Το 1988, λίγο μετά το θάνατό του σε ηλικία 50 ετών από καρκίνο του πνεύμονα στις 2 Αυγούστου, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Ελέφαντας» του Ρέιμοντ Κάρβερ, που περιέχει τα τελευταία διηγήματα που έγραψε ο «πατέρας των νεαρών Αμερικανών Νεορεαλιστών», όπως ορθά σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που επιτέλους κυκλοφορεί στα ελληνικά (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση-επίμετρο: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου).
Με αυτή την αφορμή τέσσερις καταξιωμένοι Έλληνες συγγραφείς -Κώστας Ακρίβος, Νάσια Διονυσίου, Τάσος Καλούτσας, Νίκος Παναγιωτόπουλος- γράφουν στην Popaganda για τον «δικό τους Ρέιμοντ Κάρβερ», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό και με όποιον τρόπο θέλησε ο καθένας να το κάνει.
Εφόσον, λοιπόν, το μεγαλείο του Κάρβερ έγκειται στο ότι στις ιστορίες του συναντάμε συνηθισμένους ανθρώπους που είναι χαμένοι ή τα ‘χουν χαμένα, όχι ζοφερούς, άτυχους ή απεγνωσμένους, αλλά απλώς ανθρώπους (όπως σημειώνει η Νάσια Διονυσίου) και στο ότι πάνω από τις προτάσεις του ίπτανται τα φαντάσματα του Τσέχοφ και του Χέμινγουεϊ (όπως συμφωνούν ο Κώστας Ακρίβος και ο Τάσος Καλούτσας) αλλά και στο ότι πίσω από τις λέξεις του κρύβεται κάτι δυσοίωνο, κάτι που οι ήρωες των ιστοριών του το κουβαλούν σαν ένα αόρατο βάρος που συντρίβει τη ζωή τους (όπως επισημαίνει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος), αντί για άλλη μία αναφορά, εν είδει προλόγου, σε όσα συνθέτουν το legacy του μεγάλου εκλιπόντα (που έχει να κάνει τόσο με τα συγκλονιστικά του έργα όσο και με τις πολύπαθες ημέρες του, ελέω αλκοόλ, ενός διαλυμένου γάμου και πολλών ευκαιριακών, σκληρών δουλειών μέχρι να καταφέρει να βιοποριστεί από το γράψιμο) ίσως είναι προτιμότερη η παράθεση όσων είπε ο ίδιος ο συγγραφέας το καλοκαίρι του 1983 σε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό The Paris Review.
«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη της ανατολικής Ουάσινγκτον, ένα μέρος που το λένε Γιακίμα. Ο μπαμπάς μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο ξυλείας. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση των πριονιών που έκοβαν τα ξύλα. Η μητέρα μου δούλευε ως πωλήτρια στο λιανεμπόριο ή ως σερβιτόρα ή διαφορετικά έμενε στο σπίτι, αλλά δεν κρατούσε για πολύ καιρό καμία δουλειά. Θυμάμαι κουβέντες σχετικά με τα «νεύρα» της. Στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας είχε ένα μπουκάλι με δυνατό «φάρμακο για τα νεύρα» και έπινε δυο κουταλιές κάθε πρωί. Το φάρμακο για τα νεύρα του πατέρα μου ήταν το ουίσκι. Πολύ συχνά είχε κι αυτός το μπουκάλι κάτω από τον ίδιο νεροχύτη. Θυμάμαι ότι μια φορά ήπια λίγο στα κρυφά, αηδίασα και αναρωτήθηκα πώς μπορεί κάποιος να πίνει αυτό το πράγμα. Το σπίτι ήταν μικρό, με δύο υπνοδωμάτια.
