Επτά από τους μεγαλύτερους αμερικανικούς εκδοτικούς διεκδίκησαν τα δικαιώματα του City on Fire, με προσφορές που ξεπέρασαν το 1 εκατ. δολάρια. Τη δημοπρασία κέρδισε τελικά ο οίκος Knopf, προσφέροντας στον Garth Risk Hallberg 2 εκατ. δολάρια, πιθανότατα το υψηλότερο ποσό που έχει δοθεί σε νέο συγγραφέα για «καπάρωμα» του βιβλίου του. Και τι βιβλίο! Μία χιλίων σελίδων ωδή στη Νέα Υόρκη των 70s, με πλοκή που παντρεύει τους punks του Lower East Side με τους χρηματιστές της Wall Street, χαρακτήρες δηλαδή αταίριαστους μεταξύ τους, των οποίων όμως οι πορείες ζωής θα συναντηθούν με αφορμή μία απόπειρα φόνου στο Central Park. Οι κριτικοί στην πλειοψηφία τους παραληρούν και το hype είναι τόσο έντονο που κάποιοι μιλάνε όχι απλά για το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς αλλά και της τρέχουσας δεκαετίας. Στα ελληνικά το City on Fire θα κυκλοφορήσει στις αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κέδρος, με τίτλο Πόλη στις Φλόγες, σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή (ο οποίος υπογράφει και τις μεταφράσεις των βιβλίων του Thomas Pynchon - μεγάλο ατού της έκδοσης από μόνο του αυτό το γεγονός). Στην Popaganda μπορείτε να διαβάσετε κατ' αποκλειστικότητα την προδημοσίευση ενός απολαυστικού αποσπάσματος. «Ειλικρινά, δεν ξέρω», είπε ο Μέρσερ, λες και η ερώτησή της μόλις είχε φτάσει στ’ αυτιά του. «Δεν ξέρω πια. Εννοώ, όπως είπες, είναι καλό να έχεις κάποιον. Αυτό όμως που συνέβη μεταξύ σας, ό,τι κι αν ήταν, τον τρώει, είναι σαν τρύπα μέσα του, που πιστεύει πως πρέπει να την κρύψει. Μάλλον αυτή η αύρα μυστηρίου ήταν ένα από τα πράγματα που με τράβηξαν κοντά του. Όμως δεν ήρθα στη Νέα Υόρκη με σκοπό να ζήσω με έναν άγνωστο. Κάποια στιγμή υπέθεσα πως εκείνος θα... δεν ξέρω». Της έκανε νεύμα να του δώσει το τσιγάρο, αλλά παραήταν μικρό πια και δεν μπορούσε να πάρει τζούρα χωρίς να κάψει τα δάχτυλά του, οπότε το πέταξε στέλνοντάς το σε ελεύθερη πολυώροφη πτώση, σαν φωτοβολίδα μέσα στην καταχνιά. «Για κοίτα. Το ’χεις μέσα σου», έβαλε τον αναπτήρα στο τσαντάκι της λέγοντας ότι μπορεί να τον έβρισκαν τα παιδιά της, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να επιστρέψει στο πάρτι. «Δεν κρυώνεις;» τη ρώτησε. «Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να ξαναπάω εκεί μέσα. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν θέλω να μιλήσω». Ο Μέρσερ τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα του και χτύπησε τα πόδια του κάτω περιμένοντας να νιώσει κάπως διαφορετικά: «Τέλος πάντων, ο Γουίλιαμ έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από μένα σ’ αυτά τα πράγματα. Στις σχέσεις». «Έτσι σου είπε;» «Σκέφτηκα πως ίσως επειδή είμαι αγόρι, άντρας, γι’ αυτό κρατούσε εμένα σε ένα κουτάκι και όλους εσάς σε ένα άλλο. Όταν όμως εμφανίστηκες στο σχολείο την περασμένη βδομάδα...» «Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση. Μόλις είχα φύγει από το διαμέρισμα του άντρα μου. Είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω με κάποιον και σκέφτηκα ότι ίσως το διαζύγιο σήμαινε πως και όλα τα άλλα θα άλλαζαν. Ίσως ο Γουίλιαμ να ήταν έτοιμος να γκρεμίσει τα ηλίθια τείχη του». «Κι εγώ σκέφτηκα πως μόλις έβλεπε την πρόσκληση θα άνοιγε αμέσως μια χρυσή πόρτα και δεν θα ήμασταν πια υποχρεωμένοι να ζούμε όπως ζούμε. Έχει κι αυτό τη χάρη του, κατά κάποιο τρόπο, αλλά πώς να χτίσουμε ένα μέλλον μαζί αν δεν μπορώ να γνωρίζω βασικά πράγματα για το παρελθόν του;» «Πάντα ήταν μυστικοπαθής ο αδελφός μου. Από παιδί. Νομίζει ότι το να έχει διπλή ζωή τού δίνει κάποια προσωπική δύναμη. Εγώ νομίζω ότι διάβαζε πάρα πολλά κόμικς».
«Οπότε, ίσως να ήρθα εδώ γιατί ήξερα ότι θα τσατιζόταν αν το μάθαινε. Όχι ότι δεν είσαι ευχάριστη παρέα», και ένα σχεδόν ακατανόητο χαμόγελο ξεπήδησε από κάπου μέσα του. Ήταν αλήθεια. Του άρεσε η Ρέιγκαν. Του θύμιζε μερικά άλλα λευκά κορίτσια που είχε γνωρίσει, τις συμφοιτήτριές του στην αγγλική φιλολογία, που τον είχαν υιοθετήσει στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια: «Μπορούμε τώρα να μπούμε μέσα, σε παρακαλώ; Έχω ξεπαγιάσει». Άγγιξε το μπράτσο του με το καλό της χέρι: «Δεν μου λες, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου;» «Να έρθω μαζί σου;» «Θέλει να με δει ο αδελφός της Φελίσια. Θα σε συστήσω και θα μπορέσεις να δεις τι έχει να αντιμετωπίσει ο Γουίλιαμ. Και ίσως μπορέσεις να με προστατέψεις». «Να σε προστατέψω από τι;» Εκείνη όμως είχε στραφεί ήδη προς τη ζεστασιά της κρεβατοκάμαρας. Ξαναπήρε τη μάσκα του. «Είσαι σίγουρη ότι δεν άκουσες εκείνο τον ήχο;» τη ρώτησε πριν κλείσει την μπαλκονόπορτα. «Είμαι από το Νότο. Εκεί κάτω ξέρουμε από όπλα». Ανασήκωσε τους ώμους της: «Είμαστε στα δυτικά του Σέντραλ Παρκ, Μέρσερ. Μάλλον θα ήταν η εξάτμιση κάποιου φορτηγού». Μέσα το βάδισμά της γινόταν πιο αποφασιστικό σε κάθε κατώφλι που περνούσαν, λες και έπαιρνε δύναμη από την παρουσία του, ή από το ναρκωτικό, αν και δεν ήταν σίγουρος πως δεν έφταιγε η θολή αίσθηση του χρόνου μέσα στο κεφάλι του. Επίσης, οι καλεσμένοι έμοιαζαν πυκνότεροι. Από ένα συνονθύλευμα σωμάτων έβγαιναν χέρια που κρατούσαν μπουκάλια, οδοντοστοιχίες γυμνωμένες σε ξεσπάσματα ρεπουμπλικάνικου γέλιου, δόντια τρομακτικά στην τελειότητά τους, σαν τσίχλες. Ήταν ο μόνος μη λευκός καλεσμένος – αν και, με τη στενή έννοια του όρου, δεν ήταν καν καλεσμένος. Θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Πού να ήταν ο Γουίλιαμ; Να ακουμπούσε με την πλάτη στον τοίχο της τουαλέτας κάποιου μπαρ ενώ δεχόταν τις περιποιήσεις ενός ξανθού κεφαλιού στο κάτω κεφάλι του; Έδιωξε από το νου του την εικόνα, άφησε τη συνείδησή του να γίνει μια παλίρροια πάνω στα περσικά χαλιά. Άφησε τη Ρέιγκαν να τον οδηγήσει.