Από τις απαρχές τις κρίσης μέχρι και σήμερα ο δημόσιος και ο πολιτικός λόγος τείνει να λάβει κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Από άρθρα γνώμης σε εφημερίδες μέχρι τα σχόλια στα social media και από την τηλεόραση μέχρι το ραδιόφωνο στη δημόσια συζήτηση οριοθετούνται, συγκεκριμένες ανταγωνιστικές αφηγήσεις. Αφηγήσεις για τα αίτια της κρίσης, τις λύσεις που αυτή επιδέχεται, αφηγήσεις για το μνημόνιο, αφηγήσεις που αναφέρονται στο παρελθόν, στο παρόν αλλά και στο μέλλον της χώρας αλλά και την εικόνα που έχουμε για την χώρα μας και για αυτούς που ζουν σε αυτήν. Χονδρικά αλλά πολύ χαρακτηριστικά οι αφηγήσεις που συγκρούονται στον δημόσιο και πολιτικό λόγο είναι αυτές που περιγράφονται ως λαϊκιστικές από τη μια μεριά, ενώ από την άλλη με αφετηρία ένα εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό αφήγημα θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε ως αντιλαϊκιστικές.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης στο κείμενο του με τίτλο Ο σύγχρονος «αντιλαϊκισμός»: Από την πολιτική παθολογία στο πολιτισμικό κακό, σχολιάζει αυτή ακριβώς την σύγκρουση και τις παραμέτρους που έχει πάρει. Ο αντιλαϊκιστικός λόγος χάνοντας σιγά σιγά το εκσυγχρονιστικό του πρόσημο, καταγγέλλει ως παρωχημένο λαϊκισμό κάθε λαϊκή διεκδίκηση, εργατικά δικαιώματα και τοπικές διαμαρτυρίες, ενώ προβάλλει για τα αίτια της κρίσης, ηθικές και πολιτισμικές ερμηνείες και όχι οικονομικές. Έχοντας ως αντιπάλους έναν λαϊκισμό με δημοκρατικές και προοδευτικές καταβολές που προβάλει την κοινωνική αλληλεγγύη και διεκδίκηση από τη μια μεριά και από την άλλη ένα «λαϊκιστικό αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό ακροδεξιό λόγο, η ρητορική του σχετικά με αριστερή ιδεολογική ηγεμονία στην μεταπολίτευση ή «…εγωισμών που εκκολάφθηκαν στην «θαλπωρή» του κράτους των δικαιωμάτων, μιας δηλαδή υπερβολικά επιτρεπτικής δημοκρατίας», διεύρυνε το ακροατήριο των ιδεών της άκρας δεξιάς.
Όπως παρατηρεί ο Σεβαστάκης: «Σε αυτόν τον λόγο, η αυτόματη σχεδόν διάγνωση (κάποιου είδους) λαϊκισμού συνυπάρχει με ευρύτερες αξιώσεις για την ερμηνεία της κρίσης και των αιτιών της. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, ο αντιλαϊκιστικός λόγος ενεργοποιεί μια βασική αφετηριακή πεποίθηση: ότι ο λαϊκισμός, και ιδιαίτερα ένας αριστερόστροφος ή προοδευτικός/αντιστασιακός λαϊκισμός, συνιστά εδώ και καιρό τον κύριο στρατηγικό εχθρό κάθε έλλογης πολιτικής, κάθε μεταρρυθμιστικής αγαθής βούλησης… Στο ειδώλιο βρίσκεται πλέον αυτή καθαυτή η συνθήκη της καταναλωτικής ευημερίας και οι εκτροχιασμοί οι οποίοι σφράγισαν τον ελληνικό εκδημοκρατισμό ή , κατά τη γνωστή έκφραση, το “μεταπολιτευτικό” κοινωνικό μοντέλο. Έτσι, η αντίστοιχη κριτική ενσωματώνεται, σε μεγάλο βαθμό, σε μια ολική ηθοπολιτισμική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης και των τρόπων υπέρβασης της…
Ο σύγχρονος αντιλαϊκισμός υιοθετεί μια αντιευδαιμονιστική ηθική, ανακαλύπτοντας, για παράδειγμα, την υψηλή προτεραιότητα του χρόνου του μέλλοντος έναντι της παρούσης στιγμής, ακόμα και με όρους θυσιών ή υποταγής του προσωπικού στο γενικό συμφέρον, στα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών κ.λ.π. Αυτή η θυσιαστική αφυπνιστική γλώσσα καλείται πλέον να παράσχει νομιμοποίηση σε πολύ συγκεκριμένες “ορθολογικές μεταρρυθμίσεις” για το ασφαλιστικό σύστημα, την επέκταση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ή τη συρρίκνωση των εισοδημάτων.