»Μετακομίζαμε συχνά όσο ήμουν παιδί, πάντα σε κάποιο άλλο μικρό σπίτι με δύο υπνοδωμάτια. Το πρώτο σπίτι που θυμάμαι ότι έζησα είχε εξωτερική τουαλέτα. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 40. Ήμουν 8 ή 10 ετών. Συνήθιζα να περιμένω στη στάση του λεωφορείου τον μπαμπά μου όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Συνήθως ερχόταν στην ώρα του. Αλλά κάθε δυο βδομάδες περίπου, δεν ήταν στο λεωφορείο. Εγώ περίμενα και το επόμενο αλλά ήξερα ήδη ότι ούτε σε εκείνο θα ήταν. Όταν συνέβαινε αυτό, σήμαινε ότι είχε πάει για να πιει με τους φίλους του από το εργοστάσιο. Ακόμη θυμάμαι το αίσθημα καταστροφής και απελπισίας που αιωρούταν πάνω από το τραπέζι όταν με τη μητέρα μου και τον μικρό μου αδερφό καθόμασταν να φάμε». Αυτή ήταν η απάντησή του στην πρώτη ερώτηση των δημοσιογράφων: Πως ήταν η ζωή σας στην αρχή και τι σας έκανε να θέλετε να γράψετε;
Πολλές χιλιάδες λέξεις μετά, στην τελευταία ερώτηση («Πως ελπίζετε να επηρεάσουν τους ανθρώπους οι ιστορίες σας; Νομίζετε ότι το γράψιμο σας θα αλλάξει κάποιον;») ο Κάρβερ, μεταξύ άλλων, τόνισε τα εξής: «Η καλή μυθοπλασία εν μέρει είναι η μεταφορά νέων από έναν κόσμο σε έναν άλλο. Αυτό είναι από μόνο του αρκετό, νομίζω. Όχι όμως να περιμένεις να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τη μυθοπλασία, να αλλάξει η πολιτική κλίση κάποιου ή το ίδιο το πολιτικό σύστημα ή να σωθούν οι φάλαινες ή τα δέντρα. Ούτε νομίζω ότι θα έπρεπε να έχει να κάνει με οτιδήποτε από αυτά. Δεν πρέπει να κάνει τίποτα. Πρέπει απλά να βρίσκεται εκεί για την άγρια ευχαρίστηση που παίρνουμε γράφοντας και τη διαφορετικού τύπου ευχαρίστηση που απορρέει από το να διαβάζεις κάτι που είναι ανθεκτικό και φτιαγμένο για να διαρκέσει, όπως επίσης είναι και όμορφο από μόνο του. Κάτι που να πετάει σπίθες - μία επίμονη και σταθερή λάμψη».
Ο λόγους στους εκλεκτούς Έλληνες συναδέλφους του.
Αντόν & Ρέιμοντ
Γράφει ο Κώστας Ακρίβος
Κάπου στο βάθος του ουρανού, σ΄ ένα απόμερο τραπεζάκι ο Τσέχοφ και ο Κάρβερ πίνουν βότκες. Πιο κει, στο μισοσκόταδο, ο Χέμινγουεϊ μαθαίνει στον Κάφκα τα σφηνάκια.
Α.Τ.: Ερείπια…
Ρ.Κ.: Ερείπια…
Α.Τ.: Απομεινάρια…
Ρ.Κ.: Απομεινάρια…
Α.Τ.: Χαμένοι…
Ρ.Κ.: Χαμένοι…
Α.Τ.: Ασήμαντες ζωές…
Ρ.Κ.: Ασήμαντες ζωές…
Α.Τ.: Πικροί έρωτες…
Ρ.Κ.: Πικροί έρωτες…
Α.Τ.: Ύπνος, εφιάλτες…
Ρ.Κ.: Ύπνος, εφιάλτες…
Α.Τ.: Συγγενείς δηλητήριο…
Ρ.Κ.: Συγγενείς δηλητήριο…
Α.Τ.: Λάθη;
Ρ.Κ.: Λάθη
Α.Τ.: Συγγνώμες;
Ρ.Κ.: Συγγνώμες
Α.Τ.: Οι κακόμοιροι… Συμπόνα τους!
