Τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους αλλά εξίσου ενδιαφέροντα, κάνουν πρεμιέρα αυτές τις μέρες στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Η καρδιά του ταύρου» της Εύας Στεφανή, οι «Σμιλεμένες Ψυχές» του Σταύρου Ψυλλάκη και «Τα τέρματα του Αυγούστου» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου διεκδικούν τα βραβεία, αλλά πάνω από όλα τις καρδιές του κοινού που θα τα συναντήσουν, συμμετέχοντας στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα μαζί με επτά ακόμη ταινίες από κάθε γωνιά του κόσμου.
Στο εξαιρετικό στην κινηματογράφησή του ντοκιμαντέρ «Η καρδιά του ταύρου», η Εύα Στεφανή, με αφορμή την παράσταση «Εγκάρσιος Προσανατολισμός» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, δίνει ένα ιδιαίτερα προσωπικό έργο. Γνωρίζοντας τον κορυφαίο Έλληνα δημιουργό από τα πρώτα του βήματα, όταν ακόμη χόρευε και χορογραφούσε σε καταλήψεις, φθάνει τέσσερεις δεκαετίες μετά να τον ακολουθεί με την κάμερά της για δύο χρόνια στη δύσκολη προετοιμασία εν μέσω πανδημίας και, εντέλει, στην περιοδεία του έργου του στην Ευρώπη. Από τις πρόβες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (το ντοκιμαντέρ είναι παραγωγή του Onassis Culture) ως τις παραστάσεις στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βίλνιους και αλλού έως την τελευταία παράσταση στο Σαν Φρανσίσκο, η σκηνοθέτρια καταγράφει από τη μια την αγωνία και την προσπάθεια του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της ομάδας των συνεργατών του να δώσουν σχήμα και πνοή στην ιδέα, ξεπερνώντας τους ψυχολογικούς στροβίλους και την αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία -μήπως ετοιμάζουμε ένα έργο που δεν θα παιχθεί ποτέ;-, και από την άλλη το φως και τη χαρά που δίνει η τελική πραγμάτωσή του, η συνάντηση με το κοινό και η αποθέωση.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο ντοκιμαντέρ «Η καρδιά του ταύρου», της Εύας Στεφανή
Η πολύχρονη σχέση φιλίας των δύο δημιουργών δίνει άλλη διάσταση στην ταινία, καθώς πέρα από τη διαδικασία γένεσης της παράστασης, τις ανησυχίες και τις εμπνεύσεις του καλλιτέχνη, τις σκέψεις του για την Τέχνη, τον πόλεμο (σ.σ. της Ουκρανίας εκείνη την περίοδο, το 2022), τον κόσμο, φθάνει σε προσωπικές καταστάσεις, όπως το τραύμα για την βαριά ασθένεια του πατέρα του που τον χάνει στη διάρκεια αυτού του “ταξιδιού” ή την αναφορά στον πρώτα έρωτα, τον Πίτερ. «Ο Δημήτρης ζωγραφίζει με το ανθρώπινο σώμα» λέει κάποια στιγμή στην ταινία η δημιουργός (αλλά και με το χέρι όπως αποκαλύπτει, δείχνοντάς μας τα εξαίσια σχέδια που έφτιαχνε για τη Βαβέλ και το Παραπέντε πριν τον μαγέψει ο χορός) και η ίδια “ζωγραφίζει” με την κάμερά της εικόνες μοναδικές, λεπτομέρειες συναρπαστικές, ζαλιστικές. Στιγμές τρυφερότητας και συγκίνησης είναι διάχυτες, ακόμη κι αν προσπαθούν να “καλυφθούν” μέσα στη ρεαλιστική καθημερινότητα των προβών και των καταστάσεων, ενώ το ερώτημα που υπερίπταται «Τι νόημα έχει η τέχνη σε καιρό κρίσης;» δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, καθώς την αναδεικνύει ως ασπίδα ζωής και αντίστασης σε χαλεπούς καιρούς.
