Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
26.08.2025

Η ζωή και η τέχνη του Μέμου και της Ζιζής Μακρή σε ένα ντοκιμαντέρ πέρα από τον χρόνο

«Το Βράδυ Υποχωρεί» του Τίμωνα Κουλμάση, που προβάλλεται αυτές τις μέρες στο φεστιβάλ του Καστελλόριζου, καταγράφει το έργο των δύο σπουδαίων δημιουργών, υλοποιώντας την επιθυμία της κόρης τους, γλύπτριας Κλειούς Μακρή, να το διατηρήσει ζωντανό.

Μέμος και Ζιζή Μακρή

Ελευθερία. Μνήμη. Ιστορία. Ο Άνθρωπος περιστρέφεται σε όλη του τη ζωή γύρω από αυτά, όπου κι αν βρίσκεται, ότι κι αν κάνει. Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Τίμωνα Κουλμάση, «Το Βράδυ Υποχωρεί», με αφορμή και αιτία την περιπετειώδη ζωή, τη δύσκολη  διαδρομή και το γόνιμο έργο του Μέμου και της Ζιζής Μακρή, που μέχρι το τέλος τους υπήρξαν πιστοί και αφοσιωμένοι τόσο στα ιδανικά τους όσο και στον Άνθρωπο, επανεξετάζει διαχρονικά ερωτήματα πάνω στην ουτοπία, την ελευθερία, την ιδεολογία. Και είναι πραγματικά αυτό που το κάνει τόσο σημαντικό στις μέρες μας…

Ο σκηνοθέτης καταγράφει το “ταξίδι” που έκαναν οι δύο σπουδαίοι δημιουργοί μέσα στον στρόβιλο του Ψυχρού Πολέμου και στη μεριά που όριζε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», καταφέρνοντας να διατηρήσουν την καλλιτεχνική –και όχι μόνο– ελευθερία τους, κι ανοίγοντας ταυτόχρονα τα όρια του κλειστού σοσιαλιστικού ρεαλισμού μέσα στα οποία ζούσαν, για τους ίδιους και για άλλους. Δεν πρόδωσαν ποτέ την πίστη τους στον κομμουνισμό, ακριβώς γιατί θεωρούσαν ότι έτσι ο άνθρωπος θα ήταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Έφυγαν χωρίς να μάθουμε από τους ίδιους αν ένιωσαν προδομένοι ή τουλάχιστον πικραμένοι με την άδοξη έκβαση της ιστορίας, μετά από τόσα χρόνια αγώνων. Όμως είναι όντως αναγκαίο κάτι τέτοιο; Ή αρκούν τα λόγια του Μέμου Μακρή «δεν μπορώ να δω την Τέχνη χωρίς να είναι ο Άνθρωπος μέσα» και της Ζιζής «Η Τέχνη για μένα είναι το πρόβλημα της ελευθερίας και ταυτόχρονα η λύση του», για να κατανοήσουμε το εύρος του νου τους;

Το ήδη βραβευμένο ντοκιμαντέρ που είχε προβληθεί πριν λίγους μήνες στις αίθουσες, συμμετέχει αυτές τις μέρες στο κυρίως Διαγωνιστικό Τμήμα του 10ου Beyond Borders - Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου.

Κίνα, έργο της Ζιζής Μακρή

Κίνα, έργο της Ζιζής Μακρή

Ντοκιμαντερίστας –και όχι μόνο– με ξεχωριστή ματιά κι εμπειρία στο βιογραφικό πορτραίτο, ο Τίμων Κουλμάσης, πολίτης της Ευρώπης ο ίδιος, ενδιαφέρεται διακαώς στο έργο του, χρόνια τώρα, για την ατομική και συλλογική Μνήμη και την Ιστορία. Για το πώς τις φυλάμε μέσα μας –πέρα από τις επίσημες σελίδες και τα βιβλία– και τις μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά. Για το πώς μας καθορίζουν στο παρόν μας. Παράλληλα, ο ιδιαίτερος και σύγχρονος τρόπος της κινηματογραφικής γραφής και σκέψης του, λιτός, πειραματικός κι ενταγμένος ταυτόχρονα σε ένα μοναδικό ηχοτοπίο, πετυχαίνει να δώσει τόσο φρέσκια πνοή στο παρελθόν και στο υλικό του, που μπορεί να κάνει ακόμη και τη νέα γενιά να σηκώσει το βλέμμα από το κινητό της και να θελήσει να μάθει για όσα ίσως, χωρίς να το ξέρει, την όρισαν.