Ρ.Κ.: Οι κακομοίρηδες… Τσάκισέ τους!
Μη διαβάζετε Κάρβερ, όσοι πάψατε να αισθάνεστε αρχάριοι
Γράφει η Νάσια Διονυσίου
Παραφράζοντας τον Ρέιμοντ Κάρβερ, ίσως να έπρεπε να ντρεπόμαστε που μιλάμε σαν να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για τον Ρέιμοντ Κάρβερ. Ίσως να είμαστε όλοι αρχάριοι. Ίσως πάλι η αρχάρια να είμαι μόνο εγώ. Που κάθε που τελειώνω κάποιο διήγημα του Κάρβερ, αναρωτιέμαι αν το ’χω καταλάβει. Μέρες μετά με ακολουθεί ένα σφίξιμο στο στομάχι και γροθιές που βαράνε μες στο κεφάλι μου· όμως κατάφερα να καταλάβω; Πιθανώς όχι. Όμοια με τους ήρωες του Κάρβερ που γενικώς δεν τα καταφέρνουν. Άνθρωποι που ζουν σε συνηθισμένα σπίτια κι έχουν συνηθισμένους γάμους και συνηθισμένους γονείς και συνηθισμένα παιδιά. Που λένε συνηθισμένες κουβέντες και σκέφτονται συνηθισμένα πράγματα, με συνηθισμένους τρόπους. Και τους συμβαίνουν καθημερινά, συνηθισμένα δράματα. Που, όπως όλα τα δράματα, απλώς συμβαίνουν, αποδραματοποιημένα – σαν να έχουν πάρει τον δρόμο τους. Όπως το να μην καταφέρνουν να πληρώσουν το νοίκι ή να ξεφορτωθούν ένα σκύλο, όπως το να μην καταφέρνουν να αλλάξουν ή να παραμείνουν οι ίδιοι, να κοιμηθούν ή να αγαπήσουν. Όπως το να χάνουν τη δουλειά, το παιδί τους, τον έλεγχο ή το κουράγιο τους. Άνθρωποι χαμένοι ή που τα ’χουν χαμένα. Όχι ζοφεροί, άτυχοι ή απεγνωσμένοι· άνθρωποι απλώς. Έξω ο καιρός είναι υγρός, ο δρόμος σκονισμένος και σφυροκοπά ο άνεμος. Το χιόνι πέφτει. Η σιωπή απλώνεται ανάμεσα σε αυτά που λέγονται και σε εκείνα που δεν λέγονται, ανάμεσα σε εκείνο που είσαι και σε αυτό που δεν αντέχεις να είσαι. Πρέπει να σταθείς ακίνητος, να σκύψεις και να αφουγκραστείς. Μη διαβάζετε Κάρβερ, όσοι δεν μείνατε ποτέ να κοιτάτε έξω από το παράθυρο τα έρημα χωράφια ή τις λευκές ανταύγειες του φεγγαριού. Όσοι πάψατε να αισθάνεστε αρχάριοι. Όσοι ξέρετε για τι πράγμα μιλάτε όταν μιλάτε για τη ζωή, τη μοναξιά, την τρυφερότητα, την αγάπη.
