«Θα θυμηθώ τα πάντα και μετά θα τα γράψω όλα. Μια άρια για ένα παλτό. Ένα ρέκβιεμ για ένα καφέ. Αυτό σκεφτόμουν στο όνειρό μου, καθώς κοιτούσα τα χέρια μου».
Ένα από τα πιο διάσημα σημεία του περίφημου Tractatus Logico-Philosophicus του Ludwig Wittgenstein λέει (σε ελευθεση μετάφραση του γράφοντος) ότι «στον κόσμο, κάθε τι είναι όπως είναι και συμβαίνει όπως συμβαίνει. Σε αυτό, δεν υπάρχει αξία – και αν υπήρχε, αυτό θα ήταν χωρίς αξία». Άρα, ο κόσμος είναι όλα όσα μας αφορούν και εμείς τα επιλέγουμε.
Η Patti Smith, φανατική αναγνώστρια του μεγάλου Νορβηγού φιλοσόφου, έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή που αφιερώθηκε στην τέχνη σε πολλές εκδοχές της. Στο M Train γράφει ακριβώς για αυτό: για τη ζωή της ως καλλιτέχνη, όπου η ανάγνωση της μεγάλης λογοτεχνίας, η μνήμη, τα ταξίδια με καλλιτεχνικές αφορμές και η δημιουργία εξαιτίας τους είναι τόσο ο λόγος που γράφει αλλά και η πραγμάτωσή της ως καλλιτέχνη.
Αναπόφευκτα, αυτό το αποσπασματικά βιογραφικό βιβλίο - που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά - διαβάζεται και ως, λίγο ή πολύ, η συνέχεια του Just Kids, όπου κατέγραψε τη σχέση της με τον φωτογράφο Robert Mapplethorpe στα 70s. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως Ρόμπερτ και Πάτι το 2015 από τον Κέδρο, και πάλι σε μετάφραση Καλοφωλιά.
Το M Train όμως, γράφεται από την Smith στην έκτη πια δεκαετία της ζωής της, με την ανθρώπινη πλευρά της να έχει σχεδόν εξαϋλωθεί και με την καλλιτεχνική πλευρά να κυριαρχεί. Η Patti Smith είναι πια η καλλιτέχνης Patti Smith, για την οποία η ζωή της είναι το ίδιο το καλλιτέχνημα.
Το κείμενο απλώνεται σε 19 σύντομα κεφάλαια, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η κατανάλωση καφέ (ειδικά στο αγαπημένο της καφέ Ino) και η πολύωρη παρακολούθηση τηλεοπτικών σειρών, όπως το The Killing. Η παράδοξη αυτή επιλογή όμως, είναι η αφετηρία για ένα βιβλίο που ακολουθεί το πρότυπο των βιβλίων του Σέμπαλντ, όπου οι περίπατοι γίνονται αφορμή για αναπολήσεις και στοχασμούς σε ποικίλα θέματα.
«Ισπανοί προσκυνητές ταξιδεύουν στο Καμίνο ντε Σαντιάγο πηγαίνοντας από μοναστήρι σε μοναστήρι, συλλέγοντας μικρά μετάλλια για να τα προσθέσουν στα κομποσκοίνια τους ως απόδειξη των βημάτων τους. Εγώ έχω στοίβες ολόκληρες από πολαρόιντ, που η καθεμιά τους σημαδεύει τα δικά μου βήματα και τις οποίες μερικές φορές απλώνω σαν τράπουλα ταρό ή κάρτες με παίκτες μιας φανταστικής ουράνιας ομάδας μπείζομπολ. Κοιτάζω μια της Σίλβια τραβηγμένη την άνοιξη. Είναι πολύ ωραία, αλλά της λείπει το διάχυτο φως των χαμένων φωτογραφιών. Τίποτα δεν μπορεί να αναπαραχθεί πραγματικά. Ούτε μια αγάπη, ούτε ένα πετράδι, ούτε ένας στίχος».
