The Look of Silence / Η Όψη της Σιωπής (4,5/5)
Ντοκιμαντέρ υποψήφιο για Όσκαρ, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Joshua Oppenheimer, με τους Adi Rukun, M.Y. Basrun, Amir Hasan, διάρκειας 103 λεπτών, σε διανομή της Filmcenter Τριανόν
Σε συνέχεια του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του The Act of Killing / Η Πράξη του Φόνου, ο Τεξανός Joshua Oppenheimer εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στη φρίκη που ακολούθησε το στρατιωτικό πραξικόπημα της Ινδονησίας το 1965, που οδήγησε στο θάνατο πάνω από 1.000.000 ανθρώπους.
Υποδειγματικά γυρισμένο και ελεγειακά μονταρισμένο, σα δεξί κροσέ στο αριστερό χουκ που ήταν το The Act of Killing / Η Πράξη του Φόνου, το follow-up του Joshua Oppenheimer στο φιλμ που τον οδήγησε στις υποψηφιότητες των Όσκαρ το 2014, είναι το ντοκιμαντέρ που θα άλλαζε τον τρόπο που γυρίζονται τα ντοκιμαντέρ, αν υπήρχε άνθρωπος που να μπορούσε να το αποσυνθέσει για να το κάνει κομματάκια και να το διδάξει. Βαθύτατα ουμανιστικό κι αδιαπραγμάτευτα πολιτικό, προϊόν δεκαετούς παραμονής στην Ινδονησία για τις ανάγκες των δυο ντοκιμαντέρ, το δεύτερο ετούτο φιλμ του Oppenheimer αποτελεί μια καθοριστική καταβύθιση στις αβύσσους της φρίκης που μπορούν να αφήσουν πίσω τους τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, εκθέτοντας τα αποτελέσματα της φρικαλέας επιχείρησης αφανισμού αντιφρονούντων της πρώτης ταινίας, μέσα από τις μαρτυρίες συγγενών των θυμάτων, αλλά και από τους ανατριχιαστικούς καγχασμούς με τους οποίους συνοδεύουν τα φρικαλέα ανδραγαθήματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα που την είχαν εκτελέσει μερικές δεκαετίες πριν –με τις ευλογίες δυτικών δυνάμεων, βεβαίως, που δεν μένουν διόλου στο απυρόβλητο της κάμερας του Τεξανού.
Δίχως ανάγκη να καταφύγει σε εντυπωσιοθηρικές ανασκαφές αρχειακών πλάνων, ο Oppenheimer εντοπίζει την οδύνη στα χαραγμένα απ’ τον πόνο και τις αναμνήσεις πρόσωπα των επιζησάντων, τα κενά βλέμματα των οποίων είναι αρκετά για να μαρτυρήσουν τις σκιές θρέφει ένα κράτος το οποίο διδάσκει το μίσος και τον φόβο με φρικιαστική σπουδή, φροντίζοντας να διαιωνίσει τη μισαλλοδοξία που θα θρέψει την παραμονή του στο διηνεκές, εξαλείφοντας κάθε υποψία αμφισβήτησης πριν καν γεννηθεί: Οι σκηνές απ’ τα σχολεία στα οποία ο φασισμός βαφτίζεται δημοκρατία, με την ίδια ευκολία που ένα τούβλο βαφτίζεται καρβέλι, καθόλου δεν απέχουν απ’ τα αντίστοιχα ενσταντανέ του Κυνόδοντα, που τόσο εξόργισε τους περαστικούς θεατές με τις ιστορίες του για πληκτρολόγια και διδασκαλίες κατ’ οίκον, μέσα σε ψηλούς πυκνούς φράχτες με μεγάλες αυλές γεμάτες τέρατα. Ακόμη και για εκείνους όμως που στις εικόνες τις αριστουργηματικής αλληγορίας των Λάνθιμο – Φιλίππου, δεν έβλεπαν τίποτα πέρα από ασκήσεις στον σουρεαλισμό, ο εφαρμοσμένος παραλογισμός των ντοκουμενταρισμένων αφηγήσεων του Oppenheimer απ' την πρόσφατη ιστορία της Ινδονησίας, θα αποδειχθεί κάτι παραπάνω κι από στοιχειωτικός, και ας ελπίσουμε επίκαιρος.
