είναι αυτή η νοητή μετάφραση, τόσο πιο ωραίο μου φαίνεται το πρωτότυπο.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια είναι αυτή και πώς την αποδώσατε; Νομίζω ότι το μέγιστο χρονικό διάστημα μπορεί να είναι και όλος ο χρόνος που έχω αφιερώσει για να μεταφράσω ένα βιβλίο, ή κι ακόμη περισσότερο. Σκέφτομαι, παραδείγματος χάρη, την ισπανική λέξη desamor· την έχω συναντήσει σε ένα-δυο βιβλία, κι ωστόσο παραμένει για μένα ακόμη αμετάφραστη στα ελληνικά (δηλώνει την απουσία αγάπης, έρωτα, τρυφερότητας, ίσως και το χρόνο που η αγάπη σιγά σιγά φθίνει). Κάθε φορά που τη συναντώ, νιώθω την ίδια αμηχανία. Από την άλλη, όταν λέμε «διαθέτω χρόνο» για να λύσω ένα μεταφραστικό πρόβλημα, δεν εννοούμε απαραίτητα ότι διακόπτεται η συνολική διαδικασία της μετάφρασης. Συνεχίζω να μεταφράζω και υπάρχει μια λέξη ή μια μικρή φράση που στριφογυρίζει στο μυαλό μου ό,τι κι αν κάνω, ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Ωστόσο το σημαντικότερο εδώ είναι πως ο πυρήνας της μετάφρασης δεν είναι η λέξη αλλά η φράση. Το πλέγμα των συμφραζομένων μπορεί να είναι συχνά πολύ βοηθητικό για τη μετάφραση μιας δύσκολης λέξης, ή μπορεί να δημιουργεί ένα ακόμα μεγαλύτερο ή και ανυπέρβλητο πρόβλημα για μια πολύ ευκολότερη. Όσο περισσότερο με έχει ταλαιπωρήσει κάποιο μεταφραστικό πρόβλημα, τόσο περισσότερο απωθώ την τελική λύση που έχω δώσει. Ενώ θυμάμαι δηλαδή τη λέξη ή τη φράση που με δυσκόλεψε, ενδεχομένως και όλη την προσπάθεια για να φτάσω στη λύση, ξεχνώ σχεδόν πάντα ποια ήταν η λύση αυτή.
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Αισθάνομαι πολύ συγγραφέας όταν μεταφράζω, τόσο περισσότερο όσο περισσότερο μου αρέσει το βιβλίο που κάθε φορά έχω ανά χείρας. Γενικά θεωρώ τη μετάφραση εξίσου λογοτεχνία με την πρωτότυπη συγγραφή, στο βαθμό που απαιτεί μιαν αντίστοιχη τέχνη του λόγου. Προσπαθώ να κάνω ένα κείμενο δικό μου, ακόμα κι όταν το ύφος του δεν είναι αυτό που θα επέλεγα εγώ αν έγραφα, αλλά αυτή η συμμόρφωση σε κανόνες νομίζω πως ισχύει και για τον «κανονικό» συγγραφέα. Αισθάνομαι συγγραφέας κυρίως στη φάση που διορθώνω τη μετάφρασή μου, στον τρόπο που χτενίζω ένα κείμενο, στις απειροελάχιστες αλλαγές που επιλέγω να κάνω για να υπηρετήσω καλύτερα το ρυθμό ή τις σιωπές του. Μ’ αυτή την έννοια θεωρώ ότι μεταφράζω σαν συγγραφέας, όπως και πολλοί συνάδελφοί μου που εκτιμώ ιδιαίτερα – ο Γιάννης Καλιφατίδης, η Μελίνα Παναγιωτίδου, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου ή η Ελένη Μπακοπούλου, για να αναφέρω μόνο κάποιους που είναι φίλοι και δεν είναι με την τυπική έννοια συγγραφείς.
Μεταφράζετε από ισπανικά, γαλλικά και αγγλικά. Θα σας ενδιέφερε να μεταφράζετε και από κάποια άλλη γλώσσα κι αν ναι, ποια; Θα με ενδιέφερε να μεταφράζω από όλες τις γλώσσες, το παν είναι τα κείμενα που μπορεί κάθε γλώσσα να σου προσφέρει. Τα γερμανικά, τα ρωσικά και τα αραβικά είναι γλώσσες που θα ήθελα πολύ να γνωρίζω και να μπορώ να μεταφράσω από αυτές, και όχι μόνο επειδή έχω κατά νου συγκεκριμένους συγγραφείς ή κείμενα, αλλά και για την πρόκληση που διαισθάνομαι πως εμπεριέχουν σαν γλώσσες. Κάποτε ερωτεύτηκα τόσο πολύ ένα γερμανικό κείμενο (την Επιστολή του λόρδου Τσάντος του Χόφμανσταλ), που το μετέφρασα από τα γαλλικά και τα ισπανικά, ακριβώς επειδή ήθελα να το πω με τις δικές μου λέξεις. Η μετάφραση δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Ποίηση και στη συνέχεια εκδόθηκε από την Άγρα.
