Η συμβολή των υπερρεαλιστών ποιητών στην ανανέωση των ελληνικών γραμμάτων: Η επιρροή του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα ήταν ακριβώς αυτή: ανέτρεψε και τα δύο ισχυρά κινήματα που υπήρξαν στην χώρα τον 19ο αιώνα. Το ένα, του λογιοτατισμού, δηλαδή καθαρεύουσα και εμβρίθεια, που είχε επιβληθεί από το κράτος στις εφημερίδες και το πανεπιστήμιο. Το άλλο, το δημοτικό κίνημα, που είχε ξεκινήσει νωρίτερα και προσπαθούσε να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Αυτά τα δύο κινήματα είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους. Τη δεκαετία του 1930 όμως, εκτός από την ομάδα των υπερρεαλιστών μας—Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Γκάτσος, Ελύτης—έρχονται και άλλες ομάδες ποιητών που προσπαθούν να συνδυάσουν τα δύο ρεύματα. Όπως ο Νεοσυμβολισμός, τον οποίον ξεκινάει ο Ουράνης με τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία και τον Ρίτσο. Εκείνοι έκαναν μια προσπάθεια για μια ενοποιημένη γλώσσα, όχι δημοτικούρα, αλλά μια γλώσσα την οποία ακούγαμε καθημερινά. Οι υπερρεαλιστές, κατά έναν περίεργο τρόπο στη αρχή είχαν χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, σε αντίθεση με τη δημοτική, για να δημιουργήσουν μια έκπληξη και μια συνένωση δύο αντιθέτων τα οποία θα έκαναν κάποια εντύπωση. Έτσι ξεκίνησε ο Εμπειρίκος με τα πεζά του στην “Υψικάμινο”, όπου χρησιμοποίησε μια “λογοτεχνική καθαρεύουσα”, κατόπιν ήρθε ο Εγγονόπουλος, ο οποίος έκανε κάτι ανάλογο και τα πρώτα του Ελύτη, που ήταν πιο ομαλά, αλλά πάλι αυτός χρησιμοποιούσε περίπου τα ίδια στοιχεία. Έτσι το κίνημα το υπερρεαλιστικό είχε μια ιδιοτυπία γλωσσική, η οποία δεν μπορεί να καθοριστεί. Δεν ανήκε δηλαδή ούτε στους συντηρητικούς, ούτε στους νεοσυμβολιστές, γιατί οι νεοσυμβολιστές χρησιμοποιούσαν ρίμα και όχι ελεύθερο στίχο.
Η αντίσταση της ποίησης στην Κατοχή μέσα από το νεωτεριστικό μείγμα Υπερρεαλισμού και Μοντερνισμού. Και οι πιο σημαντικοί τόποι συναντήσεων των ποιητών: Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα, μαζευόμαστε στο σπίτι του Εμπειρίκου μια φορά τη βδομάδα και διαβάζαμε ποιήματα. Μέσα στη φρικτή κατάσταση όπου πέθαινε ο κόσμος στο δρόμο, εμείς γράφαμε ποιήματα. Ήταν ένας τρόπος να αντιδράσεις και να επιβιώσεις. Όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Στου Εμπειρίκου πρωτάκουσα το “Μπολιβάρ” του Εγγονόπουλου και τα ποιήματα του Γκάτσου. Σε μας ο Υπερρεαλισμός είχε χαρακτήρα αισθητικό και ίσως θα έλεγα “αισθητικοαναρχικό”. Δηλαδή, ήταν εναντίον του κατεστημένου, χωρίς όμως να υπάρχει σύγκρουση ανοιχτή. Γιατί στα Νέα Γράμματα έγραφε και ο Σικελιανός που