Με αφορμή την καινούρια ταινία της Ελίνας Ψύκου, ο «Γιος Της Σοφίας», η συζήτηση πήρε πολλές διαφορετικές ρότες και στροφές. Ήταν η αφορμή για να αναδειχτούν σε πρωταγωνιστές ο Νεοέλληνας, η ξενοφοβία και ο ρόλος της τέχνης και να ακουστούν δυνατές και ξεκάθαρες απαντήσεις.
Η ταινία είναι η ιστορία του 11χρονου Μίσα, ο οποίος έρχεται από τη Ρωσία στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2004 για να ζήσει με τη μητέρα του η οποία όμως αποδεικνύεται παντρεμένη -πια- με έναν ηλικιωμένο Έλληνα. Με το Μεγάλο Βραβείο του Tribeca Film Festival στις αποσκευές της, η ταινία, ξεκινάει το «ταξίδι» της στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου.
Τι πραγματεύεται «ο Γιος της Σοφίας»; Είναι μια ταινία αναζήτησης ταυτότητας, το πώς διαμορφώνεται από την παιδική μας ηλικία. Το πώς έχει αυτό να κάνει πάρα πολύ με την οικογένεια, με την εκπαίδευση. Γι’ αυτό λέω πως είναι μια ταινία για το πώς οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους και πως η πολιτεία εκπαιδεύει τους πολίτες της. Επειδή είμαι μητέρα, έχω ένα γιο 8 χρονών, με έχει απασχολήσει πολύ. Δεν έχεις οδηγίες για το πώς να μεγαλώσεις ένα παιδί. Είναι μια ταινία, επίσης, για την παιδική ηλικία. Ως γονιός τα μόνα εργαλεία που έχω, είναι να θυμηθώ πως ήμουν εγώ παιδί. Επομένως, είναι μια ταινία για τα παιδιά και για τους μεγάλους προτρέποντας τους να θυμηθούν πως είναι να είσαι παιδί.
Στο «Γιο της Σοφίας» οι χαρακτήρες έχουν την ίδια ένταση με τον «Αντώνη Παρασκευά (η προηγούμενη ταινία της Ψύκου η οποία μιλούσε για έναν διάσημο τηλεοπτικό παρουσιαστή ο οποίος σκηνοθέτησε την απαγωγή του για να ανεβάσει τα νούμερα της τηλεθέασης); Η αλήθεια είναι και ότι ο Παρασκευάς ως ρόλος και ο Στέργιογλου ως ηθοποιός έχουν μια ενέργεια. Υπάρχει το κομμάτι του Στέργιογλου που θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έχει ο Θανάσης Παπαγεωργίου, που είναι ο πατριός του νεαρού πρωταγωνιστή. Κουβαλάει κάτι από αυτό το ρόλο. Αλλά επειδή είναι και πιο ηλικιωμένος δεν είναι ακριβώς η ίδια ενέργεια. Κουβαλάει λίγο τον παλιό σταρ, που είναι όμως κάπως πιο αποτραβηγμένος. Το κοινό είναι κάποια χρήση ποπ στοιχείων. Στην περίπτωση της νέας ταινίας είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η μασκότ, ο Misha που ήταν η μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας, το 1980, τα παραμύθια. Επομένως, υπάρχει το κοινό στοιχείο της ποπ κουλτούρας και της τηλεόρασης φυσικά. Επομένως ναι, αλλά και… όχι. Επειδή αυτή είναι μια ταινία με πιο πολλούς χαρακτήρες. Το προηγούμενο ήταν όλο πάνω στον «Παρασκευά». Τώρα μοιράζεται γιατί είναι τρείς οι χαρακτήρες. Ο καθένας κουβαλάει λίγο τη δική του ιστορία και το δικό του παρελθόν και κάπως μοιράζεται το πράμα.