Μια συγκλονιστική ιστορία καταγράφει ο Σταύρος Ψυλλάκης στο ντοκιμαντέρ του «Σμιλεμένες Ψυχές»: εκείνη του Ελβετού οδοντίατρου Julien Grivel, που επί 26 συναπτά έτη, από το 1972 ως το 1998, ερχόταν στην Αθήνα δύο φορές τον χρόνο και φρόντιζε, χωρίς αμοιβή, τα δόντια των χανσενικών (λεπρών) στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω, και της βαθιάς φιλίας του με τον πρώην χανσενικό Μανώλη Φουντουλάκη, που γνώρισε εκεί στη διάρκεια της νοσηλείας του. Η σχέση του με τον «μπάρμπα Μανώλη», όπως τον αποκαλεί, καθόρισε τη ζωή του οδοντίατρου, τον έκανε να δει τον κόσμο με άλλη ματιά και τον ταξίδεψε ως την Ελούντα όπου βρισκόταν το πατρικό του Κρητικού φίλου του, αλλά και τη Σπιναλόγκα απέναντι. Ο εφιάλτης της μικρής νήσου, τόπου εγκλεισμού των χανσενικών από το 1904 ως το 1957 οπότε έκλεισε και οι ασθενείς μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο «Η Αγία Βαρβάρα», αφόρητος. «Ο Μινώταυρος της σύγχρονης εποχής που έχει χορτάσει με τόσα πολλά θύματα», όπως λέει ο οδοντίατρος που όποτε βρεθεί στην Ελούντα τον επισκέπτεται για να προσκυνήσει τους μάρτυρες. «Πέρασα με αυτούς τους ανθρώπους στιγμές αιωνιότητας. Πολύ βαθιά», λέει. «Τι είχαν από τη ζωή; Έμειναν στη σκιά κι όμως έμειναν όρθιοι. Μου έμαθαν το κουράγιο, μου έμαθαν να μη φοβάμαι τον θάνατο».

Ο Ελβετός οδοντίατρος Julien Grivel στις «Σμιλεμένες Ψυχές» του Σταύρου Ψυλλάκη
Η δραματική ιστορία των απομονωμένων από την κοινωνία λεπρών ασθενών, αιώνια σημαδεμένων με το στίγμα που βάραινε πάνω τους περισσότερο κι από την ίδια την αρρώστια, όσο και το μεγαλείο των πράξεων του οδοντίατρου που παρείχε άφοβα και δωρεάν τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους ασθενείς, είναι το φόντο για να αναπτυχθεί το εσωτερικό ταξίδι του Julien Grivel προς τη δική του Ιθάκη που όρισε η βαθιά πνευματική σχέση του με την Ελλάδα: «Υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους», λέει, κι εμείς ακολουθούμε την εσωτερική του κατάδυση στη χώρα που του δίνει το «ωραίο ταξίδι».
Οι μπάλες πετάνε πάνω από τις κορφές καταπράσινων βουνών, πανέμορφων χωριών και πεδιάδων της Νότιας Πίνδου και μπαίνουν ορμητικά γκολ στα τέρματα του γηπέδου του Αρματολικού Τρικάλων. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα, κάθε Αύγουστο, τα 7-8 ορεινά χωριά της περιοχής χορεύουν στο ρυθμό και την ένταση του αυτοσχέδιου τουρνουά ποδοσφαίρου που διοργανώνεται εκεί, αλλάζοντας στη σύντομη φασαριόζικη διάρκειά του τη ρουτίνα της μοναξιάς τους. Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, συχνός θεατής αυτών των αγώνων, καθώς το Αρματολικό είναι ο τόπος καταγωγής του, και νιώθοντας τη σημαντικότητά τους σε αυτή τη μικρή, έρημη κοινότητα που γεμίζει κόσμο και αποκτά άλλη πνοή εκείνες τις μέρες, αποφασίζει να αποτυπώσει τα γεγονότα στο ντοκιμαντέρ «Τα Τέρματα του Αυγούστου». Μάλιστα το συγκεκριμένο καλοκαίρι που παίρνει την κάμερά του, το τουρνουά το διοργανώνει το δικό του χωριό, καθώς έχει πάρει το πολύτιμο κύπελλο τον προηγούμενο Αύγουστο.

