H Carla και η Irene. Οι πρωταγωνίστριες της ταινίας «Το καλοκαίρι μου με την Ιρένε» του Κάρλο Σιρόνι. Tου σκηνοθέτη που θα βρεθεί στην Αθήνα προσκεκλημένος στο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας στο ιταλικό σινεμά, «Cinema made in Italy», με αφορμή την Α’ προβολή της. Η ντροπαλή Κλάρα. Η ατίθαση Ιρένε. Το καλοκαίρι της «φυγής» τους στο νησί της Φαβινιάνα, μετά τη νοσηλεία τους. Το πρώτο καλοκαίρι της ενηλικίωσης τους. Τα νιάτα τους, η ανεμελιά τους και η λαχτάρα τους για τον έρωτα. Οι φόβοι τους για τον χρόνο και το μέλλον.
Όλα παρόντα στην ταινία του Κάρλο Σιρόνι, που έρχεται με περγαμηνές από την προηγούμενη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του - το «Sole» είχε προβληθεί στην Berlinale με τον τίτλο του καλύτερου νέου σκηνοθέτη να του προσφέρεται απλόχερα. Όλα παρόντα και καταγεγραμμένα όμως και σε μια VHS κασέτα. Γιατί βρισκόμαστε στο 1997. Είναι καλοκαίρι. Και τόσα χρόνια «μετά», ο Κάρλο Σιρόνι είναι εδώ και μας μιλά για το δικό του κινηματογραφικό «Καλοκαίρι με την Ιρένε».
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας για την ιστορία της Κλάρας και της Ιρένε;
Η ιδέα αυτής της ταινίας μου ήρθε στο μυαλό μ’ έναν τρόπο πολύ αλλόκοτο, θα έλεγα ασυνείδητο. Άκουγα ένα τραγούδι των Cure, το Wish Impossible Things, το οποίο ακούγεται και στους τίτλους τέλους και καθόλη τη διάρκεια του τραγουδιού είχα κάτι σαν όραμα… Είδα τη συνάντηση αυτών των δύο κοριτσιών μια καλοκαιρινή μέρα που η ατμόσφαιρα ήταν έντονη και την ίδια στιγμή ακίνητη όπως σ’ ένα όνειρο με μάτια ανοιχτά. Είδα λίγο από τις προσωπικότητες τους, στιγμιότυπα απ’ το καλοκαίρι τους, την κατάστασή τους, την αρρώστια τους, τη φυγή στο νησί, όλα αυτά σαν ένα είδος μακρόπνοου οράματος ολόκληρης της ταινίας. Γράφοντας αυτό το παράξενο όραμα στο σημειωματάριο μου, άρχισα να αναγνωρίζω σε αυτούς του δύο φανταστικούς χαρακτήρες την Κλάρα και την Ιρένε, τις ψυχές και τις προσωπικότητες δύο κοριτσιών που ήταν φίλες μου την εποχή που πήγαινα Λύκειο. Προκειμένου να συνεχίσω να γράφω, «έσκαψα» τις αναμνήσεις της εποχής, τα ημερολόγια τους, τα πρώτα ψηφιακά γυρίσματα και τα σύγκρινα με τις εμπειρίες που μοιράστηκαν μαζί μου κάποια κορίτσια με λευχαιμία κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων.
Αν η ταινία σας ήταν ένα σημείωμα που θα μπορούσατε να αφήσετε στους νέους σήμερα, τι θα έγραφε;
Remember how it used to be
When the sun would fill up the sky
Remember how we used to feel
Those days would never end
Those days would never end
Remember how it used to be
When the stars would fill the sky
Remember how we used to dream
Those nights would never end
Those nights would never end
It was the sweetness of your skin
It was the hope of all we might have been
That fills me with the hope to wish
Impossible things
But now the sun shines cold
And all the sky is grey
The stars are dimmed by clouds and tears
And all I wish
Is gone away
All I wish
Is gone away
Οι στίχοι του τραγουδιού των Cure, νομίζω καλύπτουν την απάντηση.
Να υποθέσω πως αν η ταινία σας ήταν τραγούδι δεν θα ήταν δύσκολο να πούμε ποιο θα ήταν αυτό;
Αναμφισβήτητα το Wish Impossible Things (γέλια).
“Χωρίς καφέ δεν υπάρχει ποίηση”. (No cafe, no poesia) Τι ατάκα! Τι σηματοδοτεί η ποίηση για σας; Αλλά και ο καφές επίσης….
Είναι δύσκολο να μιλήσω για την ποίηση. Με τον καφέ τα πράγματα είναι πιο εύκολα… Ποίηση λοιπόν για μένα είναι να βλέπω να αναδύεται με φυσικό τρόπο ένα μυστήριο που μας περιβάλλει, του οποίου διαισθανόμαστε το σχήμα, το περίγραμμα ίσως, αλλά όχι το περιεχόμενο και στην προσπάθεια μας να το συλλάβουμε προκύπτει αμέσως μια άλλη μορφή, ένα άλλο ερώτημα. Σε κάτι λοιπόν τόσο θεμελιώδες και πολύπλοκο χρειαζόμαστε τουλάχιστον έναν καφέ το πρωί για να το προσεγγίσουμε… Συμφωνώ απολύτως με την Ιρένε.
Γιατί επιλέξατε το 1997 για να διηγηθείτε την ιστορία σας;
Γιατί το όραμα που σας περιέγραψα πιο πάνω ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 90. Το αναγνώρισα γιατί το έχω ζήσει. Και μπορεί να μην ξέρω πώς είναι οι πιτσιρικάδες τώρα, αλλά θυμάμαι πώς ήμουν εγώ και οι φίλοι μου στα 18, στις αρχές του 2000 και ήθελα να μιλήσω για εκείνη τη γενιά. Για μένα ήταν απολύτως φυσιολογικό να τοποθετήσω την ιστορία μου στο παρελθόν και μου φαινόταν πολύ ενδιαφέρον να δείξω έναν άλλο τρόπο ζωής -εκείνης της εποχής- και μάλιστα σε μια τόσο ιδιόμορφη συνθήκη -καλοκαίρι σ’ ένα νησί. Το 1997 επίσης κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση της τριλογίας «Η πόλη του Κ» που διαβάζει δυνατά η Κλάρα στον Μαρτίνο.
Οι πρωταγωνίστριες σας έχουν τελειώσει μόλις μια δύσκολη θεραπεία. Μοιάζουν τρομαγμένες, μιλούν μεταξύ τους για τον «χρόνο» και το «μέλλον» τους. Υπό κανονικές συνθήκες σ’ αυτές τις ηλικίες -της πρώτης ενηλικίωσης- ο χρόνος είναι σύμμαχος. Πώς αισθάνονται;
Βασιστήκαμε σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές εμπειρίες που μας διηγήθηκαν κορίτσια που υπήρξαν ασθενείς. Κυρίως δηλαδή σε ένα από αυτά, γιατί πήραμε αρκετές συνεντεύξεις. Υπήρξε λοιπόν ένα κορίτσι που μας περιέγραψε συναισθήματα συμπληρωματικά και ταυτοχρόνως αντιφατικά. Από τη μία, δεν ήθελε καθόλου να την «καθορίζει» η αρρώστια. Ούτε να θεωρείται, ούτε να την αντιμετωπίζουν ως άρρωστη. Από την άλλη, είχε την ανάγκη να δημιουργεί φιλίες σχεδόν μόνο με αγόρια και κορίτσια που είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιες θεραπείες με τη δική της. Επιπλέον, μας μίλησε για την αίσθηση που σου προκαλεί το γεγονός ότι ενώ βρίσκεσαι ακόμα υπό παρακολούθηση από τους γιατρούς, επιστρέφουν στο σώμα η δύναμη και η υγεία οπότε αυτό σου προκαλεί μια τεράστια ανάγκη για ελευθερία.
Η Ιρένε και η Κλάρα είναι δύο χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί. Ποιά είναι τα αντίθετα στοιχεία τους και πώς λειτουργούν στην ιστορία;
Στην αρχή η διαφορά τους αφορά κυρίως το θάρρος και την ελευθερία. Όσο προχωράει η ταινία όμως, μοιάζουν να αλληλοεπηρεάζονται και να αλλάζουν ρόλους. Η Κλάρα παίρνει θάρρος απ’ αυτή τη σχέση, ενώ η Ιρένε αντίθετα έχει το θάρρος να εκδηλώσει τον φόβο της για το μέλλον. Είναι σαν να έχουμε δύο ανθρώπους που γίνονται ένα και μετά χωρίζουν παρά τη θέληση τους.
“Δεν υπάρχουν άλλες ζωές” λέει σε κάποιο σημείο η πρωταγωνίστρια σας. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τη δύναμη που μπορεί να κρύβει μια τέτοια πράξη;
Έτσι είναι, όλοι το γνωρίζουμε και πιστεύω ότι αυτός είναι και ο λόγος που η ανθρωπότητα -τουλάχιστον στη Δύση- έχει δημιουργήσει ένα τόσο πολύπλοκο και ενδιαφέρον σύστημα θρησκευτικών ή μη μύθων το οποίο αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του πολιτισμού μας για αιώνες. Το βρίσκω τόσο ενδιαφέρον γιατί προσπαθεί να καλύψει ένα κενό, τον φόβο για το πεπερασμένο που είναι θεμελιώδες να το κατανοήσουμε για να μπορέσουμε να τον αντιμετωπίσουμε. Αντιθέτως η Ιρένε, αλλά και όποιος έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσει μια ασθένεια που δυνητικά σε φέρνει τόσο κοντά στον θάνατο, το έχει σκεφτεί πολύ, έχει ξαγρυπνήσει προσπαθώντας να το αντιμετωπίσει, μπορεί να το πει δυνατά τώρα πια.
Η ταινία σας έχει γυριστεί σχεδόν αποκλειστικά στη Φαβινιάνα, ένα μικρό νησί που βρίσκεται στα δυτικά της Σικελιάς. Το τοπίο -για κάποιον έλληνα θεατή- είναι απολύτως οικείο. Βλέποντας την ταινία νόμιζα ότι μυρίζω το χώμα, το καλοκαίρι, ότι αισθάνομαι τη θάλασσα και τον ήλιο! Ποια ήταν η δική σας οπτική;
Η Φαβινιάνα είναι στην πραγματικότητα ένα μέρος που γνωρίζω εδώ και πολύ καιρό και όταν οραματιζόμουν την ταινία, αυτή διαδραματιζόταν εκεί. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που έφτασα στη Φαβινιάνα το 2010 έπαθα σοκ με το τοπίο. Το νησί μοιάζει με υπαίθριο λατομείο διαμορφωμένο από το πέρασμα των αιώνων, ένα μοναδικό τοπίο που σου δίνει την αίσθηση ότι έχεις προσγειωθεί σε έναν άγνωστο πλανήτη. Η Φαβινιάνα ήταν το πρώτο νησί από τα πολλά που εξερεύνησα. Πολλές ιδέες προέκυψαν καθώς εξερευνούσα το νησί και άλλες άλλαξαν μετά το ρεπεράζ. Για παράδειγμα, η σκηνή όπου η Κλάρα ανακαλύπτει τον «μυστικό κήπο» άλλαξε πολύ αφότου ανακάλυψα εκείνη την παράξενη ανοιχτή σπηλιά, ενώ ήμουν με ένα σκούτερ και έψαχνα για σπίτια. Ή, για παράδειγμα, στις σημειώσεις μου υπήρχε η ιδέα για ένα πλάνο στο οποίο η Ιρένε γίνεται σχεδόν ένα με τη φύση. Αυτό στην ταινία έγινε το πλάνο στο οποίο κολυμπάει και μπαίνει σε εκείνο το άνοιγμα στην πέτρα. Θυμάμαι αυτή την πέτρα από την πρώτη φορά που επισκέφθηκα τη Φαβινιάνα, επειδή είναι χαρακτηριστική αυτής της ακτής.
Ποιο ήταν το πιο απαιτητικό στοιχείο της ταινίας; Τι προκλήσεις συναντήσατε;
Το casting είναι πάντα το πιο σημαντικό πράγμα, κυρίως αν έχουμε μια ταινία χαρακτήρων όπως αυτή. H Noèe Abita, η γαλλίδα ηθοποιός που υποδύεται την Irene, συμμετείχε στην ταινία από το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου, για την ακρίβεια γράψαμε το σενάριο έχοντας αυτήν στο μυαλό μας. Έμαθε ιταλικά για την ταινία ενώ εμείς ψάχναμε την ηθοποιό που θα υποδυόταν την Clara. Επιλέξαμε την Camilla Brandenburg σ’ ενα κάστινγκ με την Noèe, καθώς ήταν σαφές ότι υπήρχε χημεία μεταξύ τους. Ξεκινήσαμε λίγες πρόβες και αποφασίσαμε να κρατήσουμε κάποια «μυστικά» για τα γυρίσματα. Εκεί τους έδωσα μεγάλη ελευθερία και συνήθως στις πρώτες δύο λήψεις δεν έδινα οδηγίες για να δω τις δικές τους προτάσεις. Μετά από τις πρώτες δύο λήψεις αρχίζαμε να δουλεύουμε τις σκηνές μαζί.
Αν οι πρωταγωνίστριες σας μας μιλούσαν τώρα, τι πιστεύετε ότι θα έλεγαν για το καλοκαίρι που πέρασαν μαζί;
Νομίζω ότι θα παρέμεναν σιωπηλές.
Είναι η ταινία σας η διήγηση μιας «φυγής» τελικά;
Όχι ακριβώς, γιατί είναι κάτι περισσότερο από μια απόδραση, είναι μια παρένθεση, ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα. Είναι μάλλον μια απόδραση από την πραγματικότητα παρά μια απόδραση στην κυριολεξία.
Στα επόμενα σας σχέδια, ποιο είναι το πιο «άγριο» όνειρο που θα θέλατε να πραγματοποιήσετε ως σκηνοθέτης;
Θα ήθελα να διασκευάσω ένα μεταπολεμικό ιαπωνικό μυθιστόρημα ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς (Μισίμα, Καβαμπάτα, Νταζάι) και να το γυρίσω στην Ιαπωνία, στα ιαπωνικά. Μια γλώσσα που προφανώς δεν μιλάω. Να κάνω μια εντελώς ιαπωνική ταινία λοιπόν, ένα όνειρο αρκετά τρελό και αδύνατο!
Μπορείτε να δείτε όλο το πρόγραμμα εδώ.