Το κοινό μοτίβο ανάμεσα στις δύο ταινίες, είναι η φυγή από την πραγματικότητα, από το πρόβλημα. Βοηθάει τελικά αυτό; Ή είναι προτιμότερο η κατά μέτωπο αντιμετώπιση; Αυτό που έχουν κοινό οι δύο ταινίες είναι η έννοια της απομόνωσης και της αναζήτησης ταυτότητας. Δηλαδή έχουν σαν βασικούς ήρωες ανθρώπους που βρίσκονται απομονωμένοι για κάποιους λόγους. Ο Παρασκευάς στο ξενοδοχείο, ο νεαρός Misha στο διαμέρισμα του κυρίου Νίκου. Μέσα απ’ αυτή την απομόνωση αναζητούν την ταυτότητα τους. Ο Misha είναι ένα παιδί 11 χρονών, σε μια ηλικία που ούτως ή άλλως αναζητάει τον εαυτό του. Σε σχέση με τη διαφυγή έχουν κοινό στοιχείο μια παράλληλη ονειρική πραγματικότητα. Υπάρχει το στοιχείο του ονείρου και του σουρεαλισμού και στη νέα ταινία. Επειδή ο πρωταγωνιστής είναι παιδί, τα παιδιά έχουν πάντα, σε όλα τα μέρη και τις εποχές του κόσμου μια πολύ ισχυρή φαντασία στην οποία καταφεύγουν. Είναι κάτι το οποίο ήθελα πάρα πολύ να εξερευνήσω. Θεωρώ ότι μεγαλώνοντας το χάνουμε και γινόμαστε πιο πεζοί. Δεν είναι η σκέψη ότι η πραγματικότητα είναι πεζή γι’ αυτό να διαφύγουμε σε μια φαντασία που είναι πιο εύκολη.
Αυτή η διαφυγή, με την Ελλάδα έχει κάποιο παραλληλισμό; Δε μ’ αρέσει να το πετάω στη μούρη του θεατή αλλά μ’ αρέσει να βάζω στοιχεία σε σχέση με τη χώρα και το κοινωνικόπολιτικό background. Εδώ επέλεξα να είναι το καλοκαίρι του 2004. Επομένως όλο αυτό γίνεται ενώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες τρέχουν, αθλητές από όλο τον κόσμο έρχονται, οι επόμενοι Έλληνες αθλητές ετοιμάζονται. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες αντιμετωπίζονται στην ταινία ως ένας ακόμη μύθος. Είναι ένα πράγμα το οποίο κουβαλάει μια ιστορία. Είναι και μια μεταφορά με την ιστορία του Misha. Πoυ είναι μια ιστορία τέλους της αθωότητας. Μετά απ’ αυτό τίποτα δε θα ‘ναι το ίδιο. Δε θα ‘ναι καλύτερα ή χειρότερα. Μετά από εκείνο το καλοκαίρι τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μερικά χρόνια μετά όλο αυτό το πράγμα άλλαξε, ξεφούσκωσε η φούσκα. Είναι μια ιστορία για τις ψευδαισθήσεις που μπορεί να έχουμε, για τις φιλοδοξίες που μπορεί να τρέφουμε και για τις απορρίψεις που μπορεί να δεχόμαστε.
Έχει και ο «Γιος της Σοφίας» σοκαριστικές εικόνες, όπως ο Αντώνης Παρασκευάς που έκοψε το δάχτυλο του και σκότωσε. Οι σοκαριστικές σκηνές βοηθάνε να γίνει το μήνυμα της ταινίας πιο κατανοητό; Σίγουρα μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάποια πράγματα για να γίνει μια κορύφωση της πλοκής. Αλλά δε μ’ αρέσει να κατευθύνεις εντελώς το συναίσθημα του θεατή. Γι’ αυτό επιλέγω τα πλάνα μου να είναι πιο αποστασιοποιημένα, οι φακοί πιο ευρυγώνιοι, επομένως το κάδρο πιο γενικό. Να μην εστιάζω στη λεπτομέρεια, γιατί έτσι κατευθύνεις το βλέμμα του θεατή και το συναίσθημα του. Θέλω να δείξω ότι τα πράγματα δεν είναι μονοδιάστατα. Κάποιος έχει άδικο και κάποιος έχει δίκιο. To καλό και το κακό συνυπάρχουν, ανάλογα με τη γωνία που θα το δεις. Επίσης σ’ αυτή την ταινία υπάρχει πολύ λίγη σωματική βία. Είναι κυρίως ψυχολογική που γεννάει κάποια στιγμή σωματική βία. Οπότε δεν υπάρχει κάποια σκηνή που σε σοκάρει. Βέβαια ανάλογα και ο κάθε θεατής τι background έχει, αν είναι πιο εκπαιδευμένος. Κάποιος που έχει δει πολλές ταινίες σοκάρεται δυσκολότερα από έναν που δεν έχει εντρυφήσει.
