Ήταν ακόμα βουτηγμένο στη σκιά
το πρόσωπό μου —
μισό στο φως, μισό στο σκοτάδι—
σαν μου ’δωκες το χέρι σου.
«Πρόσεξε μη τον Κέρβερο ξυπνήσεις
στην πύλη εκεί του Άδη»,
σου είπα, μα δεν άκουσες·
σφίξε μόνο το χέρι μου
και προχώρα ψηλαφητά·
δεν πρέπει να κοιτάξεις πίσω·
θα με χάσεις
πριν ακόμα αντικρίσουμε το φως.»
Όμως εσύ βιαζόσουνα.
Μέσα σου
του πάθους την αντάρα είχες
και των ανθρώπων την ορμή
που δεν φοβούνται τίποτα.
«Δεν πρέπει στο σκοτάδι να βρεθούμε»
αυτό μόνο σου έλεγα,
κι όλο έσφιγγα
στο πρόσωπο το πέπλο μου...
Τώρα χαθήκαμε για πάντα
ακόμα πριν να σμίξουμε...
Δεν έπρεπε να στρέψεις το κεφάλι πίσω,
ή τότε να με πάρεις έπρεπε
που φούσκωνε η παλίρροια της αγάπης
στην κορφή του κύματος,
πριν ξεκινήσει
το αντίδρομο το ρέμα.
Στον ίδιο ποταμό
κανείς δεν μπαίνει δυο φορές.
Βάθυναν τώρα τα νερά,
και τα στοιχειά τ’ ανήμερα ξυπνήσαν πάλι.
Για πάντα πια μ’ έχει αγκαλιάσει ο Πλούτωνας.
Άδικα πήγαν οι σπονδές
στον τάφο των νεκρών μας.
Τη γλώσσα τους δεν έλυσαν
κι ούτε κανένα στείλαν μήνυμα.
«Στο φως συνέχεια να βαδίζεις»
ήταν το μόνο που είπαν
αυτοί που ’ναι για πάντα
στο σκοτάδι ποντισμένοι.