Το Άγνωστοι Μεταξύ Μας δεν είναι μόνο μια γκέι ερωτική ιστορία με το hot ζεύγος Άντριου Σκοτ και Πολ Μέσκαλ να βάζει φωτιά στην οθόνη (και, κατ’επέκταση, στο ίντερνετ), αλλά και μια από τις συγκινητικότερες ταινίες που έχουν κυκλοφορήσει τελευταία, χάρη στην προσωπική σφραγίδα του βρετανού σκηνοθέτη Άντριου Χέιγκ (Weekend, 45 Χρόνια).
Εμπνευσμένος από το δικό του ταξίδι ως γκέι άντρας, σύντροφος και γιος, μεταφέρει με τρυφερότητα και ενσυναίσθηση στο σινεμά ένα ιαπωνικό μυθιστόρημα για την ξαφνική αγάπη που βγάζει από τη μοναξιά του έναν συγγραφέα (Andrew Scott) και τον ρίχνει στην αγκαλιά του νέου του γείτονα (Paul Mescal), την ίδια στιγμή που ο πρώτος αρχίζει να ξαναεπισκέπτεται το πατρικό του σπίτι και να συναντά με έναν ανεξήγητο τρόπο τους γονείς του (Κλερ Φόι ως Μαμά και Τζέιμι Μπελ ως Μπαμπάς), που όμως έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια.
Η ταινία, που είναι υποψήφια για 6 BAFTA και που χάρισε στον Σκοτ το βραβείο Ηθοποιού της Χρονιάς από το London Film Critics' Circle, έχει συγκλονίσει θεατές και κριτικούς με τη συναισθηματική της ειλικρίνεια, την οικουμενικότητά της και, αναπόφευκτα, τη χημεία των πρωταγωνιστών της και κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα στην Ελλάδα, μερικούς μήνες μετά την πρώτη προβολή της στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Παρακάτω, οι τρεις ηθοποιοί που αποτελούν την οικογένεια της ταινίας (Σκοτ, Φόι και Μπελ), μιλούν για την περίπλοκη, αλλά περήφανη σχέση τους με την ταινία.
Άντριου, όταν πρωτοδιάβασες το σενάριο του Άντριου Χέιγκ, από πού πιάστηκες για να υποδυθείς τον Άνταμ;
Άντριου Σκοτ: Αυτό που με τράβηξε ήταν ότι συνδέθηκα αμέσως με το χαρακτήρα, σαν να ήξερα πώς να τον παίξω εξαρχής. Χάρηκα πολύ που ο Άντριου σκέφτηκε εμένα γι’αυτό τον ρόλο. Στις πρώτες μας συζητήσεις σταθήκαμε στην αξία του να μην παίζεις, κατά κάποιο τρόπο. Θα ήταν λίγο περίεργο να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα απομακρυσμένο από την εμπειρία του Άντριου και τη δική μου καθώς μεγαλώναμε. Φτιάξαμε, λοιπόν, έναν συνδυασμό των εμπειριών μας. Κανείς μας δεν ξέρει την οικογένεια του άλλου, αλλά έπρεπε να συνυπάρξουμε για να φτάσουμε ως εκεί. Ήθελα να είναι απέριττο - πάντα θαύμαζα την αυθεντικότητα των ερμηνειών στη δουλειά του Άντριου. Αυτό ταίριαξε και με τη μεταφυσική υπόσταση του σεναρίου και έτσι δημιουργήθηκε μια ωραία συνθήκη.
Ποια είναι η γνώμη σου για την χαμηλότονη σκηνοθετική προσέγγιση του Άντριου;
Άντριου Σκοτ: Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που η ταινία έχει μιλήσει σε τόσο πολύ κόσμο. Υπάρχει μια δύναμη στο ξύπνημα των συναισθημάτων που νιώθουμε από τα όνειρα, πιστεύω. Καμιά φορά ξυπνάς φοβερά αναστατωμένος, λυπημένος, θυμωμένος. Ξυπνάς με ένα σωρό πράγματα στο μυαλό σου [γέλια] κι αυτό είναι πανίσχυρο. Η πρόκληση για εμάς τους ηθοποιούς ήταν να δημιουργήσουμε μια ατμόσφαιρα στην οποία δεν το σκεφτόμασταν καθόλου έτσι και έπρεπε να σκεφτούμε μόνο την αυθεντικότητα των χαρακτήρων. Βρίσκω κάτι πολύ παιδικό στο χαρακτήρα του Άνταμ, ειδικά όταν λέει σε κάποιο σημείο ότι δεν θες και πολύ για να επιστρέψεις στην παιδική σου ηλικία. Ο ίδιος είναι που φέρνει στη ζωή αυτούς τους ανθρώπους. Για μένα η πρόκληση ήταν διπλή: να δείξω πώς είναι να βρίσκεσαι στην παιδική ηλικία χωρίς αυτό να φαίνεται βαρύ και το πόσο δυνατό είναι το συναίσθημα του να ερωτεύεσαι… και πώς αυτά τα δύο επηρεάζουν το ένα το άλλο. Ήταν πολύ σωματικό και, κατά συνέπεια, τρυφερό το αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα είναι μια “χειροπιαστή” ταινία για το θαύμα του έρωτα.