Στους λόγους που σου έδωσαν το Βραβείο στο Tribeca Film Festival διάβασα πως οι ήρωες σου έχουν μεγάλη ανθρωπιά. Στον «Αντώνη Παρασκευά» δεν την είδα την ανθρωπιά. Εδώ που θα τη δούμε; Είναι μεγάλη συζήτηση αυτό. Ο Αντώνης Παρασκευάς δεν έχει ανθρωπιά αλλά είναι ανθρώπινος. Με αυτή την έννοια την εννοούσαν την ανθρωπιά. Και στον Αντώνη Παρασκευά δεν είναι μισανθρωπική η ματιά μου σ’ αυτόν. Τον αγαπάω. Αντίστοιχα, και στο «Γιο της Σοφίας» τους αγαπάω και τους τρεις. Δεν τους κρίνω. Πιστεύω ότι είδαν ότι αγαπάω τους ήρωες μου με τα ελαττώματα τους, που είναι μεγάλα και τα δείχνω αλλά ταυτόχρονα τα αντιμετωπίζω ως ανθρώπινα. Αντιμετωπίζω τους χαρακτήρες όχι ως καλούς και κακούς αλλά ως ανθρώπους που έχουν αδυναμίες.
Ο Αντώνης Παρασκευάς δεν ήταν «κακός», αλλά περισσότερο θύμα της κοινωνίας. Θύματα είναι κι εδώ οι ήρωες σου; Ακριβώς, θύματα μιας δομής και μιας κοινωνίας που αποφασίζει για σένα πριν από σένα.
Είμαστε όλοι θύματα; Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις απ’ αυτό; Πιστεύω στην προσωπική δύναμη που έχει ο καθένας για να αντισταθεί σ’ αυτό. Αλλά δεν την έχουν όλοι. Αν αυτή τη στιγμή πάσχουμε από κάτι, είναι ηγετικές φιγούρες.
- Οι καλλιτέχνες θεωρείς ότι μπορούν να εμπλακούν με επιτυχία στα κοινά;
- Όχι γιατί οι δεν έχουν συχνά προσόντα διοίκησης και οργάνωσης, που χρειάζονται. Οι καλλιτέχνες μπορούν από πίσω με το δικό τους τρόπο να βοηθάνε.
Η σχέση του ήρωα με τη μάνα έχει χαρακτηριστικά οιδιπόδεια. Ναι, είναι. Πολλές φορές λέω ότι η ταινία είναι και ένα ερωτικό τρίγωνο. Τη διεκδικεί ο γιος τη μητέρα, τη διεκδικεί σχεδόν ερωτικά.
Στο τέλος του «Αντώνη Παρασκευά» ο πρωταγωνιστής φαίνεται να αντιμετωπίζει τελικά την πραγματικότητα, να επιστρέφει σε αυτή. Ισχύει αυτό για τους ήρωες στο «Γιο της Σοφίας» ή αποσύρονται στη φαντασία; Το τέλος και στις δύο ταινίες είναι σχετικά ανοιχτό. Αυτό που θέλω να πω στο «Γιο της Σοφίας» είναι πως ό,τι έγινε, έγινε και πλέον ξεκινάει κάτι καινούριο στο οποίο το νεαρό παιδί έχει αποδεχτεί αυτό που προηγήθηκε και είναι πια κάποιος άλλος. Έχει πια κάποια γνώση, όπως και ο Παρασκευάς.
Οι ταινίες σου χαρακτηρίζονται από κάποιους «δύσκολες». Σε ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο κοινό; Θα ήθελα να δει τις ταινίες μου όλος ο κόσμος γιατί ο λόγος που τις κάνω είναι για να επικοινωνήσω κάτι που έχω στο μυαλό μου. Θα έρθει ίσως κάποιος να μου πει, μα άμα ήθελες να τις δει όλος ο κόσμος δεν έπρεπε να τις κάνεις έτσι, έπρεπε να τις κάνεις αλλιώς. Πιστεύω ότι το κοινό εκπαιδεύεται. Είναι φαύλος κύκλος. Άμα του δίνεις του κοινού τετράγωνα θα μάθει να θέλει μόνο τετράγωνα. Άμα του δείξεις και κύκλο θα του αρέσει κι ο κύκλος και θα μάθει σ’ αυτόν. Δεν πιστεύω ότι κάποιος είναι χαζός. Δεν πιστεύω ότι κάποιος δεν έχει τα εργαλεία να καταλάβει κάτι. Έχει να κάνει με την παιδεία. Όταν τα κανάλια που παρέχουν τη μεγαλύτερη πρόσβαση στον κόσμο για να δουν ταινίες δε θα παίξουν ποτέ αυτές τις ταινίες, δε θα τις μάθει ποτέ ο κόσμος, δε θα πει ποτέ «α, υπάρχει κι αυτό και μ’ αρέσει». Αν όλο αυτό δε φτάσει στον κόσμο για να το απορρίψει, δεν μπορούμε να λέμε ότι είναι δύσκολο. Πιστεύω πάρα πολύ ότι ο θεατής μπορεί να καταλάβει μια δύσκολη ταινία και να τον συγκινήσει, αλλά το θέμα είναι πως θα φτάσει εκεί.