Αυτή η μετατόπιση προς μια δημόσια ηθική της θυσίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν την δούμε ως οιωνό μιας γενικότερης νεοσυντηρητικής στροφής στην κουλτούρα των λεγόμενων μεταρρυθμιστικών/εκσυγχρονιστικών ελίτ. Ενώ κατά τις πρώτες φάσεις του “εκσυγχρονισμού” η δεσπόζουσα ευαισθησία ήταν ένα είδος τεχνοφιλελεύθερης αισιοδοξίας, ούτε αυτό ισχύει πλέον. Ή μάλλον δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Ο ζοφερός θυμικός τόνος που επικρατεί στη σημερινή αντιλαϊκιστική σκηνή εκδηλώνεται με την εγκατάλειψη θέσεων πολιτικού ή πολιτισμικού φιλελευθερισμού. Στη θέση αυτών παρατηρούμε την υιοθέτηση μιας ρητορικής της εθνικής ενοχής και του συλλογικού κακού, έναν εξαγνιστικό οίστρο με επίκεντρο τη σκληρή υποχρέωση και όχι το δικαίωμα. Η έμφαση δίνεται πλέον στον πόνο και στο αίμα που πρέπει να τρέξει πριν από την έλευση της σωτηρίας, προτού δηλαδή υπάρξει η, πολύ αμφίβολη μάλιστα, απαρχή ενός αναγεννητικού κύκλου. Και γύρω από αυτή την επικέντρωση στον πόνο και στην ανάγκη εξιλέωσης συναντούμε ένα πλήθος από όρους που αποτυπώνουν έναν τιμωρητικό φρονηματισμό: περισσότερη προσπάθεια και εργατικότητα, περισσότερη σοβαρότητα, άρνηση της ευκολίας και της τρυφής κ.λ.π. Ο αντιλαϊκισμός τείνει εντέλει να υιοθετήσει το μοτίβο της επανόρθωσης δια του κολασμού όλων των παρεκκλίσεων από ένα κανόνα ο οποίος βεβαίως, για διάφορους λόγους, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει κυρίαρχος στο ελληνικό κράτος και στην κοινωνία. Η εν λόγω τοποθέτηση βλέπει εντέλει τον εαυτό της ως το τραγικό θύμα της ελληνικής περιπέτειας, ως μια κυριαρχούμενη διωκόμενη κουλτούρα Αρνείται το γεγονός ότι συνιστά κομμάτι της ηγεμονικής κουλτούρας, της κουλτούρας των ευνοημένων αυτής της κοινωνίας. Άλλοτε θεωρείται ως η γνώμη της σιωπηρής πλειοψηφίας που εκβιάζεται από τις μειοψηφίες και άλλοτε ως υπόθεση κάποιων λίγων και τολμηρών που ορθώνονται, με κόστος απέναντι στις αδράνειες του ελληνικού χρόνου.»
