
Πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις ταινία εν μέσω ελληνικού καλοκαιριού, κάτω από τον ήλιο, στη ζέστη και τον καύσωνα, ειδικά στις μέρες μας όπου η κατάσταση έχει δυσκολέψει με την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής που πλέον έχει γίνει κλιματική κρίση; Αυτό ήταν ένα από τα δύο μεγάλα θέματα της ημερίδας του φετινού Evia Film Project, όπου ο σκηνοθέτης Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, που γύρισε το «Suntan» στην Αντίπαρο, η σκηνοθέτρια Σοφία Εξάρχου που γύρισε το «Animal» στην Κρήτη και ο εξαίρετος διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής με πλήθος ταινιών γυρισμένων στο φως του καλοκαιριού στο ενεργητικό του, κατέθεσαν τις εμπειρίες τους στην κουβέντα που συντόνισε ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης. «Το ελληνικό καλοκαίρι είναι το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν μας», επεσήμανε ο τελευταίος. «Τι σημαίνει αυτό για τους κινηματογραφιστές σε αισθητικό και πρακτικό επίπεδο; Ως καλλιτέχνες και δημιουργοί μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε; Υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι το τόσο ιδιαίτερο στο ελληνικό καλοκαίρι; Το φως του, συνήθως συνδυασμένο με κάτι ανάλαφρο, πώς το διαχειρίζεστε ως δημιουργοί;».
Η Σοφία Εξάρχου τόνισε πόσο δύσκολο και δαπανηρό είναι να γυριστεί μια ταινία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και πως τελικά αρκετές σκηνές του πολυβραβευμένου «Animal» γυρίστηκαν τον Οκτώβρη, καθώς δεν μπορούσαν να τους δοθούν τα ξενοδοχεία που χρειαζόντουσαν μέσα στην τουριστική σεζόν -ενώ οι υπόλοιπες τέλη Σεπτέμβρη. Αλλά και πως οι ήρωές της, μια ομάδα ανιματέρ που διασκεδάζουν τους τουρίστες στις διακοπές τους σε ένα ξενοδοχείο, κατοικούν στην άκρη του καλοκαιριού κι όχι στην ξεγνοιασιά του, κάτω από το σκοτάδι του και όχι στο λαμπρό του φως. Η δημιουργός τόνισε πάντως πως είναι πολύ πιο δύσκολο να δουλεύεις σεζόν από το να τραβάς μια φορά στα 5 χρόνια ταινία.

Οι δημιουργοί Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και Σοφία Εξάρχου, ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής και ο κριτικός κινηματογράφου Χρήστος Μήτσης αναλύουν τη δυσκολία του να γυρίσεις ταινία μέσα στο ελληνικό καλοκαίρι.
Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος αντιμετώπισε την πρόκληση του «πώς θα μπορούσα να κάνω την πιο σκοτεινή ταινία κάτω από το πιο δυνατό φως». Κι έκανε γυρίσματα μέσα στο φουλ καλοκαίρι της Αντιπάρου, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τον κόσμο που παραθέριζε αντί για κομπάρσους, τόσο για λόγους budget όσο και για να πετύχει την πιο ρεαλιστική και αληθινή ατμόσφαιρα στις σκηνές πάρτι, στις παραλίες και στα μπαρ. Και τόνισε πως ο εξαιρετικός και βραβευμένος με το φετινό βραβείο ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Καραμάνης πέτυχε να καταγράψει το δύσκολο ελληνικό φως που συνήθως κινηματογραφείται σε συγκεκριμένες ώρες, «σε κάθε ώρα της μέρας, καθώς δεν είχαμε την πολυτέλεια να κάνουμε αλλιώς, καταφέρνοντας να έχει φωτιστικό, χρωματικό και αφηγηματικό ρακόρ (σ.σ. σύνδεση πλάνων μιας σκηνής ώστε να δίνεται η εντύπωση της συνέχειας)». Ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το νησί με τους χιλιάδες χιλιάδων που το κατακλύζουν τον Αύγουστο, πνίγοντάς το… «Φαντάσου σε μια τέτοια συνθήκη, όπου δεν υπάρχει κάποιες φορές ούτε νερό, να πρέπει να στήσεις μια παραγωγή, να φέρεις 70 ανθρώπους σε ένα μικρό νησί για γύρισμα… έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Από την άλλη, αν χρειάζεσαι μια απόλυτα καλοκαιρινή εικόνα, πάντα θα υπάρχει ένας τρόπος να το κάνεις, είναι μέρος της δουλειάς μας να είμαστε ευέλικτοι. Αλλά να πω ότι μου άρεσε κιόλας που πήγε κόσμος στην Αντίπαρο εξαιτίας της ταινίας κι έγινε ένα κυνήγι θησαυρού με τα locations: ερχόντουσαν κι έψαχναν να βρουν την απομονωμένη παραλία που δείχναμε στην ταινία κι εγώ την ήξερα επειδή πήγαινα για χρόνια Αντίπαρο διακοπές. Δεν με χάλασε ακόμη κι αν κάποιος πει ότι την τράβηξα “καρτποσταλικά”. Νιώθω πολύ πιο ευτυχισμένος το καλοκαίρι, είμαι πιο δημιουργικός τότε, δεν με συγκινεί ο χειμώνας, το τζάκι, τα χιόνια, η βροχή», είπε μιλώντας και για τις άλλες του ταινίες, όπως το γυρισμένο μέσα στον καύσωνα της πόλης «Wasted Youth», όπου από την αρχή δηλώνεται πως η ζέστη τρελαίνει τους ανθρώπους, βάζοντάς την δραματουργικά στην ταινία.