Γεννημένος στην Γερμανία, με σπουδές στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία στη γενέτειρά του και τη Γαλλία, ο Τίμων Κουλμάσης άρχισε από το 1983 να εργάζεται ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος στο Παρίσι, κι από τότε μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα. Όταν η κόρη του Μέμου και της Ζιζής Μακρή, Κλειώ, εικαστικός και η ίδια όπως οι γονείς της, είδε την ταινία του «Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου» (2016), συγκινήθηκε. Ο σκηνοθέτης μέσα από την προσωπική ερωτική ιστορία του πατέρα του με την εικαστικό Νέλλη Ανδρικοπούλου, κατέγραφε την κατοχική Ελλάδα αλλά και το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε εξαιτίας του Ναζισμού και του Παγκόσμιου Πόλεμου. Τότε η καλλιτέχνιδα αποφάσισε, μετά από πρόταση της παραγωγού Κατερίνας Μπεληγιάννη, να τον συναντήσει.

Είτε από σύμπτωση είτε από παιχνίδι της μοίρας, οι δύο καλλιτέχνες είχαν κάποια “κοινά” στοιχεία στο βιογραφικό τους: η Κλειώ Μακρή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην κομμουνιστική Ουγγαρία, στη Βουδαπέστη –τόπο εξορίας αλλά και μέρος που έδρασαν, άνθησαν και διακρίθηκαν ως καλλιτέχνες οι γονείς της–, βρέθηκε από μικρή στο Παρίσι όπου σπούδασε Ψυχολογία και Τέχνη και μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Πόλη του Φωτός και την Αθήνα. Και οι δύο, δημιουργοί στο χώρο της Τέχνης. Και οι δύο με αναμνήσεις ζωής στη διαιρεμένη Ευρώπη. Δεν γνωρίζω αν το συζήτησαν ποτέ μεταξύ τους, αλλά βλέποντας το ντοκιμαντέρ δεν μπόρεσα να μην το σκεφθώ. Και τελικά, ποιος ξέρει; Ίσως τίποτα δεν είναι τυχαίο…

«Την ιδέα για την ταινία την είχε η παραγωγός Κατερίνα Μπεληγιάννη και μαζί με την Κλειώ Μακρή, που είναι και η ίδια εξαιρετική γλύπτρια, μου έκαναν την πρόταση. Έχοντας μεγαλώσει στη διαιρεμένη Γερμανία, με ενδιέφερε να φωτίσω την εποχή του Ψυχρού Πολέμου από διαφορετική οπτική γωνία. Εξάλλου με ενδιαφέρει η Τέχνη γενικά. Μια ταινία για ένα ζευγάρι καλλιτεχνών πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», το οποίο αντιστέκεται με τα δικά του εκφραστικά μέσα στο επίσημο στιλ του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ήταν μια δελεαστική πρόκληση», λέει ο σκηνοθέτης περιγράφοντας πώς ξεκίνησαν όλα.