«Τα τέρματα του Αυγούστου» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον ρόλο του παρατηρητή, δίνοντας, όπως λέει, «ένα “ιμπρεσιονιστικό” πορτρέτο μιας μικρής κοινότητας στο καλοκαιρινό της ζωντάνεμα». Με αφορμή το τουρνουά καταγράφει στιγμές ζωής, συμβάντα, μπερδέματα, αγώνες, εντάσεις, επεισόδια, καυγάδες παικτών και χωριών. Λειτουργίες, ολονυχτίες, προετοιμασίες για γιορτές και πανηγύρια, σφαγή γιδιού και μαγειρέματα από τους καρπούς της γης. Ανθρώπους και ζώα που συμπορεύονται, ζουν από και με τη φύση, φύλλα που παίζουν με τον άνεμο, καλοκαιρινές βροχές, ομίχλες που κρύβουν τα βουνά, ποτάμια που κυλάνε, μοναδικές εικόνες ομορφιάς στα 1800 μέτρα υψόμετρο. Πάνω από όλα όμως, δείχνει πώς εκείνοι που γυρίζουν στον τόπο τους, έστω για λίγες μέρες το καλοκαίρι, λειτουργούν σαν να μην έχουν φύγει ποτέ, γιατί το σπίτι τους είναι πάντα εκεί και η «αγάπη είναι αγάπη», όπως λέει ο 100χρονος λεβέντης γέροντας στην πιο βαθιά συγκινητική στιγμή της ταινίας. Ενώ τα παιδιά τους χαίρονται την ελευθερία της φύσης και του παιχνιδιού που δεν θα βρουν ποτέ στο διαδίκτυο ή στην πόλη, εκεί, στο τέρμα των βουνών και στην αρχή του ουρανού.
Λίγο πριν τις πρεμιέρα των ταινιών στο φεστιβάλ, οι τρεις δημιουργοί μας μιλάνε για την ανυπομονησία της συνάντησης με το κοινό, το έργο τους, τη διοργάνωση, αλλά και τη σημασία του ντοκιμαντέρ στις μέρες μας.
Τι προσδοκάτε από την παρουσία και προβολή της ταινίας σας στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης; Πόσο πιστεύετε πως έχει συμβάλει αυτό το φεστιβάλ στην ανάπτυξη του ντοκιμαντέρ στη χώρα μας;
Εύα Στεφανή: Θα ήθελα οι θεατές να μπουν έστω για λίγο στον πλούσιο κόσμο ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη και να γοητευθούν από το έργο του. Το φεστιβάλ έχει συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του ντοκιμαντέρ στη χώρα μας και έχει δώσει χώρο για δημιουργία και έμπνευση σε πολλές κινηματογραφίστριες/ές. Επειδή προέρχομαι από μια παλιότερη γενιά ντοκιμαντεριστών, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο φεστιβάλ «Όψεις της πραγματικότητας» που οργάνωνε επί χρόνια ο ποιητής Ανδρέας Παγουλάτος με τον Βασίλη Σπηλιόπουλο στο Γαλλικό ινστιτούτο και που για μένα υπήρξε η πρώτη ουσιαστική έμπνευση για να ασχοληθώ με το ντοκιμαντέρ.
Σταύρος Ψυλλάκης: Το Φεστιβάλ για εμένα είναι η ετήσια γιορτή μας, κάτι σαν τον Δεκαπενταύγουστο ή το Πάσχα των συμπατριωτών και μου αρέσει πολύ να το ζω παρέα με φίλες και φίλους. Το παρακολουθώ ανελλιπώς, 15 περίπου χρόνια, συχνά συμμετέχοντας με ταινία, και είναι ευκαιρία για νέες πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες με δημιουργούς και τις δημιουργίες τους. Οι προβολές των ταινιών είναι κάτι σαν τους χορούς στην πλατεία του χωριού. Ο καθένας έχει τη θέση και το ρόλο του. Όλοι είναι απαραίτητοι και ο καθένας συμμετέχει με τον τρόπο και με τις δυνάμεις του. Παρά τις αντιρρήσεις ή τα παράπονα που μπορεί κάπου κάπου να ακούγονται, στο τέλος αυτό που μένει είναι η γιορτή και η αίσθησή του μαζί. Με τα χρόνια απολαμβάνω όλο και περισσότερο τη γιορτή μας.
