
Η διαδρομή της αυτοβιογραφίας στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι μακρά και δαιδαλώδης, με τα παραδείγματα που τη διαμορφώνουν να είναι ουκ ολίγα, συνδυάζοντας συχνά τη λογοτεχνική δημιουργία με τη μαρτυρία ζωής του συγγραφέα.
Τα πρώτα ίχνη αυτοβιογραφικής γραφής εντοπίζονται στην αρχαιότητα. Ο Ρωμαίος πολιτικός και στοχαστής Μάρκος Τύλλιος Κικέρων άφησε μερικά χαρακτηριστικά κείμενα με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πάντως, το πρώτο πλήρως διαμορφωμένο αυτοβιογραφικό έργο, ανήκει στα χρόνια του Μεσαίωνα και είναι οι περίφημες «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου – κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Στο έργο αυτό, ο Αυγουστίνος δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση γεγονότων, αλλά εξερευνά το εσωτερικό του ταξίδι προς την πίστη, εγκαινιάζοντας έτσι ένα πρότυπο αυτοανάλυσης που θα επηρέαζε βαθιά την εξέλιξη της αυτοβιογραφίας.
Ένα από τα σπουδαία έργα του είδους στη δυτική λογοτεχνία, θεωρείται η αυτοβιογραφία του Ιταλού γλύπτη της Αναγέννησης Μπενβενούτο Τσελίνι (1558–1566). Είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, με απολύτως προσωπικό τόνο και εκρηκτικό εγωκεντρισμό. Το ύφος είναι άμεσο, ακατέργαστο και γεμάτο πάθος - όπως και η ίδια η προσωπικότητα του συγγραφέα. Και ο Τσελίνι, δεν εξωραΐζει τίποτα: περιγράφει τη βία, τις φιλονικίες του, τις… δολοφονίες στις οποίες συμμετείχε, καθώς και την αφοσίωσή του στην τέχνη και τη δημιουργία. Το έργο πέρα από λογοτεχνική, έχει και τεράστια ιστορική αξία, καθώς προσφέρει μια αυθεντική εικόνα της ζωής των καλλιτεχνών στην Ιταλία του 16ου αιώνα και συνδέει το ύφος της Αναγέννησης με την έντονη ατομικότητα της νεότερης εποχής.
Άλλωστε, με την Αναγέννηση και την άνοδο του ανθρωπισμού, το άτομο άρχισε να αποκτά εντελώς κεντρικό ρόλο. Ακολούθως, ένα από τα πιο γνωστά αυτοβιογραφικά έργα της νεότερης Ευρώπης είναι οι «Εξομολογήσεις» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του 18ου αιώνα. Ο Ρουσσώ, δηλώνει πως γράφει για να αποκαλύψει τον εαυτό του «όπως πραγματικά είναι» - κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του. Αναμφίβολα, το έργο του αποτελεί σταθμό, αφού επιχειρεί να ερμηνεύσει την ψυχολογική διαμόρφωση της προσωπικότητας του συγγραφέα.
Στη συνέχεια, ο ρομαντισμός θα προσέδιδε μια νέα διάσταση στην αυτοβιογραφία, με έμφαση στο συναίσθημα, τη φαντασία και, φυσικά, στο ατομικό βίωμα. Ποιητές όπως ο Λόρδος Βύρωνας ενσωματώνουν αμιγώς αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο τους, με έντονη την εσωστρέφεια και ένα υπερτροφικό «εγώ» ταγμένο -θα έλεγε κανείς- στην αναζήτηση της αυθεντικότητας. Κατά τον 19ο αιώνα, η αυτοβιογραφία αποκτάει συχνά και έναν χαρακτήρα κοινωνικής ή πολιτικής μαρτυρίας – όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τα απομνημονεύματα του Τζον Στιούαρτ Μιλ.
