Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 30 ο νεαρός Μπίλυ Πάραμ μετά από πολλές προσπάθειες θα παγιδεύσει μια λύκαινα που λυμαινόταν το μικρό ράντζο της οικογένειας του στο Νέο Μεξικό. Θα την βγάλει από το δόκανο, θα την κρατήσει δεμένη στη σέλα του αλόγου του και ακολουθώντας μια παρόρμηση ή μια τρελή ιδέα, θα περάσει τα σύνορα με το Μεξικό για να την ελευθερώσει εκεί που υπολόγιζε ότι είναι τα μέρη της. Αυτό είναι το πρώτο ταξίδι που θα κάνει ως το Μεξικό. Θα ξαναπεράσει τα σύνορα, αυτή τη φορά παρέα με τον μικρό του αδελφό, ακολουθώντας τα ίχνη των κλεμμένων αλόγων τους που οδηγούν εκεί. Την τρίτη φορά που θα βρεθεί στο Μεξικό είναι για να μάθει τι έχει απογίνει ο αδελφός του.
Οι περιπλανήσεις του Μπίλυ στην μεξικάνικη ενδοχώρα, θα είναι επίσης περιπλανήσεις στη χώρα ενός ονειρικού τοπίου, στη χώρα του παρελθόντος, στη χώρα του μύθου ή του corrido (επική μπαλάντα), και της προφορικής αφήγησης. Στην αναζήτηση του μέσα σε αχανείς εκτάσεις γης και ουρανού, υποβάλλεται πότε σε δέος για την ασημαντότητα του και σε μια διαρκή εγρήγορση για την επιβίωση του, πότε σε μια μοναχική και μελαγχολική ονειροπόληση για τον κόσμο των πραγμάτων και την ανθρώπινη ύπαρξη. Περαστικός από πόλεις-φαντάσματα και τοπία διαβρωμένα από τη φτώχεια και τις εμφύλιες συγκρούσεις, θα συναντήσει αυτούς που την κατοικούν, θα μοιραστεί τροφή μαζί τους και μπροστά από τη φωτιά θα ακούσει αφηγήσεις για τη ζωή τους, την ιστορία του τόπου, θα ακούσει ένα τραγούδι ή μια προσευχή.
«…Κανένας δεν τον ρώτησε γιατί είχε έρθει. Μονάχα τον συμβούλεψαν να μείνει μακριά από τη χώρα των Γιάκουι, στα δυτικά, γιατί οι Γιάκουι θα τον σκότωναν. Ύστερα οι γυναίκες του ετοίμασαν δείπνο με λίγο ξεραμένο, πετσιασμένο κρέας ή ματσάκα και ξερό καλαμπόκι και καπνισμένα τορτίγιας κι ένας γέρος προχώρησε μπροστά και του απηύθυνε το λόγο σε κάτι ισπανικά που μόλις μετά βίας κατάλαβε, μιλώντας με ιδιαίτερη θέρμη και κοιτάζοντας το αγόρι κατάματα και κρατώντας τη σέλα του αλόγου του κι από τις δύο μεριές, τόσο που το αγόρι σχεδόν καθόταν στην αγκαλιά του γέρου. Ήταν ντυμένος φανταχτερά και αλλόκοτα και τα ρούχα του ήσαν κεντημένα με σχέδια γεωμετρικά που έδιναν την εντύπωση άβακα, από κάποιο παιχνίδι ίσως. Φορούσε κοσμήματα από νεφρίτη και ασήμι και τα μαλλιά του ήσαν μακριά και πιο μαύρα απ’ όσο θα ταίριαζε στην ηλικία του. Είπε στο αγόρι πως, παρόλο που ήταν ουέρφανο (huerfano: ορφανό), έπρεπε να σταματήσει τις περιπλανήσεις και να βρει ένα τόπο να σταθεί στον κόσμο, γιατί μια τέτοια περιπλάνηση θα του γινόταν πάθος και με το πάθος αυτό θα αποξενωνόταν από τους ανθρώπους και στο τέλος και από τον εαυτό του. Είπε ότι τον κόσμο μπορούσε κανείς να τον γνωρίσει μόνον όπως ζούσε στις καρδιές των ανθρώπων. Γιατί, ενώ έμοιαζε με τόπο που περιείχε τους ανθρώπους, στην πραγματικότητα ήταν ένας τόπος που περικλειόταν μέσα τους και κατά συνέπεια για να τον γνωρίσει κάποιος πρέπει εκεί να κοιτάξει, τις καρδιές να γνωρίσει, και για να το κάνει αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζήσει με τους ανθρώπους κι όχι απλώς να διαβεί ανάμεσα τους…».
Η περιπλάνηση του Μπίλυ Πάραμ είναι μια Οδύσσεια κατά την οποία η επιστροφή στην Ιθάκη είναι αδύνατη, δεν υπάρχει καμία επίτευξη του σκοπού του ταξιδιού, κανένα αντάμωμα στο τέλος, παρά μόνο μια επαναλαμβανόμενη τροχιά όπου εν τέλει σύντροφοι του θα απομείνουν η σιωπή των τοπίων και τα όνειρα φαντάσματα.