Επιστρέφετε σε παλαιότερες μεταφράσεις σας; Αν ναι, τι σκέφτεστε; Δύσκολα επιστρέφω σε παλαιότερες μεταφράσεις. Νιώθω πάντα έναν τρόμο ότι διαβάζοντάς τες θα σκεφτώ άπειρες καλύτερες λύσεις και θα καταρρακωθώ. Μια μετάφραση δεν τελειώνει ποτέ, απλώς την παραδίδεις γιατί σε πιέζουν οι προθεσμίες, γιατί είναι κι αυτό ένα επάγγελμα και κάπως πρέπει να εξισορροπήσεις το χρόνο που διαθέτεις με την αμοιβή σου, αλλά θα μπορούσε κανείς να δουλεύει μια μετάφραση (τουλάχιστον των σημαντικών βιβλίων) επ’ άπειρον. Επιπλέον, σε κάθε διαφορετική στιγμή της ζωής μας, ίσως να επιλέγαμε και έναν διαφορετικό τρόπο για να αποδώσουμε ένα κείμενο. Αλλά αυτά ίσως ισχύουν και για τους ίδιους τους συγγραφείς. Καμιά φορά ωστόσο αναζητώ και ξαναδιαβάζω συγκεκριμένα αποσπάσματα από βιβλία που έχω μεταφράσει. Αποσπάσματα που είτε με έχουν συγκινήσει πολύ είτε έχω νιώσει πως τα έχω κάνει πάρα πολύ δικά μου. Και υπάρχουν μεταφράσεις, πολύ λίγες είναι αλήθεια, που θα χαιρόμουν να ξαναδουλέψω. Θα έφερνα ως ένα μόνο παράδειγμα τα δυο βιβλία του Χουάν Ρούλφο που έχω μεταφράσει, το Πέδρο Πάραμο και το Ο κάμπος στις φλόγες. Είναι τόσο τέλειο το πρωτότυπο, τόσο μαγικός ο τρόπος που γράφει ο Ρούλφο, που αναπόφευκτα ο μεταφραστής αισθάνεται ελλειμματικός με όση έμπνευση και συνέπεια κι αν έχει δουλέψει.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο των μεταφραστών; Τα προβλήματα των μεταφραστών ως εργαζόμενων είναι πάρα πολλά. Και έχουν γίνει ακόμα περισσότερα με την παρατεινόμενη κρίση. Από τη μια, η μετάφραση είναι μια χαμηλά αμειβόμενη εργασία, ακόμα και γι’ αυτούς που, όπως εγώ, έχουν καταφέρει να πληρώνονται καλά σε σχέση με τα στάνταρ της αγοράς. Σ’ αυτό προστίθενται καθυστερήσεις στις πληρωμές και διάφορες άλλες εμπλοκές με τους εκδότες. Σημαντικότερο μου φαίνεται ωστόσο ότι ο μεταφραστής αντιμετωπίζεται σαν να είναι επιχειρηματίας ή έμπορος. Ότι του επιβάλλεται ένα κόστος ασφάλισης εντελώς δυσανάλογο με το εισόδημά του, ότι πληρώνει ένα σωρό χαράτσια και φόρους, ότι αντιμετωπίζεται όπως οποιοσδήποτε φοροφυγάς (όταν είχαμε πριν από λίγα χρόνια φτάσει στο σημείο να κόβουμε αποδείξεις σε όλες μας τις δουλειές). Τώρα, ακούω πάλι ότι πολλοί συνάδελφοι αναγκάζονται να κλείσουν τα βιβλία τους και μηχανεύονται διάφορους τρόπους για να συνεχίσουν να εργάζονται. Ακόμα και όσοι τα κρατάμε ακόμη ανοιχτά, στην ουσία συσσωρεύουμε χρέη στην εφορία και στα ταμεία. Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω εδώ ότι οι μεταφραστές παραμένουν εν πολλοίς αόρατοι, ότι δεν απολαμβάνουν το κύρος που θα αντιστοιχούσε στη σημασία και στη δυσκολία της δουλειάς τους. Ή ότι δεν εισπράττουν συγγραφικά δικαιώματα από τις μεταφράσεις τους. Αλλά νομίζω ότι τα πρωτεύοντα είναι οι χαμηλές αμοιβές και οι ασφυκτικές φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.