Fai Bei Sogni (Sweet Dreams) / Όνειρα Γλυκά (2,5/5)
Δράμα σε σκηνοθεσία Marco Bellocchio και σενάριο του ιδίου και των Edoardo Albinati και Valia Santella (απ’ τη νουβέλα του Massimo Gramellini), με τους Bérénice Bejo, Valerio Mastandrea, Fabrizio Gifuni κ.ά., διάρκειας 134 λεπτών, σε διανομή της Seven Films
Μεσήλικα δημοσιογράφος που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό της μητέρας του, μαθαίνει πως αυτό οφειλόταν επειδή πέρασε ολόκληρη τη ζωή του μέσα σ’ ένα ψέμα.
Αναπάντεχα μονοδιάστατο, αλλά επουδενί ρηχό, το βιογραφικό δράμα με το οποίο άνοιξε το περασμένο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών ο Marco Bellocchio είναι μια αποφασιστικά ανθρωποκεντρική εξερεύνηση των βαθιών πληγών ενός οδυνηρού αποχωρισμού, τις πολλαπλές εκδηλώσεις των οποίων συνθέτει ο βετεράνος Ιταλός με μαστόρικη φινέτσα και ανάλαφρη ευαισθησία. Ένας δημοσιογράφος που μεγάλωσε μέσα στο ψέμα, και γι’ αυτό μάλλον δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αλήθεια –γεγονός που ήταν μάλλον κι ο λόγος στον οποίο οφείλει την στρωτή κι αξιόπιστη καριέρα του—είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του Bellocchio, και παρ’ ότι πρόσφορη για εξερεύνηση, αυτή η παραδοξότητα περνάει απαρατήρητη για τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη, χωρίς αυτό όμως να είναι το μόνο απογοητευτικό στοιχείο της ταινίας. Χάνοντας αρκετά νωρίς τη σταθερότητα στα πατήματά του, ο Bellocchio δυσκολεύεται να διατηρήσει το ρυθμό που θα συγκρατήσει την εξαντλητική 2ωρη plus διάρκεια της ιστορίας του, τα κατακερματισμένα αφηγηματικά νήματα της οποίας, όσο πλούσια είναι σε συναισθηματικό ψαχνό, άλλο τόσο είναι φορτωμένα με αχρείαστο λίπος, το οποίο ποτέ δεν μετατρέπεται στο μυώδες δεύτερο επίπεδο που τόσο ανάγκη έχει η δραματουργία του. Έτσι, το σύνολο καταντά αχρείαστα πλαδαρό, σχεδόν σαν τηλεοπτικό προϊόν που πασχίζει να απλώσει τη διάρκεια για να γεμίσει τα κενά ανάμεσα στις δραματικές κορυφώσεις των επεισοδίων του, γεγονός που, σε συνδυασμό με την επίσης απογοητευτική προηγούμενη ταινία του Ιταλού μαέστρο, επιτείνει τον προβληματισμό για την οξύτητα του βλέμματός του.
The Assignment / Διπλή Εκδίκηση (1/5)
Περιπέτεια δράσης σε σκηνοθεσία του Walter Hill και σενάριο του ιδίου και του Dennis Hamill, με τους Michelle Rodriguez, Sigourney Weaver κ.ά., διάρκειας 95 λεπτών, σε διανομή της Odeon.
Μάτσο εκτελεστής πέφτει στο τραπέζι βαρεμένης πλαστικής χειρουργού και σηκώνεται μάτσο εκτελέστρια.
Εκεί που το Oldboy συναντά το Tarantula (τη νουβέλα στην οποία ο Pedro Almodovar βάσισε το La Piel Que Habito / Το Δέρμα που Κατοικώ, εκεί κατοικεί αυτό το άβολο, σενσεσιοναλιστικό υβρίδιο τζάμπα πρόκλησης, αρπακόλικης περιπέτειας και οπορτουνίστικων βλέψεων, που αν δεν βάσιζε την έναρξη της πλοκής του σε μια επιφανειακή σα το θαλάσσιο σκι προσέγγιση ενός πλούσιου σε ουσιαστικές υπαρξιακές προεκτάσεις concept, δεν θα είχε τίποτα απολύτως για να ξεχωρίσει απ’ τη στοίβα των b-movie αφετηριών το --πέρα ίσως απ’ την ανάλαφρη άνεση με την οποία χειρίζεται τις υπερβίαιες εξάρσεις του ο Walter Hill. Λιγότερο άνετα χειρίζεται τις ξεκούδουνες αναφορές του στην κομικίστικη αισθητική o σκηνοθέτης, την οποία είναι ασαφές αν επιλέγει προκειμένου να αποδραματοποιήσει την απλόχερη βιαιότητα της πλοκής, ή γιατί ψάχνει απελπισμένα να προσδώσει ένα κάποιο στιλιζάρισμα σε μια κενή αισθητικού στίγματος δουλειά --αν και αυτό το δεύτερο είναι το πιο ασφαλές για στοίχημα. Θλιβερότερα ακόμα κι απ’ τις κομικίστικες αναφορές είναι κατ’ αρχήν το χαράμισμα της Sigourney Weaver σε έναν ρόλο πολύ κατώτερο της ερμηνεύτριας και του παρελθόντος της (αλλά κάπως πρέπει να βγει το παντεσπάνι προφανώς), κι ύστερα το εύρημα του βίντεο-ημερολογίου ως απόπειρα δήθεν οργανικής ενσωμάτωσης της first-person αφήγησης απ’ την Michelle Rodriguez που πρωταγωνιστεί, και μ’ αυτόν τον τρόπο προσφέρει τεμπέλικη ευκολία στους τεμπέλικους θεατές, να παρακολουθήσουν την τεμπέλικη εξέλιξη μιας τεμπέλικης πλοκής, που όσο ξεδιπλώνεται απαριθμώντας τις συμβάσεις του είδους, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται ως ένα αυτολογοκριμένο exploitation movie, το οποίο όμως δεν ξέρει καν τι ακριβώς ξεκίνησε να κάνει exploit.
Επίσης στις αίθουσες:
The Eagle Huntress / Η Κυνηγός με τον Αετό
Δεκατριάχρονη Καζάκα εκπαιδεύεται για να γίνει η πρώτη κυνηγός με αετό που έχει βγάλει η οικογένειά της εδώ και δώδεκα γενιές. Ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία Otto Bell, με τους Aisholpan Nurgaiv και Rys Nurgaiv και αφήγηση της Daisy Ridley, διάρκειας 87 λεπτών, σε διανομή της Danaos Films.
Patriots Day / Η Μέρα των Ηρώων
Το πλήρες χρονικό της βομβιστικής επίθεσης στον Μαραθώνιο της Βοστόνης το 2013, που κατέληξε σε ένα ευρύ ανθρωποκυνηγητό προκειμένου να βρεθούν οι υπεύθυνοι μιας απ’ τις πιο αιματηρές επιθέσεις κατά του Δυτικού Κόσμου εδώ και χρόνια. Δραματική περιπέτεια σε σκηνοθεσία Peter Berg και σενάριο του ιδίου και των Matt Cook και Joshua Zetumer, με τους Mark Wahlberg, Michelle Monaghan, J.K. Simmons κ.ά., διάρκειας 133 λεπτών, σε διανομή της Spentzos Film.