προερχόταν από τον Παλαμά και τον Βαλαωρίτη. Υπήρχε μία σύγκλιση σε αυτό το περιοδικό, γι’ αυτό είχε και την επιτυχία την οποία είχε εκείνη την εποχή. Τα Νέα Γράμματα έβγαλαν έναν σπουδαίο πεζογράφο, τον Κοσμά Πολίτη με ένα μυθιστόρημα, την “Ερόικα”, που συνδύαζε κάτι μοντερνιστικό, ηρωικό και σατυρικό συγχρόνως, σαν το έργο του Τζόυς “Οδυσσέας”, που βασίστηκε στην Οδύσσεια. Ο Πολίτης γνώριζε το μυθιστόρημα του και έκανε το ίδιο στο δικό του με την Ιλιάδα. Μαζεύονταν όλοι στο βιβλιοπωλείο “Πυρσός”, στη Βουκουρεστίου απέναντι από το “Μπραζίλιαν”. Ο “Πυρσός” είχε δημοσιεύσει μάλιστα και τους “Προσανατολισμούς” του Ελύτη το 1940. Μέχρι λοιπόν να έρθει το τέλος του πολέμου είχε επικρατήσει η νέα ποίηση και σιγά-σιγά και ο Ρίτσος άρχισε να γράφει με αυτόν τον τρόπο. Ο Καββαδίας, φίλος των ποιητών αυτών τότε, έμεινε στο δικό του στυλ, καθώς και ο Ουράνης. Ο Καρυωτάκης είχε βέβαια ήδη αυτοκτονήσει.Εντυπώσεις από τη συνάντηση με την ομάδα Μπρετόν: Στη μεταπολεμική περίοδο πια βρισκόμαστε σε μια σύγχυση, λόγω εμφυλίου. Εγώ είχα φύγει στην Αίγυπτο το 1944 και μετά από πολλές περιπέτειες είχα πάει να μείνω στην Αγγλία. Όταν γύρισα ξανά το 1954 στην Αθήνα, όλοι ήταν μουδιασμένοι. Άνθρωποι δεν τολμούσαν να μιλήσουν, υπήρχε μια τρομοκρατία. Είχαν γίνει ένα σωρό εκτελέσεις, είχαν γίνει σφαγές στα χωριά, ολόκληρος πόλεμος. Εν τω μεταξύ εγώ ξανάφυγα, πήγα στο Παρίσι. Κι εγώ, λόγω της γυναίκας μου που ήταν φίλη τους, γνώρισα τον Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές μέσα σ’ ένα βράδυ, σε μια έκθεση. Και επαναλήφθηκε, τρόπον τινά, η συνάντηση εδώ με τους Έλληνες. Από τότε άρχισα να συχνάζω με την τότε σύζυγό μου Μαρί Ουϊλσον στις συνεδριάσεις των πλέον νέων οπαδών του Μπρετόν. Με τους περισσότερους είχε τσακωθεί ή είχαν φύγει για λόγους ιδεολογικούς. Του είχε μείνει μόνο ο Περέ, ο πιο τρελός απ’ όλους και ο πιο πιστός. Οι άλλοι όλοι ήταν νέοι και έξυπνοι, αλλά χωρίς το ταλέντο και την έμπνευση της προηγούμενης γενιάς. Έκαναν όμως τη δουλειά που ήθελε ο αρχηγός. Του γράφανε τα περιοδικά, τον φροντίζανε, γράφανε άρθρα, τέτοια πράγματα.Οι προσπάθειες για συνέχεια της πρωτοπορίας στην Ελλάδα και το εγχείρημα του περιοδικού Πάλι: Το 1963 έβγαλα το Πάλι, ένα underground περιοδικό με μια καινούρια γενιά συγγραφέων και ποιητών όπως Μαντώ Αραβαντινού, Αλέξανδρος Σχινάς, Ρικάκης, Δενέγρης, Εύα Μυλωνά, Ταχτσής. Υπήρχαν και οι παλαιότεροι οι οποίοι συνεργάζονταν. Αυτοί ήταν ο Εγγονόπουλος, ο Κάλας και ο Εμπειρίκος. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1967 που ήρθε η χούντα. Δηλαδή, όλο διακοπές βίαιες. Όπως και το 39 έτσι και το ΄67.