Ο Μέμος, η έφηβη Κλειώ και η Ζιζή Μακρή στην ταινία

Η Κλειώ Μακρή συνεργάστηκε μαζί του σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ, παρέχοντας πηγές, αρχεία, επαφές, αλλά και απόλυτη ελευθερία στο πώς θα γινόταν η ταινία, ενώ προτίμησε να μην εμφανιστεί η ίδια. Βέβαια την βλέπουμε έτσι κι αλλιώς, μικρό παιδί με τους γονείς της στην καθημερινότητά τους - κι έχει ενδιαφέρον αυτό. «Μου άρεσε πολύ η ματιά του Τίμωνα Κουλμάση. Μου άρεσε η ιδέα ένας καλλιτέχνης να μιλάει για άλλους καλλιτέχνες σε έναν καλλιτέχνη, γιατί βλέπει διάφορα πράγματα - όχι μόνο το τελειωμένο έργο αλλά όλη την πορεία της δημιουργίας του», σημειώνει. «Η ταινία είναι σημαντική για μένα προσωπικά, επειδή είναι το βλέμμα ενός διαφορετικού καλλιτέχνη που μας προσφέρει κάτι καινούριο μέσα από τις δικές του επιλογές και τις δικές του ιδέες. Είναι ένα ανεξάρτητο δημιούργημα που δίνει την δυνατότητα στους θεατές να γνωρίσουν το έργο και την ζωή των γονιών μου στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα. Δεν ήθελα να μιλήσω η ίδια στο ντοκιμαντέρ. Αυτό που επιθυμούσα ήταν να γνωρίσουν εδώ στην Ελλάδα τη δουλειά των γονιών μου εκεί, στην Ουγγαρία. Και στην Ουγγαρία να γνωρίσουν την δουλειά τους εδώ πέρα. Η κάθε χώρα δηλαδή να μάθει το έργο που οι γονείς μου είχαν κάνει στην άλλη. Όταν ήρθα στην Ελλάδα από το Παρίσι, γνώρισα δημιουργούς –όπως και τα παιδιά τους αργότερα– και κατάλαβα ότι εδώ, δυστυχώς, πολλοί “χάνονται”… Το σημαντικό έργο τους σβήνει μέσα στον χρόνο. Αν δεν μπορέσουν οι δικοί τους άνθρωποι να το διατηρήσουν, δεν υπάρχει κρατική πρόνοια. Για αυτόν τον λόγο ήθελα να κάνω κάτι…», υπογραμμίζει. Και μιλάει για το σωματείο Φίλοι Μέμου-Ζιζής Μακρή που ίδρυσε, την προσπάθειά της τα τελευταία χρόνια να αρχειοθετήσει, να καταγράψει σε βιβλία αλλά και να εκθέσει το έργο των γονιών της σιγά σιγά, στο παρόν και το μέλλον –«είναι τεράστιο το αρχείο, ειδικά της μητέρας μου». Αγωνιά. Αυτόν τον καιρό μάλιστα, το έργο της μητέρας της Ζιζής Μακρή, μαζί με εκείνο της Βάσως Κατράκη, εκτίθεται στην οικία Μ.Ε. Κυδωνιέως της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, στην Άνδρο. Η σημαντική έκθεση-αφιέρωμα στις δύο κορυφαίες χαράκτριες, «Μήτρες της Μνήμης», θα διαρκέσει ως τις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ προβλήθηκε στο νησί και το ντοκιμαντέρ του Τίμωνα Κουλμάση.

Το ατμοσφαιρικό, ποιητικό, συγκινητικό ντοκιμαντέρ, παίρνει τον τίτλο του από στίχους του Paul Éluard (Πωλ Ελυάρ): «Το βράδυ υποχωρεί. / Μέρα με τη μέρα, η δυστυχία δίνει τη θέση της στην αυγή». Το ποίημα «Le Soir recule» («Το βράδυ υποχωρεί»), περιλαμβάνεται στη συλλογή «Grèce, ma rose de raison» («Ελλάδα, Ρόδο του λογικού μου») του αντιστασιακού κομμουνιστή φιλέλληνα ποιητή, που εκδόθηκε, με υπέροχη εικονογράφηση της Ζιζής Μακρή, το 1949 υμνώντας τον αγώνα του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας), μετά την επίσκεψη του ίδιου στον Γράμμο. Στην πρώτη έκδοση το λεύκωμα, με έξι ποιήματα και αντίστοιχες έγχρωμες ξυλογραφίες, τυπώθηκε στο χέρι σε 50 μόλις αντίτυπα από τον ίδιο τον Μέμο Μακρή. Μάλιστα στο εξώφυλλο υπήρχε το πατρικό επώνυμο της Ζιζής Μακρή, Srnitch (στα σερβικά Srnič, καθώς γεννήθηκε στο Βελιγράδι), που στην ελληνική, δίγλωσση έκδοση του 2000 (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μτφ. Ελένη Μπιμπίκου-Αντωνιάδη/εξαντλημένο), αντικαταστάθηκε.

O Μέμος Μακρής στο ατελιέ του στη Βουδαπέστη

Με πλούσιο αρχειακό φιλμικό και άλλο υλικό (φωτογραφίες, ηχογραφήσεις κ.α.), η ταινία χωρίζεται σε κεφάλαια που τα περισσότερα καταγράφουν «Στιγμές της ζωής του Μέμου και της Ζιζής Μακρή πίσω από το “Σιδηρούν Παραπέτασμα”». Παράλληλα διαθέτει σημαντικές μαρτυρίες φίλων των καλλιτεχνών: του φιλόσοφου Σάββα Μιχαήλ, του σκηνοθέτη Μάνου Ζαχαρία, του πολιτικού επιστήμονα Ηλία Νικολακόπουλου, του Ούγγρου εικαστικού/σκηνοθέτη Péter Forgács (Πήτερ Φόργκατς), του επιζώντα στρατοπέδων συγκέντρωσης, Pál Ferenci (Παλ Φερέντσι). Ενώ πέρα από τις προσωπικές στιγμές του ζευγαριού ή τις αφηγήσεις τους, που προέρχονται στην περίπτωση του Μέμου Μακρή (1913-1993) από το παλιότερο ντοκιμαντέρ-πορτραίτο του Δημήτρη Στουπή για τον γλύπτη (1986) και στην περίπτωση της Ζιζής (1924-2014) από επιστολές και ημερολόγια, η ταινία καταγράφει εικόνες ιστορίας, σκηνές εξέγερσης και σκληρές σκηνές καταστολής, «πνιγμένες» σε κατακόκκινο χρώμα, στην Βουδαπέστη του 1956. Είναι μια περιπετειώδης, δραματική ιστορία αγάπης, ελευθερίας, πίστης και τέχνης, με φόντο ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του 20ου αιώνα.  

Η πειραματική μουσική, ο μελωδικός “θόρυβος”, τα έγχορδα, τα πλήκτρα, η τρομπέτα αλλά και η σιωπή που συνοδεύουν την εικόνα -το “πειραγμένο” υλικό-, όπως και το καθοριστικό μοντάζ, δίνουν στην ταινία του Τίμωνα Κουλμάση ένα αληθινά σύγχρονο στίγμα. Άλλωστε και το έργο των δύο καλλιτεχνών παρά το γεγονός ότι έχει χαραγμένα πάνω του τα σημάδια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού –ειδικά του Μέμου Μακρή–, από την άλλη ξεφεύγει τελείως, φθάνοντας σε κατάσταση μοντέρνας –κι όχι μόνο για την εποχή τους– τέχνης. Αρκεί να δεις το εμπνευσμένο από τη Νίκη της Σαμοθράκης «Μνημείο της Απελευθέρωσης» στην πόλη Πετς (1975) ή τις «Κολυμβήτριες» του (1967). Όπως λέει στην ταινία ο Péter Forgács, «δημιουργεί έξω από τα στερεότυπα της κομμουνιστικής ατζέντας στην τέχνη, κάνει κάτι πρωτότυπο, συγχωνεύει την Αρχαία Ελλάδα με την Σχολή του Παρισιού (École de Paris)‎‎».

«Οι Κολυμβήτριες» του Μέμου Μακρή στο σιντριβάνι του Κολυμβητηρίου, στην πόλη Κέτσκεμιτ, στην Ουγγαρία.

Ενώ τα παστέλ, οι ταπισερί, τα χαρακτικά της Ζιζής Μακρή, πολύχρωμο, δυναμικό κι ευαίσθητο έργο που απεικονίζει καθημερινές καταστάσεις και σφύζει από ζωή, «ανήκει στην απειρόχρωμη σφαίρα του μοντερνισμού», όπως λέει ο Σάββας Μιχαήλ κάποια στιγμή στην ταινία. «Η ελευθερία για την οποία μιλά η Ζιζή Μακρή μέσα από το εικαστικό της έργο, είναι η πανανθρώπινη ελευθερία όπου φυσικά ο καθένας έχει την ατομική του ελευθερία. Είναι και στην τέχνη της κομμουνίστρια, όχι μόνο στην ιδεολογία ή στην πολιτική της, με την έννοια του “communis” (σ.σ. λατινικά), του “κοινού”, του “οικουμενικού”», υπογραμμίζει.

Ο σκηνοθέτης Τίμων Κουλμάσης

«Δεν εμπνεύστηκα από τα ίδια τα έργα τους», σημειώνει ο Τίμων Κουλμάσης, ο οποίος στο ντοκιμαντέρ του κάθε άλλο παρά αγιοποιεί τους "ήρωές" του ή στέλνει μηνύματα. «Στις ταινίες μου προσπαθώ κάθε φορά εκ νέου και από την αρχή, μέσω μιας ευρηματικής κινηματογραφικής γλώσσας, να δημιουργήσω έναν χώρο μνήμης όπου μπορούν να αντηχήσουν οι αισθήσεις, τα συναισθήματα και οι αντιφάσεις της ζωής των ανδρών και των γυναικών -στο παρόν της αφήγησης- καθώς και η σιωπή όσων παραμένουν κρυφά ή δεν μπορούν να αναπαρασταθούν. Είναι πολύ δύσκολο να εισέλθει κανείς στο πεδίο της ιστορίας. Προφανώς, η γλώσσα αυτή πρέπει να αντιστοιχεί στις εικόνες, οπότε και στα έργα. Να είναι στο ύψος τους. Αυτό εξηγεί και τις επεμβάσεις στο αρχειακό υλικό (ως προς το χρώμα, την ταχύτητα, τον κόκκο, την αρνητική εικόνα κλπ.). Αυτές, οι σχεδόν ανεπαίσθητες αλλαγές της ταχύτητας και της υφής της εικόνας, δεν λειτουργούν ως εφέ αλλά επιτρέπουν την αίσθηση ενός συναισθηματικού χώρου όπου η υποκειμενική αντίληψη είναι συνυφασμένη με τα ιστορικά γεγονότα. Ταυτόχρονα θέτουν σε αμφιβολία τη χρήση τους ως «απόδειξη» μιας και μοναδικής αλήθειας, αυτής της επίσημης ιστορίας. Σημαντικό ρόλο στην κατασκευή αυτού του χώρου παίζει η μουσική ή μάλλον η ηχητική μπάντα. Ο στόχος δεν είναι να περιγράψει κι ακόμα λιγότερο να λειτουργήσει ως δραματική συνοδεία. Θα πρέπει να δημιουργήσει εντάσεις, αντανακλάσεις, σημαίνουσες ατμόσφαιρες. Η πρόθεση είναι να αποτελέσει ένα ηχητικό εκτός πεδίου που να συνδέσει τα διαφορετικά επίπεδα (χρόνου και νοήματος) της αφήγησης. Κατά τη διάρκεια του μοντάζ δουλεύω πολύ εντατικά με τον συνθέτη. Στην τελευταία μου ταινία «Lotte Eisner – Ένας χώρος, πουθενά» ζήτησα ένα σύγχρονο κουαρτέτο εγχόρδων με κλαρινέτο. Για αυτήν τώρα ένιωθα ότι χρειαζόμουν μια μελωδία με τρομπέτα. Γιατί; Δεν εξηγείται, το ακούω κάποια στιγμή μέσα μου…», επισημαίνει. Αλλά είναι και οι δύο ξαφνικές πινελιές τού «Άστα τα μαλλάκια σου» που δίνει μια βαθιά νότα νοσταλγίας και της έντονης ποπ μελωδίας αποχαιρετισμού «Most Kene Abbahagyni» («Τώρα πρέπει να σταματήσουμε») της Ουγγαρέζας Kati Kovács (Κάτι Κοβάτς) -αποκαλούμενης και «ωραιότερης γυναικείας φωνής της Ουγγαρίας»-, που παίζουν το δικό τους ρόλο στην ταινία.

Το μνημειώδες χάλκινο γλυπτό του Μέμου Μακρή Mauthausen (Μαουτχάουζεν), αφιερωμένο στα θύματα του ναζιστικού στρατοπέδου

Το ντοκιμαντέρ μιλάει για την εμπειρία του Μέμου Μακρή στο μέτωπο, την αντιστασιακή του δράση, την αναγκαστική αυτοεξορία του στη Γαλλία (σ.σ. με το πλοίο «Ματαρόα»), τις σπουδές στην Καλών Τεχνών και τη γνωριμία του εκεί με την Ζιζή Μακρή -και τελικά την απέλασή του από τη χώρα το 1950 λόγω των κομμουνιστικών φρονημάτων του. Περιγράφει τα χρόνια της Ουγγαρίας, της χώρας που τους δέχθηκε πάνω στην οριστική σοσιαλιστική μεταστροφή της. Την καλλιτεχνική του άνθηση με τα τεράστια, επιβλητικά γλυπτά του που κόσμησαν διάφορα σημεία της. Τις διακρίσεις και την ξεχωριστή θέση και προνόμια που απέκτησε στο Υπουργείο Πολιτισμού της, κατορθώνοντας, παρά το καθεστώς, να επιβάλει, όπως λέει η Κλειώ Μακρή «κάποιους καλλιτέχνες που θέλανε να τους απαγορέψουν, χαράκτες, γλύπτες στους οποίους οργάνωνε εκθέσεις». Αλλά και τους φόβους του στην εξέγερση του 1956 που πνίγηκε στο αίμα.

Η Ζιζή Μακρή στο ατελιέ της

Παράλληλα δίνει ισότιμη, ίσως και ιδιαίτερη, θέση στην Σερβογαλλίδα Ζιζή Μακρή, που έφθασε με υποτροφία –όπως και ο Έλληνας καλλιτέχνης- από το Βελιγράδι στο Παρίσι έχοντας χάσει τον αντιστασιακό αδερφό της τον οποίο εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Καταγράφει το εξαίρετο, πλούσιο, πολύπλευρο έργο της -χαρακτικά, ψηφιδωτά, ταπισερί, φωτογραφία-, που δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστό όσο του συντρόφου της. Ταξιδεύει στο πολύμηνο ταξίδι της στην Κίνα του 1956 που σημάδεψε την καλλιτεχνική της εξέλιξη και έδωσε εκπληκτικά έργα –«η μητέρα μου είχε πάει μόνη εκεί, χωρίς τον πατέρα μου», μου διευκρινίζει κάποια στιγμή η κόρη της, με ένα κρυφό αίσθημα περηφάνειας, θα έλεγα, για το δύσκολο για την εποχή τόλμημα για μία γυναίκα. «Γύρισε και όλη την Σοβιετική Ένωση αργότερα -την ενέπνεαν τα ταξίδια για να δημιουργεί έργα», τονίζει.

Οι γυναίκες της φυλακής, έργο της Ζιζής Μακρή

Η ταινία αναφέρεται και στο πρώτο ταξίδι της Ζιζής Μακρή στην Ελλάδα, ως μέλος αποστολής με σκοπό να φυγαδεύσει από τη χώρα το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Φώκο Βέττα, την σύλληψή της και τον εγκλεισμό της για ένα χρόνο στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρά την δραματική κατάστασή της και την έλλειψη της κόρης της, εμπνεύστηκε τη σειρά ξυλογραφιών με τις γυναίκες της φυλακής. Την ίδια εποχή, ο Μέμος Μακρής δημιουργούσε το μνημειώδες χάλκινο γλυπτό του Mauthausen (Μαουτχάουζεν, 1959-62), αφιερωμένο στα θύματα του ναζιστικού στρατοπέδου «το οποίο δεν θα γινόταν ποτέ αν εγώ δεν είχα την εμπειρία της αντίστασης της Ελλάδος», όπως έλεγε ο ίδιος ο γλύπτης στο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Στουπή. «Όταν ήταν φυλακή η μητέρα μου, ήμουν πολύ μικρή (σ.σ. 6 χρονών). Καταλάβαινα μεν ότι μου λείπει, το θυμάμαι αυτό, αλλά καθώς το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο ανθρώπους, πολλά άλλα παιδάκια μαζί μου συνέχεια, ενώ παράλληλα ήμουν πολύ κοντά με τον πατέρα μου, δεν ένιωσα το βάρος της απουσίας τόσο έντονα», σημειώνει η Κλειώ Μακρή. «Ζούσαμε σε μια περιοχή με πολλά σπίτια-εργαστήρια, σαν χωριό. Όλες οι μονοκατοικίες ήταν μέσα σε ένα πάρκο που το καθένα ήταν ένα ξεχωριστό καλλιτεχνικό εργαστήριο. Μεγάλωσα μέσα σε ένα κύκλο καλλιτεχνών με τους γονείς μου και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Είχαμε πάντα κόσμο στο σπίτι, Έλληνες, Ιταλούς, μια ατμόσφαιρα πολύ ζωντανή και δημιουργική. Την εποχή εκείνη υπήρχε ιδιαίτερα έντονη καλλιτεχνική ζωή στη Βουδαπέστη. Μου έχουν μείνει οι μυρωδιές, τα χρώματα, οι ήχοι του καθένα ξεχωριστά. Ήταν λίγοι οι ξένοι, κάναμε πολύ παρέα με Έλληνες εξόριστους, η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή, είχαν οργανωθεί, είχαν σχολείο ελληνικό –αν κι εγώ πήγα σε ουγγαρέζικο-, έκαναν γιορτές», θυμάται. «Παράλληλα είχα έναν κόσμο δικό μου. Ένα παιδί σε μικρή ηλικία δεν συνειδητοποιεί τι σημαίνει να είναι ο γονιός του γνωστός. Κατάλαβα λίγο πριν την εφηβεία πόσο γνωστοί ήταν και οι δύο. Μετά, μικρή ακόμη, πήγα στη γιαγιά μου από τη μεριά της μαμάς μου, στο Παρίσι, για να τελειώσω το σχολείο και να σπουδάσω. Εκεί δεν ήταν γνωστοί οι γονείς μου. Αυτό με βοήθησε να συνειδητοποιήσω σιγά σιγά αυτό που ήθελα να κάνω και να ανακαλύψω άλλους καλλιτέχνες, διαφορετικούς τρόπους έκφρασης που γνώρισα σπουδάζοντας στη σχολή Καλών Τεχνών (École nationale supérieure des beaux-arts). Είχα ξεκινήσει να σπουδάζω ψυχολογία αλλά μετά άρχισα να σχεδιάζω και τελικά πήγα στην Καλών Τεχνών. Ένιωθα τη σύγκριση με τους γονείς μου, ίσως για αυτό άργησα να το αποφασίσω να πάω. Και μου άρεσε στο Παρίσι το γεγονός ότι δεν τους ξέρανε και ήμουν ανώνυμη», προσθέτει.

Κλειώ Μακρή

Μετά τη χούντα, η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1978 ο Μέμος και η Ζιζή Μακρή εγκαταστάθηκαν κανονικά στην Ελλάδα, αν και δεν σταμάτησαν ποτέ να πηγαινοέρχονται στη Βουδαπέστη. «Μου έχει μείνει, όταν ήρθε πλέον ξανά στην Ελλάδα, το 1974, πόσο κόστισε στον πατέρα μου η αλλαγή της Αθήνας -δεν θυμόταν ότι υπήρχαν όσα βρήκε (σ.σ. είχε συντελεστεί η καταστροφή με την “ανοικοδόμηση” της χούντας)», θυμάται η Κλειώ Μακρή για τον δημιουργό της Κεφαλής του Πολυτεχνείου που στέκει εκεί, στην πύλη του, τόσα χρόνια ως σύμβολο του αντιδικτατορικού φοιτητικού αγώνα (στην ουσία πορτραίτο του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, η κεφαλή μεταφέρθηκε εκεί από τη Βουδαπέστη, με ενέργειες του προσωπικού φίλου του καλλιτέχνη, μέλους του ΚΚΕ και πρύτανη του Ε.Μ.Π., Γιώργου Βουδούρη). «Αλλά εκείνο που ήταν βαθιά συγκινητικό στην επιστροφή του, ήταν όταν ξανάβρισκε παλιούς φίλους... Με τη μητέρα μου ήταν αλλιώς τα πράγματα, γιατί τότε πρωτογνώρισε πραγματικά την χώρα -και πήγε παντού! Ήμουν αρκετά μαζί τους εκείνο το διάστημα, το έζησα όλο αυτό, όμως είχα παράλληλα και την δική μου ζωή. Έμεινα πολλά χρόνια στο Παρίσι, πηγαινοερχόμουν, αλλά από το 87-88 είμαι και εδώ, στην Αθήνα», λέει. Όπου, παράλληλα με την προσωπική δημιουργική της πορεία έχει αφοσιωθεί ενεργά στη διατήρηση του πολύτιμου έργου των γονιών της.

Τι είναι εκείνο που κρατάει μέσα της από τους γονείς της, δύο δημιουργούς με ακράδαντα πιστεύω ως το τέλος, με την ελευθερία σημαία τους, την Τέχνη οδηγό τους, την περιπέτεια σήμα-κατατεθέν της ζωής τους, στο πέρασμα του χρόνου; την ρωτάω λίγο πριν φύγει για την Άνδρο. «Νομίζω ότι εκείνο που κράτησα πάνω από όλα, ήταν η στάση τους απέναντι στη δουλειά. Με την μητέρα μου ήταν πιο εύκολο γιατί τα σχέδια της, ψηφιδωτά κλπ. ήταν πιο απτά. Στην δουλειά μου αισθάνομαι πιο πολύ την επιρροή της δικής της τεχνοτροπίας πάρα του πατέρα μου που δημιουργούσε μεγάλα αγάλματα και μνημεία. Βέβαια με έχει εμπνεύσει πολύ στη μικρογλυπτική και η φίλη τους γλύπτρια Erzsébet Schaár, που την έβλεπα στο εργαστήριο τους. Με τον πατέρα μου κατάλαβα αργότερα πώς λειτουργούσε, όταν συνειδητοποίησα ότι είχε μια σφαιρική αντίληψη με τη γλυπτική. Το έργο του είχε να κάνει με το χώρο, συνεργαζόταν με αρχιτέκτονα για να δημιουργήσει, δεν γινόταν αλλιώς… Και βέβαια επηρεάστηκα πολύ από εκείνους από το γεγονός ότι υπήρξαν και οι δύο στρατευμένοι καλλιτέχνες πιστοί στα ιδανικά τους...».

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΥΠΟΧΩΡΕΙ του Τίμωνα Κουλμάση
Τρίτη 26 Αυγούστου | ώρα 22:00 | πλατεία Ηρώου | Καστελλόριζο
Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 10ου BEYOND BORDERS Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλόριζου

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο & Σκηνοθεσία: Τίμων Κουλμάσης | Συνεργασία: Κλειώ Μακρή | Μοντάζ: Aurique Delannoy | Μουσική: Éric Neveu | Διεύθυνση φωτογραφίας: Máté Papp, Οδυσσέας Παυλόπουλος | Color grading: Herbert Posch / Vidéo de Poche | Μιξάζ: Thibaut Sichet / Quasar Studio | Συμμετέχουν: Σάββας Μιχαήλ, Μάνος Ζαχαρίας, Péter Forgács, Ηλίας Νικολακόπουλος, Pál Ferenci | Παραγωγοί: Κατερίνα Μπεληγιάννη, Serge Gordey, Τίμων Κουλμάσης | Παραγωγή: KABEL, TEMPS NOIR, ΕΡΤ ΑΕ, ROSE NORMANDIE, AIA FILMS, ARTE France, CNC, PROCIREP-ANGOA, ΕΚΚΟΜΕΔ ΑΕ-Creative Greece | Ντοκιμαντέρ, HD / 'Εγχρωμο & Ασπρόμαυρο / 70' / 2024 / Ελλάδα, Γαλλία

Έκθεση χαρακτικής «ΜΗΤΡΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» Βάσω Κατράκη – Ζιζή Μακρή
Οικία Μ.Ε. Κυδωνιέως της Καϊρείου Βιβλιοθήκης | Χώρα Άνδρου | ως τις 27/9 

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΣΙΝΕΜΑ
NEWS
Save