Ο Ρέιμοντ Κάρβερ στα καθ’ ημάς (Μια μαρτυρία)
Γράφει ο Τάσος Καλούτσας
Οδεύοντας προς το δεύτερο βιβλίο μου, ανακάλυψα τον Ρ.Κάρβερ. Αγαπούσα αρκετούς διηγηματογράφους (Έλληνες και ξένους, παλαιότερους και σύγχρονους), όμως διαβάζοντας εκείνο το διήγημα, ξαφνικά ανέπνευσα μια δροσερή αύρα που φύσαγε τόσο αναζωογονητικά και οικεία πάνω στον κόσμο μου, ώστε αμέσως κατάλαβα πως θ’ αποτελούσε για μένα λογοτεχνικό ορόσημο. Μιλώ για τους «Γείτονες» (στο τχ. 8 του περιοδικού Το Τραμ, το 1989, σε μετάφραση του Κ. Χατζηκυριάκου-του πρώτου μεταφραστή, αν δεν κάνω λάθος, του Κάρβερ στη γλώσσα μας). Αφουγκράστηκα τον παλμό του Τσέχοφ και τον μακρινό απόηχο του Χεμινγουέι μέσα από τις αράδες του, σε μια μοντέρνα εκδοχή που συμπύκνωνε ποιητικά το παράξενο κλίμα της εποχής μας. Ο Κάρβερ είχε φύγει νέος απ’ τη ζωή μόλις την προηγούμενη χρονιά. Όταν κυκλοφόρησαν «Ο καθεδρικός ναός» (1992, Οδυσσέας) και το «Γιατί πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη» (1993, Απόπειρα), περιττό να πω πως έσπευσα από τους πρώτους να τα προμηθευτώ. Ενθουσιασμένος τα σύστησα σε φίλους, ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Περικλής Σφυρίδης, (στον οποίο υπενθύμισα πως το περιοδικό που επιμελούνταν τότε τον είχε πρωτοπαρουσιάσει…). Ο Περικλής μόλις τα διάβασε επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου για να μου εκφράσει τον θαυμασμό του. Στο δεύτερο τόμο το επίμετρο του Γιάννη Τζώρτζη ήταν υπέροχο, η δε μετάφραση στηριζόταν τότε στις επεμβάσεις του Gordon Lish. Μιλούσε για τους Αμερικανούς «νεορεαλιστές» (ή αλλιώς μινιμαλιστές) -ανάμεσά τους πρωταγωνιστούσε ο Κάρβερ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80-, αρκετούς απ’ τους οποίους (και βεβαίως τον Μπουκόφσκι) ήδη τους γνώριζα (σημειώνω ότι η περίπτωση της Lucia Berlin -αν και ήταν συνομίληκή του- τώρα γίνεται ευρέως γνωστή). Θυμάμαι ότι έκανα μνεία μάλιστα γι’ αυτούς, (για να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου), σε μια επιστολή που είχα ανταλλάξει εκείνο τον καιρό μ’ έναν φίλο Αθηναίο συγγραφέα που έβλεπε αρκετά επιφυλακτικά την σύγχρονη εκδοχή του ρεαλισμού στα γράμματά μας. Λίγο αργότερα είδα και τον Περικλή ν’ αψιμαχεί μαζί του σε κάποιο κείμενό του. Εν συνεχεία προχώρησε, με μαχητική ευστροφία πράγματι, στην επινόηση του «νεορεαλισμού» για την εγχώρια παραγωγή μας… Άσχετα αν νομιμοποιήθηκε τελικά ή όχι η μεταφορά του όρου στα καθ’ ημάς, η τεχνική συνδέθηκε αρχικά με τους πεζογράφους της Διαγωνίου κι επεκτάθηκε μετά σε πολλούς από τους (ρεαλιστές) «διηγηματογράφους της επαρχίας», όπως τους ονόμασε πρόσφατα ο Γ. Αράγης. Στο μεταξύ κύλησε κι άλλο νερό στ’ αυλάκι, ο Γ. Τζώρζης μετέφρασε (με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες και τη γλώσσα του πρωτοτύπου) τα διηγήματα στην πρώτη τους μορφή (51 διηγήματα σε 3 τόμους από το Μεταίχμιο). Κάποια στιγμή ο φίλος Αθηναίος συγγραφέας αποκάλεσε τον Κάρβερ «ανανεωτή του ρεαλισμού» και παραδέχτηκε την επιρροή του στους σύγχρονους Έλληνες ρεαλιστές. Σήμερα, εκτός από κείνους που απλώς επιμένουν στον όρο «ρεαλισμός» οι περισσότεροι κάνουν λόγο για «ανανεωμένο ρεαλισμό».
