Είναι ένας από τους πλέον διαχρονικούς και παράξενα γοητευτικούς μύθους στην παγκόσμια λογοτεχνία, έχοντας μια ιστορία που εκτείνεται από τις αρχαίες παραδόσεις έως τα σύγχρονα έργα και τον κινηματογράφο. Οι πολυποίκιλες και ευρηματικές παραδόσεις των βρυκολάκων, οι αφηγήσεις για ζωντανούς νεκρούς που τρέφονται με αίμα, έχουν τις ρίζες τους σε πολλές διαφορετικές κουλτούρες και λογοτεχνίες, με το φαινόμενο να εξελίσσεται ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
Οι πρώτες αναφορές για όντα που θυμίζουν τους βρυκόλακες εμφανίζονται στην αρχαιότητα, με κάποιους ιδιαίτερα τρομακτικούς μύθους για νεκρούς που επιστρέφουν στη ζωή για να στοιχειώσουν ή να βλάψουν τους ζωντανούς. Ήδη στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, υπάρχουν τέτοιες μορφές, όπως οι Λάμιες και οι Εμπούσες: ήταν δαίμονες ή τέρατα που ρουφούσαν το αίμα ή έτρωγαν σάρκες των ανθρώπων, συνήθως τη νύχτα.
Αλλά, οι βρυκόλακες συνδέονται κυρίως με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα μέσω των σλαβικών μύθων για τα πλάσματα που επιστρέφουν από τον τάφο για να πίνουν αίμα. Στις παραδόσεις αυτές, ήταν αναστημένοι νεκροί ή καταραμένα πνεύματα, που μπορούσαν να μεταδώσουν την κατάρα τους στους ζωντανούς.
Πάντως, η εικόνα του βρυκόλακα -όπως τη γνωρίζουμε σήμερα- αρχίζει να διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, όταν οι αναφορές στη λαϊκή παράδοση γίνονται όλο και πιο συχνές στη δυτική Ευρώπη, ιδίως μετά από φήμες για περιστατικά βρυκολάκων που σκορπούσαν τον τρόμο μες τη νύχτα, κυρίως στη Σερβία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Όπως, λοιπόν, ήταν αναμενόμενο η λογοτεχνία δεν θα αργούσε να αξιοποιήσει τους βρυκόλακες, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αγωνία της αρρώστιας και του θανάτου. Και, βέβαια, ένα από τα πρώτα ποιητικά έργα που ασχολούνται με το θέμα είναι «Η νύμφη της Κορίνθου» (1797) του Γκαίτε. Εδώ, ο βρυκόλακας είναι γένους θηλυκού, μια νεαρή γυναίκα που πεθαίνει πρόωρα και επιστρέφει για να αναζητήσει τον αγαπημένο της - ένα μοτίβο που θα δημιουργούσε σχολή και θα αναπτυσσόταν επί μακρόν στη βικτοριανή λογοτεχνία.
Γιώργος Θάνος (επιμ.)
Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες
Εκδόσεις: Ροές
Σελίδες: 179
Πάντως, μία χρονική συγκυρία-σταθμός σε αυτό το λογοτεχνικό είδος είναι ο Μάιος του 1816, όταν ο λόρδος Μπάιρον, οι Πέρσι Μπις Σέλεϊ και Μαίρη Σέλεϊ, ο Δρ. Τζον Πολιντόρι και η Κλερ Κλέρμοντ, ετεροθαλής αδελφή της Μαίρης και ερωμένη του Μπάιρον, συγκεντρώθηκαν στη Βίλα Ντιοντάτι, στα περίχωρα της Γενεύης. Όμως, η αδιάκοπη βροχή ανάγκαζε τη συντροφιά να μένει μέσα και να διαβάζει ιστορίες από μια παράξενη ανθολογία που έτυχε να βρίσκεται εκεί.
Ήταν ένα βιβλίο με ιστορίες για φαντάσματα, το οποίο ωστόσο τους επηρέασε τόσο έντονα, που αποφάσισαν να κάνουν μεταξύ τους ένα διαγωνισμό συγγραφής ανάλογων αφηγημάτων. Αν και ο διαγωνισμός αυτός σύντομα ναυάγησε, έμελλε να αποτελέσει την πιο… γόνιμη αποτυχία στην ιστορία της φανταστικής λογοτεχνίας: χάρη σε αυτόν θα προέκυπταν δυο αρχετυπικές τέτοιες ιστορίες: ο «Φρανκενστάιν» της Μαίρης Σέλεϊ, και ο περίφημος «Βρικόλακας» (1819) του Τζον Ουίλιαμ Πολιντόρι, βασισμένος σε μια ιδέα του Μπάιρον.