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Για τους συνεργάτες μου και μένα, η συμμετοχή μας στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν κάτι που δεν το περιμέναμε και γι’ αυτό μας έδωσε μεγάλη χαρά. Μια τέτοια συμμετοχή δίνει την δυνατότητα στην ταινία μας να κάνει ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα και να μπορέσει να έχει περισσότερες πιθανότητες να την προσέξουν. Μακάρι οι επαφές με ξένους προγραμματιστές φεστιβάλ και αγοραστές από ξένα κανάλια κάτι να αποφέρουν. Το ΦΝΘ έχει συμβάλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη του ελληνικού ντοκιμαντέρ στη χώρα μας. Έχει δώσει την ευκαιρία, σε οργανωμένο πλαίσιο και συστηματικά, να παρουσιάζονται τα ελληνικά ντοκιμαντέρ σε ένα διεθνές κοινό και να βοηθήσει στην εξωστρέφεια που τόσο έχουμε ανάγκη.

Εύα Στεφανή
Πώς εμπνευσθήκατε, τι σας έδωσε την αφορμή για να κάνετε αυτό το ντοκιμαντέρ;
Εύα Στεφανή: Έμπνευση υπήρξε και είναι πάντα ο ίδιος ο Δημήτρης και το έργο του.
Σταύρος Ψυλλάκης: Όλα ξεκίνησαν από την προτροπή της Μαρίνας Φουντουλάκη να διαβάσω το βιβλίο του Ελβετού οδοντιάτρου Julien Grivel Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη. Στη συνέχεια μου σύστησε και τον ίδιο. Έτσι έμαθα αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη ιστορία. Ο Julien για 26 χρόνια (1972-1998) ερχόταν δύο φορές το χρόνο στην Αθήνα (συχνά με τη σύζυγό του Christiane) και φρόντιζαν, δωρεάν, τα δόντια των χανσενικών (λεπρών) στην «Αγία Βαρβάρα», στο Αιγάλεω. Με κινητοποίησαν ιδιαίτερα κάποια αποσπάσματα του βιβλίου: «Ανακάλυψα την Ελλάδα από μία εξωτερική πρόσκληση που μετατράπηκε σε εσωτερικό ταξίδι μιας διαρκούς αναζήτησης που με βοήθησε να βλέπω τον κόσμο και τη ζωή διαφορετικά… Η σχέση μου με αυτή τη χώρα είναι πλούσια, βαθιά, διανοητική. Παρατήρησα ότι υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους…». Όμως δεν ήθελα απλά να καταγράψω την εθελοντική του δράση και προσφορά. Ήθελα να αναζητήσω τον άνθρωπο Julien. Ποιος είναι αυτός που στα 29 του, όταν ξεκινούσε την καριέρα του στη Γενεύη, πήρε το ρίσκο και αψήφησε τόσους κινδύνους; Τι αναζητούσε φροντίζοντας αυτούς τους ασθενείς;
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Έμπνευση αποτέλεσε ένα αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου που διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι στη νότια Πίνδο εδώ και πολλά χρόνια. Ένα από τα χωριά που συμμετέχουν είναι και το χωριό μου, το Αρματολικό Τρικάλων. Παρακολουθώντας τους αγώνες ως θεατής, σκέφτηκα πως ένα τέτοιο γεγονός άξιζε να καταγραφεί γιατί είναι αποκαλυπτικό για τον τόπο και τους ανθρώπους.

Σταύρος Ψυλλάκης
Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες και ποιες οι πιο απολαυστικές στιγμές στη δημιουργία της ταινίας σας;
Εύα Στεφανή: Η μεγάλη δυσκολία της ταινίας ήταν ότι λόγω της πανδημίας, τα γυρίσματα κράτησαν πάρα πολλούς μήνες και οι χορευτές και ο ίδιος ο Δημήτρης δεν γνώριζαν αν κάνουν πρόβες εις μάτην ή αν όλο αυτό θα καταλήξει σε μία παράσταση κάποια στιγμή ή ποτέ. Υπήρχαν πολλές απολαυστικές στιγμές. Για παράδειγμα, όταν όλο το εγχείρημα πραγματώνεται και επιτέλους έχουμε πρεμιέρα, αλλά και πολλές στιγμές τρυφερότητας και χιούμορ ανάμεσα στους χορευτές και τον Δημήτρη στη διάρκεια των προβών.