Ενώ μια τσιγγάνα μέλος ενός θεατρικού μπουλουκιού που περιοδεύει και αυτό στην ερημιά θα προφητεύσει: «…Θα δείτε. Είναι δύσκολο ακόμα και για αδέλφια να κάνουν μαζί ένα τέτοιο ταξίδι. Ο δρόμος έχει τη δική του λογική κι ούτε δύο ταξιδιώτες δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο αυτή τη λογική. Αν τελικά φτάσουν να την αντιληφθούν καν. Ακούστε με προσοχή τα κορίδος του τόπου. Αυτά θα σας πουν. Τότε θα δείτε στη δική σας ζωή ποιο είναι το κόστος των πραγμάτων. Ίσως είναι αλήθεια ότι τίποτα δεν είναι κρυμμένο. Κι όμως κάποιοι δεν θέλουν να δουν τι βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους. Θα δείτε. Το σχήμα του δρόμου είναι ο δρόμος. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να έχει το ίδιο σχήμα, μόνο ένας αυτός. Και κάθε ταξίδι που ξεκίνησε πάνω σ΄αυτόν τον δρόμο θα ολοκληρωθεί. Είτε βρεθούν άλογα είτε όχι.»
Οι αφηγήσεις είτε σαν εξομολογήσεις, είτε σαν προφητικοί μονόλογοι διακόπτουν μια περιπλάνηση που συνοδεύεται σταθερά από έναν υπαινιγμό του θανάτου. Με τη μορφή της φυσικής καταστροφής, με τη μορφή του αρπακτικού που ψάχνει το θήραμά του ή με τη μορφή των vaqueros που έρχονται σαν σκιές από την άκρη του ορίζοντα και φεύγουν με τον ίδιο τρόπο, ο θάνατος ορίζει τη ζωή, τραβάει τη γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον μύθο, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Η περιπλάνηση του Μπίλυ Πάραμ είναι μια πορεία σε διακλαδωμένα μονοπάτια, μια Οδύσσεια κατά την οποία η επιστροφή στην Ιθάκη είναι αδύνατη, δεν υπάρχει καμία επίτευξη του σκοπού του ταξιδιού, κανένα αντάμωμα στο τέλος, παρά μόνο μια επαναλαμβανόμενη τροχιά όπου εντέλει σύντροφοι του θα απομείνουν η σιωπή των τοπίων και τα όνειρα φαντάσματα.
«…Κοιμήθηκε κι όπως κοιμήθηκε ονειρεύτηκε και στο όνειρό του είδε τον πατέρα του να περπατάει πεζός, χαμένος στην έρημο. Στο φώς εκείνης της μέρας που έσβηνε έβλεπε τα μάτια του πατέρα του. Ο πατέρας του κοίταζε προς τη Δύση, όπου είχε χαθεί ο ήλιος κι όπου σηκωνόταν ο άνεμος πάνω από τα σκοτάδια. Η λεπτή άμμος σ΄εκείνη την έρημη χώρα ήταν το μόνο που έβρισκε να παρασύρει ο άνεμος σε μια σταθερή μεταναστευτική περιδίνηση. Λες και στην ύστατη κονιορτοποίησή του ο κόσμος αποζητούσε ένα αποκούμπι σε αντιστάθισμα της ίδιας της αέναης περιστροφής του. Τα μάτια του πατέρα του γύρευαν τον ερχομό της νύχτας στην κοκκινίλα που βάθαινε πέρα απ΄την άκρη του κόσμου κι εκείνα τα ίδια μάτια έμοιαζαν να ατενίζουν με μιαν απίστευτη εσωτερική γαλήνη το κρύο και το σκοτάδι κι όλα ρουφήχτηκαν απ΄το σκοτάδι και μέσα στη σιγαλιά άκουσε κάπου να ηχεί, κι ύστερα να σωπαίνει, μια μοναχική καμπάνα, και τότε ξύπνησε.»
To Πέρασμα του Μακάρθυ αγγίζει την πηγή των πρωταρχικών western μύθων, το Μεξικό. Κι αν εντός των αμερικάνικων συνόρων ο χρόνος είναι πιο σαφής (τέλος της ύφεσης και αρχές του πολέμου), το Μεξικό θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα στη δεκαετία του 20, του 10, ή και παλιότερα. Περιοχές όπου δεν υφίσταται νόμος παρά μόνο το δίκαιο του ισχυρότερου, όπου οι ταξικές συγκρούσεις συνυπάρχουν με τις συγκρούσεις ή τις συγχωνεύσεις διαφορετικών πολιτισμικών ιδιωμάτων, ισπανικών και ινδιάνικων. Αλλά επίσης είναι και ένας κόσμος που δεν έχει απομαγευθεί πλήρως, επικές μπαλάντες τραγουδιούνται ως υπενθύμιση ενός ήρωα, το Θείο ή η μοίρα αφήνουν ακόμα τα σημάδια τους στην επίγεια ζωή, επιτρέποντας στους ανθρώπους να στοχάζονται πάνω σε αυτά.
«Τα καταδικασμένα εγχειρήματα χωρίζουν για πάντα τις ζωές στο πριν και μετά…». Έτσι ο νεαρός πρωταγωνιστής στο δικό του πέρασμα θα μεταβεί από την νεότητα που προϋποθέτει τις προσδοκίες και την ελπίδα για την ζωή, στη διάψευση των εσωτερικών αξιών και τον σκεπτικισμό μέχρι απαισιοδοξίας για την φυσική τάξη των πραγμάτων - όλα χαρακτηριστικά της τρίτης ηλικίας. Τελικά βλέπουμε έναν νεαρό Μπίλυ με τα σημάδια μιας βίαιης ενηλικίωσης πάνω του, έναν άνθρωπο που τον ξέβρασε ο μύθος στον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο αδυνατεί να βρει τη θέση του.