Διατηρώ, σε καλή (near mint), κατάσταση διάφορους first world problem-ατισμούς, με πιο ανεξήγητο εξ αυτών το ότι προβληματίζομαι, σχεδόν στεναχωριέμαι (πραγματικά όμως), για τους μουσικογραφιάδες «που τα παρατήσανε». Αλλά «δεν ‘ξοφλήσανε» (κατά τη ρήση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με τον οποίο σοφά ξεκινάει την εξιστόρηση του ο Θεοδόσης Μίχος). Απλώς το ρίξανε κάπου αλλού το όποιο ταλέντο της γραφής τους. Ο Μαλαθρώνας στους ταξιδιωτικούς οδηγούς ας πούμε. Επιτρέπεται δηλαδή να μη γράφει για μουσική ο Μαλαθρώνας; Θα έπρεπε να του απαγορεύεται δια νόμου αυτό (και δια άλλου νόμου να του επιβάλλεται να γράφει για μουσική). Κάπως έτσι ένιωσα άβολα όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή ο Μπάμπης Αργυρίου του Rollin Under και του Mic.gr, κάπως περισσότερο έτσι όταν ο Θεοδόσης τελείωσε το βιβλίο του, που πάντως ήξερα ήδη ότι έγραφε, και μου το έστειλε σε ηλεκτρονική μορφή. Μία παραπάνω με τον Θεοδόση, λόγω και της στενής φιλίας, αλλά και του ότι ο ίδιος εδώ και χρόνια είχε ουσιαστικά σταματήσει να γράφει για μουσική.
Από την άλλη πλευρά, το timing του βιβλίου με βρήκε σε μια φάση κατά την οποία είχα βαρεθεί να διαβάζω (με μανία και για μια δεκαετία τουλάχιστον) βιβλία για και γύρω από το ροκ, όπου κατά κανόνα οι πρώτες 150-200 σελίδες (ειδικά αν πρόκειται για βιογραφία βρετανού μουσικού/ γκρουπ κλπ), μας μιλάνε για την ίδια μίζερη ζωή, στα ίδια μίζερα καθολικά σχολεία, με τον ίδιο απόντα ή δυνάστη πατέρα και άλλα τέτοια που δικαιολογούν απόλυτα το ότι σε κάποια φάση της αργότερα διάσημης ζωής του το υποκείμενο της διήγησης έγινε και λίγο μίζερος μαλάκας. Ξεκίνησα λοιπόν να διαβάζω με μανία όλα τα βιβλία του θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου, κυρίως, τα οποία παλαιότερα σνόμπαρα επιδεικτικά, ακριβώς επειδή τα διάβαζε με μανία η φιλόλογος μάνα μου (αυτός ο Μίχος θα μας βάλει όλους να αυτο-ψυχαναλυθούμε τελικά). Ο Ιωάννου ως γνωστόν εμπεριέχει σε τρεις σειρές περισσότερη λογοτεχνική ουσία από ότι κάποιοι άλλοι σε τρεις ζωές, οπότε είχα και πάλι μια ειλικρινή αγωνία για το αν ο Θεοδόσης θα φτάσει στις παρυφές της λογοτεχνίας, κι αν όχι πως θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε εμείς οι φίλοι του. Άγχος συσσωρευμένο δηλαδή, όπως και να το δει κανείς.
Στην πρώτη ηλεκτρονική ανάγνωση του βιβλίου, με τη συνήθως αλάνθαστη κρίση μου, κατέληξα στο ότι αξίζει και πρέπει να κυκλοφορήσει. Του λέω του Θεοδόση «προχώρα το ρε, στείλτο σε εκδοτικούς κλπ, ξέρω και ‘γω τι κάνουν οι συγγραφείς» ( ή κάτι τέτοιο) και ο Θεοδόσης τελικά το προχώρησε (όπως θα έκανε ούτως ή άλλως). Το πως εκδόθηκε τελικά το βιβλίο είναι ακόμη μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που πιθανόν θα χρησιμοποιηθεί μελλοντικά από τον ίδιο, οπότε ας μην την κάψω εδώ καλύτερα.