Σταύρος Ψυλλάκης: Οι πρακτικά δύσκολες στιγμές αφορούσαν κυρίως τη χρηματοδότηση της ταινίας. Ευτυχώς υπήρχε ο παραγωγός μας Ματθαίος Φραντζεσκάκης και η ακούραστη και επίμονη Μαρίνα Φουντουλάκη, η προξενήτρα της ταινίας, που έκαναν ότι μπορούσαν. Μετά ήρθαν η Περιφέρεια Κρήτης, η COSMOTE TV και άλλοι. Τα γυρίσματα ήταν μια ονειρεμένη εμπειρία για όλους μας, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Είμασταν συνέχεια μαζί, μια παρέα που απολάμβανε και διασκέδαζε και περισσότερο από όλους μας ο Julien και η Christiane. Αυτό μας ένωσε πολύ. Ο Julien σε όλη την ταινία μιλά άψογα και πολύ καλά ελληνικά. Ο άνθρωπος έχει εμπεδώσει καλά αυτό που γράφει: «…υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους». Με τους συνεργάτες μου, τον Κώστα και τον Μανώλη, νοιώθαμε ότι η χαρά που δώσαμε σε αυτούς τους ανθρώπους, και πήραμε κι εμείς βέβαια, ήταν το ελάχιστο «ευχαριστώ» και εκ μέρους και των ασθενών τους. Προσοχή, δεν λέω και «εκ μέρους της χώρας». Τα πράγματα έχουν ονοματεπώνυμο.
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε ήταν κυρίως η κάλυψη των αγώνων. Αυτό απαιτούσε ειδικό εξοπλισμό και πολλές κάμερες που δυστυχώς δεν διαθέταμε. Βρήκαμε όμως δημιουργικούς τρόπους να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα βάλαμε μια μικρή κάμερα πάνω στο σώμα του διαιτητή! Όσον αφορά στις απολαυστικές στιγμές, αυτές ήταν πολλές κατά τη διάρκεια της ταινίας και δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Ίσως όταν κινηματογραφούσαμε τα παιχνίδια των μικρών παιδιών στο χωριό. Ήταν πραγματικά μια απόλαυση!

Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο ντοκιμαντέρ κι έχετε αφοσιωθεί σε αυτό το είδος, σε σχέση με τη μυθοπλασία;
Εύα Στεφανή: Το ντοκιμαντέρ είναι ένας τρόπος για να συνδεθώ με κάποιους ανθρώπους περισσότερο. Με ανθρώπους που ίσως δεν θα γνώριζα τόσο εύκολα, γιατί προερχόμαστε από διαφορετικούς κόσμους, ή με άτομα που με συγκινούν βαθιά και θέλω να διηγηθώ την ιστορία τους, χωρίς να στέκομαι στην πληροφορία. Συχνά θέλω να αναδείξω μία λοξή ματιά της «πραγματικότητας» που βρίσκεται στη σκιά, ιδιαίτερα τη ζωή ανθρώπων που ξεφεύγουν από την «κανονικότητα», μπας και αφυπνιστώ και εγώ.
Σταύρος Ψυλλάκης: Δεν θα μιλήσω γενικά για το ντοκιμαντέρ, είναι κάτι που δεν το ξέρω. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω την εμπειρία μου κάνοντας κυρίως «ανθρωποκεντρικά» ντοκιμαντέρ. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ -ας το πούμε έτσι συμβατικά μιας και υπάρχουν μόνο καλές και κακές ταινίες- είναι μια ταινία μυθοπλασίας που γίνεται όμως με διαφορετικούς όρους. «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει» λέει ο ποιητής Αργύρης Χιόνης και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο ντοκιμαντέρ. Άρα κάθε σκέψη για αλήθεια, αντικειμενικότητα κ.α. παρόμοια, δεν είναι στις προθέσεις μου. Μου είναι ξένα και δεν πιστεύω σε τίποτα τέτοιο. Όταν κινηματογραφείς ένα πρόσωπο ή μία κατάσταση, κινηματογραφείς ταυτόχρονα και εσένα τον ίδιο. Με εσένα συνομιλεί έτσι ο «πρωταγωνιστής» σου κι εσύ είσαι που βλέπεις έτσι τις καταστάσεις και τον κόσμο. Αυτό επέλεξες να σ’ ενδιαφέρει και να φωτίσεις από τις χιλιάδες δυνατότητες που υπήρχαν. Δεν πηγαίνω ποτέ στο γύρισμα με έτοιμο σενάριο ή ερωτήσεις. Έχω κάποιες αρχικές ιδέες και αφήνομαι στην πραγματικότητα να με τροφοδοτήσει με πολύ πιο πλούσιο υλικό. Το σενάριο και η ταινία ουσιαστικά γίνονται μετά, στο μοντάζ. Μια διαδικασία που κάθε φορά με κάνει να θυμάμαι τον Μανιάτη: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω και για αυτό γράφω. Γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις αυτά που ξέρεις, αυτά που δεν ξέρεις κάθεσαι να γράψεις». Και χαίρομαι που κάθε φορά ξεκινώντας δεν ξέρω τι θα κάνω. Είναι η χαρά της δημιουργίας. Μυθοπλασία κάνω πάντα.