Από το τοπίο της ελληνικής δημόσιας συζήτησης ο Γιάννης Σταυρακάκης μας μεταφέρει στο ευρωπαϊκό πεδίο πολιτικού λόγου όπως αυτός έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, στο κείμενο του με τίτλο Λαός και λαϊκιστικός λόγος στη σκιά της ευρωπαϊκής κρίσης. Εδώ ενώ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η ανάδυση του λαϊκίστικων κινημάτων υπήρξε γόνιμη στην Λατινική Αμερική (ειδικά ως διάδοχη κατάσταση στυγνών δικτατοριών) και στις ΗΠΑ ασκούν επιρροή στα πλαίσια του ευρύτερου πολιτικού συστήματος (Tea Party, Wall street occupy movement) στην Ευρώπη αντιμετωπίζονται σαν τον ύψιστο εχθρό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Από την ευρωζώνη φαίνεται να έχει εξορισθεί η επίκληση του λαϊκού αιτήματος, και η διακυβέρνηση διεξάγεται από συμβούλια και ινστιτούτα ανεξάρτητα και αφοσιωμένα σε μια «άριστη» πολιτική που έχει διαμορφωθεί μακριά από τον κατεξοχήν πολιτικό λόγο. Αυτή την κατάσταση χαρακτηρίζει ο Σταυρακάκης (σε αντιστοιχία και με άλλους πολιτικούς στοχαστές) ως μεταδημοκρατία.
«Τη στιγμή που η κρίση του κυρίαρχου μοντέλου οδηγεί στη Λατινική Αμερική σε τεκτονικές πολιτικές μεταβολές, και όπως είδαμε, φαίνεται να αλλάζει - περισσότερο ή λιγότερο – τους όρους της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ και στην Βρετανία, στον πυρήνα της Ευρώπης συναντούμε ακόμη την εμμονή των οικονομικών, πολιτικών και διανοητικών ελίτ στη διατήρηση στη ζωή ενός μεταδημοκρατικού καπιταλισμού – ζόμπι και των πολιτισμικών συναρθρώσεων του με κάθε κόστος. Αυτή η εμμονή τους αποτρέπει από το να τολμήσουν έστω και την ελάχιστη οικειοποίηση του εξισωτικού δυναμικού της λαϊκιστικής συνιστώσας της δημοκρατίας. Επιπλέον, τους αναγκάζει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσουν μια κάποια ιδεολογική ζωντάνια και επιρροή, στην άρθρωση πύρινων καταγγελτικών λόγων «αντιλαϊκιστικού τύπου: ως «λαϊκιστής» στιγματίζεται σήμερα καθένας που έστω και κατ’ ελάχιστο απομακρύνεται από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης.
Πρόκειται βέβαια για έναν φαύλο κύκλο. Όσο παραμένει κυρίαρχη η αυταρχική επιβολή της λιτότητας – παρά τον τεχνοκρατικό της μανδύα και τις επιμέρους ενστάσεις της γαλλικής και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας- τόσο η ανισότητα θα οξύνεται και οι διεκδικήσεις των καταποντιζόμενων μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων θα εντείνονται. Καθώς δε εκφράζονται με αναφορά στο σημαίνον λαός, καθώς καταγγέλλουν την ανισότητα, είναι αναμενόμενο να καταγγέλλονται με τη σειρά τους ως «λαϊκιστικές». Όπως χαρακτηριστικά το έθετε ο Guardian σε ένα άρθρο του αμέσως μετά τη σύνοδο της ΕΕ του Δεκεμβρίου 2011, όπου αποφασίστηκε η εισαγωγή συνταγματικής πρόνοιας που θα αφορά τον περιορισμό του χρέους των χωρών-μελών: « Καθώς ο κουρνιαχτός κατακάθεται, μια νέα Ευρώπη αναδύεται, με τη Γερμανία επικεφαλής: Μετά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, η προοπτική είναι αυτή μιας άχαρης (joyless) ένωσης ποινών, τιμωριών, πειθαρχίας και βαθιάς μνησικακίας, με τις κεντρώες ελίτ που διοικούν την ΕΕ να πολιορκούνται όλο και περισσότερο από δεξιούς και αριστερούς αντί – ΕΕ λαϊκιστές παντού στην Ευρώπη.»