Ο Ρ. Κάρβερ (που χρειάστηκε να υποστεί την έντονη πολεμική των συγχρόνων του) επαναλάμβανε τον ισχυρισμό του Ezra Pound ότι «η θεμελιώδης ακριβολογία είναι η ηθική της γραφής» και πίστευε πως όποιος συγγραφέας την διέθετε βρισκόταν τουλάχιστον σε καλό δρόμο. Τη συγγραφική «αυταπάτη» την διέκρινε στη διαδικασία της μίμησης «υπό το πρόσχημα της ανανέωσης», αναγνώριζε ωστόσο στους πραγματικούς «πειραματιστές» (άσχετα αν δεν τον εξέφραζαν τον ίδιο) την καινοτομία, γιατί θεωρούσε ότι «κάθε μεγάλος ή έστω κάθε πολύ καλός συγγραφέας πλάθει τον κόσμο κατά τις προδιαγραφές του».
Ανάμεσα στις γραμμές, πίσω από τις λέξεις, κρυβόταν μονίμως κάτι δυσοίωνο…
Γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος
Με τον Ρέιμοντ Κάρβερ γνωριστήκαμε σ’ ένα σινεμά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν θυμάμαι σε ποιο σινεμά ήτανε. Θυμάμαι μόνο πως συναντηθήκαμε χωρίς να το καταλάβω. Είχα πάει να δω μια ταινία. Είδα μια ταινιάρα. Λεγόταν Στιγμιότυπα (Shortcuts) και την είχε σκηνοθετήσει ο Ρόμπερτ Όλτμαν. Μετά έμαθα ότι το σενάριο ήτανε, λέει, βασισμένο σε διηγήματα του Κάρβερ.
Δεν ήξερα σχεδόν τίποτε γι’ αυτόν. Σήμερα θα έβαζα απλώς το όνομά του σε μια μηχανή αναζήτησης και μέσα σε ελάχιστα λεπτά θα μάθαινα περισσότερα κι απ’ όσα θα ήθελα να ξέρω. Για την πρώτη του γυναίκα, για τον αλκοολισμό του, για τη σχέση του με Γκόρντον Λις, που πετσόκοβε τα διηγήματά του…
Τότε, όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Τότε, κυκλοφορούσε μονάχα ένα βιβλίο του, O Καθεδρικός ναός, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, αν δεν κάνω λάθος – εκδόσεις χάρη στις οποίες πρωτογνώρισα κι άλλους σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο Λιόσα, ο ΜακΓιούαν, o Ντέμπλιν κι ο Ντος Πάσος.
Τότε πρωτοδιάβασα τον Κάρβερ κι εντυπωσιάστηκα, ομολογώ. Η αίσθηση που σου άφηναν τα διηγήματά του ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη των ιστοριών της ταινίας που μου τον είχε συστήσει. Το γράψιμό του έμοιαζε τελείως αφτιασίδωτο, σχεδόν χύμα. Τις περισσότερες φορές έμοιαζε να μη συμβαίνει και τίποτε τρομερό. Κι όμως, ανάμεσα στις γραμμές, πίσω από τις λέξεις, κρυβόταν μονίμως κάτι δυσοίωνο, έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή ανάμεσα στα χέρια σου…
Έκτοτε, ευγνωμονώντας τον Ρόμπερτ Όλτμαν και τα συγκλονιστικά Στιγμιότυπά του για την πρώτη γνωριμία, επιστρέφω κάθε τόσο στα διηγήματα του Κάρβερ, σαν να προσπαθώ να θυμίσω στον εαυτό μου τη μεγαλύτερη – κατά τη γνώμη μου – από τις αρετές του: πολύ συχνά, στην αφήγηση έχει μεγαλύτερη σημασία εκείνο που αποσιωπάς, εκείνο που δεν γράφεται, μα που οι ήρωες των ιστοριών το κουβαλούν σαν ένα αόρατο βάρος που συντρίβει τη ζωή τους.