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Προσωπικά με γοητεύει το ίδιο τόσο η μυθοπλασία όσο και το ντοκιμαντέρ. Ο λόγος που έχω πιο συχνή παρουσία στο ντοκιμαντέρ είναι καθαρά συμπτωματικός και αφορά το γεγονός πως είναι πιο εύκολο να βρεις τους πόρους για να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ. Ίσως ο λόγος που ασχολήθηκα μ’ αυτό το είδος είναι οι ιστορίες που άκουγα μικρός από τη γιαγιά μου. Αυτές με καθόρισαν γιατί ήταν ιστορίες-ντοκιμαντέρ, ιστορίες που αφορούσαν τη ζωή της στην ορεινή Πίνδο, ιστορίες του μεσοπολέμου, του εμφυλίου αλλά και αργότερα.
Σήμερα, τα ντοκιμαντέρ έχουν συχνά καλύτερη τύχη από το παρελθόν στη χώρα μας. Αρκετά από αυτά βρίσκουν επιτέλους πιο εύκολα διανομή, φθάνουν στο κοινό μέσω της μεγάλης οθόνης (ενώ παλιά κατά κύριο λόγο περιορίζονταν σε μια τηλεοπτική πορεία) και, το κυριότερο, αποκτούν όλο και περισσότερο κοινό. Αν συμφωνείτε, πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η μεταστροφή;
Εύα Στεφανή: Σε ότι αφορά διανομή, κοινό, γούστα, δεν γνωρίζω πώς να απαντήσω. Θα επιθυμούσα να υπήρχαν περισσότεροι ανεξάρτητοι χώροι στους οποίους θα προβάλλονταν έργα Ελλήνων σκηνοθέτιδων/σκηνοθετών που πειραματίζονται με την κινηματογραφική φόρμα, χωρίς να υποχρεώνονται να σέρνονται στην κυριολεξία πίσω από παραγωγούς και διανομείς.
Σταύρος Ψυλλάκης: Σίγουρα, υπάρχει μια τέτοια εξέλιξη και ενθαρρύνει περισσότερο τους ντοκιμαντερίστες. Η επικοινωνία του έργου με το κοινό είναι η μεγάλη μας προσδοκία. Συμβάλλουν και οι καλές ταινίες που συχνά εμφανίζονται. Όμως οι αντιξοότητες και οι αποκλεισμοί, που υπάρχουν και δεν είναι λίγοι, δεν πρέπει να παρακάμπτουν και το ερώτημα: για ποιο λόγο να δουν οι θεατές το δημιούργημά μας; Αξίζει; Έχουμε κάτι να πούμε; Θέλει πολύ δρόμο ακόμα, και από εμάς ως δημιουργούς, για να μάθει το κοινό να προσεγγίζει το ντοκιμαντέρ ως κινηματογράφο. Είναι άλλο πράγμα το δημιουργικό ντοκιμαντέρ (ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το) από το δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ και το ρεπορτάζ. Και πολύ συχνά ο κόσμος αυτό εννοεί ως ντοκιμαντέρ…
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Είναι ευτυχές γεγονός που τα τελευταία χρόνια τα ντοκιμαντέρ προβάλλονται και στους κινηματογράφους. Αυτό νομίζω οφείλεται αφενός στους διανομείς και αιθουσάρχες που πήραν το «ρίσκο» και αφετέρου στο κινηματογραφικό κοινό που ανταποκρίθηκε και αποδείχθηκε πως είχε ανάγκη κάτι τέτοιο. Επίσης οφείλεται και στην «άνθιση» του ίδιου του ελληνικού ντοκιμαντέρ που βλέπουμε πως παράγει εξαιρετικές ποιότητας ταινίες τα τελευταία χρόνια.