Ένα από τα μεγαλύτερα συμπεράσματα της ταινίας είναι η δυνατότητα του να βάλεις μια τελεία σε κάτι που σε βασανίζει, να πεις κάτι ακόμα κι όταν θεωρείς ότι είναι πολύ αργά. Σε τι σημείο ταυτίστηκες με αυτό;
Άντριου Σκοτ: Για μένα αφορά το να αγαπάς και να σε αγαπούν. Βρίσκουμε τον Άνταμ σε ένα καθαρτήριο από το οποίο δεν μπορεί να ξεκολλήσει και να συνεχίσει. Εν μέρει, αυτό του συμβαίνει γιατί η ανάπτυξή του σταμάτησε σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο. Για να μπορέσει να αγαπήσει τον εαυτό του και άλλους ανθρώπους, όχι μόνο γκέι, πρέπει πρώτα να τον καταλάβουν οι γονείς του. Πρέπει να πεις “αυτός είμαι”, όποια κι αν είναι αυτή η εμπειρία. Τον φαντάζομαι στα 19 ή στα 23 να σκέφτεται “αναρωτιέμαι αν οι γονείς μου θα μρ υπερασπίζονταν σε αυτή την κατάσταση… θα με ήξεραν;”. Και τώρα είναι στα 40 του και μπορεί να πει “θέλω να σας μιλήσω για κάτι”. Πιστεύω ότι είναι πολύ όμορφο το ότι μπορεί να βγει από το καθαρτήριο και να αγαπήσει άλλους ανθρώπους μόλις αγαπηθεί από τους γονείς του. Είναι μια αληθινή εμπειρία για πολλούς ανθρώπους, νομίζω.
Κλερ, σε έκανε αυτή η ταινία να ξανασκεφτείς συζητήσεις που έκανες ή εύχεσαι να είχες κάνει με τους γονείς σου;
Κλερ Φόι: Σε όλη μου τη ζωή έχω υπάρξει σχετικά ενοχλητική, ένα άτομο που ήθελε πολλά και δεν είχα πρόβλημα να έρχομαι αντιμέτωπη με τους άλλους [γέλια]. Για πολύ καιρό ήμουν έτσι… δεν ξέρω, υπάρχει μια αναλογία που σημαίνει ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, ξεστομίζω κάτι και πρέπει να το χωνέψετε. Τα έχω πει όλα μέσα από ένα συνδυασμό ανοησίας, αφέλειας και πιθανού θάρρους, έκανα κουβέντες χωρίς να φοβάμαι. Γιατί ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί; Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να χάσεις κάποιον χωρίς να έχεις προλάβει να του πεις αυτά που ήθελες.
Τι σε έκανε να ταυτιστείς με τη Μαμά;
Κλερ Φόι: Αυτό που λένε όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας, ότι όλοι μας είμαστε παιδιά κάποιων ανθρώπων - εγώ, με τη σειρά μου, είμαι και γονιός. Καταλαβαίνω, όπως όλοι, την πολυπλοκότητα αυτών των δύο σχέσεων. Διάβασα το σενάριο και το βρήκα θαυμάσιο. Δεν πίστευα ότι είχα να προσφέρω κάτι στον χαρακτήρα της Μαμάς γιατί ήταν γραμμένη με προσωπικό τρόπο, μέχρι που γνώρισα τον Άντριου [Χέιγκ]. Μίλησε για τη μητέρα του και το τι σήμαιναν για εκείνον οι χαρακτήρες των γονιών και τότε κατάλαβα πολλά. Οφείλω πολλά και στον ατζέντη μου, Μπίλι Λάζαρους, γιατί χάρη στη δική του αντίδραση κατάλαβα πόσο σημαντική και προσωπική ήταν η ταινία. Θα έμπαινα σε έναν κόσμο που δεν είχα ξαναζήσει.
Τι έμαθες για τον εαυτό σου ως γονιό παίζοντας σε αυτή την ταινία;
Κλερ Φόι: Ο Τζέιμι κι εγώ ήμασταν στα γυρίσματα για 2-3 εβδομάδες, πράγμα εντελώς γελοίο. Ήταν πολύ σύντομο το γύρισμα γενικά, αλλά πέσαμε με τα μούτρα [γέλια]. Ξέραμε ο ένας για τους γονείς του άλλου και μπήκαμε κατευθείαν στα βαθιά. Νομίζω ότι αυτό που αποκόμισα σαν γονιός είναι ότι δεν θέλω ποτέ να αφήσω κάτι ανείπωτο. Δεν εννοώ να έχω προφορική διάρροια και να βομβαρδίζω κάθε στιγμή το παιδί μου με τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, γιατί αυτό θα ήταν δυσβάσταχτο. Αλλά πιστεύω ότι η ταινία σου μαθαίνει πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην πεις αυτό που θες σε κάποιον, ακόμα κι αν τον πληγώσει, ακόμα κι αν νομίζεις ότι δεν θα εισακουστείς. Είτε ξέρεις ότι το είπες είτε προσέφερες κάτι σε κάποιον με το να το εκφράσεις, δηλαδή του έδωσες την ευκαιρία να σκεφτεί ή να ακούσει διαφορετικά κάποια πράγματα για τη ζωή. Το πιο επώδυνο που μπορεί να συμβεί είναι να μην σε ακούσει και πιστεύω ότι η ταινία με πολύ όμορφο τρόπο δείχνει ότι ο Άνταμ έχει την ευκαιρία να εισακουστεί από τους γονείς του. Μπράβο τους που το ξεπερνούν, πολλοί άνθρωποι δεν το καταφέρνουν.
Τζέιμι, πώς νιώθεις τώρα που μπορείς πλέον να μιλήσεις για την ταινία;
Τζέιμι Μπελ: Ήταν μια ενδιαφέρουσα χρονιά για όλους μας. Όταν πολύς κόσμος αντιδρά έντονα και συναισθηματικά σε κάτι πάνω στο οποίο έχεις δουλέψει [είναι ενδιαφέρον]. Ξαφνικά λαμβάνω πολύ προσωπικά emails από διάφορους πρώην συνεργάτες ή παλιούς γνωστούς, στα οποία λένε για τη ζωή τους και τη σχέση με τους γονείς ή τους συντρόφους τους. Παρόλο που για πολύ καιρό δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ταινία [σ.σ. λόγω της απεργίας των ηθοποιών], ένιωθα την ανταπόκριση και το πώς την επεξεργαζόταν ο κόσμος, πώς τον επηρέαζε. Είμαι ευγνώμων που αποτελώ κομμάτι ενός έργου που επηρεάζει τόσο βαθιά τους ανθρώπους.
Τζέιμι, άλλαξε καθόλου την εσωτερική σου πυξίδα αυτή η ταινία;
Τζέιμι Μπελ: Δεν ξέρω, την άλλαξε; Έχω τρία παιδιά και καμιά φορά αυτό είναι τρελό. Ο Άντριου Σκοτ μίλησε σε ένα Q&A για τη σκληρότητα που δείχνουν κατά λάθος οι γονείς στα παιδιά τους. Είναι κάτι που δεν σκέφτεσαι, έχεις άλλα 200 πράγματα στο μυαλό σου και δεν συνειδητοποιείς πόσα βαθιά μπορεί να επηρεάσεις την πορεία κάποιου, το πώς βλέπει τον εαυτό του, την εικόνα τους για τον κόσμο. Η ευθύνη ενός γονιού είναι γιγάντια και προβληματική και ελαττωματική. Σκέφτομαι συνεχώς τον ρόλο και την ταινία αυτή, γιατί κανείς δεν είναι τέλειος κάθε στιγμή. Τα παιδιά ψάχνουν μια σύνδεση, θέλουν απλώς να είσαι παρών και να τα ακούσεις. Αυτό τους είναι αρκετό πολλές φορές. Έχω σκεφτεί την ταινία μόνο από την οπτική του γονέα, γιατί είναι περίπλοκο για μένα που μεγάλωσα χωρίς πατέρα και τον γνώρισα για λίγο μια φορά… δεν τα έχω σκεφτεί ακόμα σε βάθος όλα αυτά, αλλά κάποιος ψυχοθεραπευτής θα βγάλει πολλά λεφτά από μένα!