
Το «Κρέας», του Δημήτρη Νάκου, βγαίνει σήμερα Πέμπτη 6 Μαρτίου στις αίθουσες και δεν θα μπορούσε να υπάρχει πολυτιμότερο timing από αυτό που ζούμε για μια ταινία που βάζει όλες τις λέξεις που μας ταλαιπωρούν εδώ και δύο χρόνια στον μικρόκοσμο μιας επαρχιακής πόλης, εκεί δηλαδή που ένα «τυχαίο» γεγονός πυροδοτεί όλα αυτά που κρύβονται επιμελώς κάτω από χαλάκια και εύκολες κουβέντες. «Όσο κι αν κρύβουμε και "θάβουμε" πράξεις και ιστορίες που δε θέλουμε να φανερωθούν, θα μας περιμένει στη γωνία ένα απρόσμενο γεγονός που θα ανατινάξει τα πάντα στον αέρα», θα μου πει ο Δημήτρης Νάκος όταν οι ερωτήσεις θα πέσουν βροχή, ένα βράδυ λίγο πριν την μεγάλη έξοδο της ταινίας.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους, μετά από δέκα και βάλε ταινίες μικρού μήκους, θα «αντιμετωπίσει» το ελληνικό κοινό με την αισιοδοξία των βραβείων και των προσκλήσεων σε μεγάλα φεστιβάλ που προηγήθηκαν. Όπως οι βραβεύσεις του στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (βραβείο Crew United, βραβείο ΠΕΚΚ, ειδικό βραβείο επιτροπής νεότητας φοιτητών πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης) και, φυσικά, η παγκόσμια πρεμιέρα στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο: «Μαγική εμπειρία», θα πει, «ήμασταν για μια εβδομάδα, όσο καθίσαμε, μέρος μια μεγάλης κινηματογραφικής γιορτής - πολύ σημαντικό για μένα να κάνω παγκόσμια πρεμιέρα της πρώτης μου μεγάλου μήκους ταινία σε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ».
Ο κοινωνικός ρεαλισμός είναι το φόρτε του. Αν ρίξεις μια ματιά σε κάποια από τις «μικρές» του ταινίες, θα δεις πως αυτό είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων του. Το ίδιο συμβαίνει και στο «Κρέας». Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, ο Τάκης ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου του κρεοπωλείου. Μια μέρα πριν τα εγκαίνια, ο γιος του, Παύλος, σκοτώνει τον γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο Τάκης έχει μαζί του στη δουλειά από μικρό. Και μετά όλα εκτροχιάζονται, αφού ο κτηνοτρόφος παίρνει μια απόφαση που ακόμη και ο ίδιος αμφισβητεί. Ένα θέμα βαρύ, με πολλές αιχμές και άγριες γωνίες που ο Νάκος επιλέγει να λειάνει με ενέσεις έκδηλου χιούμορ. «Είναι σαν την πραγματική ζωή», θα μου πει. «Μπορεί από την πιο σκληρή κατάσταση να βγει και γέλιο, ακόμα και από αμηχανία. Άσε που ένας πολύ “φωνακλάς” μπορεί να είναι τόσο φωνακλάς, που στο τέλος να προκαλεί γέλιο».