«Όταν ακούω ελληνικό καλοκαίρι, είναι ένα μυστήριο πράγμα, καθώς η θέση του ήλιου είναι ίδια πάνω κάτω αυτή τη στιγμή και στο Πεκίνο και στο Σαν Φρανσίσκο και στο Τόκιο. Παρόλα αυτά δεν το λες ελληνικό καλοκαίρι εκεί, οπότε κάτι γίνεται εδώ, το οποίο εγώ προσωπικά το περιγράφω ως έναν συνδυασμό του μπλε, του πράσινου και του κόκκινου που είναι και τα βασικά χρώματα –άρα και το φιλμ και οι σένσορες κάπως αισθάνονται ωραία με αυτήν την ισορροπία», είπε ο Σίμος Σαρκετζής που μίλησε πιο πρακτικά για το όλο θέμα. «Λέμε τι ωραίο που είναι το ελληνικό καλοκαίρι – πόση ώρα όμως αντέχουμε έξω; Το ελληνικό καλοκαίρι βάζει μπροστά τις αντοχές τόσο των ανθρώπων όσο και των μέσων», ξεκαθάρισε. «Είναι πολύ ωραίοι οι 40 βαθμοί που κάνουν και τον φίλο τον Αργύρη ευτυχισμένο, αλλά ούτε τον σένσορα κάνουν ούτε το φιλμ – καθαρά τεχνικά δηλαδή. Επίσης λέμε τι υπέροχη που είναι τόσο μεγάλη η μέρα, έχουμε ανατολή στις 6 και δύση στις 9 - 15 ολόκληρες ώρες! Θα μπορούσαμε με την προετοιμασία να κάνουμε 18ωρο γύρισμα! Πόσοι όμως το αντέχουν αυτό;» ξεκαθάρισε. «Πολύ ωραίο λοιπόν λέμε και σκληρό και αληθινό το καλοκαίρι, αλλά όλα έχουν ένα ζύγισμα. Αν μπορούμε να το αντέξουμε, να λιώσουμε, να στάξουμε, να βγουν οι σκιές ως εδώ κάτω και να μη μπορούμε να αναπνεύσουμε και η κάμερα να έχει παγοκύστες για να μη σβήσει κι αυτή, τότε μέσα, προχωράμε!», είπε και οι απόλυτα ρεαλιστικές περιγραφές του έφεραν το γέλιο στην ιδρωμένη αίθουσα. «Συνήθως οι ξένοι διευθυντές φωτογραφίας πανικοβάλλονται εδώ και είναι λογικό! Αν δουλεύεις στη Δανία τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Είναι εξαιρετικοί οι Σκανδιναβοί διευθυντές φωτογραφίας, εννοείται. Αλλά εκεί έχουν όλη μέρα να τραβήξουν το φως που το λέμε magic hour, ενώ εμείς μόνο 20 λεπτά. Ως διευθυντής φωτογραφίας όμως κυνηγάς τις δύσκολες συνθήκες και προσαρμόζεσαι. Το «Suntan» για μένα είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Άσπρο εκτυφλωτικό!».
Παράλληλα, επισημάνθηκε πως το γύρισμα μέσα στο ελληνικό καλοκαίρι εξαρτάται πολύ και από το budget μιας παραγωγής, καθώς οι ελληνικές, πάντα “στριμωγμένες”, αντιμετωπίζουν το εμπόδιο της τρομακτικής αύξησης κόστους διαμονής και όλων των άλλων σχετικών εξόδων που καθιστούν το γύρισμα συχνά απαγορευτικό για συγκεκριμένα διαστήματα εν μέσω καλοκαιριού. «Μπορούμε να βρούμε και μια άλλη, κατάλληλη εποχή που δείχνει ελληνικό καλοκαίρι και να μεταφέρουμε την παραγωγή. Ενώ βέβαια οι ξένες παραγωγές που απασχολούν ένα τρομακτικό ποσοστό τεχνικών, έρχονται και θέλουν να κάνουν αύριο γύρισμα στη Μύκονο και δεν τους ενδιαφέρει το κόστος», τόνισε ο κινηματογραφιστής. Τεράστιες οι διαφορές στα budget ανάμεσα στις ξένες με τις ελληνικές παραγωγές ως γνωστόν, όπως τεράστια και τα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου που καλά κρατούν.