Αν και ο ίδιος μάλλον δεν θα πολυσυμφωνούσε, στην περίπτωση του Thomas Pynchon ακόμα και η δήθεν έξυπνη χρήση του κλισέ του προσώπου που «δεν χρειάζεται συστάσεις» κατά κάποιο τρόπο ανανεώνεται: μπορεί κανείς, ας πούμε, να πει με νόημα ότι, από επιλογή του, ο άνθρωπός μας ούτε έχει και μάλλον ούτε πρόκειται να συστηθεί δημοσίως σε οποιονδήποτε πέραν της εμπιστοσύνης του, πόσω μάλλον να δώσει συνέντευξη ή να φωτογραφηθεί. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνον ξέρουμε χοντρικά μόνο ότι γεννήθηκε το 1937 στο Long Island, σπούδασε φυσική και αγγλική φιλολογία στο Cornell, θήτευσε στο αμερικανικό ναυτικό, εργάστηκε σαν συντάκτης τεχνικών κειμένων στην Boeing και σήμερα ζει στο Άνω Δυτικό Μανχάταν, μαζί με τη γυναίκα του Melanie, με την οποία έχει αποκτήσει τον 25χρονο Jackson. Ο όρος «ερημίτης» που αυτάρεσκα και θιγμένα του αποδίδουν τα Μέσα δεν είναι δίκαιος, οι ενοχλητικοί όμως που επιχείρησαν κατά καιρούς να τον προσεγγίσουν ήταν τόσοι, που πολλοί πίστεψαν ότι πρόκειται για συγγραφέα-φάντασμα ή και για ψευδώνυμο του J.D. Salinger. Η φήμη διασκεδάστηκε από τον ίδιο τον Pynchon με επιστολή στον υπεύθυνο δημοσιογράφο και η επιθυμία του για ησυχία θα παρέμενε τόσο ισχυρή, που με τον καιρό, μια παλιά συνήθειά του να κρεμάει πετσέτες στα παράθυρα ώστε να γράφει απερίσπαστος, θα έμοιαζε με ένα τυπικό καπρίτσιο. Όταν κάποτε η Laurie Anderson κατόρθωσε να του ζητήσει να διασκευάσει το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» σε όπερα, εκείνος απάντησε ότι δέχεται, υπό τον όρο το μοναδικό όργανο που θα χρησιμοποιηθεί, να είναι το μπάντζο.
Στο κάτω-κάτω πρόκειται για «εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα», από εκείνα που αν κανείς τα συνοψίσει σε μια αράδα, σε μια ιστορία για τον ανταγωνισμό των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την γερμανική πυραυλική τεχνολογία, θα τα έχει σχεδόν αποξηράνει. Ομοίως, το «Μέισον και Ντίξον», δεν αφηγείται απλώς τον τεχνικό ρόλο του αστρονόμου και του τοπογράφου του τίτλου, στη χάραξη των αμερικανικών συνόρων. Το «Ενάντια στη μέρα» παρακολουθεί τη γέννηση του αμερικανικού καπιταλισμού, αποτελείται όμως και από αμέτρητα άλλα συστατικά. Το «Έμφυτο Ελάττωμα» δεν είναι απλώς η ψυχεδελική διαλεύκανση της απαγωγής ενός μεγαλοεργολάβου στα 60’s από τον μονίμως μαστουρωμένο Doc Sportello, όπως και η «Υπεραιχμή», αφηγείται πολλά περισσότερα από τα ευρήματα της Maxin Tarnow, ενώ σκαλίζει τα οικονομικά στοιχεία μιας εταιρείας ασφάλειας υπολογιστών με φόντο την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων. Το σίγουρο είναι ότι τα εμβληματικότερα ίσως έργα του Pynchon, είχαν την τύχη να πέσουν στα μεταφραστικά χέρια του Γιώργου Κυριαζή, που χρόνια τώρα βαδίζει στις μυστικές στοές της λαβυρινθώδους γλώσσας του αμερικανού, βγαίνει στο φως και παραδίδει τα πονήματά του σε ένα ελληνικό κοινό που δεν υστερεί από τους πιντσονόφιλους όλου του πλανήτη σε εκδηλώσεις λατρείας. Με αφορμή λοιπόν την προβολή του «Έμφυτου Ελαττώματος», ταινία που ο Κυριαζής είδε με τον τρόπο του, χωρίς πάντως να αποκαλύπτει πολλά για αυτήν, του ζητήσαμε να αφήσει για λίγο τα μολύβια, τις πρόβες της χορωδίας όπου συμμετέχει ή την προετοιμασία των ιντερνετικών ραδιοφωνικών του εκπομπών, και από το αγαπημένο του καφέ «Κόκκοι», να μιλήσει για το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το φιλμ, για τον απόμακρο δημιουργό του και για ένα σωρό άλλα πιντσονικά ζητήματα.
