
Καμία ίσως άλλη ψυχική κατάσταση δεν έχει απασχολήσει τη δυτική σκέψη -σε τέτοια έκταση και με τόση επινοητικότητα- όσο η μελαγχολία. Δεν έπαψαν ποτέ, στο πέρασμα το χρόνου, η φιλοσοφία, η ιατρική, η ψυχιατρική, η θεολογία, η λογοτεχνία και οι καλές τέχνες να εστιάζουν σε αυτήν - είτε άμεσα και κυριολεκτικά, είτε έμμεσα και υπαινικτικά. Εκτός, όμως, από παρεπόμενο παραδοσιακά δυστυχίας και πόνου, η μελαγχολία θεωρείται επίσης, από την αρχαιότητα, στοιχείο του χαρακτήρα όσων ξεχωρίζουν μέσα στην εκάστοτε κοινωνία.
Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός της ως «ιερής νόσου» υποδηλώνει αυτήν ακριβώς τη διττή της υπόσταση, διατηρώντας ταυτόχρονα τη μυστηριακή της πλευρά που κρύβεται πίσω από σπουδαία επιτεύγματα, μαζί με εκείνην της σοβαρής ασθένειας που χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης. Ο πρώτος ορισμός της μελαγχολίας δόθηκε από τον Ιπποκράτη τον 5ο π.Χ. αιώνα που τη συσχέτιζε με τη «μέλαινα χολή», ένα από τα τέσσερα υγρά συστατικά του ανθρώπινου σώματος. Με άλλα λόγια, επικρατούσε η άποψη ότι η φθορά και εν τέλει η αρρώστια του ανθρώπου -εξαιτίας κάποιας ανώμαλης αύξησης της «μέλαινας χολής»- είχαν ψυχολογικές επιπτώσεις πάνω του: Εκείνος που έπασχε από μελαγχολία πίστευαν ότι -αργά ή γρήγορα- εισερχόταν στην περιοχή της έκστασης και της τρέλας.
Απ’ την άλλη, για τους αρχαίους ήταν ήδη σαφές ότι η μελαγχολική διάθεση αποτελούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για ικανές δημιουργίες: Χωρίς τη σιωπηλή παρατήρηση, τη μοναχικότητα, τον στοχασμό, χωρίς τη δύσθυμη επίγνωση των περιορισμένων ανθρώπινων ορίων, καμία έμπνευση, κανένα σπουδαίο σχέδιο ή έργο δεν θα ήταν δυνατό. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η μελαγχολία δεν άργησε να θεωρηθεί το στοιχείο του χαρακτήρα όσων διακρίνονται για το μεγαλείο τους.
Ήταν ο Αριστοτέλης που πρώτος παρατήρησε ότι εξέχουσες μορφές της φιλοσοφίας, της πολιτικής και των τεχνών συνέβαινε να είναι κυριευμένοι από τις επιπτώσεις της αυξήσεως της «μέλαινας χολής», με τον μελαγχολικό άνθρωπο να θεωρείται πια όχι μόνο ψυχικά και σωματικά άρρωστος, αλλά και με ξεχωριστές διανοητικές και καλλιτεχνικές ικανότητες. Ο Εμπεδοκλής, ο Σωκράτης και ο Πλάτων συγκαταλέγονται ανάμεσα στους επιφανείς μελαγχολικούς, με τον Αριστοτέλη να προσθέτει ότι το ίδιο ισχύει και για τους περισσότερους από όσους καταπιάστηκαν με την ποίηση.

Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης
Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας
Εκδόσεις: Κυψέλη
Σελίδες: 88
Ώσπου, το 1621 ο Ρόμπερτ Μπάρτον δημοσιεύει την «Ανατομία της Μελαγχολίας», την πρώτη εμπεριστατωμένη σπουδή πάνω στο προαιώνιο θέμα της μελαγχολίας. Όταν έγραφε ο Μπάρτον το μνημειώδες αυτό έργο, η «θεωρία των χυμών» που για τόσους αιώνες υιοθετήθηκε από την ιατρική είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται. Εντούτοις, κυριαρχούσε ακόμα στην ιατρική πρακτική και έτσι έμελλε να αποτελέσει -όπως θα ανέμενε κανείς- το επίκεντρο του βιβλίου. Σε κάθε περίπτωση, ο Μπάρτον αντιλαμβανόταν την μελαγχολία περισσότερο ως ένα βασικό συστατικό του πολιτισμού και λιγότερο ως μία ασθένεια.