Δύο χρόνια μετά, πιάνω και πάλι το Κράτα το Σοου στα χέρια μου, στην ορθή έντυπη μορφή του αυτή τη φορά, πιάνω τον εαυτό μου να συγκινείται σε μάλλον διαφορετικά σημεία από ότι θα δακρύσουν οι υπόλοιποι (λογοτεχνία που δεν σε κάνει να δακρύσεις και κόμιξ που δεν σε γκαβλώνει, δεν αξίζουν μία, έχει πει κάποιος, αλλά δεν θυμάμαι ποιος) και πιάνω να γράψω και ένα- δυο πράγματα (λέμε τώρα...) για να αποκαταστήσω την αλήθεια σχετικά με το γιατί και πώς έπρεπε να γράψει ο Θεοδόσης αυτό το βιβλίο και να μην αρκεστεί στο να μας τα πει όλα αυτά μέσα από άρθρα, συνεντεύξεις, διακηρύξεις, έστω και longreads, που είναι και η πιο πρόσφατη εμμονή του.
Ο Θεοδόσης παίρνει όντως την σκυτάλη από την Άντζελα Δημητρακάκη της Ανταρκτικής, η οποία για κάποιους από εμάς είχε πάρει την σκυτάλη από τον Χρήστο Βακαλόπουλο των Πτυχιούχων. Στην πορεία μπορεί να μας ξέφυγε κάποια σκυτάλη και κάποιος κάτοχος και κομιστής αυτής, αλλά δεν έχει σημασία. Δεν είμαστε και τίποτε ειδήμονες της λογοτεχνίας και ούτε τυχόν η παράθεση γίνεται για λόγους σύγκρισης ή απόδοσης τιμών. Για αυτό άλλωστε προτιμούμε το ροκ από τη λογοτεχνία, επειδή η φράση «θυμίζει έντονα Velvet Underground» δεν θα έχει ποτέ την αρνητική χροιά της φράσης «θυμίζει αφόρητα Ντοστογιέφσκι».
Στην αποστασιοποίηση πάντως που σε αρκετά σημεία πετυχαίνει ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό, ως ήρωα αυτών των ιστοριών, διακρίνονται ίχνη ακόμη και από την λογοτεχνικά κοινωνιολογική καταγραφή του Δημήτρη Χριστοδούλου, ο οποίος στην Καφετέρια για παράδειγμα, σε αντίθεση με τους παραπάνω, αποτυπώνει μια γενιά της οποίας ούτε είναι, ούτε αισθάνεται την ανάγκη να αισθανθεί μέλος. Έστω και ασυνείδητα συντασσόμενος, ο Θεοδόσης, ενεργώντας ως συγγραφέας του Κράτα Το Σόου, δεν αισθάνεται την ανάγκη να ταυτιστεί με την γενιά στην οποία έτσι κι αλλιώς ανήκει. Και πολύ περισσότερο (σε αντίθεση με ό,τι έχω την αίσθηση ότι θα «ακουστεί» πολύ για το βιβλίο) δεν έχει την ανάγκη ή τη διάθεση να την εκφράσει με κάποιον γενικό και αόριστο τρόπο, όπως συνήθως κάνουν οι αυτόκλητοι εκφραστές κάθε γενιάς.
Επειδή λοιπόν στα καθ’ ημάς, τη λογοτεχνία την αντιμετωπίζουμε συνήθως όπως και τους δίσκους, που καμιά φορά τους ακούμε και 3 και 4 φορές (και καμιά φορά όντως δεν τους βγάζουμε από την ζελατίνα τους, χωρίς απαραίτητα αυτό να υποβαθμίζει το ρόλο τους στις ζωές μας), επιμένουμε αντιθετικά να αναζητούμε στις λέξεις του Θεοδόση την ειδοποιό διαφορά της γενιάς μας, καθότι ως αναγνώστες σίγουρα αισθανόμαστε την ανάγκη να ταυτιστούμε και να προσδιοριστούμε, χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούμε για αυτό.
