Ήταν ένας πρωτοπόρος της λαογραφίας, που έμελλε να γίνει κυρίως γνωστός για την εκτεταμένη έρευνά του πάνω στα ρεμπέτικα τραγούδια του αστικού υποκόσμου, τα λεγόμενα «ελληνικά μπλουζ», τα οποία πρώτος -το 1968- ανθολόγησε και μελέτησε στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Μία πολυσχιδής προσωπικότητα που είχε τη μανία της συλλογής, της κατάταξης, της αρχειοθέτησης και της τεκμηρίωσης- ή αλλιώς, ένας «καθολικός διανοούμενος»: το πολυπρισματικό έργο του, άλλωστε, δεν αφήνει περιθώρια για μια διαφορετική άποψη. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Ηλίας Πετρόπουλος (1928-2003) υπήρξε ένας επαγγελματίας «ερασιτέχνης» λαογράφος, ένας σχολαστικός μελετητής της γλώσσας, ένα οξυδερκής κριτικός, αλλά και ένας ποιητής, ο οποίος με τις πολύπτυχες έρευνές του κατάφερε να διευρύνει (κατά περίσταση) τους ορίζοντες, σπάζοντας τα ταμπού και τα στεγανά ετερόκλητων γνωστικών πεδίων.
Αναρχικός, άθεος και αμοραλιστής εκ πεποιθήσεως, συγγραφέας εξαιρετικών ικανοτήτων, αριστερός δίχως άμεση αντιδικτατορική δράση, εξ’ ιδιοσυγκρασίας απρόβλεπτος, αλλά και αμετανόητος ακόμη και στα λάθη του. Και βέβαια οξύνους, αιχμηρός, ιοβόλος και προκλητικός, μεθοδικός και εξαντλητικά εργατικός, ο Πετρόπουλος δύσκολα θα μπορούσε να περάσει αδιάφορος, με οποιαδήποτε ενασχόλησή του. Γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, αλλά μερικά χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.
Είναι σε αυτήν την επαφή του με την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Μακεδονίας που ξεκινάει το έντονο ενδιαφέρον του για τη γλώσσα, αλλά και η εμμονή του με το διάβασμα. Ο πατέρας του συμμερίζεται αυτήν την προδιάθεση του γιου του για την ανάγνωση και τον ενθαρρύνει, αγοράζοντάς του ποιήματα του Βερλαίν και του Μπωντλαίρ. Ομως οι καιροί ήταν δύσκολοι και η ποίηση σύντομα θα έμοιαζε με μια μάλλον περιττή πολυτέλεια: Τον Οκτώβριο του ’44, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, σκοτώνουν τον πατέρα του. Από τη μία, αυτή η εξέλιξη τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει ως εργάτης οδοποιίας. Απ’ την άλλη, ωστόσο, άρχισε να περιδιαβαίνει στα μάγκικα στέκια και τους τεκέδες, ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο, μυστικό, υπόγειο και γοητευτικό κόσμο, με τους δικούς του αινιγματικούς κώδικες και τους συχνά άγνωστους και ακατανόητους νόμους.
Ηλίας Πετρόπουλος
Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες: 304
Στο μεταξύ, γνωρίζεται με τον πεζογράφο Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, μία σχέση καθοριστική για την εξέλιξή του: «Μου έμαθε να βλέπω λοξά, διαγωνίως, παρανοϊκά, αξονομετρικά, ανορθόδοξα» θα γράψει στην μελέτη του για τον ιδιοφυή λογοτέχνη. Και πράγματι, έπειτα από αυτήν τη γνωριμία ο Πετρόπουλος θα επιδείξει μία ασυνήθιστη πολυπραγμοσύνη: γράφει παράξενες -για την εποχή- μελέτες και συνθέτει ποιήματα αφτιασίδωτης απλότητας. Παράλληλα, εγκαθίσταται στην Αθήνα -με τη γυναίκα του Ναυσικά και την τετράχρονη κόρη τους Λήδα- και εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Αλλά είναι το 1968 που θα εκδώσει ένα έργο μνημειώδες: τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια», την πρώτη πραγματεία για τους ανθρώπους του «περιθωρίου και του υποκόσμου», όπως χαρακτήριζαν τότε τους ρεμπέτες, στην οποία είχε περισυλλέξει περισσότερα από 1500 τραγούδια του είδους. Αλίμονο όμως, για το περιεχόμενο του βιβλίου του καταδικάζεται και εκτίει ποινή φυλάκισης 18 μηνών στις φυλακές του Γεντί Κουλέ- σαν να ήταν ένας κοινός εγκληματίας. Μάλιστα, όταν έπειτα από την αποφυλάκισή του εκδίδει τα «Καλιαρντά» (1972) -μια πρωτοποριακή γλωσσολογική έρευνα για το λεξιλόγιο των ομοφυλοφίλων- θα φυλακιστεί και πάλι. Ώσπου το 1975 το παίρνει απόφαση και -με τη σύντροφό του Μαίρη Κουκουλέ- φεύγει οριστικά για το Παρίσι, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.
Αυτό, πάντως, το τέλος εποχής για τον Ηλία Πετρόπουλο δεν θα αργήσει να αποδειχθεί μία νέα αρχή για τη ζωή και το έργο του, με τον ίδιο πλέον να αποδεικνύεται ένας αστείρευτα ευρηματικός ερευνητής της «λαογραφίας του άστεως» και -ταυτόχρονα- ένας χαρισματικός συγγραφέας με μία ιδιαίτερα γοητευτική χρήση της γλώσσας: Με εκφράσεις, δηλαδή, σύντομες και κοφτές, με μία ιερουργική καθαρεύουσα αριστοτεχνικά ταιριασμένη με την ατόφια δημοτική, με την οποία θα έδινε πνοή σε θέματα που θεωρούνταν άλλοτε ταμπού και άλλοτε απλώς ασήμαντα: τα ρεμπέτικα, το χασίσι, το μπουρδέλο, ο τούρκικος καφές, τα σίδερα και τα μπαστούνια, η φασολάδα και η φουστανέλα, ο καραγκιόζης, τα νεκροταφεία- όλα έργα που χαρτογραφούν τον ελληνικό υπόκοσμο, την παραδοσιακή τέχνη, τη γλώσσα και τις συνήθειες των λαϊκών ανθρώπων, την επίδραση των παραδόσεων στην ιστορική μνήμη. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ο πρώτος λαογράφος που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη Ιστορία.
Πάντως, εάν υπάρχει ένα βιβλίο που τον έκανε γνωστό στο πλατύ κοινό, αυτό είναι το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη» που πρωτοεκδόθηκε το 1979. Πρόκειται για μία υποδειγματική σπουδή του περιθωρίου η οποία σταχυολογεί σημαντικά βιώματα του συγγραφέα και σχετίζεται με τους κλέφτες και τον κόσμο τους, με το δικό τους κώδικα τιμής, τις θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για την κλοπή, τις κατηγοριοποιήσεις των μελών τους και την -συχνά βάναυση- αντιμετώπισή τους από το επίσημο κράτος, ενώ καταγράφει -επίσης- τα ήθη και έθιμα της φυλακής. Μία μελέτη που -κατά ένα σημαντικό μέρος της- εστιάζει στην εμπειρία της φυλακής, την οποία ο Πετρόπουλος θεωρεί μικρογραφία της κοινωνίας και εξετάζει τη ζωή των κρατουμένων, τους άγραφους νόμους, τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στους δεσμοφύλακες και τους κρατούμενους.
Έτσι, σε ένα ακόμη απρόβλεπτο βιβλίο, ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγίνεται περιπαθώς -και με τρόπο πρωτοποριακό- με το θέμα του το οποίο και διαπραγματεύεται, αντιμετωπίζοντας την κουλτούρα των κλεφτών ως κοινωνικό φαινόμενο, όχι ως απλή παραβατική συμπεριφορά. Αλλά, στα σημαντικά προτερήματα του βιβλίου, είναι ότι αναλύονται τα αίτια και οι συνέπειες της περιθωριοποίησης, παρέχοντας πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της λαϊκής κουλτούρας, της γλώσσας και των αξιών των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων.
Πρόκειται για ένα έργο-ντοκουμέντο, ένα ανεκτίμητης αξίας εργαλείο για κοινωνικούς επιστήμονες και ανθρωπολόγους. Ο συγγραφέας στην ουσία προσφέρει μία μελέτη για τις ανισότητες, τη γλώσσα, την εξουσία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ίδια τη φύση της κοινωνίας. Και όλα αυτά, συμβάλλοντας όσο ελάχιστοι -για ακόμη μία φορά- στην ανανέωση της ελληνικής λαογραφίας, με έναν τρόπο μοναδικό: συνδυάζοντας δηλαδή τη σχολαστικότητα του ερευνητή, με τη ματιά ενός ποιητή…
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Fabbio Stassi
Νυχτερινό στη Γαλλία
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 128
Ο Βίντσε Κόρσο, βιβλιοθεραπευτής και ερευνητής λογοτεχνικών μυστηρίων, έχοντας επιβιβαστεί σε λάθος τρένο γνωρίζει τυχαία έναν καλλιεργημένο, μυστηριώδη άντρα, που θυμίζει τον αναρχικό τροβαδούρο Λεό Φερρέ. Ακολουθώντας τον, συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Γένοβα και στη συνέχεια την Κυανή Ακτή. Ανάμεσα σε φτωχικές πανσιόν και Αρ νουβό ξενοδοχεία, πίσω από στίχους ποιητών και ανθρώπους που κουβαλάνε στις πλάτες τους πλήθος ιστοριών, θα αναζητήσει και τη δική του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την ταυτότητα ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, στην πιο σημαντική έρευνα της ζωής του. Μια ιστορία γεμάτη λάθη, τυχαία γεγονότα, αναπάντεχες συναντήσεις, λαβυρίνθους και ανθρώπους που αναζητούν μία απάντηση.