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος
Ο Δημήτρης Νάκος είναι ένας σκηνοθέτης που γνωρίζει να διευθύνει έξοχα τους ηθοποιούς του. Η σειρά ονομάτων που θα βρεις στο Κρέας το αποδεικνύουν περίτεχνα στη μεγάλη οθόνη. Η τραχύτητα του Ακύλλα Καραζήση και του Δημήτρη Ξανθόπουλου, η εσωτερικότητα του Κώστα Νικούλι, η ζαλισμένη εσωστρέφεια του Παύλου Ιορδανόπουλου, η μεστότητα της Μαρίας Καλλιμάνη, φιλτράρονται ξεκάθαρα μέσα από τη δική του δημιουργικότητα. Ο Δημήτρης είναι ένας απολαυστικός σκηνοθέτης - πέρα από ένας ευγενικός, καλοσυνάτος άνθρωπος. Στα φεστιβάλ θα τον πετύχεις συνήθως με την Αμέρισσα Μπάστα, τη γυναίκα του και επίσης συναρπαστική σκηνοθέτρια (αυτόν τον καιρό, ετοιμάζει κι αυτή την πρώτη της μεγάλη ταινία, Life in a Beat, μετά από μια σειρά από βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους). Του ζητάω να μου πει τα πρώτα κομβικά σημεία της ζωής του που του έρχονται στο μυαλό. «Εκτός από τη γνωριμία μου με τη γυναίκα μου και τη γέννηση του παιδιού μας;», ρωτάει χαμογελώντας. «Οκ, κάτσε να σκεφτώ.. Όταν ήρθα σε επαφή με ταινίες του Μπέργκμαν, του Φελίνι, του Χίτσκοκ και του ιταλικού νεορεαλισμού, σίγουρα. Το «Μαζί», η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία. Το «4 Μαρτίου», μια ταινία στην οποία δοκίμασα ένα διαφορετικό στυλ κινηματογράφησης και που έχει άμεση θεματική σχέση με το Κρέας. Όταν υποστήριξα το διδακτορικό μου».
Γνωρίζοντας την προσωπική και επαγγελματική του σχέση με τον Βασίλη Κεκάτο εδώ και χρόνια, του ζητάω αρχικά να μου μιλήσει γι' αυτή, ίσως γιατί μου φαίνονται τόσο διαφορετικοί μέσα στον τρόπο που θα εκφράσουν τις εμμονές τους και θα φτάσουν στους στόχους τους. Η ελληνικότητα του Νάκου κόντρα στον ευρωπαϊσμό του Κεκάτου είναι κάτι που προσωπικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα. «Με τον Βασίλη γνωριστήκαμε το 2015 στη Δράμα», λέει, «όταν εγώ παρουσίαζα το 4 Μαρτίου και ο Βασίλης την πρώτη του ταινία, τον Ανάδρομο. Αρχικά ήρθαμε κοντά γιατί άρεσε στον έναν η ταινία του άλλου κι έπειτα δέσαμε πολύ γρήγορα. Έχουμε συνεργαστεί σε όλες του τις μικρού μήκους ταινίες από τότε και μετά σε διαφημίσεις, αλλά και στη μίνι σειρά Milky Way. Μόνο στη μεγάλου μήκους του δεν ήμουν, τις Άγριες Μέρες μας, γιατί τα γυρίσματα έγιναν τελικά την ίδια ακριβώς εποχή με τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινία της γυναίκας μου. Με τον Βασίλη συνεργαζόμαστε πολύ όμορφα πάντα, κυρίως γιατί συνεννοούμαστε τόσο καλλιτεχνικά, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Είμαστε στενοί φίλοι και όταν δουλεύουμε μαζί είναι σα να μην είναι δουλειά. Το ευχαριστιόμαστε πρώτα από όλα, το διασκεδάζουμε, που είναι νομίζω και το βασικό στοιχείο για να γίνονται ωραίες δουλειές γενικά».
Ο Δημήτρης είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου μικρομηκάδες. Και ένας από τους πιο παραγωγικούς - οι τακτικές συμμετοχές του στη Δράμα ήταν κάτι που απολάμβανες σταθερά, αν ήσουν και εσύ τακτικός επισκέπτης. Από φέτος περνά στην μεγάλη πίστα. Αναρωτιέμαι αν θα του λείψει. «H μικρού μήκους ταινία είναι η μεγάλη μου αγάπη, έχω κάνει 14, έχω συμμετάσχει σε παραπάνω από 60-70 με διάφορους ρόλους και συνεχίζω να ασχολούμαι, επιβλέποντας τις εργασίες των φοιτητών μου στο Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οπότε παραμένω κοντά». Και τώρα που κοιτά το μέλλον του από κοντά, πως είναι αυτή η αλλαγή, τι διαφορές τελικά μπορεί να επισημάνει ανάμεσα στις δύο φόρμες; «Κυρίως ο χρόνος που χρειάζεται να περιμένεις. Η μεγάλου μήκους ταινία είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, αλλά όταν συμβαίνει είναι πιο απολαυστική, δένεσαι περισσότερο με τους συνεργάτες, απλώνεις διαφορετικά το γύρισμα, μπορείς να προλάβεις να κάνεις αλλαγές που δεν έχεις τον χρόνο στη μικρού μήκους».


