Στο Υπάρχω, η Άννα Συμεωνίδου κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στον ρόλο της Βάσως Καζαντζίδη, συζύγου του θρυλικού Στέλιου Καζαντζίδη, που υποδύεται ο τραγουδιστής Χρήστος Μάστορας. Αυτή η πρώτη της κινηματογραφική εμπειρία συνοδεύτηκε από ένα απρόσμενο high: η ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου διαγράφει μια ασταμάτητη πορεία στα ελληνικά ταμεία, έχοντας ξεπεράσει αυτή τη στιγμή τα 681.000 εισιτήρια και απολαμβάνοντας ένα πρωτοφανές word of mouth - το Υπάρχω είναι το event movie αυτής της κινηματογραφικής σεζόν, και το καταλαβαίνεις όταν ακούς σε διάφορους χώρους να συζητούν για το αν θα μπορούσε να αρέσει στην Μαρινέλλα πραγματικά το ψάρεμα.
Από την πλευρά της, η Άννα Συμεωνίδου ξεχωρίζει ανάμεσα στο έτσι κι αλλιώς ικανότατο καστ με μια ερμηνεία που απαιτεί δύναμη και ενσυναίσθηση, έχοντας υπόψη της την ευθύνη και ταυτόχρονα την ελευθερία που της έδινε η αποστολή της να υποδυθεί μια τόσο σημαντική γυναίκα.
Παρακάτω, η ηθοποιός μιλάει στην Popaganda για το πώς κατάφερε να υπάρχει στο σύμπαν του Υπάρχω.
Ποια ήταν η σχέση σας με τον Καζαντζίδη, μεγαλώνοντας και πριν παίξετε στην ταινία;
Η σχέση μου με τον Καζαντζίδη ξεκινάει μέσα από μνήμες της παιδικής μου ηλικίας. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, σε ένα σπίτι που ακούγαμε μουσική με κάθε αφορμή. Ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, λόγω ποντιακής καταγωγής, είχε ιδιαίτερο δέσιμο με τα τραγούδια του Στέλιου. Θυμάμαι πώς υπήρχε στο σπίτι του ένα μεγάλο πικάπ και μια συλλογή με όλους τους δίσκους του Καζαντζίδη, τους οποίους έχουμε φυλάξει. Μια ακόμα έντονη ανάμνηση που έχω μεγαλώνοντας, είναι τα οικογενειακά τραπέζια στο εξοχικό του παππού και της γιαγιάς μου στη Χαλκιδική, όπου κάθε Κυριακή του Πάσχα μαζευόμασταν στον κήπο και, ανάμεσα στα τραγούδια που τραγουδούσαμε, πάντα έφτανε η ώρα που ο παππούς μου με τη μητέρα μου θα έλεγαν το “Ζηλεύω τα πουλιά”. Ένα τραγούδι που είναι μέχρι και σήμερα αγαπημένο μου και μου θυμίζει τον παππού μου Αντώνη.
Σαν ηθοποιός, νιώθετε κάποια ιδιαίτερη ευθύνη δεδομένου ότι υποδύεστε όχι μόνο ένα υπαρκτό αλλά και επώνυμο πρόσωπο; Χρειάστηκε να παραμερίσετε τις δικές σας ήδη υπάρχουσες εντυπώσεις ή συνέβαλλαν με κάποιο τρόπο στο χτίσιμο της κινηματογραφικής εκδοχής του χαρακτήρα;
Το να υποδύεσαι ένα υπαρκτό πρόσωπο είναι μια ιδιαίτερη ευθύνη. Απαιτεί μια ειλικρίνεια, μια τρυφερότητα. Μάλιστα, κλήθηκα να υποδυθώ ένα εν ζωή πρόσωπο που θα είχε τη δυνατότητα να δει την ταινία. Αυτό είναι σίγουρα δύσκολο, αλλά και σπάνιο. Προσπάθησα να το δω με ψυχραιμία και θάρρος. Στη δική μου περίπτωση υπάρχει ένα πολύ θετικό στοιχείο που με βοήθησε να μπω αγνά στη διαδικασία. Γνώριζα την κυρία Βάσω Καζαντζίδη μόνο ως όνομα, ως την τελευταία γυναίκα του Στέλιου, δεν είχε τύχει να παρακολουθήσω τη δημόσια παρουσία της, γεγονός που μου έδωσε τη δυνατότητα να διαμορφώσω τον χαρακτήρα με μεγάλη ελευθερία. Η εντύπωση που διαμόρφωσα και στην οποία βασίστηκα ήρθε σταδιακά μέσα από το σενάριο της Κατερίνας Μπέη και τα στοιχεία που είχε ήδη εκείνη αποτυπώσει. Ο σκηνοθέτης μας και ο κύριος Μάκης Γαζής, που έκανε το casting, από την πρώτη κιόλας συνάντηση μου έδωσαν μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα της Βάσως, η οποία είχε απόλυτη συνάρτηση με τη δική μου όσο την ανακάλυπτα. Είχα πίστη ότι θα σεβαστούμε αυτή την ιστορία σαν να πρόκειται να μιλήσουμε για έναν δικό μας άνθρωπο, γι’ αυτό και εμπιστεύτηκα τις δικές τους εντυπώσεις και τις κράτησα σαν οδηγό σε όλη τη διαδικασία.
