Δεύτερο μέρος του αφιερώματος στη Maren Ade με τη δεύτερη ταινία της, Όλοι Οι Άλλοι (Alle Anderen), με την οποία κατέκτησε το Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής και την Αργυρή Άρκτο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Το ντεμπούτο της ήταν αρκούντως εντυπωσιακό προκειμένου να συνεχίσουμε την πορεία στη φιλμογραφία της με θετική προδιάθεση. Όσο σύντομη ήταν η πρώτη της ταινία, τόσο μεγάλη είναι σε διάρκεια η δεύτερη - κάτι παραπάνω από δύο ώρες.
Ένα ζευγάρι με άκρως διαφορετικούς χαρακτήρες περνά τις διακοπές του στη Σαρδηνία. Εκείνος είναι εσωστρεφής και βασίζει τα πάντα στη λογική, ενώ εκείνη είναι αυθόρμητη και εκφράζει ελεύθερα τα συναισθήματά της. Δείχνουν να αγαπιούνται, ωστόσο, με έναν δικό τους τρόπο, που βασίζεται σε παραχωρήσεις. Όταν συναντηθούν με ένα άλλο ζευγάρι, θα ξεκινήσει να καταρρέει η επίπλαστη εικόνα που έχουν για τη σχέση τους και αλήθειες που πονάνε θα έρθουν στην επιφάνεια για πρώτη φορά.
Η Ade βασίζει το ύφος της σε έναν συναισθηματικό ρεαλισμό, χωρίς να δείχνει τον κυνισμό και την ψυχολογική βία του Haneke και χωρίς να βουτάει σε ένα υπερβολικό μελόδραμα. Θα δείξει τους χαρακτήρες να οδεύουν αργά και σταθερά προς μια έκρηξη αλλά κάθε βήμα της είναι πολύ καλά μελετημένο. Αργεί κάπως να περάσει στο κρίσιμο σημείο για να εδραιώσει τους χαρακτήρες, τη σχέση τους, ώστε όταν έρθει η ώρα να ραγίσει το τζάμι, να έχουμε κατανοήσει πλήρως τη φύση αυτού του ιδιαίτερου δεσμού. Θα δούμε το ζευγάρι να κάνει έρωτα, να διαπραγματεύεται αν θα βγει, να περνά ένα βράδυ στο σπίτι με αλκοόλ και μουσική, να συζητά για τα ελαττώματα του και να αποφεύγει τη συναναστροφή με τον έξω κόσμο καθώς ο άντρας της σχέσης δεν είναι και πολύ κοινωνικός. Με αυτόν τον τρόπο, αν και μπορεί να κουραστεί κανείς, δεν υπάρχει κανένα κενό σεναριακά, τα πάντα αιτιολογούνται απόλυτα και το φιλμ προχωρά με σχεδόν μαθηματική λογική.
Σκηνοθετικά, θα βασιστεί πάνω σε ακαδημαϊκής λογικής πλάνα προκειμένου να περάσει το μήνυμά της. Η απόσταση που μεγαλώνει μεταξύ των χαρακτήρων θα φανεί πανέξυπνα μέσα από τις συντριπτικές σιωπές που θα χρησιμοποιήσει και το μόνιμο κενό μεταξύ τους το οποίο αντιτίθεται στη σωματική επαφή που βλέπουμε στο πρώτο μέρος της ταινίας, προτού η αβεβαιότητα διεισδύσει για τα καλά στα θεμέλια του έρωτά τους. Οι απορίες σχετικά με το αν θα ταίριαζαν καλύτερα με κάποιον άλλο σύντροφο γίνονται μια υπάρχουσα και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα καθώς βλέπουμε τις συγκρούσεις να γίνονται ολοένα και εντονότερες. Η ειλικρίνεια με την οποία έχουν γραφτεί οι διάλογοι είναι μοναδική, τίποτα δεν κρατιέται κρυμμένο, με τρόπο αφοπλιστικό μαίνονται ο ένας κατά του άλλου με κλιμακούμενη κάθε φορά ένταση. Και όντως, αυτή η απογύμνωση της σκοτεινής πλευράς του έρωτα χρωστά πολλά στο ρεαλισμό του Κασαβέτη και στο στυλιζάρισμα του Αντονιόνι, μόνο που αντί να επιλέξει την καταστροφή, προτιμά την ελπίδα ως τελική νότα στην οπτική συμφωνία που επιμελείται με ωριμότητα και σαφές ταλέντο.
Η Ade επιβεβαίωσε το γιατί έχει μια θέση ανάμεσα στα φετινά αφιερώματα: η ματιά της είναι υπέροχα διεισδυτική, με εξαιρετικούς ηθοποιούς και εξονυχιστικά γραμμένο σενάριο. Πώς να μη χαρακτηριστεί auteur αν ληφθούν υπόψη όλα τα παραπάνω; Τώρα ανυπομονούμε να βγει στις αίθουσες το Toni Erdmann.