Αυτό που λες είναι αισιόδοξο ή απαισιόδοξο; Είναι μια αισιόδοξη σκέψη. Καταλήγει απαισιόδοξη γιατί δεν βρίσκεται ποτέ ο τρόπος. Φταίνε κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι παίρνουν αποφάσεις για τον κόσμο θεωρώντας τον χαζό. Kάποιος που φτιάχνει πρόγραμμα στην τηλεόραση θα σου πει «μα ο κόσμος θέλει ριάλιτι». Αν του έδινες και κάτι άλλο εκτός από ριάλιτι τότε θα βλέπαμε εάν το θέλει.
Eίναι ο «Γιος της Σοφίας» μια ταινία για την ενηλικίωση; Θεωρείς ότι η πραγματική ενηλικίωση έρχεται με κάποιο καθοριστικό γεγονός; Δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με την ηλικία. Η ταινία είναι μια ενηλικίωσης ενώ ο Misha είναι 11 χρονών. Αλλά όλη αυτή η κατάσταση βίαια τον μεγαλώνει. Στο τέλος της ταινίας ο Misha είναι ενήλικος πια χωρίς να είναι τυπικά, ηλικιακά. Κάποιοι δεν ενηλικιώνονται ποτέ. Δεν σημαίνει όμως ότι είναι κάτι καλό η ενηλικίωση. Πολλές φορές η και καλά ωρίμανση σε κάνει να χάνεις την αθωότητα σου.
Δεν είναι αναγκαίο όμως για να επιβιώσεις; Το θέμα είναι να βρεθεί μια ισορροπία.
Την εποχή που ήταν ο Misha έφηβος ήμουν κι εγώ. Tότε υπήρξε ένα πρώτο κύμα ξενοφοβίας. Νoμίζω ότι και οι μετανάστες μας φοβήθηκαν αλλά και εμείς τους φοβηθήκαμε. Όταν έρχεται ένας άνθρωπος από αλλού, δεν είναι λογικό να είναι λίγο φοβισμένος; Αφήνει την πατρίδα του, τους δικούς του ανθρώπους και έρχεται κάπου που δεν ξέρει τη γλώσσα, δεν ξέρει τίποτα και πρέπει να ξεκινήσει τη ζωή του απ’ την αρχή. Εμείς τους φοβηθήκαμε και τους φοβόμαστε ακόμα. Δε θα μας δικαιολογήσω όπως δικαιολογώ τους άλλους. Noμίζω ότι η ελληνική κοινωνία είναι πολύ συντηρητική. Οτιδήποτε της χαλάει τη βολή, τη νόρμα, προσπαθεί να το αποβάλει ή να το εξομοιώσει με αυτή. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν λέμε ότι όλοι οι Έλληνες είναι έτσι. Τα χρόνια της κρίσης έχει γίνει χειρότερο. Γιατί όπου υπάρχει ευμάρεια σε μια κοινωνία υπάρχει και μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Ίσως γιατί η ευμάρεια φέρνει μια επιφανειακή ευτυχία. Όταν δεν υπάρχει ευμάρεια γίνεσαι ακόμα πιο επικριτικός και μίζερος.
Παλιότερα είχαμε γείτονες από τη Ρουμανία, από την Αλβανία και το δεχόμασταν. Τώρα έχουμε γίνει και επιθετικοί. Γιατί τώρα τον βλέπεις τον άλλον και ως ανταγωνιστή. Μπορεί να σου φάει τη δουλειά. Και λένε «τι ήρθε στη χώρα μου να μου φάει και τη δουλειά;». Ενώ τις προάλλες του έδινες τη δουλειά που δεν ήθελες να κάνεις. Στην επαρχία το ξέρουμε όλοι πως γινόταν αυτό.
Τι είναι που γεννάει βία, η ενσωμάτωση με το ζόρι ή η αδιαφορία; Στην ταινία φαίνεται ότι ο θετός πατέρας προσπαθεί να κάνει τον Misha Έλληνα για να τον κάνει σαν αυτόν. Όταν προσπαθείς να ενσωματώσεις κάποιον αλλάζοντας του το όνομα, τα πιστεύω, τη θρησκεία, πας ενάντια στην ταυτότητα του. Του ζητάς να αλλάξει όλες του τις συνήθειες για να γίνει σαν κι εσένα γιατί μόνο έτσι μπορείς να τον αποδεχτείς. Για παράδειγμα αρνούνται να φτιάξουν στην Αθήνα τζαμί. Γιατί; Δώσε στον άλλο την ευκαιρία να κάνει αυτό που πιστεύει. Δηλαδή μη δίνοντας του το, θα δημιουργήσεις βία πολύ περισσότερη απ’ ότι αν του το δώσεις. Ο άνθρωπος από πολύ μικρός, από το σχολείο, από την οικογένεια, από τους θεσμούς μπορεί να μάθει να είναι ανεκτικός στη διαφορετικότητα. Αυτό εδώ δεν το μαθαίνουμε. Είναι ζήτημα παιδείας και φυσικά κεντρικής πολιτικής σκηνής, όλων αυτών που παίρνουν αποφάσεις για την παιδεία του λαού.
Θωρείς ότι στην Ελλάδα υπερτονίζουμε το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας; Μπορεί και οι Σουηδοί να κάνουν το ίδιο, και οι Μεξικάνοι. Θα μιλήσω για τους Έλληνες γιατί αυτό ξέρω. Υπάρχει όλο αυτό το ζήτημα της εθνικής περηφάνειας και της λατρείας του παρελθόντος το οποίο δεν οδηγεί πουθενά. Αυτή η λατρεία μου φαίνεται υποκριτική και ψεύτικη. Γιατί ακόμα κι αυτό το παρελθόν δεν το σεβόμαστε. Με την ενασχόληση με τις προβολές κάποιων παλιών ελληνικών ταινιών ανακαλύπτουμε, η ομάδα που είμαστε σ’ αυτό, ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα αρχειακά υλικά. Άρα πόσο αγαπάμε το παρελθόν; Είναι κάτι που ανακάλυψα τον τελευταίο χρόνο. Ψάχνοντας κάποιες ταινίες να παίξουμε στη «Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά», αυτές τις προβολές που κάνουμε στο σινεμά Άστορ, ανακαλύψαμε ότι κανένας δεν ξέρει που είναι οι κόπιες. Δεν υπάρχει κατάλογος εθνικού αρχείου. Μπορεί να κάνεις ένα μήνα να βρεις ποιος έχει τα δικαιώματα για μία κόπια και που μπορεί να είναι. Και τελικά πόσες είναι πεταμένες σε υπόγεια ή δεν υπάρχουν πια. Δεν κάνουμε ούτε για το παρελθόν μας κάτι, πόσο μάλλον για τον παρόν. Είμαστε εγκλωβισμένοι στη λατρεία μιας ιδέας που δεν υπάρχει γιατί δεν κάνουμε τίποτα εμείς γι’ αυτό. Δεν κάνουμε τίποτα για το παρόν μας. Δεν κάνουμε τίποτα για να αλλάξει κάτι. Είμαστε μοιρολάτρες. Περιμένουμε από το κράτος να κάνει κάτι.
Θεωρείς τον εαυτό σου καλλιτέχνη; Δε μ’ αρέσει να δίνω ορισμούς σε αυτό. Δυσκολεύτηκα πολύ και ακόμα δυσκολεύομαι -λιγότερο βέβαια-, να απαντάω σκηνοθέτης, όταν με ρωτάνε «τι δουλειά κάνεις». Με φέρνει σε αμηχανία.
Υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας «αποσυρμένος» τύπος. Ναι, με μπερέ και κασκόλ. Πολλές φορές πρέπει να απομονωθείς για να γράψεις, να δημιουργήσεις. Αλλά νομίζω δεν υπάρχει πια αυτή η γραφική περιγραφή του καλλιτέχνη που είναι κάποιος εύπορος, μποέμ. Τουλάχιστον αν κρίνω απ’ το σινεμά. Νομίζω ότι πρέπει να ακολουθείς την εποχή σου.
Θεωρείς ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει κάποιες πολύ συγκεκριμένες απόψεις και θέσεις για τη ζωή, αυστηρές και απαρέγκλιτες; Είτε σε πολιτικό είτε σε άλλο επίπεδο. Αν μπεις σ’ αυτό θα κάνεις ταινίες που είναι πιο διδακτικές. Θα προσπαθήσεις μέσα απ’ τις ταινίες σου να επιβάλλεις τις απόψεις σου. Σα σκηνοθέτης προσπαθώ να δω τις ταινίες σαν ένα πεδίο αναζήτησης το οποίο θα θέσει προβληματισμούς, δε θα δώσει απαντήσεις. Είχα σπουδάσει κοινωνιολογία στο Πάντειο. Ένας καθηγητής μας είχε πει: «το Πανεπιστήμιο δε θα σας δώσει απαντήσεις, θα σας μάθει πως να θέτετε τα ερωτήματα.» Έτσι βλέπω και τις ταινίες.
Σε μια συνέντευξη του Χάνεκε διάβασα ότι η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο. Άρα τι, απλώς θέτει τα ερωτήματα; Ναι, εγώ πιστεύω ότι θέτει τα ερωτήματα και μετά ο καθένας με τα εργαλεία που έχει απαντάει σ’ αυτά. Νομίζω ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο μόνο σε βάθος χρόνου, όχι απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
Ο καλλιτέχνης δεν έχει κι εκείνος μια ματαιοδοξία αντίστοιχη μ’ εκείνη ενός τηλεπαρουσιαστή, όπως ο «Αντώνης Παρασκευάς»; Μ’ αυτό παλεύουμε όλοι. Δε θα κάναμε ποτέ αυτή τη δουλειά αν δεν είχαμε και μια ματαιοδοξία. Απλώς άλλος έχει μεγαλύτερη, άλλος έχει μικρότερη, άλλος μπορεί να την καμουφλάρει. Για μένα είναι κακώς παρεξηγημένη η έννοια της φιλοδοξίας. Είναι σημαντικό να είσαι φιλόδοξος γιατί έτσι θα κινήσεις τα πράγματα και θα καταφέρεις να γίνουν. Όταν δημιουργεί ανταγωνισμούς και έριδες είναι μια αρρωστημένη κατάσταση. Αλλά το να θέλεις να πετύχεις κάτι, είναι ένα τρομερό κίνητρο που σε βάζει σε εγρήγορση. Αν δεν ήμασταν φιλόδοξοι δε θα κάναμε αυτή τη δουλειά.
Ένας καλλιτέχνης πως χειρίζεται την αποτυχία; Ως άνθρωπος είμαι πολύ ανασφαλής, μπορεί να θεωρώ δικιά μου αποτυχία κάτι που οι άλλοι δεν το θεωρούν αποτυχία. Είναι τρομερή η έκθεση που υφίσταται ένας καλλιτέχνης είτε κάνοντας μια ταινία είτε γράφοντας ένα βιβλίο. Είσαι εσύ κι αυτό το βγάζεις έξω, εκτεθειμένο στον καθένα να το δει και να το κρίνει. Αυτό είναι που φέρνει τρομερές ανασφάλειες. Και ο τρόπος που βιώνει ο κάθε καλλιτέχνης την αποτυχία είναι εντελώς προσωπικός. Μπορεί εσύ να είσαι ο πιο πετυχημένος και να θεωρείς τον εαυτό σου «χάλια».
Με αφορμή το σκάνδαλο με τον Weinstein κλπ. θα ήθελα την άποψη σου για το εάν πρέπει το κοινό να επηρεάζεται από την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Έχουμε και τα παραδείγματα του Woody Allen και του Polanski. Πάντα υπήρχαν τέτοια θέματα. Όχι μόνο στο σινεμά. Και στη λογοτεχνία. Είναι άλλο το έργο του καλλιτέχνη και άλλο η προσωπική του ζωή. Καταλαβαίνω κάπως να επηρεάζεσαι, αλλά δε θα έπρεπε.
Είναι μοιραίο όμως. Το ξέρω κι εγώ το παθαίνω. Δε θέλω να μιλήσω για ηθοποιούς. Έχω στο νου μου πιο πολύ σκηνοθέτες, συγγραφείς. Είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Είναι πολύ περίεργο. Καταλαβαίνω τη δυσκολία, απλώς θεωρώ πως πρέπει να τα κρίνουμε διαφορετικά. Και κάθε έργο να το κρίνουμε μεμονωμένα, όχι με βάση ποιος το έχει κάνει.