Δεν συγκράτησε πόσες φορές τη σταμάτησαν, πόσα φιλιά πνιγμένα στο ουίσκι υπέμεινε από πόσους μεσήλικες, πόσες φιλοφρονήσεις δέχτηκε για την εμφάνισή της – φαίνεσαι μια χαρά, είπε μια γυναίκα, υγιέστατη, ευφημισμοί με σημεία αναφοράς που εκείνος δεν μπορούσε να εντοπίσει –, πόσα συνοφρυώματα για το μπανταρισμένο χέρι της, πόσα βλέμματα τον ζύγισαν κρυφά από την κορφή ως τα νύχια. Υπηρέτης; Τσιράκι; Περίπτωση ελεημοσύνης; Αυτό ωστόσο τον ενοχλούσε λιγότερο απ’ ό,τι την πρώτη ώρα του στο πάρτι, που την είχε περάσει προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από μια γλάστρα με έναν πελώριο φοίνικα. Ίσως να μην μπορούσε ακόμα να μπει στoν μαγικό κύκλο των Χάμιλτον-Σουίνι, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να μελετήσει από κοντά την επίδρασή του και ίσως κάποια μέρα να επέστρεφε χέρι χέρι με τον Γουίλιαμ και κανείς να μην τολμούσε να πει κουβέντα. Όσο για τη Ρέιγκαν, που έμοιαζε τόσο πεσμένη όταν την είχε δει στην κουζίνα – είχε περάσει, αλήθεια, μόνο μισή ώρα; – ήταν θεσπέσια, ακόμη και χωρίς μάσκα. Το είχε δει και στον Γουίλιαμ, το διακόπτη με τον οποίο άλλαζε συμπεριφορά όταν ήταν με κόσμο. Αυτό που ο Μέρσερ απέδιδε σε προσωπική παθολογία προφανώς ήταν γενετικό. Η Ρέιγκαν έλαμπε σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι, ενώ εκείνος την ακολουθούσε από κοντά, αβέβαιος αν περνούσε καλά ή άσχημα. Τότε, στη μέση μιας ψηλής αίθουσας γεμάτης κόσμο, κοίταξε προς τα πάνω. Τρία μέτρα πάνω από το κεφάλι του, εκεί που κανονικά θα ήταν ο πάνω όροφος, ένας εξώστης διέτρεχε όλη την περίμετρο, με μια πόρτα να οδηγεί εκεί από καθεμιά από τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας. Εκεί πάνω, κοιτάζοντάς τους, στεκόταν ένας κοντός ασπρομάλλης άντρας, που έμοιαζε να χαμογελά κατευθείαν στον Μέρσερ. Δεν φορούσε ούτε στολή, ούτε μάσκα αλλά, με το μαύρο σμόκιν του, είχε τον αέρα δούκα που επιβλέπει την επικράτειά του. Ο Μέρσερ ένιωθε τα μασκοφόρα κεφάλια να βουλιάζουν, τη φλυαρία να υποχωρεί σαν τη θάλασσα μέσα σ’ ένα κοχύλι, τη θερμότητα των συγκεντρωμένων σωμάτων να σβήνει. Ο άντρας πήρε το ένα χέρι του από το σφυρήλατο σιδερένιο κιγκλίδωμα, το σήκωσε με την παλάμη ανοιχτή στον αέρα και την έκλεισε απότομα. Τότε ο Μέρσερ συνειδητοποίησε ότι ο θείος Έιμορι – γιατί αυτός πρέπει να ήταν – έγνεφε στη Ρέιγκαν, όχι σ’ εκείνον. Τη σκούντησε κι εκείνη αποχώρησε ευγενικά από τη συζήτηση που είχε. Έπιασε τον Μέρσερ αγκαζέ με το τραυματισμένο χέρι της και τον οδήγησε προς μια στριφογυριστή σκάλα. Ανέβηκαν στον εξώστη σαν μέσα από ένα ψυχρό, πηχτό υγρό. Το σφιγμένο χαμόγελο του άντρα παρέμενε σταθερό. Κάποια στιγμή θα πρέπει να ήταν εμφανίσιμος: ούτε ένα ψήγμα χρώματος δεν φαινόταν στο σχολαστικά περιποιημένο κεφάλι του. «Καλή μου», είπε στη Ρέιγκαν. «Έλπιζα ότι θα βρισκόμασταν απόψε ». «Έιμορι Γκουλντ», είπε εκείνη. «Επίτρεψέ μου να σου παρουσιάσω τον Μέρσερ Γκούντμαν». Ο Μέρσερ πρόσεξε με απογοήτευση ότι δεν τον σύστησε ως κάτι συγκεκριμένο, κάτι που υπονοούσε πως είχε κάποια σχέση με τη Ρέιγκαν και όχι με τον Γουίλιαμ. Τα ωμά δεδομένα της εμφάνισής του χρησιμοποιούνταν για να σοκάρουν, ακόμη και να πληγώσουν. Αν ξεδιάλυνε όμως τη σύγχυση, θα ήταν σαν να την πρόδιδε, και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει· το καλό της χέρι έσφιγγε