Τι είδους προετοιμασία ή έρευνα κάνατε πριν τα γυρίσματα;
Το Υπάρχω ήταν η πρώτη μου κινηματογραφική εμπειρία. Η πρόθεση του κύριου Τσεμπερόπουλου ήταν να προσεγγίσουμε την αλήθεια αυτών των προσώπων. Αυτό είναι μια μαγική διαδικασία μετακίνησης, συνήθως ατελείωτη γιατί είναι σαν να κυνηγάς κάτι άπιαστο. Πάντα υπάρχουν κομμάτια του παζλ που δεν έχεις και χρειάζεται να εφεύρεις. Αυτό είχε κάτι απελευθερωτικό και πολύ δημιουργικό γιατί, όση προετοιμασία και να έκανα, ακόμα και την ώρα της λήψης μου αποκαλύπτονταν σκέψεις που δεν είχα κάνει για τον χαρακτήρα. Είχα συγκρατήσει κάποια πυρηνικά στοιχεία της ίδιας αλλά και της σχέσης της με τον Στέλιο. Είχαν μια σπάνια σύνδεση, μια βαθιά αγάπη. Μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω κάποια βιβλία, να δω συνεντεύξεις της, να ακούσω τον τρόπο που αναφέρεται σε εκείνον, και να μάθω για την εποχή και για το πώς τη βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι. Να αναγνωρίσω τη διαφορά που μπορεί να είχε το “μαζί” για δύο ανθρώπους τότε σε σχέση με σήμερα. Επιπλέον, κάναμε κάποια μαθήματα πλοήγησης βάρκας, καθώς χρειάστηκε για μια σκηνή στην ταινία. Τη Βάσω τη συναντάμε σε μια χρονική στιγμή που ζει, μαζί με τον Καζαντζίδη, σε ρυθμούς πολύ διαφορετικούς από αυτούς της πόλης. Είχα την επιθυμία να αφουγκραστώ αυτό τον ρυθμό στις πρόβες μας στην τοποθεσία των γυρισμάτων και όσο μπορώ να τον αναβιώσω ώστε να αφηγηθώ τελικά τη διαδρομή της μέσα από ένα προσωπικό αντίκρισμα. Να κάνω, δηλαδή, για λίγο, τα όνειρα της Βασούλας και να συνδεθώ με μια εσωτερική γαλήνη που σου προσφέρει η επαφή με τη φύση.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Χρήστο Μάστορα;
Τον Χρήστο Μάστορα τον παρακολουθούσα και τον θαύμαζα ως καλλιτέχνη πριν τον γνωρίσω, και αυτό ήταν ένα χρήσιμο στοιχείο που με βοήθησε στο να χτίσουμε τη σχέση μας στην ταινία. Όταν τον άκουσα να τραγουδάει πρώτη φορά το “Αγριολούλουδο”, συγκινήθηκα. Υποδύθηκε αυτό τον ρόλο με μεγάλη τιμιότητα και το γεγονός ότι έφερε αυτό το αποτέλεσμα χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην υποκριτική, το κάνει ακόμα πιο σπουδαίο. Θεωρώ πως η τραγουδιστική του πορεία και τα βιώματά του φώτισαν κάποια στοιχεία του ρόλου, καθώς αντιλαμβανόταν κάποια κομμάτια της αφήγησης με ευκολία και μεγάλη κατανόηση προς τον Στέλιο. Πήρα πολλά πράγματα από τη συνεργασία μας και ξεχώρισα την πειθαρχία, την αφοσίωση και τον τρόπο που άκουγε τον σκηνοθέτη. Μπήκε στη διαδικασία με την ψυχή του. Θυμάμαι, σε μία λήψη είχε αναφερθεί στη μουσικότητα του λόγου, στον ρυθμό, ήταν πολύ ανοιχτός στο να μοιραστούμε την ανάγνωσή του ο καθένας σε σχέση με την ιστορία. Με αφορά ιδιαίτερα η συνύπαρξη και η ανταλλαγή στοιχείων με καλλιτέχνες από διαφορετικές αφετηρίες. Το αναζητώ πάντα - και ειδικά το σινεμά είναι εξ' ορισμού μια ομαδική και πολυμορφική τέχνη. Θεωρώ πως η ερμηνεία ενός τραγουδιού ενέχει στοιχεία υποκριτικής και το σενάριο αντίστοιχα λειτουργεί σαν παρτιτούρα για τον ηθοποιό. Πιστεύω πως ο ένας έδωσε και πήρε από τον άλλον ιδέες και πολύ ενδιαφέροντα υλικά, που εύχομαι να αποτυπώθηκαν και στην ταινία.