Η τελευταία μου πνοή
Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής
Εκδόσεις: Δώμα
Σελίδες: 392
Ώσπου έρχεται ο εικοστός αιώνας, με την αυτοβιογραφία να επηρεάζεται βαθύτατα από το ψυχαναλυτικό και υπαρξιακό ρεύμα. Συγγραφείς του μεγέθους της Βιρτζίνια Γουλφ και του Μαρσέλ Προυστ, διερευνούν τη μνήμη και την ταυτότητα με λογοτεχνικούς τρόπους που διαφεύγουν της απλής χρονικής αφήγησης. Κάπως έτσι, η αυτοβιογραφία πλέον γίνεται πολυδιάστατη, λιγότερο γραμμική και σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, ενσωματώνοντας πειραματικές μορφές και αφηγηματικές τεχνικές.
Σίγουρα από τις πιο πρωτότυπες αυτοβιογραφίες του προηγούμενου αιώνα, είναι «Οι λέξεις» (1964) του Ζαν-Πολ Σαρτρ που συνδυάζουν τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη λογοτεχνική δεξιοτεχνία, προκρίνοντας ποικιλοτρόπως το είδος της αυτοανάλυσης στη μοντέρνα γραφή. Εδώ, ο Σαρτρ αποκαλύπτει τα πρώτα του χρόνια, επικεντρωμένος όχι τόσο στα εξωτερικά γεγονότα, όσο στον εσωτερικό του κόσμο. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη: το «Ανάγνωση» και το «Γραφή». Στο πρώτο, αναλύει πώς η πρώιμη επαφή του με τα βιβλία και τη φαντασία διαμόρφωσε τη συνείδησή του, ενώ στο δεύτερο, εξετάζοντας με αυστηρότητα τα κίνητρα του εαυτού του, αποδομεί την ανάγκη του να γίνει συγγραφέας. Μια αυτοβιογραφία ουσιωδώς φιλοσοφική — ένα ατέρμονο παιχνίδι, ανάμεσα στην αυτογνωσία και την ειρωνεία.
Και, βέβαια, μια αυτοβιογραφία-έργο τέχνης είναι η «Τελευταία μου πνοή» (1982) του Λουίς Μπουνιουέλ. Η αυτοβιογραφία του ιδιοφυούς Ισπανού σουρεαλιστή σκηνοθέτη, γραμμένη με τη συνεργασία του σεναριογράφου Ζαν-Κλοντ Καριέρ, αποτελεί μία συναρπαστική καταγραφή των αναμνήσεών του, αλλά και των σκέψεών του για την τέχνη, τη θρησκεία, τη μνήμη και τον κινηματογράφο.
Από πολύ νωρίς ο Μπουνιουέλ συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του – αρχικά στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, και εν συνεχεία στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών. Στο σουρεαλισμό, ο Μπουνιουέλ θα βρει την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το κρυμμένο, το επικίνδυνο – όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αυθάδικη διάθεση που διέθετε μονίμως για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και για γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.
Ο Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη διάθεση, με λεπτή ειρωνεία και με μια παράδοξη (για αυτόν) νηφαλιότητα. Σαν ήρωας ενός λαϊκού περιπετειώδους σατιρικού μυθιστορήματος, υποκύπτει αμέριμνος στον πειρασμό των αλλεπάλληλων παρεκβάσεων και παρενθέσεων, μιλώντας για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.
Το ύφος είναι (ελαφρώς) παραληρηματικό, γεμάτο πνευματώδη σχόλια και απολαυστικό χιούμορ. Και, ο Μπουνιουέλ, μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη νεότητα του στην Αραγωνία, τις σπουδές του στη Μαδρίτη, τις σχέσεις του με τον Νταλί και τον Λόρκα, τη συμμετοχή του στο κίνημα του σουρεαλισμού και για την εμπειρία του στον κινηματογράφο, που θα μας έδινε ταινίες όπως ο «Ανδαλουσιανός σκύλος», η «Βιριδιάνα», η «Ωραία της ημέρας» και «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου».