Το έλλειμμα δημοκρατίας και πολιτικού λόγου στην Ευρώπη σήμερα έχει το τίμημα του. Αντί τα πολιτικά αιτήματα, οι διαφορετικές προσεγγίσεις να βρίσκουν διέξοδο και να συγκρούονται στη πολιτική σκηνή, η παραγωγή πολιτικής που δίνει δυναμική στις δημοκρατίες ακολουθεί αυτό το σχήμα, εκτοπίζονται στο περιθώριο με αποτέλεσμα την όλο και περισσότερη αποξένωση των μαζών από το από το πολιτικό και οικονομικό πείραμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Όπως σημειώνει ο Σταυρακάκης: «Η αξίωση της ολιγαρχικής (μεταδημοκρατικής, τεχνοκρατικής) διακυβέρνησης δεν είναι σε θέση, επομένως, να απαλείψει τη λαϊκή αναφορά. Είναι μάλιστα, αναγκασμένη αργά η γρήγορα, να συμβιβαστεί, να βρει ένα modus vivendi μαζί της. Όσο δεν το κάνει επιτρέπει όλο και περισσότερο την εμβάθυνση των σχέσεων ανισοτήτων, μεγεθύνει εκθετικά τη λαϊκή απογοήτευση/αποξένωση από την πολιτική και επιτρέπει στον ακροδεξιό λαϊκισμό να ποζάρει ως η μοναδική εναλλακτική λύση, ενώ στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός του είναι προσχηματικός καθώς, στο πλαίσιο μιας ιεραρχικής και αυταρχικής σύλληψης του κοινωνικού, αποσκοπεί στην αντικατάσταση της μιας (διεφθαρμένης) ελίτ από μια άλλη (ηρωική ) ελίτ, αφήνοντας εντέλει τον ίδιο τον λαό στο περιθώριο της λήψης αποφάσεων.»
Η μελέτη των δυο πολιτικών επιστημόνων προωθεί μια ανάλυση και κριτική του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης η οποία δεν είναι εξαντλητική, ωστόσο αποσαφηνίζει τα κυριότερα του σημεία. Ξεκαθαρίζουν γιατί ένας πολιτικός λόγος που επικαλείται τον λαό νομιμοποιείται στις δημοκρατίες και δεν μπορεί να απορρίπτεται a priori ως ανορθολογικός ή ως πολιτισμικό κακό. Επισημαίνουν τους κινδύνους που περιέχονται σε αυτούς τους διανοητικούς ακροβατισμούς. Τελικά η επίκληση του ορθολογισμού και μια ηθικοποίηση του πολιτικού λόγου έχει και αντιστοιχίες και στην ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε τις κατά καιρούς δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων με μια έντονη οσμή προτεσταντικού ήθους. Αυτό διαψεύδει τα περί ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η ελληνική πολιτική και δημόσια συζήτηση είναι μέρος και αποτελεί τμήμα της ευρωπαϊκής δημόσιας συζήτησης όπως αυτή εξελίσσεται. Είναι ζητούμενο να γίνει γόνιμη από τη μια πλευρά, ή να συνεχίσει να στρέφει μακριά το πρόσωπο της από τους λαούς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν από την άλλη.
Τα κείμενα των Σεβαστάκη και Σταυρακάκη που απαρτίζουν την μελέτη, αποτελούν επεξεργασμένες εκδοχές των ομιλιών τους στο διήμερο συνέδριο «Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και Δημοκρατία». Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 2012. Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, ενώ ο Γιάννης Σταυρακάκης διδάσκει ανάλυση πολιτικού λόγου και πολιτική θεωρεία στο ΑΠΘ. Και οι δύο κατά καιρούς αρθρογραφούν στο έντυπο Τύπο.