Τα θέματα που απασχολούν την Smith εδώ είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, ο Fred Sonic Smith (ο σύζυγός της που απεβίωσε το 1994) και η αγορά ενός παραθαλάσσιου σπιτιού σε ερειπωμένη κατάσταση, ακριβώς πριν χτυπήσει τη Νέα Υόρκη ο τυφώνας Σάντυ.
Έτσι, την παρακολουθούμε στα διάφορα ταξίδια της, τα οποία έχουν πάντα κάποιο στόχο: να φωτογραφίσει το σπίτι της Σίλβια Πλαθ (αργότερα, θα χάσει τις πολαρόιντ), να φέρει δύο «ιερές» πετρούλες στον τάφο του Ζαν Ζενέ (θα τις πετάξει στα σκουπίδια ένας ελεγκτής στο αεροδρόμιο), να φωτογραφίσει τις πατερίτσες της Φρίντα Κάλο στο μπλε σπίτι της (η Σμιθ καταρρέει από ανεξήγητο λόγο και κοιμάται στο κρεβάτι της), να φωτογραφίσει την καρέκλα του Ρομπέρτο Μπολάνο (το 2666 την συναρπάζει), να επισκεφτεί τους τάφους του Μίσιμα, του Ακουταγκάουα και του Νταζάι στην Ιαπωνία.
«Τα πράγματα που άγγιζα ήταν ζωντανά. Τα δάχτυλα του άντρα μου, ένα ραδίκι, ένα γδαρμένο γόνατο. Δεν με ενδιέφερε να τις κλείσω σε κάποια εικόνα. Δεν χρειάζονταν αναμνηστικά. Τώρα όμως διασχίζω τη θάλασσα με μοναδικό σκοπό να κάνω δικά μου με μια μοναδική εικόνα το ψάθινο καπέλο του Ρόμπερτ Γκρέιβς, τη γραφομηχανή του Έσσε, τα γυαλιά του Μπέκετ, το κρεβάτι του πόνου του Κιτς. Αυτό που έχω χάσει και δεν μπορώ να βρω, το θυμάμαι. Αυτό που δεν μπορώ να δω, επιχειρώ να το καλέσω. Δουλεύοντας με ένα νήμα από παρορμήσεις που συνορεύσει με τη φώτιση».
Δεν λείπουν και οι διασκεδαστικές ιστορίες, όπως μια τυχαία, ολονύκτια συζήτηση με τον Μπόμπι Φίσερ, τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι που καταλήγει σε τραγούδια. Αλλά κυρίως, το M Train είναι μια καταγραφή φευγαλέων στιγμών που για την συγγραφέα (και ίσως και τον αναγνώστη) είναι οι σημαντικές, καθώς, εν τέλει, αυτές είναι αυτό που η ίδια θέλει να είναι η ζωή και το έργο της.
Το κείμενο, τελικά, διαβάζεται όχι ως βιογραφία, αλλά ως φόρος τιμής στους δασκάλους της, τους μεγάλους «καταραμένους» της λογοτεχνίας, αυτούς που μπόρεσαν να βυθιστούν στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και να γεμίσουν το μέλλον με τις λέξεις τους.
«Θέλουμε πράγματα που δεν μπορούμε να έχουμε. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή, έναν συγκεκριμένο ήχο, μια συγκεκριμένη αίσθηση. Θέλω να ακούσω τη φωνή της μητέρας μου. Θέλω να δω τα παιδιά μου όπως ήταν παιδιά. Με μικρά χέρια και σβέλτα πόδια. Όλα αλλάζουν. Το αγόρι μεγάλωσε, ο πατέρας έχει πεθάνει, η κόρη είναι πιο ψηλή από μένα, κλαίει καθώς ξυπνάει από ένα κακό όνειρο. Σας παρακαλώ, μείνετε για πάντα, λέω στα πράγματα που γνωρίζω. Μη φεύγετε. Μη μεγαλώνετε».