Το έργο του Πολιντόρι θεωρείται το πρώτο λογοτεχνικό έργο που παρουσιάζει τον βρυκόλακα όπως τον γνωρίζουμε στη σύγχρονη λογοτεχνία. Η ιστορία αυτή, που αρχικά αποδόθηκε στον Λόρδο Μπάιρον, επηρέασε έντονα την ανάπτυξη της λογοτεχνίας των βρυκολάκων και ανανέωσε τις ιστορίες τρόμου.
Όσο για την περίφημη «Κάρμιλλα» (1872) του Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συναφή έργα του 19ου αιώνα και παρουσιάζει ένα θηλυκό βαμπίρ, την Κάρμιλλα, που ζει αιώνες και αποπλανάει τις θύματά της, συνδυάζοντας τον τρόμο με τον ερωτισμό. Αλλά το πιο γνωστό και καθοριστικό έργο του είδους είναι αναμφίβολα ο «Δράκουλας» (1897) του Μπραμ Στόουκερ.
Ο Κόμης Δράκουλας, που βασίζεται -εν μέρει- στη λαογραφία της Τρανσυλβανίας και στην ιστορική φιγούρα του Βλαντ Τέπες, είναι μια εμβληματική φιγούρα της λογοτεχνίας του τρόμου. Ο Δράκουλας, αντιπροσωπεύει τον αιώνιο φόβο του θανάτου – ένα έργο που φέρει για πάντα την ανεξίτηλη σφραγίδα του απόκοσμου, του μυστηρίου και του υπερφυσικού.
Όπως και να ’χει, οι βρυκόλακες έχουν σημαντική παρουσία και στην ελληνική λαογραφία –ιδίως των νεότερων χρόνων- με αναφορές που χρονολογούνται από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Εδώ, είναι γνωστοί και ως καταχανάδες ή τυμπανιαίοι, και επιστρέφουν από τον τάφο για να κυνηγήσουν τους ζωντανούς. Ήταν νεκροί που, κατά την ανακομιδή τους βρέθηκαν ανέπαφοι, σαν να μην είχαν περάσει τα χρόνια από το θάνατό τους. Αυτά τα σημάδια, θεωρούνταν ένδειξη ότι είχαν μετατραπεί σε βρικόλακες και ότι η ψυχή τους περιπλανιόταν, στοιχειώνοντας τους ζωντανούς. Μάλιστα, τα αίτια της επιστροφής αυτών των νεκρών συχνά περιλάμβαναν κοινωνικά αδικήματα, όπως δολοφονίες ή προδοσίες, που κατά τη διάρκεια της ζωής τους δεν είχαν βρει δικαιοσύνη.
Υπάρχει μία υπέροχη μελέτη για τους βρυκόλακες, η οποία θεωρείται κλασική, και έχει τίτλο «The Vampire in Europe» (1929). Είναι του Montague Summers και αποτελεί μια από τις πλέον λεπτομερείς και διεξοδικές μονογραφίες για τους βρυκόλακες, στη Γηραιά Ήπειρο. Σε αυτό το βιβλίο και πιο συγκεκριμένα στο σχετικό κεφάλαιο «Σύγχρονη Ελλάδα», ο Βρετανός μελετητής σημειώνει ότι «σε καμία χώρα η παράδοση των βρυκολάκων δεν διατήρησε περισσότερο τη δύναμή της επάνω στους απλούς ανθρώπους, από ό,τι στη σύγχρονη Ελλάδα».
Κάπως έτσι, η ελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα αφού προηγουμένως εμπνεύστηκε από πολλές ετερόκλητες λαϊκές παραδόσεις, δεν άργησε να εστιάσει και σε τέτοιες αφηγήσεις – όπως έκανε ένας από τους πλέον χαρισματικούς διηγηματογράφους, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο οποίος έγραψε ιστορίες που περιλαμβάνουν βρυκόλακες και άλλα υπερφυσικά στοιχεία.
Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το είδος αυτού του διηγήματος δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς, ούτε έχει μελετηθεί όσο του αναλογεί από τους Έλληνες φιλολόγους. Υπό αυτήν την έννοια, η παρούσα έκδοση με τίτλο «Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες – Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου» σε ανθολόγηση, εισαγωγή και επίμετρο του Γιώργου Θάνου, αποτελεί μια ανεκτίμητης αξίας συνεισφορά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι συγκεκριμένες ιστορίες βρυκολάκων γεννήθηκαν παράλληλα με την άνθιση του ελληνικού διηγήματος, κατά την πεντηκονταετία 1880-1930. Και η ανά χείρας έκδοση, φιλοδοξεί να φιλοτεχνήσει την πληρέστερη δυνατή εικόνα για αυτής της θεματικής τα διηγήματα στην Ελλάδα. Από το σκοτεινό χιούμορ του Ιωάννη Κονδυλάκη, έως τη μακάβρια, σχεδόν γοτθική ατμόσφαιρα του Αχιλλέα Παράσχου και από τις ηθογραφίες του Χρήστου Χρηστοβασίλη και του Κωνσταντίνου Καζαντζή μέχρι την πρωτόλεια γραφή του Δημητρίου Αινιάνος, ο βρυκόλακας θα στοίχειωνε το λαϊκό υποσυνείδητο εκείνων των χρόνων.