Πάνω απ’ όλα, όμως, το έργο αυτό δεν είναι μια γραμμική αφήγηση, αλλά μοιάζει με φιλμική καταγραφή μνήμης - διακοπτόμενη, υπαινικτική, ενίοτε ποιητική. Αν και ο τίτλος παραπέμπει στην επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους, η ίδια η γραφή του δεν αποπνέει απαισιοδοξία. Απεναντίας η αφήγηση, γεμάτη απρόσμενες λεπτομέρειες, λοξές αναμνήσεις και παράλογα επεισόδια, αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι κάθε ζωή είναι μυθιστορηματική: αρκεί απλώς να την κοιτάξεις από την κατάλληλη οπτική γωνία και -εννοείται- με τον σωστό φωτισμό…
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Rec
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 544
Αθήνα, 2012. Η τριαντατριάχρονη αγιογράφος Μυρσίνη Μυλωνά δολοφονείται άγρια μέσα στο ατελιέ του σπιτιού της στην Κυψέλη. Το άψυχο σώμα της βρίσκει ο σύντροφός της Γιώργος Μήτρος, γιος της υπουργού Δημόσιας Τάξης και διάσημος πολίστας. Πλάι στην άτυχη γυναίκα, βρίσκεται ένα ηχογραφημένο μήνυμα. Όπως θα μπορούσε κανείς να προβλέψει, η είδηση σκάει σαν βόμβα προκαλώντας φρενίτιδα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και κάτω από ισχυρές πιέσεις, ο επικεφαλής του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής, Μηνάς Κούρτογλου, θα αναλάβει την υπόθεση, παλεύοντας ταυτόχρονα με μια προσωπική απώλεια και επίμονες κρίσεις πανικού. Σύντομα, μαζί με τους στενούς του συνεργάτες θα βρεθεί εγκλωβισμένος στο σκοτάδι που καταπίνει την πόλη. Αλλά ο κίνδυνος για τον τμηματάρχη, δεν ελλοχεύει μονάχα εκεί έξω. Καραδοκεί και μέσα στην ίδια του την ομάδα. Ένα συγγραφικό ντεμπούτο που εντυπωσιάζει με την αφηγηματική του ωριμότητα, τη γλωσσική του διαύγεια και τους ολοζώντανους, μασίφ χαρακτήρες του. Μια δυσοίωνη αλλά και βαθιά ανθρώπινη νουάρ ιστορία για έναν κόσμο που μοιάζει να τον κρατούν όρθιο μονάχα λίγες κλωστές αγάπης και αλληλεγγύης.
James
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 343
Ποταμός Μισισιπής, 1861. Όταν ο σκλάβος Τζιμ μαθαίνει ότι το αφεντικό του πρόκειται να τον πουλήσει σε έναν άγνωστο στη Νέα Ορλεάνη, χωρίζοντάς τον για πάντα από τη γυναίκα και την κόρη του, καταφεύγει στο κοντινό Νησί του Τζάκσον μέχρι να καταστρώσει ένα σχέδιο διαφυγής. Στο μεταξύ, ο Χάκλμπερι Φιν έχει σκηνοθετήσει τον θάνατό του, προκειμένου να ξεφύγει από τον βίαιο πατέρα του που μόλις επέστρεψε στην πόλη. Έτσι ξεκινάει για τους δυο τους ένα επικίνδυνο ταξίδι με σχεδία στον Μισισιπή, με προορισμό την ελευθερία. Καθώς ο Τζιμ και ο Χακ πλέουν σε νερά γεμάτα θανάσιμες παγίδες, κάθε στροφή του ποταμού μπορεί να κρύβει πίσω της την πολυπόθητη σωτηρία ή ένα οδυνηρό τέλος. Με τις φήμες του πολέμου να εξαπλώνονται, ο Τζιμ καλείται να αντιμετωπίσει το προσωπικό του άχθος: την οικογένεια που πρέπει να προστατέψει πάση θυσία και το συνεχές ψέμα που βιώνει. Και μαζί, το αταίριαστο ζευγάρι οφείλει να