Σκέφτομαι το timing: σε μια εποχή που έχει ανοίξει το μεγάλο θέμα της συγκάλυψης, σκάει αυτή η ταινία, μια ταινία που μιλάει για αυτό, όπως και για την ανάληψη της ευθύνης. Τον ρωτάω πως του φαίνεται αυτό; «Η θεματική και το Logline της ταινίας υπάρχουν ήδη από το 2018», λέει. «Δεν είχα σκεφτεί ασφαλώς το συγκεκριμένο timing των ημερών μας. Όμως ανέκαθεν η ελληνική κοινωνία αρέσκεται στη συγκάλυψη, της βγαίνει σχεδόν φυσικά, όπως και η μη ανάληψη της ευθύνης. Οπότε είναι στοιχεία που έβλεπα γύρω μου και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά. Όσο γι’ αυτό που ζούμε αυτές τις μέρες, είναι συγκινητική η τόσο μαζική κινητοποίηση, η αίσθηση ότι κάποια πράγματα που συμβαίνουν στον συνάνθρωπο μας, μάς αφορούν τελικά κι εμάς. Ζούμε με την κοινωνία, και όχι στην κοινωνία. Είναι ελπιδοφόρο όταν δρούμε ως κοινωνία απέναντι σε μια τόσο σοκαριστική προσπάθεια συγκάλυψης από τη μία και παντελή έλλειψη πρωτοβουλίας για ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης από την άλλη. Υπάρχει ένα κοινό αίσθημα θυμού απέναντι στο πώς αντιμετωπίζουν οι κυβερνώντες την αξία της ανθρώπινης ζωής. Τόσο αλαζονικά, σαν να μας θεωρούν όλους μαζί χαζούς».
Πώς ξεκίνησε την δική του ιστορία; Πώς βρήκε τον πυρήνα της, ποιο ήταν αυτό το κουδουνάκι που του χτύπησε και ταρακούνησε τη σκέψη του; «Το πραγματικό location, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, οι πραγματικοί ήρωες και η επιθυμία να αφηγηθώ μια ιστορία για κάποιον που καλείται να αναλάβει την ευθύνη αντί κάποιου άλλου», αποκαλύπτει. «Η στενή μου σχέση με τους πραγματικούς χώρους των γυρισμάτων ήταν και αυτό που με βοήθησε στη σύνδεση, το βασικό location, το αγρόκτημα που ανήκει στον πατέρα της γυναίκας μου, και η σχέση μου με τους ανθρώπους της περιοχής». Πώς είναι όμως κάποιος να σκηνοθετεί στο «σπίτι» του; «Δεν μένω μόνιμα εκεί αλλά πάω πολύ συχνά, περνώντας μεγάλα διαστήματα ειδικά το καλοκαίρι. Είναι υπέροχα να κινηματογραφώ στην Κύμη. Πριν από το Κρέας, είχαμε κάνει εκεί άλλες τρεις μικρού μήκους. Ο τόπος έχει φοβερή ενέργεια, εξαιρετικά φυσικά locations με πολλές εναλλαγές και όλοι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Τι άλλο να ζητήσω;».
Στο Κρέας, η ελληνική επαρχία είναι ένας χαρακτήρας από μόνη της. Παιδί της επαρχίας κι εγώ, από το ίδιο νησί, άλλη πλευρά, ξέρω πως είναι να την κουβαλάς, πώς να την αναγνωρίζεις, πώς να την κατανοείς ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν είσαι. Αναρωτιέμαι αν η αγάπη του και ίσως η εκτίμηση του σε αυτή τον οδήγησαν να τη βάλει σε πρώτο πλάνο. «Όντως είναι χαρακτήρας», λέει. «Θέλησα όμως να τη δείξω όπως πραγματικά είναι. Χωρίς φολκλόρ διάθεση, χωρίς περίεργους ανθρώπους ή μέρη θλιβερά. Η ελληνική επαρχία έχει πολλά πρόσωπα, έχει άσχημες πλευρές, μοναξιά, αγριάδα, εγκατάλειψη, αλλά την ίδια στιγμή έχει και ένα μοντέρνο πρόσωπο. Τα μαγαζιά π.χ. δεν είναι μιας άλλης εποχής, πολλά μάλιστα είναι πολύ σύγχρονα και προσεγμένα. Ε, και όταν μιλάς για μια κλειστή κοινωνία, είναι σαν να παίρνεις έναν μεγεθυντικό φακό και να βλέπεις τα προβλήματα πιο καθαρά. Μια χαρά εγκλήματα, μικρά και μεγάλα, γίνονται και στις πόλεις και μια χαρά προβληματικές οικογένειες υπάρχουν παντού. Γενικά, την ελληνική επαρχία την αγαπάω, επιστρέφω πάντα με μεγάλη χαρά κοντά της».
Και η Αγία Ελληνική Οικογένεια; Τι έχει να πει γι’ αυτή; Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που μπορεί να τη δυναμιτίσει πιο εύκολα; «Οι επιφανειακές σχέσεις που πολλές φορές έχουν τα μέλη μεταξύ τους». απαντά. «Η καταπίεση των γονιών, που θέλουν να ελέγχουν μέχρι και σε μεγάλη ηλικία τα παιδιά τους, και από την άλλη το βόλεμα των παιδιών, που παραχωρούν κομμάτι ελευθερίας προς όφελος των προνομίων. Και η καλή εικόνα που θέλει να δείχνει προς τα έξω, κρύβοντας τα προβλήματα, ζώντας σαν να μην υπάρχουν». Θα έβαζα και το θέμα της «γονικής κληρονομιάς». Έχει διαλύσει σόγια ολόκληρα. Αν και ίσως πια έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα. «Εγώ δεν πιστεύω ότι έχουν αλλάξει και πολύ», λέει. «Οι γονείς θεωρούν δεδομένη την αποδοχή αυτής της κληρονομιάς που την ίδια στιγμή είναι χρεωμένη με τα βαρίδια του παρελθόντος και της κακής τους διαχείρισης. Η αποδοχή από τα παιδιά αυτής της χρεωμένης κληρονομιάς είναι αυτό που επιτρέπει στον κύκλο να συνεχίζεται».

Ξαναμπαίνω μέσα στην ταινία. Σκέφτομαι πως εξετάζει την ελληνική πραγματικότητα μέσα από μια πιο σκοτεινή ματιά. Αντέχει ο Έλληνας θεατής τέτοιο καθρέφτη; «Θα δούμε! Είναι μια ερώτηση που θα απαντήσουμε μετά τις πρώτες προβολές της ταινίας στο ευρύ κοινό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να αλλάξουμε, το πρώτο βήμα, είναι να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Πώς άλλωστε να ξέρουμε πώς μοιάζουμε, αν δε δούμε τον εαυτό μας σε αυτόν;».
Το Κρέας συνδυάζει το αστυνομικό στοιχείο με το οικογενειακό δράμα. Ποια ήταν η βασική πρόκληση στο να ισορροπήσουν αυτά τα δύο διαφορετικά είδη; «Άφηνα την ίδια την ιστορία να με οδηγήσει, και ανάλογα έδινα βάρος είτε στο ένα, είτε στο άλλο». Στην ταινία οι χαρακτήρες φαίνεται να είναι παγιδευμένοι από το παρελθόν τους. Πόσο τελικά αυτό μας κυνηγά; «Πιστεύω πως είμαστε απόλυτα το παρελθόν μας», διευκρινίζει. «Ό,τι έχουμε κάνει έχει εγγράψει μέσα μας συνειδητά ή ασυνείδητα. Οι άνθρωποι είμαστε οι πράξεις μας και οι επιλογές μας, και αυτά μας χαρακτηρίζουν. Όταν λοιπόν έχουμε κάνει πράξεις και επιλογές λάθος, ασφαλώς και μένουμε παγιδευμένοι. Πάντα υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε, αλλά αυτό είναι κάτι που θέλει θάρρος». Περνάει από το μυαλό μου ο χαρακτήρας του Τάκη, με τις αντιφάσεις του και το αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά του. Πόσο μπορείς να αγαπάς τους ήρωες σου, ακόμη κι αν αυτοί δεν το επιθυμούν; «Δεν θέλω ποτέ να κρίνω τους χαρακτήρες μου. Θέλω να προσεγγίζω την αλήθεια τους. Ο Τάκης, ό,τι κι αν κάνει, πιστεύει ότι έχει δίκιο. Δεν του περνάει αντίθετη σκέψη από το μυαλό. Αν του περνούσε μπορεί και να μην έκανε όλα όσα κάνει».
Η ταινία, μια καλλιγραφία φωτός και ήχων, στήνει πριν από κάθε λέξη την πιο ανθεκτική σελίδα πάνω στην οποία αυτή θα γίνει φράση και η φράση λόγος θρασύς, συναισθηματικά επιθετικός, έτοιμος ενίοτε να σε παρασύρει και να σε τινάξει πάνω κάτω, σαν χταπόδι. Τον ρωτάω γι’ αυτές τις συνεργασίες. Για την επαρχιώτικη μουντάδα της φωτογραφίας και τη γκρίζα της ωμότητα, για τη βραβευμένη στα φεστιβάλ του κόσμου παγανιστικά απόκοσμη ευφράδεια της μουσικής του τεράστιου Κωσταντή Πιστιόλη από τους Villagers of Ioannina City - πραγματικά ένας βασικός λόγος για να δεις (και να ακούσεις) την ταινία ξανά και ξανά. Λέει: «Ήθελα να είναι η κάμερα ένας ζωντανός οργανισμός που να ανασαίνει μαζί με τους ήρωες. Ο φωτογράφος της ταινίας και πολύ καλός μου φίλος, Γιώργος Βαλσαμής, θεωρώ ότι έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά. Επίσης, η ένταση που τελικά βγαίνει είναι και μια συνδυαστική δουλειά με τον μοντέρ Λάμπη Χαραλαμπίδη. Είναι ένα αποτέλεσμα που έχουμε σχεδιάσει από την αρχή και είχαμε δοκιμάσει οι τρεις μας στην τελευταία μου μικρού μήκους, το 11.20 π.μ. Όσο για τη μουσική του Κωσταντή, τι να πω, είναι η ψυχή της ταινίας. Κατάλαβε από την αρχή την αίσθηση που θέλαμε να δώσουμε, και χτίσαμε παρέα πολύ όμορφα τον κόσμο της ταινίας. Ήταν πολύ χαρούμενη στιγμή, η συνεργασία μαζί του. Τον λατρεύω, θα μπορούσα να στήσω μια ιστορία μόνο για να γράψει μουσική ο Κωσταντής. Αλλά και στο Κρέας, υπήρξαν σκηνές -και μάλιστα η μία, η πιο καθοριστική στη αφήγηση- που τις εμπνεύστηκα από τη μουσική του».
Συναντήσεις των συντελεστών της ταινίας «Κρέας» με το κοινό:
Πέμπτη 6 Μαρτίου, πρώτος σταθμός θα είναι ο κινηματογράφος CINOBO ΟΠΕΡΑ, όπου μετά το τέλος της προβολής των 19:30 θα ακολουθήσει Q&A με τον σκηνοθέτη και συντελεστές της ταινίας. Αμέσως μετά ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος ξεκινά roadtrip σε Λάρισα (7 Μαρτίου), Κατερίνη (8 Μαρτίου), Πάτρα (10 Μαρτίου), Ιωάννινα (11 Μαρτίου), Κρήτη (Ρέθυμνο, 13 Μαρτίου-Ηράκλειο, 14 Μαρτίου) και Αλεξανδρούπολη (15 Μαρτίου) για να συνομιλήσει με τους θεατές μετά από κάθε προβολή. Στην Πάτρα θα είναι μαζί του ο συνθέτης Κωνσταντής Πιστιόλης -που έχει γράψει την μουσική της ταινίας- και οι ηθοποιοί Μαρία Καλλιμάνη, Κώστας Νικούλι και Παύλος Ιορδανόπουλος. Οι Παύλος Ιορδανόπουλος και Κωνσταντής Πιστιόλης θα συνοδέψουν τον Δημήτρη Νάκο και στα Ιωάννινα.