Στον καιρό και στα βιβλία του Βακαλόπουλου οι ήρωες ασφαλώς και είναι μόνοι τους, αλλά οι παρέες έχουν μια κάποια αυταξία, που στα 90s σιγά σιγά φθίνει, και στη δική μας τη γενιά είναι σαφές ότι αποκτάει περισσότερο χρηστική παρά συναισθηματική αξία. Περιστρέφοντας τον άξονα του βιβλίου γύρω από τον ίδιο και την οικογένεια του, και τοποθετώντας σε δορυφορικές, αλλά πάντως εξωτερικές, θέσεις παρέες, κολλητούς, φίλους και έρωτες, ο Θεοδόσης δεν αρνείται, αλλά αποφασίζει να αντιμετωπίσει (με περισσότερο σθένος από όσο θα περίμενε κανείς, εγώ δεν θα το έκανα, ούτε και θα το κάνω ποτέ) το πραγματικό γεγονός του ότι η γενιά, που μπορεί μέσες- άκρες να ορίσει τον εαυτό της από τη χρονική στιγμή που την χτύπησε το ωστικό κύμα του "Smells Like A Teen Spirit", είναι μια γενιά που ενδιαφέρθηκε, ενδιαφέρεται και μάλλον θα συνεχίσει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την πάρτη της. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί είδαμε που κατέληξαν και οι προηγούμενες ‘αλληλέγγυες’ γενιές.
Το στοιχείο αυτό δεν καθιστά παραδόξως το Κράτα Το Σόου ένα βιβλίο κυνικής διάθεσης και πραγματιστικών συμπερασμάτων. Αντίθετα η συναισθηματική φόρτιση σε αρκετά σημεία ξαφνιάζει, ερχόμενη σε (θεμιτή) αντίφαση με παραδοχές που αμέσως προηγουμένως επιχειρεί με πειθώ να εμφανίσει ο συγγραφέας ως καθοριστικής σημασίας έναντι της κυριαρχίας των συναισθημάτων. Εν τέλει όμως, παραμένει και αυτός Αισθηματίας και με αυτό τον τρόπο κερδίζει τελικά και το στοίχημα της λογοτεχνίας.
Αυτά όμως δεν έχουν σημασία επί του παρόντος, καθότι τα αναλύει καλύτερα και πιο πειστικά ο ίδιος ο Θεοδόσης στο βιβλίο. Αυτό που έχει ίσως μια κάποια σημασία είναι το αν τελικά με τη διαδικασία της συγγραφής και μετά το πέρας της ανάγνωσης, ο Θεοδόσης καταφέρνει να απαλλάξει εαυτόν (και κατ’ επέκταση τους αναγνώστες, που θα τον πιστέψουν έστω και για μια στιγμή) από την υπερβολική σημασία, σπουδή και προσοχή που είχε κάποτε στη ζωή τη δική του, τη δική μας και ίσως και τη δική σας το rock ‘n’ roll, τα βινύλια, τα συγκροτήματα και φυσικά οι συναυλίες (καθώς φημολογείται ήδη ότι ο ίδιος στο εξής θα πηγαίνει μόνο σε συναυλίες των Last Drive).
OK, είναι αυταπόδεικτο ότι οι 18 + 1 συναυλίες τοποθετούνται, στο πλαίσιο μιας εξαιρετικής αρχικής ιδέας, ως το σκηνικό γύρω από το οποίο βρίσκουν χώρο και αφορμή για να εξελιχθούν, αλλά και να διακλαδωθούν μεταξύ τους, οι 18 + 1 ιστορίες, που σαφώς είναι πιο σημαντικές από τις ίδιες τις συναυλίες. Στρατηγικά τοποθετημένες βρίσκονται οι συνήθεις του συγγραφέα εμμονικές αναλύσεις περί του ότι οι δίσκοι δήθεν θα είναι εκεί και μετά από 10-15 χρόνια και δεν χρειάζεται να τους αγοράσουμε τώρα (ψέμα, λέω εγώ), αλλά μπορούμε να δώσουμε προτεραιότητα σε οτιδήποτε άλλο, ενώ υποδόρια αμφισβητείται η αξία της κάθε ευτελούς εμμονής, στην οποία σε υποχρεώνει η ενασχόληση με όλα τα παραπάνω, και επιχειρείται (ή μήπως όχι;) να παρουσιαστεί ως κάτι μάλλον τυχαίο, που θα μπορούσε ίσως να υποκατασταθεί με ποικίλες άλλες ενασχολήσεις (tennis club κλπ).