το δικέφαλό του σαν περιχειρίδα πιεσόμετρου. Ένιωθε το στόμα του στεγνό και σχεδόν άκουγε το χτύπο της καρδιάς του. Το περίεργο ήταν πως ο θείος Έιμορι δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει. Ήταν αδύνατον να καταλάβει κανείς τι ακριβώς πάνω του έκανε τον κόσμο να ταράζεται, εκτός από το σκληρό γαλανό βλέμμα του. «Λοιπόν, κύριε Γκούντμαν», είπε, «ποιο είναι το αντικείμενό σας;» Ο Μέρσερ έβηξε. Μάλλον μύριζε Γούντστοκ: «Ορίστε;» «Τι δουλειά κάνετε, νεαρέ;» Είχε μάθει να μην αφήνει τα μειωτικά, ή ακόμη και ανοιχτά προσβλητικά, σχόλια να τον παρασύρουν σε αντίδραση. Εσύ είσαι ο μόνος που έχει εξουσία πάνω σου, του είχε θυμίσει η μητέρα του πριν φύγει για το πανεπιστήμιο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν το είχε πιστέψει ποτέ στ’ αλήθεια. Ήταν όμως σίγουρος ότι ο Έιμορι Γκουλντ δεν το πίστευε. Ο άντρας τον κοιτούσε σαν παιδί που κοιτάζει μυρμήγκι πάνω στο οποίο κατευθύνει το φως του ήλιου με μεγεθυντικό φακό. «Είμαι καθηγητής», τόλμησε να πει. «Δουλεύω στο γυμνάσιο, στο Γουένσεσλας-Μόκινμπερντ». «Τότε θα ξέρετε τον Εντ Μπάνκομ, τον υπεύθυνο των καθηγητών». «Τον έχει αντικαταστήσει ο δρ. Ράνσιμπλ». Αργότερα θα αναρωτιόταν γιατί δεν είχε σταματήσει εκεί. Τα νύχια όμως της Ρέιγκαν κόντευαν να τρυπήσουν το ύφασμα του σακακιού του, ο Έιμορι Γκουλντ φορούσε ακόμα εκείνο το ανεξιχνίαστο χαμόγελο και, καθώς η σιωπή στον εξώστη απλωνόταν, ο Μέρσερ είχε την εντύπωση ότι ο κόσμος από κάτω τους κοίταζε. «Και γράφω». Αμέσως κατάλαβε ότι αυτό ήταν λάθος. «Μάλιστα. Και τι γράφετε, κύριε Γκούντμαν;» «Έιμορι, μη γίνεσαι αδιάκριτος, σε παρακαλώ», είπε η Ρέιγκαν. «Μέρ- σερ, δεν είναι ανάγκη να απαντήσεις». «Έχει δίκιο. Πολύ πολύ δίκιο», είπε ο Έιμορι. «Όταν φτάνεις σε κάποια ηλικία, ξεχνάς πόσο εύθραυστα μπορούν να είναι κάποια πράγματα. Μια ανάσα μπορεί να τα ρίξει. Θα το πιστεύατε ότι κι εγώ έγραφα ποιήματα όταν ήμουν φοιτητής; Φρικτά. Κάποια στιγμή τα παράτησα, ξεκίνησα μια πιο πρακτική καριέρα στο δημόσιο και μετά ασχολήθηκα με τις επιχειρήσεις. Οι τρεις ηλικίες του άντρα, ξέρετε. Θα ήθελα όμως να σας ρωτήσω κάτι, κύριε Γκούντμαν». Το κεφάλι του έμοιαζε να φουσκώνει καθώς πλησίαζε. Τα μάτια του είχαν ροζ περίγραμμα, σαν κομμάτια πάγου που είχαν ανοίξει τρύπες στα χέρια που τα κρατούσαν: «Σχετικά με την κανονική σας δουλειά, τη διδασκαλία, ξέρουν για τις άλλες σας ροπές; Γιατί το χρωστάει κανείς στους άλλους, και στον εαυτό του, να είναι ειλικρινής». «Συγγνώμη;» «Για τη συγγραφή λέω, νεαρέ μου. Α! Δεν πιστεύω να νομίζατε πως εννοούσα... Τώρα με φέρνετε σε αμηχανία». Ροπές. Ο υπαινιγμός βέβαια δεν σχετιζόταν με τον ίδιο προσωπικά· ήξερε ότι ο στόχος του ήταν να πληγώσει την υποτιθέμενη κοπέλα του. Κιόμως, ο ανάλαφρος τρόπος με τον οποίο τον ανέφερε ο θείος Έιμορι ήταν ήδη εξευτελιστικός. Όσο για τη Ρέιγκαν, δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον υπερασπιστεί. Μα πώς του είχε περάσει από το μυαλό πως θα μπορούσε να γίνει μέρος εκείνου του κόσμου;