Το ντοκιμαντέρ είναι το κυριότερο μέσο Τέχνης που καθρεφτίζει/απεικονίζει τον κόσμο. Πού πιστεύετε ότι πάει αυτός ο κόσμος σήμερα και πόσο φωτεινό τον νιώθετε για το αύριο;
Εύα Στεφανή: Όλες οι μορφές τέχνης απηχούν την πραγματικότητα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στον κινηματογράφο, τόσο η μυθοπλασία όσο και το ντοκιμαντέρ αποτελούν ερμηνείες της πραγματικότητας, όχι απεικονίσεις της. Όσον αφορά στο “αύριο”, η κατάσταση μου θυμίζει το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», μόνο που οι βάρβαροι είναι υπαρκτοί, έχουν ήδη έρθει, αλλά εμείς ακόμα τους περιμένουμε.
Σταύρος Ψυλλάκης: Με την ερώτησή σας θυμήθηκα τον Δημήτρη Χατζή, γύρω στο ’80, σε μια παρόμοια ερώτηση να λέει: «Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα ήθελαν να πουν κάτι ολοκληρωμένο πάνω σ΄ αυτά τα πράγματα. Σας εξομολογούμαι λοιπόν ότι θέλω να είμαι από αυτούς που δεν μπορούν να βρουν αυτό το ολοκληρωμένο πράγμα που έχει να πει κανείς πάνω σε κάθε ζήτημα. Για όλα υπάρχουν οι αντίθετες όψεις, η δυσκολία να συνεννοηθείς, η δυσκολία να έχεις μια ξεκάθαρη και οριστική γνώμη στο κάθε τι ....». Οι έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας δεν είναι μονοσήμαντες. Είστε σίγουρη ότι με αυτές τις λέξεις, εγώ κι εσείς εννοούμε το ίδιο πράγμα; Ο φασισμός και ο ρατσισμός αφορούν τη συμπεριφορά και τις πεποιθήσεις όλων μας. Όλα δοκιμάζονται στην πράξη και θέλει άλλη σχέση με τον εαυτό σου για να μπορείς να αποδεχτείς τον Άλλο και το Διαφορετικό. Τα ντοκιμαντέρ και η Τέχνη γενικότερα αμφιβάλλω αν μας παραδειγματίζουν ή αν μας μαθαίνουν περισσότερα από όσα θέλουμε ή είμαστε έτοιμοι και διαθέσιμοι να μάθουμε. Εμένα περισσότερο μ’ ενδιαφέρουν οι μικρές κλίμακες και οι ιστορίες τους, που μαζί τους δεν θ’ ασχοληθεί καμιά επίσημη Ιστορία και πάντα σκέφτομαι τα λόγια του Μανιάτη: αλλάζει τη ζωή, όποιος αλλάζει ζωή.
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος: Δυστυχώς ο κόσμος μας μπορεί να γίνεται όλο και σοφότερος και να μας εκπλήσσει με την εξέλιξη και την τεχνολογική του πρόοδο, δεν σημαίνει όμως ότι γίνεται και καλύτερος. Το αντίθετο. Γινόμαστε μάρτυρες γεγονότων και συλλογικών συμπεριφορών που πιστεύαμε πως ανήκουν στο παρελθόν, πως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι μετέπειτα κοινωνικοί αγώνες είχαν καταφέρει να βάλουν γερά τα θεμέλια για την αποτροπή της επανεμφάνισής τους. Κι όμως βλέπουμε όχι μόνο να έχουν εμφανιστεί ξανά αλλά και να επαναλαμβάνονται με όλο και μεγαλύτερη θηριωδία. Σε πολιτικό επίπεδο τι να πεις; Η Αμερική; Η Ευρώπη; Ζούμε γεγονότα που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Δεν νομίζω πως μας περιμένει ένα φωτεινό μέλλον. Περισσότερο μοιάζει να βρισκόμαστε λίγο πριν την καταιγίδα….