Δημήτρης Τριανταφυλλίδης
Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη ρωσική γλώσσα και πώς έχει εξελιχθεί στα χρόνια; Η πρώτη μου επαφή με τη ρωσική γλώσσα έγινε το Σεπτέμβριο του 1979 στην Προκαταρκτική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Μπορώ να πω πως έκτοτε δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα στη ζωή μου που να μη διαβάσω, να γράψω ή να σκεφτώ στα ρωσικά. Σταδιακά, από την πρώτη περιέργεια ή την ανάγκη για επικοινωνία, αν θέλετε, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην ίδια τη γλώσσα, την ιστορία της, την εξέλιξή της, τη λογοτεχνία που δημιούργησε και το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται και λειτουργεί. Είναι μια σχέση που κρατάει εδώ 35 χρόνια και μου έχει χαρίσει απίστευτες εντάσεις και συγκινήσεις.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια είναι αυτή και πώς την αποδώσατε; Θα σας πω για μια λέξη που με παίδεψε κυριολεκτικά για 15 ολόκληρες ημέρες. Είναι μια λέξη από την ποιητική σύνθεση της Μαρίνας Τσβετάγιεβα Το ποίημα του αγέρα. Είναι η λέξη ημιστάσιμο, μια λέξη με την οποία η ποιήτρια ήθελε να δώσει έμφαση στο σφίξιμο της καρδιάς, στη διακοπή της ανάσας στην κρίσιμη στιγμή του χωρισμού. Η Τσβετάγιεβα επινόησε πολλές λέξεις. Η εν λόγω ποιητική της σύνθεση είναι ένα παιχνίδι με τους ήχους, τα σύμφωνα, τις έννοιες. Η μετάφραση της ήταν μια γοητευτική περιπέτεια με πολλές αναζητήσεις, πολλές ερωτήσεις και … λίγες απαντήσεις. Αυτή όμως είναι η γοητεία της λογοτεχνικής μετάφρασης. Με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο, γίνεται πλουσιότερος. Εξάλλου, όπως έχω ξαναπεί, η μετάφραση σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Ο μεταφραστής είναι υποχρεωμένος να υποχωρήσει το Εγώ του και να αφήσει να ακουστεί η φωνή του συγγραφέα. Κατά τη γνώμη μου η μετάφραση είναι μια διαρκής άσκησης ταπεινότητας για τον γραφιά και τον βοηθάει να μην «καβαλήσει το καλάμι».
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Για να μη βαρύνει πολύ το κλίμα θα πρέπει να πούμε ότι είναι κοινός τόπος η εντύπωση πως ο μεταφραστής είναι ένας τύπος που «έχει φάει την πετριά με το γράψιμο». Είναι μια εξαιρετικά γοητευτική διαδικασία να λειτουργείς ως γέφυρα ανάμεσα σε γλώσσες και πολιτισμούς. Να παίρνεις κείμενα και να τα αποδίδεις στη δική σου γλώσσα, καθιστώντας τους αναγνώστες κοινωνούς μιας άλλης κουλτούρας, ιδεών, αντιλήψεων. Λίγο ή πολύ κάθε μεταφραστής «συνδημιουργεί» το κείμενο του συγγραφέα σε μια άλλη γλώσσα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην ποίηση, όπου κάθε απόπειρα προσέγγισης ενός ποιήματος είναι απλά μια μεταγραφή του σε μια άλλη γλώσσα. Με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Ποιο κείμενο ονειρεύεστε να μεταφράσετε; Υπάρχουν πολλά κείμενα που θα ήθελα να μεταφράσω. Μερικά, ίσως, προλάβω να το κάνω, κάποια άλλα θα μείνουν για την επόμενη γενιά μεταφραστών από τη ρωσική γλώσσα. Ως προς τη λογοτεχνία θα ήθελα να μεταφράσω έργα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ως προς την ποίηση υπάρχουν τόσα πολλά που δε ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω.
Η δουλειά σας διατίθεται μέσω του διαδικτύου. Με ποιο τρόπο ακριβώς και ποια είναι η φιλοσοφία πίσω από την κίνηση αυτή; Η ιστορία ξεκίνησε όταν έφτιαξα το blog μου: samizdat project πριν μερικά χρόνια. Σταδιακά αναρτούσα μεταφράσεις κειμένων και ποιημάτων αγαπημένων μου Ρώσων λογοτεχνών, αλλά και φιλοσόφων και γλωσσολόγων. Με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώθηκε πολύ υλικό προς δημοσίευση. Η οικονομική κρίση όμως ανέβαλε ή και ματαίωσε πολλά εκδοτικά προγράμματα των οίκων που συνεργαζόμουν μέχρι τότε. Κάποια στιγμή αποφάσισα τη μετεξέλιξη του blog σε μικρό εξειδικευμένο εκδοτικό οίκο που θα εκδίδει Ρώσους λογοτέχνες, αρχικά. Έμαθα το σχεδιαστικό πρόγραμμα inDesign και έτσι έβγαλα τα 5 πρώτα βιβλία με έργα της Άννας Αχμάτοβα, της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, της Όλγας Μπέργγολτς και τους Μιχαήλ Λέρμοντοφ. Η λογική που πρυτάνευσε είναι εκείνη της παλιάς χειροτεχνίας, όπου όλα τα «στάδια της παραγωγής» περνάνε από τα ίδια χέρια. Τώρα πια οι εκδόσεις s@mizdαt έχουν ξεκινήσει 2 σειρές βιβλίων: η πρώτη είναι το «Βόρειο Σέλας» με ποιητικές συλλογών ρώσων λογοτεχνών και η σειρά «Διάλεκτοι» με συλλογές ελλήνων ποιητών. Σύντομα, σκοπεύω να ξεκινήσω και μια τρίτη σειρά με τίτλο «Μέλαν Δρυμός» με έργα γερμανών εξπρεσιονιστών ποιητών που μεταφράζει από τα γερμανικά ο Νίκος Βουτυρόπουλος.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον κλάδο των μεταφραστών; Πέραν των γνωστών προβλημάτων των κακών, ανύπαρκτων ή καθυστερημένων αμοιβών, ο κλάδος των μεταφραστών αντιμετωπίζει, κυρίως, την βαθιά περιφρόνηση προς κάθε πνευματική εργασία που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Δουλειά μοναχική, δύσκολη, με πολλές επαγγελματικές ασθένειες (μυοσκελετικού χαρακτήρα κυρίως), δεν αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και σεβασμό από τους φορείς του βιβλίου και την πολιτεία. Το καθεστώς της αυστασφάλισης έχει γίνει βραχνάς για πολλούς μεταφραστές. Η πρακτική: μετάφρασε ένα βιβλίο και θα πληρωθείς μετά από 1 και 1,5 χρόνο, ουσιαστικά μετατρέπει τους μεταφραστές σε «χορηγούς» των επιχειρηματιών του βιβλίου. Αυτό αποθαρρύνει πολλά νέα, ταλαντούχα παιδιά, να ασχοληθούν με τη λογοτεχνική μετάφραση, καθιστώντας την πνευματική μας ζωή μίζερη. Ας μη ξεχνάμε ότι οι μεταφραστές είναι οι τελευταίοι διεθνιστές, είναι εκείνοι που ανοίγουν διάπλατα τα παράθυρα μας στον κόσμο.
Αρχοντή Κόρκα
Πώς ξεκινήσατε την ενασχόληση σας με τη λογοτεχνική μετάφραση; Έχω μεταφράσει κυρίως δοκίμια καθώς και ό,τι άλλο πέφτει στα χέρια ενός ελεύθερου επαγγελματία (από νομικά έως μάρκετινγκ). Μετέφρασα το πρώτο μου βιβλίο το 1997 και άρχισα την επιμέλεια λογοτεχνικών βιβλίων το 1998, όταν δούλεψα στις Εκδόσεις Οξύ. Έκτοτε συνέχισα έως μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Ποιο είναι το κείμενο που σας έχει δυσκολέψει περισσότερο; Το Απόλαυση-Γραφή-Ανάγνωση του Ρολάν Μπαρτ, κυρίως λόγω της αγάπης μου για τον Ρολάν.
Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που έχετε διαθέσει για να μεταφράσετε μια λέξη; Ποια ήταν αυτή και πώς την αποδώσατε; Πραγματικά δεν θυμάμαι. Το κάθε κείμενο έχει τη δυσκολία του, είτε αυτή είναι ορολογία είτε υφολογική.
Πόσο συγγραφέας αισθάνεστε όταν μεταφράζετε; Σχεδόν καθόλου, αλλά από την άλλη, δεν είχα και ποτέ το βίτσιο ή το όνειρο να γίνω συγγραφέας. Αυτό δεν αφαιρεί φυσικά από την δημιουργική πλευρά της μετάφρασης, το αντίθετο. Νιώθω κάπως δημιουργός ίσως, με την ευρεία έννοια.
Ποιο κείμενο ονειρεύεστε να μεταφράσετε; Το Le Neutre του Ρολάν Μπαρτ (πάνω στο οποίο έκανα την πτυχιακή μου στο μεταπτυχιακό) και το W.G. Sebald: Image, Archive, Modernity των J.J. Long και Claire Abel.
Τα τελευταία χρόνια μένετε μόνιμα στο εξωτερικό. Ποιες είναι οι διαφορές στην επαγγελματική μεταξύ ενός μεταφραστή που ζει στο Λονδίνο κι ενός που ζει στην Αθήνα; Εργάζομαι ως project manager στο χώρο της μετάφρασης. Οι διαφορές είναι τεράστιες, από πολλές απόψεις, πραγματικά δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Ας πω απλώς ότι κρίνεσαι για το βιογραφικό σου.