Η άνοιξη έχει κοκκινισμένα μάτια από αλλεργίες και μπύρες στον ήλιο. Έχει βροχές και εσπρέσο φρέντο με πολύχρωμα καλαμάκια. Σουβλάκια στο χέρι στην Καλλιδρομίου με ντάλα ήλιο και μπουφάν να κρέμονται αναποφάσιστα στις κρεμάστρες. Είναι ακριβώς αυτή η εποχή που –θες δε θες- παίρνει σάρκα και οστά το περιβόητο «πάρε και μια ζακέτα» των απανταχού Ελληνίδων μαμάδων.
Και ναι, είναι η χαρά του κυκλοθυμικού και το σπίτι του αναποφάσιστου. Μπορεί, δηλαδή, τα λουλούδια να ανθίζουν και οι αισιόδοξες ματιές να ξεπετάγονται κάτω απ’ τα σκεπάσματα, αλλά οι βροχές και τα κασκόλ επιφυλάσσουν πάντα μερικούς ηχηρούς επιθανάτιους ρόγχους πριν την δική τους καλοκαιρινή νάρκη.
Η απότομη εναλλαγή των διαθέσεων του καιρού και η μέρα που βάζει τα δυνατά της να μη μας εγκαταλείπει μέχρι τις 9 το βράδυ, εξαλείφουν τα χειμωνιάτικα χασμουρητά και καλούν σε κινηματογραφικές βραδιές με μπύρες και σπιτικά κοκτέιλ.
Delicatessen (1991)
Κι αν ο τίτλος θυμίζει κάτι από παστουρμά σε γκουρμέ εκδοχή, δε θα πρέπει να πάρετε τα λεγόμενα του στα σοβαρά. Η λιχουδιά για τον Jean-Pierre Jeunet, είναι η αγνή και άσπιλη ανθρώπινη σάρκα. Η ιστορία εδώ χρησιμοποιεί το απόλυτα παράδοξο της ανθρωποφαγίας για να δημιουργήσει μια μαύρη κωμωδία ,εν είδει παραμυθιού, όπου το καλό θριαμβεύει και η ανθρώπινη σάρκα τη βγάζει καθαρή.
Το φόντο, μια post apocalyptic κοινωνία, όπου το κρέας ,ως τροφή, έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Εκεί, ένας πρώην κλόουν μπλέκεται στα δίχτυα ενός χασάπη ο οποίος, εν αγνοία του, προτίθεται να τον σερβίρει ως μεζέ στους ενοίκους της πολυκατοικίας του. Ο έρωτας ,όμως, θα χτυπήσει, με τα διπλά, αμοιβαία και αδιάσπαστα βέλη του, κλόουν και κόρη χασάπη. Και φυσικά, θα οπλίσει τη θέληση της ερωτοχτυπημένης Ζουλί να στραφεί κατά του πατέρα της για να σώσει τον άρτι αφιχθέντα αγαπητικό της από τη μετατροπή του σε εκλεκτό έδεσμα.
Μπορεί ο άνθρωπος να σκοτώνει το ίδιο του το είδος σε ιδιότυπες κοκορομαχίες για τη χάραξη συνόρων και την επιβολή εξουσίας, υπό την κωδική ονομασία πόλεμοι, αλλά απέχουμε χιλιόμετρα από την ουσιαστική ανθρωποφαγία. Οτιδήποτε, λοιπόν, αν και θα ήταν τραγικό, είναι τελικά αδύνατο να συμβεί, κυκλοφορεί άνετο σε κεφάλια συγγραφέων με τον τίτλο σουρεάλ και προσφέρει αφειδώς τον εαυτό του ως υλικό σε μαύρες κωμωδίες. Και η μαύρη κωμωδία ισούται με γρήγορες εναλλαγές γέλιου και δράματος, όπως ακριβώς και η άνοιξη, με το αδιάκοπο αλισβερίσι ζεστού και κρύου καφέ.
High Fidelity (2000)
Αν ο έρωτας είναι μαγεία, η αγάπη είναι ρεαλισμός. Οι εννιά αυτές λέξεις συνοψίζουν περιεκτικά και οριστικά το μικρό μυστικό της ταινίας του Stephen Frears και των ανθρώπινων σχέσεων.
Η επί σειρά ετών κοπέλα του Rob, -δια χειρός John Cusak-, τριανταπεντάρη ιδιοκτήτη καταστήματος δίσκων τον αφήνει στα κρύα του λουτρού, για τα μάτια του Ίαν, μειλίχιου τύπου αντίστοιχης ηλικίας με πλούσια κώμη και γείτονα του επάνω ορόφου. Ο πρωταγωνιστής, αν και δεν υπήρξε η πλέον αθώα περιστερά κατά τη διάρκεια της σχέσης, αντιδρά σαν σκύλος που του κλέβεις το φαγητό από το στόμα, δηλαδή δαγκώνει και κλαίγεται ταυτόχρονα. Όσο βέβαια κλαίγεται και διεκδικεί παθιασμένα την επιστροφή του απολωλότος έρωτα σουλατσάρει ως ελεύθερο πουλί αυξάνοντας τον αριθμό των κατακτήσεων του. Ταυτόχρονα, επιδίδεται απεγνωσμένα σε αποτίμηση και ιεράρχηση περασμένων σχέσεων.
Μια ταινία προορισμένη όχι να αποκαλύψει την αλήθεια και την ουσία του κόσμου, αλλά την αλήθεια του εαυτού σου. Αυτού του εαυτού που ψάχνει απεγνωσμένα να τοποθετηθεί ανάμεσα στο δίπολο κυριακάτικες βόλτες χέρι χέρι και κυριακάτικος ολοήμερος ερωτικός μαραθώνιος.
Stroszek (1977)
Υπάρχει μια απλή και αδιαπραγμάτευτη φράση που υπαγορεύει πως ο Werner Herzog είναι θεός. Και αν τα πρόσφατα σκηνοθετικά του παραστρατήματα απειλούν να τον ρίξουν από το βάθρο του, η απάντηση δια στόματος κάποιου θεού προκύπτει αυτόματα, «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
Εδώ χαρίζει στην 7η τέχνη την πιο ιδιαίτερη ,ίσως, ταινία της φιλμογραφίας του. Ένας αλκοολικός άρτι αποφυλακισθείς, μια πόρνη και ένας ηλικιωμένος άντρας, αποφασίζουν ότι η Γερμανία έχει κατασπαράξει κάθε τους ελπίδα. Και τότε, ως από μηχανής θεός και μονόδρομος ξεπροβάλλει η Αμερική. Αναζητώντας, λοιπόν, τη γη της επαγγελίας μαζεύουν τα λιγοστά τους μπογαλάκια και τα τσακισμένα όνειρα για να ανακαλύψουν πως εχθρός του κακού είναι μόνο το χειρότερο. Ο παράδεισος αποδεικνύεται μαϊμού και η νέα τους αρχή καταδίκη.
Κι αν η ταινία μιλάει για ένα κόσμο μαύρο κι άραχνο που δε σκαμπάζει από διαφορετικές όχθες του Ατλαντικού, ο Herzog επιστρατεύει ένα σενάριο και τρεις πρωταγωνιστές που παρά την ατυχία τους, χαρίζουν αφειδώς ειρωνικά μειδιάματα. Και ένα τέλος αποθέωση και αίνιγμα, που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο γέλιο, το κλάμα και την κινηματογραφική μαγεία.
Sideways (2004)
Η ενδοσκόπηση είναι κωμικοτραγική ως λέξη. Τραγική, γιατί συνδέεται με μαύρα σύννεφα και δράματα. Κωμική, γιατί ενώ υπονοεί έναν μοναχικό τύπο που κόβει βόλτες εντός του μόνος, στην πραγματικότητα, κάθε κοινωνικό ον, για να βουτήξει μέσα του χρειάζεται αναπόφευκτα (καλή) παρέα.
Σ’ αυτή ακριβώς την παγίδα έχει πιαστεί και ο Μάιλς, ένας μετρίας εμφάνισης 35άρης διαζευγμένος προ διετίας τύπος, που επιμένει με γαϊδουρινό πείσμα να εκδώσει ένα βιβλίο που μόλις έγραψε και να πνίξει μόνος τον καημό του χωρισμού μέσα σε πολύ και καλό κρασί. Τα λιμνάζοντα νερά της μοναχικής οινοποσίας θα ταράξει ένα road trip 7 ημερών, εν είδει bachelor party, εν όψει του γάμου του ρηχού πλην γοητευτικού κολλητού του φίλου, αθεράπευτου γυναικά και ψιλοδιάσημου ηθοποιού, Jack. Εν μέσω ακατάσχετης οινοποσίας ο –τραβάτε με κι ας κλαίω- Μάιλς θα καταλάβει πειθήνια πως μοναχικός καουμπόι και ενδοσκόπηση δεν πάνε παρέα. Όσο για τον Τζακ, τα θέλγητρα της γαμήλιας ζωής θα συνεχίσουν να φωτίζουν σα φάρος και να σκούζουν σα σειρήνα μέχρι να υποκύψει πρόθυμα ή μη.
Χαμόγελα, μυρωδιά καλού κρασιού και μια αδιόρατη αίσθηση «αυτό το έχω ζήσει κι εγώ». Αυτή την υπόσχεση δίνει o Alexander Payne και δεσμεύεται να την τηρήσει. Τουλάχιστον όσο έχει ήλιο.
Tears of Endearment (1983)
Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι θρίαμβοι δεν μνημονεύονται πάντα. Απτό παράδειγμα θριάμβου που έχει παραδοθεί στη λήθη είναι η ταινία "Τerms of Endearment" του James L. Brooks, η οποία έφυγε από την τελετή των Όσκαρ του 1984 με τέσσερα «μεγάλα» βραβεία.
Τα αγαλματίδια κοσμούν τα πολυτελή ράφια των συντελεστών αλλά λίγοι θυμούνται αυτή την ταινία- ορισμό του γλυκόπικρου. Μάνα και κόρη, Shirley Maclaine και Debra Winger, μπλέκονται σε ένα αυτονόητο γαϊτανάκι επιβολής εξουσίας. Οι σχέσεις, δε, θα ενταθούν, με βασικό πρόσκομμα το σύζυγο της κόρης τον οποίο η μάνα δεν θα υποδεχτεί με την καλύτερη των διαθέσεων. Λίαν συντόμως, η κόρη μετά του συζύγου θα μετακομίσουν μακριά από την επιρροή της μητέρας και τα τρία παιδιά δεν θα αργήσουν να έρθουν. Η σχέση του ζευγαριού, δυστυχώς, δεν θα εξελιχθεί «μέλι γάλα» και δύο εκατέρωθεν εραστές θα προκύψουν ως αυτονόητη συνέπεια. Η νεανίζουσα και γοητευτική μάνα στην πορεία θα ανακαλύψει κι εκείνη, ένεκα Jack Nicholson, πως ο έρωτας μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Αντικείμενο του πόθου της, ένας γυναικάς αστροναύτης, ο οποίος πρόθυμα θα απεμπολήσει τα θέλγητρα των νεότερων γυναικών, αποδεικνύοντας πως κάθε στρίγγλος μπορεί να γίνει αρνάκι μπροστά στην «αληθινή» αγάπη. Το τέλος θα έρθει τραγικό για να ανατρέψει τα δεδομένα και να αποδείξει περίτρανα πως η κλισέ ατάκα που υπαγορεύει πως «η ζωή συνεχίζεται» είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Το αν η ζωή μιμείται την τέχνη ή η τέχνη τη ζωή είναι δίλημμα μεγατόνων. Οπότε ίσως απλώς να πρέπει να καταλήξουμε στην απλούστερη διατύπωση, ότι η ζωή μιμείται την άνοιξη και να αφεθούμε ανενόχλητοι στην κινηματογραφική αποτύπωση της διπλής φύσης της άνοιξης και της ζωής.