Να λοιπόν που με τα πολλά, μια φέτα πιντσονικού σύμπαντος έχει μεταφραστεί σε κινηματογραφική γλώσσα και πρόκειται να προβληθεί και στην Ελλάδα. Ποια τα συναισθήματά σου αναμένοντας το πρώτο, βασισμένο σε βιβλίο του, φιλμ; Όλοι οι «πιντσονόφιλοι» είμαστε ενθουσιασμένοι. Είχαμε και νωρίτερα την ελπίδα ότι θα γίνει με το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας», θα ήταν όμως πάρα πολύ δύσκολο -δεν θα χώραγε ούτε στις δυόμισι ώρες που διαρκεί το «Έμφυτο Ελάττωμα». Μάλλον τηλεοπτική σειρά των πέντε σεζόν θα χρειαζόταν, αλλά και πάλι. Είναι διαφορετικό το μέσο· η εικόνα είναι μεν εντυπωσιακή, αλλά η γλώσσα είναι πιο πλούσια. Λέμε ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, αλλά στην πραγματικότητα, είτε μιλάμε για τον Thomas Pynchon είτε για μερικούς άλλους, μια λέξη αξίζει όσο χίλιες εικόνες.
Εκτός από τα προφανή, όπως το νουάρ ή και το κωμικό στοιχείο, τι σόι βιβλίο είναι το «Έμφυτο Ελάττωμα»; Ποιο είναι το μεγαλύτερο στοίχημα για ένα σκηνοθέτη ή για έναν φιλόπονο αναγνώστη; Υπάρχει σαν φόντο το τέλος της εποχής των χίπις, το τέλος του ονείρου ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο, η επιβεβαίωση της συντηρητικής Αμερικής. Είναι γνωστό ότι υπήρχε μια φοβερή ελπίδα αλλαγής του κόσμου και ειρήνης, όπως και ότι όλα αυτά γκρεμίστηκαν σιγά-σιγά. Στη συνείδηση του μέσου αμερικάνου, έπαιξε ρόλο και η υπόθεση Charles Manson. Οι χίπις ταυτίστηκαν με τον παρανοϊκό δολοφόνο, σου λέει αυτοί έχουν τρελαθεί, δεν ξέρουν τι κάνουν και τι λένε. Η άποψη του Pynchon φαίνεται στο τέλος του βιβλίου, το οποίο στην ταινία είναι διαφορετικό: ο Doc Sportello (σ.σ.: ο πρωταγωνιστής ιδιωτικός ντετέκτιβ) οδηγεί στην ομίχλη και καταλαβαίνει ότι για να οδηγήσει με ασφάλεια, πρέπει να στηριχθεί στα φώτα του μπροστινού οδηγού. Το ίδιο πρέπει να κάνει ο από πίσω και ούτω καθεξής. Υπάρχει μια σύμπνοια μεταξύ των ανθρώπων ώστε να μπορέσουν να πορευτούν. Αυτό χάνεται με την επανεγκαθίδρυση ενός αυταρχικότερου κοινωνικού καθεστώτος. Οι άνθρωποι βολεύονται με την εξουσία να κατευθύνει τα πάντα, ενώ θα μπορούσαν να τα καταφέρουν μόνοι τους.