Στο τέλος της ανάγνωσης όμως, αλλά και στην απαραίτητη επιστροφή στα ουσιαστικά σημεία αυτής, ο Θεοδόσης «αποτυγχάνει» θριαμβευτικά να αποτάξει από πάνω του – και κατ’ επέκταση από πάνω μας- το rock ‘n’ roll ως ιδιαίτερο συστατικό της ζωής του, της ζωής του καθενός από εμάς, της ζωής όσων τέλος πάντων το πήραν λίγο παραπάνω πιο σοβαρά από όσο έπρεπε (και πόσο έπρεπε άραγε;).
Κι εδώ φτάνουμε στην ουσία (επιτέλους, ε;). Μία από τις αγαπημένες ατάκες του Θεοδόση τα τελευταία χρόνια, την οποία αναπαράγει ως ερώτηση σε αρκετούς από τους συνεντευξιαζόμενούς του, είναι η φράση «rock ‘n’ roll είναι μην το γαμάς, δεν είναι και πυρηνική φυσική’» (ή κάπως έτσι), που είχε εξαπολύσει προς και τους δύο μας ο Argy των Nightstalker σε μία προ ετών ραδιοιντερνετική συνέντευξη που του κάναμε.
Ο Θεοδόσης με το βιβλίο του αναιρεί τη ρήση του –σοφού κατά τα λοιπά- ροκ ανδρός, καθώς είναι σαφές ότι το rock ‘n’ roll έχει ξεχωριστή, ειδική και όχι συγκυριακή σημασία ως συγκολλητική ουσία όλων αυτών των ιστοριών, όπως και κάθε άλλης ιστορίας, είτε του ίδιου του συγγραφέα, είτε του συμπρωταγωνιστή και ούτως ή άλλως υπέροχου τύπου - πατέρα του, είτε όλων των υπολοίπων που παρελαύνουν τόσο σε αυτό, όσο και στο επόμενο βιβλίο του.
Συνεπώς, εκ του αντιστρόφου, ο Θεοδόσης έγραψε μεν ένα βιβλίο που ασφαλώς μπορεί να διαβαστεί (ίσως και πιο άνετα) από όσους δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση ή εμμονή με το rock ‘n’ roll, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι τη απουσία του rock ‘n’ roll θα είχε γράψει ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο, που ίσως και να μην άξιζε να γραφτεί. Και που – αν τυχόν τον ξέρω όσο καλά νομίζω - μάλλον και ο ίδιος δεν θα είχε μπει στον «κόπο» να το γράψει.
Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε ασφαλώς στην άνεση της πολυθρόνας ή της «ξαπλώστρας- φερέτρού» σας, μέρες που είναι. Και αν τυχόν ανήκετε όντως κι εσείς σε αυτούς που παίρνουν το rock ‘n’ roll έστω και λίγο στα σοβαρά, θα διαπιστώσετε πως ένα ακόμη προσόν αυτής της νέας γραφής του Θεοδόση, είναι το ότι χωρίς (επαναλαμβάνω μέχρι να γίνει κατανοητό) να αισθάνεται την ανάγκη ή την υποχρέωση να γίνει η φωνή ή έστω ο αυθαίρετος χαρτογράφος μιας κάποιας γενιάς (είπαμε, ο καθένας μόνος του), εν τούτοις καταφέρνει να πει τελικά δυο-τρία ουσιαστικά πράγματα και για λογαριασμό μας. Κάποια από αυτά δεν τολμούσαμε ίσως να τα πούμε, αλλά αυτό είναι θεμιτή επιλογή του καθενός. Σημασία έχει ότι λέγονται και κάποια άλλα, τα οποία αρκετοί δεν είχαμε μπει καν στον κόπο να τα σκεφτούμε καν. Τουλάχιστον, με την ευαισθησία και την ειλικρίνεια που θα έπρεπε να τα έχει σκεφτεί ο καθένας μας, έστω και για μια φορά, έστω και χωρίς την αφορμή της λογοτεχνίας.