Γιώργος Μανιώτης
Η Βίβλος του Κακού
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Σελίδες: 640
Όταν ένας άνθρωπος επιχειρεί να γράψει ένα βιβλίο, φορά το προσωπείο ενός ρόλου, έτσι κι εγώ προσπάθησα να καταδυθώ στη σκοτεινή ψυχή ενός δολοφόνου τρομοκράτη με φωτεινή συνείδηση και κοφτερό νου. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, που δανείστηκα την ψυχοσύνθεσή του, κυνηγημένος πανταχόθεν, προσπάθησε να ρίξει τον προβολέα της αναγνώρισης σε πρόσωπα σημαντικά, τα οποία με τις συμπεριφορές τους, φανερές και μη, αλλά και τις πράξεις τους, επιχειρούν να στεγανοποιήσουν τις ζωές των πλείστων ανθρώπων, να χρησιμοποιήσουν τις ζωτικές ανάγκες τους, να εκμεταλλευθούν τον πόθο τους για ελευθερία, επιδιώκοντας να τους μπερδέψουν, να ακινητοποιήσουν και να παραπλανήσουν το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεώς τους, έχοντας επίμονο διαρκή σκοπό στα βαθύτερα κιτάπια του νου τους την παραίτηση, την εκμετάλλευση και την υποδούλωση των πλείστων ανθρώπων προς ίδιον όφελος.
Έζρα Πάουντ
Προς τιμήν του Σέξτου Προπέρτιου
Μετάφραση: Τάκης Παπαγγελόπουλος
Εκδόσεις: Αρμός
Σελίδες: 98
Στον Προπέρτιο ο Έζρα Πάουντ βρήκε έναν ποιητή που πάλευε, μέσα από τους ελεγειακούς ερωτικούς στίχους του, με τα καίρια ερωτήματα της επιβίωσης της ποίησης. Είναι ο ποιητής που αρνείται να αναλυθεί σε ύμνους για τις νίκες του Καίσαρα, να υιοθετήσει την κυρίαρχη επική ποίηση, το «arma virumque cano», ή να ταυτιστεί μαζί της. Όπου φαίνεται πώς ενδίδει και υμνεί ό,τι απαιτεί η αυγούστεια προπαγάνδα, υπονομεύεται από την καλά κρυμμένη ειρωνεία, την υποκριτική ταπεινοφροσύνη, την υπαινικτική καταγγελία της βαρβαρότητας των ρωμαϊκών θριάμβων, και φτάνει να χλευάζει τους ομοτράπεζούς του στην έπαυλη του Μαικήνα Οράτιο και Οβίδιο. Στην επιστολή του προς τον Α.R. Orage τον Απρίλιο του 1919 ο Πάουντ γράφει: «Αν ήταν δυνατόν θα ευχόμουν να μπορούσα να σκιαγραφήσω έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα -όχι μόνο αυτόν του Προπέρτιου- που να εκφράζει το φρόνημα ενός νέου άντρα της αυγούστειας εποχής ο οποίος απεχθάνεται τη ρητορεία και είναι απρόσβλητος από τα βλακώδη ιδεώδη της αυτοκρατορίας».
Hua Hsu
Μείνε αληθινός – ένα χρονικό ενηλικίωσης
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις: Οκτώ
Σελίδες: 256
Όταν ο Χουά γνωρίζει για πρώτη φορά τον Κεν στο Μπέρκλεϊ, του φαίνεται αντιπαθής. Μέλος φοιτητικής αδελφότητας, με απαίσιο γούστο στη μουσική, ο Κεν μοιάζει ολόιδιος με όλους τους άλλους. Για τον Χουά, που φτιάχνει φανζίν και συχνάζει σε δισκάδικα με ανεξάρτητη μουσική, ο Κεν ανήκει σε ένα είδος ανθρώπου που ο Χουά προσπαθεί πάντοτε να αποφεύγει –είναι mainstream. Ίσως το μόνο κοινό που μοιράζονται είναι πως εργάζονται σκληρά για νa ανταποκριθούν στα κριτήρια μιας κουλτούρας που μοιάζει να μην έχει θέση για κανέναν από τους δυο. Παρά τις πρώτες εντυπώσεις, ο Χουά κι ο Κεν γίνονται φίλοι, μια φιλία που χτίζεται με συζητήσεις, εξομολογήσεις, κάπνισμα στο μπαλκόνι, με βόλτες στην καλιφορνέζικη ακτή, επιτυχίες και ταπεινώσεις στην καθημερινή φοιτητική ζωή. Κι έπειτα βίαια, παράλογα, ο Κεν χάνεται. Δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από την αρχή της γνωριμίας τους. Αποτυπώνοντας μια ενηλικίωση που κόβεται απότομα και το πορτρέτο μιας στενής φιλίας, το «Μείνε αληθινός» είναι οι συγκινητικές και εξομολογητικές αναμνήσεις του Hua Hsu. Τι σημαίνει να μεγαλώνεις και να βιώνεις τον κόσμο αναζητώντας νόημα και το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου.