
Amrum
Στην ταινία Amrum, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Καννών 2025 με ένα βαθιά ποιητικό δράμα εποχής, τοποθετημένο στις τελευταίες εβδομάδες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο απομονωμένο νησί Άμρουμ στην Βόρεια Θάλασσα. Ο 12χρονος Νάνινγκ (τον υποδύεται ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιάσπερ Μπίλερμπεκ) ζει μια σκληρή αλλά σχεδόν παραδεισένια ζωή με τη μητέρα του, μέχρι που μια οικογενειακή αλήθεια που έρχεται στην επιφάνεια, κλονίζει τα πάντα.
Ο Ακίν αφηγείται με δικά του λόγια την προσωπική του σύνδεση με το πρότζεκτ. Δεν πρόκειται απλώς για μια κινηματογραφική μεταφορά, αλλά μια πράξη βαθιάς ενδοσκόπησης και πολιτισμικής αυτογνωσίας. «Ο Χαρκ Μπομ έγραψε ένα σενάριο γεμάτο ποίηση, χάρη και σασπένς: το Amrum. Όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να γυρίσει ο ίδιος την ταινία, μου το πρότεινε.» Η πρόταση του Μπομ αποτέλεσε για τον Ακίν τιμή, αλλά και πρόκληση. «Δίστασα, γιατί είμαι ένας σκηνοθέτης-δημιουργός που πρέπει πάντα να βρίσκει μια προσωπική σύνδεση με το υλικό.» Η σύνδεση αυτή δεν άργησε να έρθει. Αρχικά μέσω της γραφής. Το αυθεντικό χειρόγραφο σενάριο του Μπομ ήταν μεγάλο σε έκταση, οπότε ο Ακίν ανέλαβε την προσαρμογή του. «Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η ιστορία μού έγινε πολύ αγαπητή. Ήταν σαν να υιοθετείς ένα παιδί. Κάποια στιγμή, σταματάς να αναρωτιέσαι και απλώς το αγαπάς άνευ όρων».

Amrum
Ο Μπίλερμπεκ, τον οποίο ο Ακίν έχει περιγράψει σαν «νέο Πολ Νιούμαν ή Μπραντ Πιτ», πλαισιώνεται από ένα πεπειραμένο καστ, όπως η Λόρα Τόνκε στον ρόλο της μητέρας και η Νταϊάν Κρούγκερ ως Τέσα. Οι χαρακτήρες τους, βουτηγμένοι στην αγωνία της μεταπολεμικής επιβίωσης, λειτουργούν ως καθρέφτης μιας ολόκληρης κοινωνίας σε μετάβαση. Αρχικά, ο Ακίν προσέγγισε το Amrum σχεδόν ως άσκηση ύφους. «Το συνέλαβα σαν πείραμα: πώς μπορώ να καταφέρω να γυρίσω μια ταινία του Χαρκ Μπομ; Ξαναείδα το έργο του, ανέλυσα τις γωνίες της κάμεράς του, τη σκηνοθεσία του στους ηθοποιούς, το μοντάζ του και πάνω απ’ όλα, τη στάση του.» Λίγο πριν τα γυρίσματα, ήρθε η αποκάλυψη:
«Όσο πλησίαζαν τα γυρίσματα, τόσο πιο πολύ καταλάβαινα ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες. Πρέπει να κάνω τη δική μου ταινία. Οι ταινίες που μου ήρθαν στο μυαλό όταν μου είπε ο Χαρκ την ιστορία ήταν οι Κλέφτες Ποδηλάτων και το Λούστρο Παπουτσιών του Βιτόριο ντε Σίκα. Οι σκηνές όπου ο Νάνινγκ ψάχνει για ξύλα τη νύχτα μου θύμισαν τη Νύχτα του Κυνηγού. Όλη η ταινία έπρεπε να αναπνέει το πνεύμα του Στάσου Πλάι Μου — κι έτσι, η κινηματογραφική μου παιδεία έγινε η πρώτη προσωπική σύνδεση με την ταινία. Ακολούθησαν κι άλλες.»
Η ταινία αποτελεί οπτικά ένα ταξίδι στην ιστορική μνήμη και την ηθική πολυπλοκότητα της Γερμανίας. Όμως για τον Ακίν, πήρε και μια πιο πολιτική χροιά. «Φίλοι που ζούσαν σε μια είδους Ντίσνεϊλαντ εκδοχή της Γερμανίας, άρχισαν να μιλούν για το ενδεχόμενο να φύγουν από τη χώρα. Αλλά ο Γκαίτε είπε: “Εκεί όπου μορφωνόμαστε, εκεί είναι και η πατρίδα μας.” Κι εγώ δεν θέλω να την αφήσω στους Ναζί.»
Ολοκληρώνοντας το σημείωμά του ο σκηνοθέτης, σε αυτή την «σύνδεση» με το Φεστιβάλ Καννών 2025, ήθελε να θυμίσει γιατί αγαπάμε το σινεμά: γιατί, τελικά, δεν εξηγείται πλήρως. «Ίσως αυτή να ήταν το τελευταίο μάθημα που μου έδωσε ο Δάσκαλος Χαρκ Μπομ: το σινεμά παραμένει ένα αιώνιο μυστήριο».