Αυτή η εξιδανίκευση, πάντως, της μελαγχολίας αποδείχτηκε διαχρονική. Ήταν μια παράδοση που παρήγαγε πλήθος εικαστικών και λογοτεχνικών έργων, διασημότερα των οποίων είναι ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ και η «Μελαγχολία» του Ντύρερ, το περίφημο χαρακτικό, όπου η εμβληματική μορφή της Μελαγχολίας υπαινίσσεται τις πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στη σοφία, την ποιητική έμπνευση, την ιδιοφυΐα και την κατάθλιψη.
Αλλά και στις αρχές του 19ου αιώνα το ρομαντικό κίνημα αντιμετώπισε την πραγματεία του Ρόμπερτ Μπάρτον σαν μία άλλη Βίβλο, Είναι η εποχή των «καταραμένων ποιητών» και προσωπικότητες όπως οι Σ. Ρ. Κόλεριτζ και Τζον Κητς έβλεπαν τον μελαγχολικό να διαφεύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να διεκδικεί την ανωτερότητα. Μία χρονική συγκυρία όπου η μελαγχολική επιτήδευση γίνεται της μόδας ανάμεσα στους νέους της Αγγλίας και της Γαλλίας, ενώ ο Μποντλέρ για να εκφράσει τη μελαγχολία επιλέγει την αγγλική λέξη «spleen» που -στην ουσία- καλύπτει ένα πλήθος όρων: αγωνία, μελαγχολία, κακοδαιμονία, πλήξη, μία υπαρξιακή ανησυχία, μια μεταφυσική αγωνία, ένα αίσθημα ασυμβατότητας προς τον εαυτό και προς τον κόσμο.
Όπως και να ’χει, ο Μπάρτον χρησιμοποιεί τη μελαγχολία περίπου ως μία αφορμή για να καταπιαστεί με οτιδήποτε σχετικό τον ελκύει και τον ενδιαφέρει. Και αυτό δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου: ο συγγραφέας της «Ανατομίας» κατάφερε να περιηγηθεί στον κόσμο της ως τότε σωζόμενης παγκόσμιας γραμματείας και να συνθέσει ένα ανεκτίμητο έργο αναφοράς, μετατρέποντας την πραγματεία του σε ένα ιδιότυπο και απρόσμενα συναρπαστικό βιβλιοφιλικό σύμπαν- πάντα, βέβαια, σε αντιστοιχία με τις ποικίλες εκφάνσεις της εντυπωσιακά επίκαιρης και αινιγματικά γοητευτικής -ανά τους αιώνες- έννοιας της μελαγχολίας.
Η μελαγχολία ως έννοια και ως κατάσταση ενέπνευσε και τον σπουδαίο κριτικό λογοτεχνίας, δοκιμιογράφο και διανοητή της εποχής μας, Τζορτζ Στάινερ (1929-2020), ώστε να της αφιερώσει το εμβληματικό έργο του «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης». Εδώ, μέσα από δέκα σύντομα αλλά εξαιρετικής διορατικότητας δοκίμια, ο Στάινερ εξετάζει γιατί η σκέψη -η ίδια η πράξη του στοχασμού- συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια μορφή μελαγχολίας.
Η μελαγχολία αυτή, σύμφωνα με τον συγγραφέα, προκύπτει από την αντίφαση ανάμεσα στη δύναμη και τα όρια του νου. Ο άνθρωπος μπορεί να στοχάζεται για το άπειρο, το απόλυτο, το θείο, αλλά η σκέψη του παραμένει δεσμευμένη από τη φθαρτότητα και την αδυναμία της γλώσσας. Η επιθυμία για πλήρη κατανόηση του κόσμου συγκρούεται με τη βεβαιότητα ότι μια τέτοια κατανόηση είναι ανέφικτη.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση του Στάινερ για τη μοναχικότητα της διανοητικής ζωής. Σύμφωνα με αυτήν, ο στοχαστής ζει συχνά στο περιθώριο, καθώς η κοινωνία υπερτιμάει την τεχνολογική πρόοδο και την πρακτική ωφέλεια, ενώ υποτιμάει την καθαρή σκέψη.
Συνολικά, το έργο είναι μια ποιητική υπεράσπιση της σκέψης ως πράξης ελευθερίας και ευθύνης. Συνδυάζοντας τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη θεολογία, ο συγγραφέας μας παραδίδει ένα πολύπτυχο κείμενο, βαθιά υπαρξιακό, που καλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στη δική του σχέση με τη γνώση και τη σιωπή.
Ακολούθως, η μελαγχολία του στοχαστή είναι ένδειξη πνευματικής ευαισθησίας και πίστης ότι ο άνθρωπος οφείλει να συνεχίσει να ρωτά, ακόμη και αν δεν λάβει ποτέ την επιθυμητή απάντηση. Παρά τη μελαγχολία, ο Στάινερ δεν προτείνει παραίτηση αλλά σεβασμό απέναντι στο μυστήριο. Η (μελαγχολική) σκέψη έχει αξία ακριβώς επειδή συναντάει εμπόδια. Και, κάπως έτσι, το αδιέξοδο γίνεται πηγή νοήματος…
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Πάει και το Φραντζολάκι
Μετάφραση: Μανουέλα Μπέρκι
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 283
Κεντρικός ήρωας του νέου μυθιστορήματος του Λάσλο Κράσναχορκαϊ είναι ο 91χρονος Γιόζι Κάντα, ο οποίος μάταια έκανε τα πάντα για να εξαφανιστεί από τα μάτια του κόσμου. Οι οπαδοί του, όμως, καταφέρνουν να τον εντοπίσουν σ' ένα χωριό της Ουγγαρίας. Ο Κάντα, συνταξιούχος ηλεκτρολόγος, έχει στο αίμα του το ινκόγκνιτο, η οικογένειά του κρατάει μυστική την καταγωγή της εδώ και αιώνες και, προς το παρόν, ούτε κι ο ίδιος θέλει να μαθευτεί ευρέως ότι, σαν απόγονος του Τζένγκις Χαν και του Μπέλα Δ', θα μπορούσε να διεκδικήσει τον ουγγρικό θρόνο ως Ιωσήφ Α' του οίκου των Άρπαντ. Δεν θέλει ωστόσο να αναμειχθεί στην πολιτική: δηλώνει ότι δεν θέλει να ταΐσει άλλο τη φωτιά, αλλά να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι. Τι λένε όμως γι' αυτό οι ενθουσιώδεις μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται αιθεροβάμονες βασιλόφρονες αλλά και επίδοξοι τρομοκράτες; Και γενικά: μπορεί κανείς να προλάβει ποτέ το μοιραίο; Στο νέο του σατιρικό μυθιστόρημα, ο Κράσναχορκαϊ -μετά τη Νέα Υόρκη, τη Δαλματία και τη Θουριγγία- επιστρέφει σε μια καρναβαλική Ουγγαρία. Όλοι είναι βυθισμένοι στο τέλμα: ο γερο-βασιλιάς με το εξοχικό του σπιτάκι αλλά και οι φιλοξενούμενοι του που εμφανίζονται από το πουθενά, ανάμεσά τους και ένας περιπλανώμενος μουσικός ονόματι Λάσλο Κράσναχορκαϊ! Από τον φετινό νικητή των Βραβείων Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τάσος Παναστασίου
Κρυφό αίμα
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 240
Η δολοφονία του δεκαεννιάχρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, σε επεισόδιο οπαδικής βίας, το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου 2022, συντάραξε όλη τη χώρα για την ωμότητά της, για τον τρόπο και τους λόγους για τους οποίους έγινε. Κι όμως οι διαδρομές που οδήγησαν σ’ αυτήν δεν είναι άγνωστες και επαναλαμβάνονται διαρκώς: ανήλικοι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στρατολογούνται σε οπαδικά σχήματα, πολιτικά, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα που επενδύουν στον τρόμο. Πιο πίσω οικογενειακά αδιέξοδα, βουβές σχολικές αίθουσες, υποκριτικές ευαισθησίες, δήθεν οργισμένοι στίχοι... Όλα είναι εκεί, ολοφάνερα αν θέλεις να τα δεις, το αίμα που ρέει όμως κάθε βράδυ στις γειτονιές της πόλης κρατιέται πάντα κρυφό. Η Θεσσαλονίκη το καταπίνει στη σιωπή της. Ο Αστυνόμος Απτόσογλου, γυρνώντας από το κατώφλι του θανάτου, πιο εύθραυστος από κάθε άλλη φορά, με νέους συμμάχους και παντοτινούς εχθρούς, διχάζεται: να αναζητήσει την πηγή του αιμάτινου ποταμιού ή να τραβήξει όσους μπορεί μακριά από τη ροή του;

Μετά το Μόναχο
Μετάφραση: Μαρίνα Τουλγαρίδου
Εκδόσεις: Τόπος
Σελίδες: 563
Το 1958 η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν η πιο διάσημη ποδοσφαιρική ομάδα στον κόσμο και Πρωταθλήτρια Αγγλίας. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτήν έπαιζαν οι νεαροί αστέρες της με το παρατσούκλι οι «Μπέμπηδες του Μπάσμπι», από το όνομα του χαρισματικού προπονητή τους, Ματ Μπάσμπι. Όμως στις 6 Φεβρουαρίου το αεροπλάνο που μετέφερε την ομάδα πίσω στην Αγγλία από έναν αγώνα για το ευρωπαϊκό κύπελλο συνετρίβη στο Μόναχο κατά την απογείωση, σκοτώνοντας είκοσι τρεις ανθρώπους - ανάμεσά τους οχτώ παίκτες και τρία μέλη του τεχνικού επιτελείου της ομάδας. Το δυστύχημα κατέστρεψε την ομάδα, τραυμάτισε τους οπαδούς της σε όλο τον κόσμο και συγκλόνισε συθέμελα τη σφιχτοδεμένη κοινότητα του Μάντσεστερ. Στο Μετά το Μόναχο ο καταξιωμένος μυθιστοριογράφος Ντέβιντ Πις αποτυπώνει τις αγωνιώδεις προσπάθειες μιας ομάδας, μιας πόλης κι ενός έθνους να ανακάμψουν και να ξανασταθούν στα πόδια τους, διερευνώντας με ευαισθησία τις επιπτώσεις του τραύματος και τη δύναμη της κοινότητας στον απόηχο της τραγωδίας. Ένας επιδέξιος συνδυασμός δράματος, κοινωνικής ιστορίας και αθλητικής βιογραφίας.

Σαμψών και Ναντιέζντα
Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 338
Κίεβο, στα πρώτα, αβέβαια χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στις αρχές της άνοιξης του 1919, κατά τη διάρκεια ενός πογκρόμ που εξαπολύουν οι Κοζάκοι, ο πατέρας του νεαρού Σαμψών Κολέτσκο σκοτώνεται και στον ίδιο οι Κοζάκοι κόβουν το αυτί. Η πόλη βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, περνά από τα χέρια των Λευκών στα χέρια των Μπολσεβίκων, αυτοί όμως δεν είναι σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση. Ο Σαμψών, που πρόσφατα ορφάνεψε, βρίσκεται σχεδόν τυχαία να υπηρετεί στη νεοσύστατη σοβιετική Πολιτοφυλακή του Κιέβου. Στο πλάι του, βοηθός και συμπαραστάτισσά του, η ωραία και δυναμική Ναντιέζντα. Η πρώτη υπόθεση που αναλαμβάνει ο Σαμψών είναι περίπλοκη και μυστηριώδης. Σε αυτήν εμπλέκονται ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο κόκαλο από ασήμι, ένα απολύτως ασυνήθιστο κοστούμι ραμμένο από φίνο, εγγλέζικο ύφασμα και το κομμένο αυτί του ήρωα, που παρακολουθεί και του μεταδίδει ανελλιπώς τα πάντα. Το Σαμψών και Ναντιέζντα, το εναρκτήριο μυθιστόρημα μιας νέας σειράς βιβλίων που φέρουν την υπογραφή του επιφανέστερου Ουκρανού συγγραφέα της εποχή μας, συνδυάζει το ιστορικό παρελθόν με το σασπένς και την αλληγορία, το μαύρο χιούμορ με την πικρή συναίσθηση.