αντικρίσει κατάματα την πιο επικίνδυνη οδύσσεια... Μέσα από τις σκιές που κουβαλάει το ατίθασο, σκανταλιάρικο πνεύμα του Χακ Φιν, αναδύεται ο Τζιμ για να διεκδικήσει την ίδια του τη φωνή, αψηφώντας τους κανόνες που τον έχουν εξοστρακίσει στο περιθώριο. Πλημμυρισμένο από το διεγερτικό χιούμορ και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις που ανέδειξαν τον Everett σε λογοτεχνικό είδωλο και έναν από τους πλέον αναγνωρισμένους συγγραφείς της εποχής μας, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι προορισμένο να γίνει… ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής λογοτεχνίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Κέντησα την καρδιά μου στα βουνά
Μετάφραση: Μουράτ Ισσί
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 400
Η Γκουρμπέτ, η Ξενιτοπούλα, αφηγείται μάχες, γράφει ποιήματα, αποδύεται σε στοχασμούς και αυτοκριτική. Το γράψιμο του ημερολογίου είναι για εκείνη, αφενός, πράξη πολιτική και προσωπική, που της επέτρεψε την ακατέργαστη καταγραφή των γεγονότων μιας ιστορίας που δεν θα δημοσιευθεί ποτέ επίσημα, και, αφετέρου, ευκαιρία να εκφράσει τα όνειρά της, τις πεποιθήσεις της, να διατυπώσει τις αναλύσεις και τις αμφιβολίες της. Το Ημερολόγιο της Γκουρμπέτ μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωση μιας μαχήτριας, να διαπιστώσουμε και να εξερευνήσουμε τα παρακείμενα και τις αντιφάσεις του ένοπλου αγώνα, και, κυρίως, να συντροφέψουμε τις αντάρτισσες γυναίκες και να σφυρηλατήσουμε το ρόλο τους σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
Η κατασκευή ενός αρχείου μνήμης in situ μας είναι απαραίτητη στο να χαρτογραφούμε και να συνοδεύουμε τους πολιτικούς αγώνες. Το «Ημερολόγιο μιας Κούρδισσας αντάρτισσας, 1995-1997» της Gurbetelli Ersoz είναι ένα χρονικό του αγώνα για ανεξάρτητο Κουρδιστάν και ταυτόχρονα μια επιτόπια μαρτυρία που συγκλονίζει, με μια γλώσσα άμεση, ανεπιτήδευτη και κοφτερή σαν μαχαίρι που κόβει προς όλες τις κατευθύνσεις.
Κανονικά παιδιά
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 296
Μια σειρά δολοφονιών που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει. Ένας δολοφόνος που αφήνει τρεις βόλους – είναι κάποιο ίχνος ή ένα μήνυμα που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί; Όταν, πάντως, τα νεκρά κορμιά αρχίζουν να εμφανίζονται, κάθε θύμα κουβαλά τα δικά του μυστικά. Και η ομάδα του αστυνόμου Καπετάνου ξεκινά έναν αγώνα δρόμου για να προλάβει έναν αόρατο εχθρό που παίζει με το σκοτάδι. Οι ενδείξεις, ωστόσο, οδηγούν σε μια αλήθεια που κανείς δεν είναι έτοιμος να αντικρίσει. Μια ιστορία από το παρελθόν ξετυλίγεται, φέρνοντας στο φως το κορίτσι που λέγεται πως μπορούσε να δει όσα οι άλλοι δεν άντεχαν να αντικρίσουν. Ο θρύλος της είναι γεμάτος ψιθύρους για φόνους και μυστικά θαμμένα στο χώμα. Ένα αστυνομικό θρίλερ γεμάτο ένταση, και μυστήριο από τον Δημήτρη Σίμο.