27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα / Οι ελληνικές ταινίες
Όλες οι προβολές είναι παρουσία συντελεστών. Στο τέλος των προβολών ακολουθούν Q&A με τους δημιουργούς
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ (Bull’s Heart), της Εύας Στεφανή
Προβολές:
Ολύμπιον | 10/3 | ώρα 20:00 | παγκόσμια πρεμιέρα
Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης (Αποθήκη 1, Λιμάνι) | 11/3 | ώρα 13:00
Συντελεστές
Παραγωγή: Onassis Culture | Σκηνοθεσία, Σενάριο & Διεύθυνση Φωτογραφίας: Εύα Στεφανή | Με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου
Και τις/τους: Breanna O’Mara, Τίνα Παπανικολάου, Damiano Ottavio Bigi, Šuka Horn, Jan Möllmer, Łukasz Przytarski, Χρήστο Στρινόπουλο, Μιχάλη Θεοφάνους
Executive Producers: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Δημήτρης Θεοδωρόπουλος | Παραγωγός: Βασίλης Παναγιωτακόπουλος | Μοντάζ: Παναγιώτης Παπαφράγκος | Editing Contributor: Γιώργος Μαυροψαρίδης | Κάμερα: Εύα Στεφανή, Αιμιλία Μηλού, Παύλος Κοσμίδης
Ήχος: Αιμιλία Μηλού | Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης | Post-Production Coordinator: Δέσποινα Σιφνιάδου | Picture Post Services: AUTHORWAVE
Χρησιμοποιήθηκαν πλάνα του Julian Mommert από την κινηματογράφηση του έργου
ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ (Sculpted Souls), του Σταύρου Ψυλλάκη
Προβολές:
Ολύμπιον | 12/3 | ώρα 20:00 | διεθνής πρεμιέρα
Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης (Αποθήκη 1, Λιμάνι) | 13/3 | ώρα 15:00
Συντελεστές
Σκηνοθεσία - Σενάριο - Μοντάζ: Σταύρος Ψυλλάκης | Φωτογραφία: Μανώλης Λεβεντέλης, Μιχάλης Γερανιός | Συνεργασία στο τελικό μοντάζ: Σπύρος Κόκκας | Μουσική - Τραγούδι: Γιάννης Χαρούλης | Στίχοι τραγουδιού: Δημήτρης Παπαχαραλάμπους | Ηχοληψία: Κώστας Κοσμαδάκης, Πέτρος Σμυρλής | Μίξη & Εργαστήρια ήχου: Βαγγέλης Φάμπας - MASSIVE PRODUCTIONS | Αφίσα, Τίτλοι: Δημήτρης Αρβανίτης | Color Grading: Σάκης Μπουζάνης | Εργαστήρια εικόνας - Post Production: 2 | 35 | Παραγωγός: Ματθαίος Φραντζεσκάκης
ΤΑ ΤΕΡΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ (The Goals of August) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Προβολές:
Ολύμπιον | 13/3 | ώρα 19:30 | παγκόσμια πρεμιέρα
Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης (Αποθήκη 1, Λιμάνι) | 14/3 | ώρα 15:30
Συντελεστές
Σενάριο-σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος | Διεύθυνση Φωτογραφίας- Μοντάζ: Γιώργος Φλέγγας | Κάμερα: Γιώργος Φλέγγας - Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος | Μουσική: Θοδωρής Παπαδημητρίου | Μίξη ήχου: Χρήστος Γούσιος - Ενές Αχμέτ Κεχαγιά | Γραφιστικός σχεδιασμός: Κώστας Πολάτογλου | Παραγωγή: KinoLab | Συμπαραγωγή: ΕΡΤ Α.Ε.
---------------
Οι τρεις ελληνικές ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος διεκδικούν τον Χρυσό Αλέξανδρο (με χρηματικό έπαθλο 12.000 ευρώ), τον Αργυρό Αλέξανδρο (χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ), καθώς και ειδική μνεία εάν επιθυμήσει να δώσει η διεθνής κριτική επιτροπή, η οποία φέτος αποτελείται από τον φωτογράφο, σκηνοθέτη, παραγωγό και μοντέρ Δημήτρη Αθυρίδη, την Αμερικανίδα σκηνοθέτρια Λόρεν Γκρίνφιλντ και την Δανή παραγωγό Σίνιε Μπίργε Σέρενσεν.
Καθώς το ΦΝΘ συμπεριλαμβάνεται στα φεστιβάλ που διαμορφώνουν τη λίστα των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Όσκαρ, το ντοκιμαντέρ που κερδίζει τον Χρυσό Αλέξανδρο προκρίνεται αυτομάτως στη λίστα προεπιλογής για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ.