Είδαμε το "Raw" στις Νύχτες Πρεμιέρας τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε. Δύσκολα περιγράφεται το σοκ που προκαλεί μια ταινία τόσο απρόσμενη, τόσο εξαιρετικά φτιαγμένη, αλλά και τόσο ακραία. Αυτό το αρχικό σοκ, το ακολούθησε μια έκπληξη: όταν ήρθε η ώρα να συζητήσουμε με τη σκηνοθέτρια της ταινίας, βρεθήκαμε απέναντι σε μια πανύψηλη τριαντατριάχρονη καλλονή με αγγελικό πρόσωπο: τη Julia Ducournau. Δεν ήταν ακριβώς η φυσιογνωμία που θα περίμενες να κρύβεται πίσω από μια ταινία που προκάλεσε λιποθυμίες κατά την προβολή της σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ - αν και η ίδια, όπως συχνότατα συμβαίνει με γαλλίδες καλλιτέχνιδες, αποστρέφεται κάθε αναφορά στην εμφάνισή της, θεωρώντας την εκ προοιμίου σεξιστική.
Θυμάστε τι ήταν το πρώτο πράγμα που είδατε στο σινεμά και είπατε «Αυτό είναι, αυτό θα κάνω κι εγώ;» Ουάου… Αυτό είναι δύσκολο. Το πρώτο που θυμάμαι ήταν όταν ήμουν πολύ μικρή, αλλά έμεινα έκπληκτη από την αντίδραση που αυτό ξύπνησε μέσα μου. Θυμάμαι όταν έβλεπα το «Ψυχώ» μαζί με τους γονείς μου, στη σκηνή του ντους ήμουν εντάξει, γιατί ήμουν αρκετά συνηθισμένη, γιατί ξεκίνησα να βλέπω θρίλερ από αρκετά μικρή, αλλά με τον τρόπο που δομείται η ένταση μέχρι το τέλος, θυμάμαι πως τη στιγμή που στρέφεται η πολυθρόνα με το σκελετό της μητέρας, παρότι μάλλον ήξερα πως εκεί θα βρίσκεται ο σκελετός της μητέρας, η ένταση ήταν τόσο δυνατή που νόμιζα πως θα πάθω υστερία. Κρύφτηκα πίσω από την τηλεόραση γιατί δεν ήθελα να δω τη στιγμή που η πολυθρόνα θα γύριζε. Μετά, όταν βλέπαμε το σκελετό, γύρισα στη θέση μου, αλλά η στιγμή της στροφής ήταν υπερβολικά έντονη, νόμιζα πως αν την έβλεπα θα έκανε την καρδιά μου να εκραγεί. Νομίζω πως εκείνη η στιγμή είχε διαστάσεις μαγείας. Βέβαια ήμουν πολύ μικρή για να σκεφτώ πως τότε θέλησα να κάνω σινεμά, αλλά θυμάμαι πως σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν να νιώθω κάτι τέτοιο από ένα πράγμα που συμβαίνει σε μια οθόνη τόσο μικρών διαστάσεων, κάτι που να με κάνει να κρυφτώ πίσω από την τηλεόρασή μας.
Οι γονείς σας δεν είχαν αντίρρηση που βλέπατε ταινίες τρόμου από τόσο μικρή; Είχαν, αλλά κάποιες τις έβλεπα κρυφά, πίσω από την πλάτη τους. Αλλά ήταν αρκετά φιλελεύθεροι. Δεν με άφηναν βέβαια να βλέπω ταινίες gore, αλλά θεωρούσαν πως το «Ψυχώ» ήταν μια επαρκώς σπουδαία ταινία ώστε να με αφήσουν να τη δω, όπως και το «Μάτια Δίχως Πρόσωπο» του Φρανζύ – μια ταινία που τη θεωρούμε κομμάτι της γαλλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως βέβαια κι ο Χίτσκοκ ανήκει στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Είχαν λοιπόν αρκετό σεβασμό για το δημιουργό, ώστε να μη στιγματίσουν ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος. Μπορούσαν να τα εκτιμήσουν όπως μια πολύ καλή κομεντί, ή ένα σπουδαίο φιλμ νουάρ. Ποτέ λοιπόν δεν μου είπαν: αυτό δεν θα το δεις, δεν είναι για σένα. Ήταν πολύ ανοικτοί. Αρκεί να ήταν καλό.
Μιας που μιλήσατε για το «Μάτια Δίχως Πρόσωπο» θα έλεγα ότι είναι μια εξαιρετικά ποιητική ταινία και δεν θα τη χαρακτήριζα καν ως ταινία τρόμου. Ούτε και το Raw θα το κατέτασσα εκεί. Όχι, δεν είναι ταινία τρόμου. Είναι μια ταινία που κατατάσσεται γενικά στο είδος, θα την έλεγα crossover ανάμεσα σε δράμα και ταινία τρόμου, αλλά θα συμφωνήσω μαζί σας. Για μένα ταινία τρόμου είναι κάποια όταν είναι φτιαγμένη με σκοπό να μας τρομάξει. Και δεν είναι αυτό το συναίσθημα που εγώ θέλησα να δημιουργήσω. Σίγουρα δεν είχα σκοπό οι θεατές να πετάγονται στις καρέκλες τους κάθε δύο δευτερόλεπτα -να μην νιώθουν άνετα, να αναστατωθούν σε ορισμένα σημεία, ναι, αλλά όχι να προκαλέσω τρόμο.
Προφανώς, άλλο πράγμα είναι να προκαλείς τρόμο κι άλλο να χτίζεις την ένταση ως σκηνοθέτης. Δεν το βλέπω καθόλου ως μια σαδιστική ευχαρίστηση για το δημιουργό, δεν είναι κάτι τόσο εξωτερικό. Εγώ θέλησα να ανοίξω ένα διάλογο. Αν καταφέρνει να προκαλεί και σωματικές αντιδράσεις στο θεατή, εντάξει, αυτό όμως είναι η βάση. Μετά έρχεται η διερώτηση: γιατί αυτή η σκηνή μου το προκάλεσε αυτό, τι μου έκανε – όπως ακριβώς μου συνέβη και μένα με το «Ψυχώ», που αναρωτήθηκα γιατί αυτή η σκηνή με άγγιξε τόσο δυνατά ώστε να θέλω να κρυφτώ. Μου αρέσει που αυτό ξεκινά από το σώμα και πράγματι τέτοιο σινεμά θέλω να κάνω, που επιδρά πρώτα στο σώμα, όμως μετά περνά σε πνευματικές αναζητήσεις.
Αν δεν απατώμαι και στη μικρού μήκους ταινία σας “Junior” το 2011 είχατε την ίδια πρωταγωνίστρια. Ναι, πράγματι. Την Garance Marillier. Μου αρέσει να υπάρχει κάποιο είδος συνέχειας στις ταινίες μου. Η Garance παίζει επίσης και στο “Mange”, την τηλεταινία που έκανα για το Canal + ανάμεσα στα δύο φιλμ μου. Μου αρέσει πολύ να δουλεύω μαζί της. Έχει εγκαθιδρυθεί πια μια μακροχρόνια σχέση ανάμεσά μας. Με εμπνέει πολύ έχει μια απίστευτη δύναμη. Πιστεύω πως καταλαβαινόμαστε, έχει πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό της, όπως κι εγώ έχω από τον εαυτό μου, αλλά κι από εκείνη. Υπάρχει εδώ μια πολύ ισχυρή επαγγελματική σχέση. Και παρόλο που δεν πρόκειται ακριβώς για την ίδια ιστορία, μου αρέσει πολύ που υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στις ταινίες, είναι κάπως ο ίδιος χαρακτήρας, που ζει διαφορετικά πράγματα και περνάει από διαφορετικά στάδια, κι είναι παράξενο, γιατί με την πάροδο των ετών, καθώς είναι πάντα η Garance, την βλέπουμε να μεγαλώνει, πράγμα που είναι ενδιαφέρον σε σχέση με το σώμα, σε σχέση με την ταυτότητα.
Κι επίσης ο χαρακτήρας ονομάζεται Ζυστίν. Υπάρχει αναφορά στον Ντε Σαντ; Φυσικά, προφανώς. Δεν είναι το αγαπημένο μου βιβλίο, αλλά στο «Ζυστίν ή οι Δυστυχίες της Αρετής» υπάρχει κάτι που μπορούμε να το θεωρήσουμε ως ένα coming of age εξαιρετικά υπονομευμένο, και επίσης μια σκέψη πάνω στη σεξουαλικότητα και τα όρια ή τα είδη της που είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι σίγουρα ένα βιβλίο που μου μιλάει πολύ.
Στον κινηματογράφο βλέπουμε συχνά πολύ όμορφες γυναίκες μπροστά στην κάμερα. Εσείς είστε μια πολύ όμορφη γυναίκα πίσω από την κάμερα. Αυτό σας βοήθησε ή σας δημιούργησε προβλήματα; Με έχουν ρωτήσει πολλές φορές σχετικά με αυτό. Αλλά ας ξεκινήσουμε από αυτό: Ρωτήστε τον Γούντυ Άλεν ή τον Σκορτσέζε ή οποιοδήποτε άλλο σκηνοθέτη και μετά θα σας απαντήσω.
Μα κι αυτό που μου λέτε ήδη είναι ένα ζήτημα. Ναι. Συμφωνώ απολύτως.
Για αυτό και σας ρωτάω αν αυτό σας έχει δημιουργήσει προβλήματα. Δεν είναι αυτό που τα δημιουργεί, αλλά το γεγονός πως οι γυναίκες είναι σε μόνιμη βάση θύματα διακρίσεων. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Ανεξάρτητα από την εμφάνισή τους. Συναντώ συνεχώς τα ίδια, και σκέφτομαι συχνά της συνθήκες της θηλυκότητάς μου. Δεν βρίσκομαι στη χειρότερη θέση, ούτε είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί. Αλλά με απασχολεί, και για μένα και για τις άλλες γυναίκες.
Αυτό που είδα στην ταινία σας είναι μια βαθιά γνώση του μέσου, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε είδος ταινίας. Αυτό είναι το είδος σας κινηματογραφικά; Νομίζω πως οι ταινίες μου δεν ανήκουν σε κανένα είδος Αυτό που θέλω να κάνω είναι ταινίες που να μη μπορεί κανείς να τις βάλει σε κανένα κουτί. Εμένα αυτή η μείξη είναι ο δικός μου τρόπος να εκφράζομαι. Αυτό δεν θα αλλάξει, ή ίσως θα εξελιχθεί, ελπίζω, με το χρόνο, καθώς θα μεγαλώνω. Όμως αυτή είναι η δική μου γλώσσα. Δεν λέω στον εαυτό μου ότι τώρα θα κάνω μια κομεντί ή μια ταινία τρόμου. Προσπαθώ να μένω όσο πιο πιστή μπορώ στο αίσθημα που δημιουργεί κάθε σκηνή και τελικά αυτό που φτιάχνω είναι ένα αντικείμενο κάπως μεταλλαγμένο είναι η ταυτότητά μου αυτή η μετάλλαξη.
Η ταινία σας είναι και μια σκέψη πάνω στην έννοια της οικογένειας; Ναι. Προφανώς υπάρχει μια πυρηνική οικογένεια, η οποία φέρει όλο το τραγικό κρυφό νόημα του όρου. Στην ταινία υπάρχει επίσης κι η οικογένεια του κολλεγίου, που υφίσταται κανείς όλη αυτή την τελετή μύησης προκειμένου να εισέλθει σε αυτήν, για να μπει σε αυτό τον κόσμο. Και τι κάνει κανείς όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να προσαρμοστεί, ότι δεν μπορεί να μπει σε αυτό τον κύκλο; Αντιθέτως, στην περίπτωση της πυρηνικής οικογένειας, είμαστε συχνά υπερβολικά απορροφημένοι από την οικογένεια, και πρέπει να μπορέσουμε να βγούμε από αυτή. Η ταινία μιλάει λοιπόν πολύ γι αυτό το ντετερμινισμό: τελικά ποιου πράγματος είμαστε παράγωγα; Και είμαστε πάντοτε το προϊόν κάποιου άλλου πράγματος, και μπορούμε να υπάρξουμε έξω από αυτό, μπορούμε να υπάρξουμε εκτός ενός σχηματισμού, μιας δομής; Τι ακριβώς είναι τελικά ένα ξεχωριστό άτομο;
Κι ο κανιβαλισμός θα μπορούσε να είναι κι μια ακραία μορφή αγάπης ή έρωτα; Να αγαπά κανείς τον άλλο τόσο που να θέλει να τον καταβροχθίσει; Ναι. Είναι αλήθεια πως βλέπουμε γονείς με τα νεογέννητα παιδιά τους, για παράδειγμα, να λένε: σ’αγαπώ τόσο που μου έρχεται να σε φάω. Οι γονείς λένε τέτοια πράγματα: θα σε φάω και δίνουν φιλιά παντού. Επίσης όταν είμαστε ερωτευμένοι λέμε τέτοια πράγματα στον αγαπημένο μας, είναι από τη μια βιολογικό κι από την άλλη η επιθυμία να απορροφήσεις τον άλλο όταν ένας έρωτας είναι πολύ ισχυρός και πολύ παρών. Σας το υπενθυμίζω γιατί είναι κάτι που υπάρχει σε όλους, νομίζω. Αν όμως μιλήσουμε για κανιβαλισμό, οι άνθρωποι απορρίπτουν αμέσως τη σκέψη και τη μπλοκάρουν. Δεν είναι προφανώς καθόλου τυχαίο στην ταινία που η ηρωίδα τρώει τη σάρκα της αδελφής της κι όχι κάποιου άλλου. Ούτε που έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον καλύτερό της φίλο, κι όχι με κάποιον άλλο. Υπάρχει μια αληθινή επιθυμία να απορροφήσει τον άλλο γιατί η φλόγα της αγάπης είναι τόσο ισχυρή που θέλουμε να γίνουμε ένα με το άλλο πρόσωπο.