Τι μπορούμε να υποθέσουμε από τα βιβλία του για τις πολιτικές του απόψεις; Φαίνεται ότι είναι οπαδός της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. Με ελληνικούς όρους, είναι «αριστερούλης». Στο «Ενάντια στη μέρα», ένας από τους πρωταγωνιστές είναι αναρχικός βομβιστής -κάτι που ο Pynchon μοιάζει να αντιμετωπίζει με συμπάθεια. Οι φτωχοί εργάτες στα ορυχεία δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, οι ιδιοκτήτες τους καταστρέφουν τη ζωή με μεροκάματα πείνας, ενώ κάπου υπάρχει και η φοβερή ρήση «δεν υπάρχουν αθώοι αστοί». Μπορούμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μια κριτική στην ανάπτυξη του αμερικανικού καπιταλισμού· τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, όταν λαμβάνει χώρα μια τρομερή τεχνολογική επανάσταση, την οποία εκμεταλλεύονται οι καπιταλιστές. Το κεφάλαιο αναπτύσσεται ραγδαία, φτάνει σε περιοχές που μέχρι τότε ήταν ερημικές και αυτή η τρομερή ανάπτυξη συνοδεύεται από προσπάθεια ελέγχου του ατόμου -εξ ου και οι τόσες συνομωσίες που εξυφαίνονται στο έργο. Σε μια εισαγωγή στο «1984» του Orwell, ο Pynchon είναι ακόμα πιο ξεκάθαρος: κατακρίνει τα μέτρα που πήρε ο Bush μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους ως φασιστικά. Φαίνεται ότι συμπαθεί τη στάση του Orwell, ο οποίος πήγε στην Ισπανία να πολεμήσει τους φασίστες, είδε ότι και οι κομμουνιστές δεν φέρονταν απολύτως δημοκρατικά (θα μου πεις πόλεμος ήταν, τι να κάνουμε) και γύρισε απογοητευμένος. Στο «Μέισον και Ντίξον» κατακρίνει έντονα τη δουλεία. Στην «Υπεραιχμή» υπάρχει η αίσθηση ότι τα πολλά χρήματα, το χρηματιστήριο, οι τεράστιες εταιρείες, κυριαρχούν. Βλέπει πάντα με συμπάθεια τις προσπάθειες αντίδρασης σε αυτό το πλέγμα εξουσίας, έστω και μικρές ή μάταιες. Είναι κάτι που το επισημαίνει συχνά, όπως και το ότι η προσπάθεια αντίδρασης, καταλήγει να παίρνει τα χαρακτηριστικά αυτού που πολεμάει. Γίνεται μια μικρή καταπιεστική εξουσία η ίδια κι αυτό φαίνεται και στο «Ουράνιο Τόξο…» και αλλού. Γενικώς πάντως είναι υπέρ του απλού ανθρώπου, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Κάπου στο «Ουράνιο Τόξο…» λέει ότι «αν οι άνθρωποι δεν ήταν λίγο παρανοϊκοί, αν πίστευαν ότι τίποτα δεν συνδέεται με τίποτα, θα τρελαίνονταν». Τι θέση έχει στο έργο του η παράνοια και οι συνωμοσίες και με ποιο τρόπο ο Pynchon διαφέρει από έναν τυπικό «ψεκασμένο»; Το λέει κάπως αλλιώς. Το λέει «αντιπαράνοια», μια κατάσταση που δεν μπορεί να την αντέξει κανείς για πολύ, γιατί η «συνωμοσιολογία» είναι σχεδόν έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ο Pynchon όμως δεν έχει καμία σχέση με τον τυπικό συνωμοσιολόγο που βλέπει σύνδεση στα πάντα, που πιστεύει ακράδαντα ότι αυτή είναι η αλήθεια και δεν δέχεται κουβέντα. Ο Pynchon το εκμεταλλεύεται αυτό, για να πλέξει μικρές συνωμοσίες γύρω από τους χαρακτήρες -κάτι που τον βοηθάει και στην αφήγηση- και κυρίως για να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση. Ο μόνος τρόπος, πιστεύει, για να εισπράξει κανείς ό,τι συμβαίνει γύρω του, είναι προσπαθώντας να συνδέσει τις κουκκίδες. Αναγκαστικά λοιπόν περνάει σε ένα κλίμα παράνοιας, αλλιώς αδυνατεί να καταλάβει και αποστασιοποιείται.