Το κεφάλαιο των ταινιών με ζόμπι είναι αρκετά ταλαιπωρημένο τα τελευταία χρόονια. Αυτό το ιδίωμα που είδε τη γέννησή του με το I Walked With A Zombie, μετατράπηκε σε μια πανέξυπνη αλληγορία για τον καταναλωτισμό στη θρυλική τριλογία (γιατί πολύς κόσμος αγνοεί τη Μέρα των Νεκρών) του Romero, απέκτησε την πιο αρρωστημένη της μορφή στα χέρια των Ιταλών Giallo μαστόρων και πιο συγκεκριμένα του Lucio Fulci, κατέληξε να προσπαθεί αχρείαστα να κάνει το επόμενο βήμα που θα σημάνει μια φρέσκια προσθήκη στη μυθολογία των ζωντανών νεκρών. Έτσι, από πλάσματα αργοκίνητα κατέληξαν να τρέχουν, να έχουν χάσει τη σηπτική τους μορφή, ενώ για ένα διάστημα βλέπαμε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τη σπορά του Χίτλερ να βγαίνει από το έδαφος σε ζόμπι μορφή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι απόλυτα λογικό μια ταινία σαν το Εξπρές Των Ζωντανών Νεκρών (Train To Busan) να απασχολήσει αρκετό κόσμο, καθώς επαναφέρει κάποια πράγματα στην αρχική τους, αρρωστημένα ρομαντική μορφή.
Ένας επιχειρηματίας και διαζευγμένος πατέρας ψάχνει για το κατάλληλο δώρο για την κόρη του που έχει γενέθλια. Εκείνη δε θέλει τίποτα παραπάνω από το να δει τη μητέρα της που μένει στο Busan. Με τα πολλά τον πείθει να πάρουν το εξπρές και να την επισκεφτούν, αλλά κάτι συμβαίνει εκεί έξω. Οι νεκροί ξαναπερπατούν λόγω ενός ιού και πλημμυρίζουν το τρένο στο οποίο βρίσκονται πατέρας και κόρη. Το ταξίδι τους, μαζί με κάποιους επιβάτες που έχουν αποφύγει τη μόλυνση από τη μάστιγα που μιαίνει τη Νότια Κορέα, θα μετατραπεί σε έναν αγώνα επιβίωσης, προκειμένου να κρατήσουν απόρθητα έστω και μερικά βαγόνια.
Το νοτιοκορεάτικο φιλμ είναι επιτυχημένο διότι συνδυάζει αρμονικά το μύθο του ζόμπι με την ταινία επιβίωσης, προσφέροντας μια οπτική που δένει με εκπληκτικό τρόπο το κλασικό με το σύγχρονο. Διατηρεί την ένταση που χρειάζεται προκειμένου να παραμείνει ενδιαφέρουσα καθ’ όλη τη διάρκειά της σε υψηλά επίπεδα, κρατώντας έναν σταθερό ρυθμό που δεν παραβιάζεται ούτε ένα δευτερόλεπτο, με την ταχύτητα των γεγονότων να παραβγαίνει αυτή του τρένου στο οποίο επιβαίνουν οι πρωταγωνιστές. Και αυτό είναι από μόνο του ένα επίτευγμα, καθώς δεν κάνει πουθενά κοιλιά, παρά τις δύο ώρες διάρκειας. Η αδρεναλίνη παραμένει σε υψηλά επίπεδα και τα σεναριακά ευρήματα, τα οποία μοιάζουν να προκύπτουν με τρόπο απόλυτα φυσιολογικό, διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να κουράζουν επ’ ουδενί.
Φέρνοντας έντονα στο νου την υπερκινητικότητα του Snowpiercer, χωρίς να έχει αυτή τη steampunk μεταποκαλυπτική αύρα ωστόσο, χρησιμοποιεί μια σκηνοθεσία ταχύτατη, με γρήγορα κατ πάνω στον άξονα ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί το ρεαλισμό για την ανάπτυξη των χαρακτήρων με τέτοιο τρόπο ώστε να μη φαίνεται υπερβολικό. Επιπλέον, γυρνώντας πίσω στις διδαχές του πατέρα του ιδιώματος Romero, διατηρεί ένα υποβόσκον σχόλιο πάνω στον ταξικό αγώνα και τους ρυθμούς τους οποίους ο καπιταλισμός εξαναγκάζει τις κατώτερες τάξεις να ακολουθούν προκειμένου να ναδειχθούν, καταλήγοντας ουσιαστικά στην πάλη των τάξεων. Μπορεί, συνεπώς, αυτά που πρεσβεύει να μην είναι καθ ολοκληρίαν πρωτότυπα, αλλά σίγουρα είναι άρτια δομημένα και δοσμένα με κατάλληλο τρόπο ώστε να ανεβαίνει ο πήχης πολύ άνω του μετρίου.
Οι φανς των ταινιών με ζόμπι έχετε κάθε λόγο να τη δείτε. Οι υπόλοιποι να είστε έτοιμοι για πυρετώδεις ρυθμούς και ένα πανέξυπνα χτισμένο σενάριο που αξιοποιεί τα βασικά προκειμένου να καταφέρει αυτό που το World War Z προσπάθησε αλλά απέτυχε παταγωδώς να πραγματοποιήσει. Μια άρτια ταινία με ζόμπι που σέβεται το παρελθόν του ιδιώματος στο οποίο εντάσεται.