Οι 13 διηγήσεις που απαρτίζουν αυτό το εξαιρετικό ντοκουμέντο, είναι ασυνήθιστα ζοφερές, πυρετώδεις -θα έλεγε κανείς- καταγραφές, γεμάτες εφιαλτικά προμηνύματα και μακάβριες σκηνές πνιγηρής ατμόσφαιρας και ανατριχιαστικής περιγραφής της δράσεις των βρυκολάκων. Κατά τα άλλα, τρόμος, φρίκη, εφιαλτικό μεγαλείο και καταστάσεις που φλερτάρουν με το αλλόκοτο, συνθέτουν αυτά τα κατασκότεινα κείμενα. Και όλα αυτά, από 12 Έλληνες συγγραφείς που κατάφεραν -όσο ελάχιστοι- να αποτυπώσουν και να αναδείξουν τη νοσηρή γοητεία του απόλυτου κακού, μιας ολόκληρης εποχής...
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Ζωρζ Σιμενόν
Ο ωρολογοποιός του Έβερτον
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 232
Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, ωρολογοποιός σε ένα χωριό στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του.Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει σπίτι. Λίγο αργότερα ο Ντέηβ μαθαίνει έκπληκτος ότι ο γιός του καταζητείται για φόνο από την αστυνομία. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αποφασίζει να τον βοηθήσει, αλλά ο Μπεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στο ενδιαφέρον του πατέρα του και δεν θέλει να τον δει. Παρ' όλο τον πόνο που τού προκαλεί η στάση του γιού του, ο Ντέηβ προσπαθεί να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει. Πρόκειται για ένα από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα για την αδιέξοδη σχέση πατέρα και γιου.
Κάρεν Τζένινγκς
Ένα νησί
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 224
Εδώ και είκοσι χρόνια ο Σάμιουελ ζει στον φάρο ενός μικρού νησιού της Αφρικής. Σπανίως βλέπει ανθρώπους, ενώ η θάλασσα ξεβράζει συχνά πτώματα πνιγμένων μεταναστών. Μια μέρα εντοπίζει έναν ναυαγό που αναπνέει ακόμη. Τον σώζει, παρ' όλους τους δισταγμούς του και τον φόβο μήπως ο άγνωστος είναι επικίνδυνος. Δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά προσπαθώντας να επικοινωνήσουν έρχονται πιο κοντά. Η παρουσία του ξένου φέρνει οδυνηρές αναμνήσεις στον Σάμιουελ από τα χρόνια της αποικιοκρατίας, για τους επαναστάτες που μετατράπηκαν σε δικτάτορες και για τη δική του σχέση με το καθεστώς. Φροντίζοντας τον ναυαγό, έχει την ευκαιρία να λυτρωθεί από το δικό του σκοτεινό παρελθόν. Με το «Ένα νησί» η Νοτιαφρικανή Κάρεν Τζένινγκς, έγινε παγκοσμίως γνωστή και προτάθηκε για το βραβείο Booker.
Βασίλης Τσιαμπούσης
Χυμευτή αγάπη μου
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 196
Τον Οκτώβριο του 1972, δυο χρόνια πριν από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο εικοσάχρονος Κώστας έρχεται να φοιτήσει στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Στη σχολή συνδέεται με τη Γιάννα. Ο έρωτάς τους καταλήγει εκρηκτικός και ξέφρενος. Αλλά κάποια απροσδόκητα γεγονότα βάζουν ταφόπλακα στη σχέση τους. Εκείνος, «ερωτευμένος μέχρι θανάτου», προσπαθεί απελπισμένα να την ξανακερδίσει. Η νέα νουβέλα του συγγραφέα είναι ένα τολμηρό και τρυφερό κείμενο για τον έρωτα και τον πόνο του χωρισμού, με πλούσιες αναφορές στη μουσική, τη ζωγραφική και την πολιτική κατάσταση της εποχής, που θύμιζε θέατρο του παραλόγου.
Αταλάντη Ευριπίδου
Εκείνοι που δεν έφυγαν
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 174
Καλύπτοντας το διάστημα από την oθωμανική κατοχή μέχρι και σήμερα, τα διηγήματα της συλλογής εξιστορούν το χρονικό ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας: γυναίκες, κουήρ άτομα, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, μπάσταρδα, σεξεργάτριες - ήταν ανέκαθεν παρόντες, παρότι σπάνια ορατοί, και ποτέ δεν έφυγαν. Επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα, όπου οι θρύλοι χάνονται, η ελευθερία στηλιτεύεται και η αλληλεγγύη είναι το μόνο που απομένει.