Σε ένα εξαιρετικό δοκίμιό του, αναρωτιέται αν «Πειράζει να είναι κανείς λουδίτης». Ο ίδιος είναι ή η σχέση του με τις τόσο παρούσες στα μυθιστορήματά του επιστήμη και τεχνολογία, είναι πιο περίπλοκη; Έχει ενδιαφέρον ότι ξεκίνησε να σπουδάζει φυσική στο Πανεπιστήμιο Cornell, μεταπήδησε στην Αγγλική Φιλολογία και αργότερα εργάστηκε σαν συγγραφέας τεχνικών κειμένων στη Boeing. Για τη σχέση του με την τεχνολογία γενικά δεν ξέρω, με τους υπολογιστές όμως έχει θέμα και το γράφει ξεκάθαρα στην εισαγωγή του «1984». Το διαδίκτυο λέει, υπόσχεται στην εξουσία μια δυνατότητα ελέγχου, που οι δικτάτορες του 20ου αιώνα με τα κωμικά μουστάκια, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Όταν βέβαια ασχολείσαι με την ιστορία για να γράψεις ένα έργο σαν το «Ουράνιο τόξο…», όταν βλέπεις τα φοβερά πειράματα που γίνονταν ιδίως από τους Ναζί, τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν και τα αποτελέσματά τους, τότε κρατάς μια επιφυλακτική στάση. Με το διαδίκτυο, αυτό χειροτερεύει. Διαρκώς αποκαλύπτεται ότι η τάδε εταιρεία έχει πρόσβαση στα δεδομένα μας, τα οποία «ξεφεύγουν» για διαφημιστικούς σκοπούς. Ταυτόχρονα, υπάρχει η δυνατότητα αντίδρασης: στην «Υπεραιχμή», ο τρόπος που χρησιμοποιεί το «Βαθύ Δίκτυο», είναι μια τέτοια –έχει και αρνητικά χαρακτηριστικά, υφίσταται όμως. Το δίκτυο ελέγχεται από τις μηχανές αναζήτησης που καταγράφουν τα πάντα, υπάρχει όμως ένας υπόγειος κόσμος, στον οποίο δεν μπορούν να φτάσουν. Εκεί επιβιώνει ακόμα κάποια ελευθερία. Υπονοείται ότι αρχίζει να διαβρώνεται, σε όλα τα βιβλία του όμως οι προσπάθειες αντίδρασης το παθαίνουν αυτό ή συνεχίζουν, αλλάζουν μορφή, επεκτείνονται, κ.λπ.
Στο οπισθόφυλλο ενός μυθιστορήματος του Don DeLillo, αναφέρεται πάνω-κάτω ότι ο συγγραφέας «διαθέτει τη φαντασία του Thomas Pynchon, αλλά με μια αίσθηση αναλογίας και στιλ που εκείνος ο παραλίγο γίγαντας, συχνά χάνει». Και η αλήθεια είναι ότι στα βιβλία του Pynchon εμφανίζονται αστυνομικά ελικόπτερα που ίπτανται σαν χερουβείμ, αναιδείς μαρξιστές αρουραίοι, ένα κονσέρτο του Βιβάλντι για καζού ή πολυμερή πλαστικά που σχεδόν έχουν δική τους ζωή. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δαιδαλώδης φαντασία του είναι το πιο εκρηκτικό συστατικό του τρομερού του μίγματος; Ένας λόγος που σε αντίθεση με τους ευρωπαίους, οι αμερικανοί δεν τον καταλαβαίνουν, είναι ακριβώς ότι βάζει πολύ φαντασία. Άλλοτε σαν σε όνειρο, άλλοτε σαν σε παραίσθηση και άλλες φορές σαν ένα τέλειο, αξεχώριστο μπλέξιμο με την πραγματικότητα. Μιλάει για κόσμους που δεν υπάρχουν, εκμεταλλεύεται θεωρίες συνομωσίας όπως της κοίλης γης, για να στήσει ένα ολόκληρο πλέγμα. Οι αμερικάνοι προτιμάνε το ρεαλισμό και για αυτό σε κάποιους δεν άρεσε η «Υπεραιχμή». Περίμεναν ότι σε ένα μυθιστόρημα με φόντο τους Δίδυμους Πύργους, ο συγγραφέας θα ασχολείται με αυτό, με το γεγονός, με το πώς ένιωσε ο κόσμος. Ο Pynchon ενδιαφέρεται για την ανθρώπινη κατάσταση με φόντο τα μεγάλα γεγονότα. Δεν εστιάζει στην αντίδραση σε αυτά, γιατί η ζωή συνεχίζεται. Η Maxin (σ.σ.: η ερευνήτρια που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο) περνάει μερικές μέρες βλέποντας τηλεόραση με αγωνία –τηλεόραση, έτσι; Δεν έχει επαφή με το συμβάν, δεν πνίγεται στη σκόνη, το βλέπει στην οθόνη, κάτι που είναι αλήθεια: έτσι το βίωσαν οι περισσότεροι νεοϋορκέζοι. Υπήρχε και εκείνη η φοβερή φωτογραφία κάποιων νεαρών που κάθονται χαλαροί χαζεύοντας τους Δίδυμους Πύργους να καίγονται, μια πολύ «πιντσονική» φωτογραφία. Οι άνθρωποι δεν είναι τα γεγονότα, είναι κάτι άλλο.
Και στην ταινία προσπαθούν να τον εντοπίσουν, έχει βγει η φήμη ότι κάνει κάποιο καμεό ή ότι ήταν παρών στα γυρίσματα. Υπάρχουν 3-4 πιθανότητες, νομίζω όμως ότι καμία δεν ισχύει –οι δύο είναι αποδεδειγμένα κανονικοί ηθοποιοί.
Μπορεί επίσης να διαχειριστεί εύκολα μια μαστουρωμένη διαφωνία για την υπεροχή του Μπετόβεν ή του Ροσίνι, το κούρεμα της Rachel Green, τον Γκοτζίλα και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τον Captain Midnight και το «Κονσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ. Είναι που αδιαφορεί για τη διάκριση μεταξύ της λεγόμενης υψηλής και λαϊκής τέχνης; Ισχύει κι εδώ το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη κατάσταση, το οποίο τα περιλαμβάνει όλα. Ίσως επειδή μεγάλωσε έτσι, του αρέσει πολύ η ποπ κουλτούρα, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους αυτής της διάκρισης, σαν μια ενοποίηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Πλέον, η διάκριση αρχίζει και γίνεται ταξική, χάνει τα παλιότερα χαρακτηριστικά της. Κάποιοι το βλέπουν σαν απενοχοποίηση· δεν συμφωνώ. Ποιος λέει ότι η λαϊκή τέχνη είναι κατώτερη; Είναι τέχνη που γίνεται κατά κανόνα με λίγα χρήματα. Εκείνη που γίνεται με πολλά, σε κάποια σημεία σίγουρα θα υπερέχει τεχνικά. Η σημασία της λαϊκής τέχνης όμως, δεν είναι μικρότερη για τον πολιτισμό επειδή είναι πιο φτωχή. Για αυτό μιλάει και για τον Μπετόβεν και για τον Ακιούν, το λαϊκό τροβαδούρο στη Σιβηρία. Αναφέρει ένα σωρό τραγούδια κάθε εποχής, γιατί με αυτά ασχολείται ο κόσμος, αυτά διαμορφώνουν τους χαρακτήρες. Παραθέτει ένα σωρό κόμιξ, ταινίες, παλιές τηλεοπτικές σειρές. Ανάλογα με το φόντο κάθε εποχής, βάζει ένα σωρό πράγματα, που σε βοηθάνε να μπεις σε ένα πλαίσιο νοητικό και δίνουν το χρώμα του όλου πράγματος. Στην «Υπεραιχμή» έχει από Britney Spears μέχρι Guns’n’Roses. Το «Έμφυτο Ελάττωμα» έχει από ένα σωρό surf συγκροτήματα, μέχρι τζαζ ή μιούζικαλ.
Η δική μου πρώτη φορά ήταν με το «Ουράνιο Τόξο…» και η εμπειρία έμοιαζε με την πτώση της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων», μέσα στη λαγότρυπα. Πως ήταν η δική σου; Ήμουν φοιτητής αγγλικής φιλολογίας στην Αθήνα και ήμουν 18 χρονών -ιδανική ηλικία για να πάθεις ζημιά. Κάναμε ένα σεμινάριο με τον Γιάννη Τσιώλη και ασχοληθήκαμε με αυτό ειδικά το βιβλίο, έχοντας να γράψουμε και εργασία. Εντάξει, με κατέστρεψε σαν αναγνώστη, γιατί από τότε συγκρίνω τα πάντα με τον Pynchon. Και μου φαίνονται, ανεπαρκή. Ακόμα και αν είναι πολύ καλά, κάτι μου λείπει. Είναι που το βιβλίο σε παίρνει και σε χτυπάει σαν χταπόδι, μια από ‘δω, μια από ’κει. Γέλα εδώ, κλάψε εκεί. Απελπίσου πιο κάτω, πάρε αυτό που δεν ξέρεις, πάρε και κάτι που ξέρεις. Φτιάχνεται έτσι ένα μίγμα υπέροχο, με μια γλώσσα η οποία δεν σε αφήνει κάτω. Αν μπεις στο τριπάκι (γιατί είναι κόσμος που δεν μπορεί, δεν αποκτάει επαφή) μετά παρασύρεσαι και το ταξίδι είναι υπέροχο.
Η πρώτη σου μετάφραση, χρειαζόταν και λίγο θράσος από τη μεριά σου; Ναι, γιατί ήμουν 24. Διάβασα σε μια εφημερίδα ότι η Ιωάννα Χατζηνικολή είχε πάρει τα δικαιώματα των έργων του Pynchon –ναι, γράφονταν τέτοιες ειδήσεις παλιά- και πήγα στο γραφείο της. Ήταν μια υπέροχη γυναίκα, η οποία έκατσε, με άκουσε και μου είπε κάνε δυο σελίδες και φέρε τις. Είχε και πολύ υπομονή, γιατί το πάλευα τέσσερα χρόνια. Σκέψου ότι εκείνη την εποχή δεν είχα ίντερνετ και ό,τι ψάξιμο χρειαζόταν, το έκανα σε εγκυκλοπαίδειες (είχα μια του Ελευθερουδάκη, 24 τόμων) ή βιβλιοθήκες.
Το δυσκολότερο για ένα μεταφραστή του Pynchon ποιο είναι; Η σύνταξη; Ο ωκεανός πραγματολογικών στοιχείων της ποπ κουλτούρας; Τα «ανόητα» τραγούδια; Όλα είναι δύσκολα και τα πραγματολογικά τα συναντάς και σε άλλους. Ένα βιβλίο του Philip Kerr που μεταφράζω τώρα με έχει ταλαιπωρήσει ιδιαίτερα, γιατί πρέπει να βρω την ακριβή προφορά πολλών γερμανικών και ισπανικών κυρίων ονομάτων. Το πιο δύσκολο στον Pynchon είναι η γλώσσα, αν μπεις όμως στη λογική, συνηθίζεις. Ακόμα βέβαια στραμπουλίζω το μυαλό μου, έχει και αυτή τη μανία πολλές φορές να θέλει να αποτυπώσει στο χαρτί τις ιδιομορφίες της ομιλίας, οι οποίες για εμάς δεν έχουν νόημα. Όχι τόσο αυτό το «Κ-Και» που υπάρχει στο «Ουράνιο Τόξο…», το οποίο το βάζει γιατί υπάρχει η υπόνοια ότι κεκεδίζει ο ίδιος. Καλείσαι όμως να πάρεις αποφάσεις που δεν σου αρέσουν. Κάνεις συμβιβασμούς, γιατί πράγματα που υπάρχουν στη μια γλώσσα, δεν περνάνε στην άλλη. Στην «Υπεραιχμή», όταν μιλάει μια καλιφορνέζα φίλη της Μαξίν, τελειώνει τις προτάσεις της ανεβάζοντας τον τόνο σαν να ρωτάει, όπως συμβαίνει στην Καλιφόρνια. Αυτό στα ελληνικά, δεν αποδίδεται. Το «Μέισον και Ντίξον», που μιμείται τη γραφή και την ομιλία του 18ου αιώνα, με τις αποστρόφους και τους αορίστους, παρομοίως. Την εποχή μάλιστα που το μετέφραζα, μετέφραζε και ο Προκόπης Προκοπίδης το «V». Συγκεντρώσαμε λοιπόν κάποιες απορίες σε μια επιστολή και του τις στείλαμε. Απάντηση φυσικά, δεν πήραμε ποτέ.
Οι δυσκολίες είναι παρόμοιες και για τον αναγνώστη; Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν παρατήσει τα βιβλία στη μέση, διότι δεν μπορούν να συντονιστούν με τη γλώσσα. Μια κοπέλα στο πανεπιστήμιο, τότε με το «Ουράνιο Τόξο…», είχε πει «δεν μπόρεσα να διαβάσω πάνω από εξήντα σελίδες, γιατί δεν άντεχα αυτό που έκανε το βιβλίο στο μυαλό μου». Ο Pynchon το βάζει να λειτουργεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο και πολύς κόσμος δεν το θέλει αυτό, πράγμα λογικό και αποδεκτό.
Στην επόμενη σελίδα, ο Pynchon και η Ρόζα Εσκενάζι, το αδιάκοπο και μάταιο κυνηγητό του από τα media και...πόσο πιντσονικοί είμαστε;